᾿Επισημάνσεις σὲ ἑτοιμαζόμενη ἔκδοσι
Τὰ ἀκόλουθα εἶναι ἀπὸ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλα σὲ κάποιον γνωστό μου, ὅταν μοῦ ἀνέθεσε νὰ ἐπιμεληθῶ τὴν ἔκδοσι ἑνὸς χριστιανικοῦ βιβλίου, τοῦ ὁποίου γιὰ εὐνοήτους λόγους δὲν φανερώνω τὸν τίτλο, ἐφόσον τὰ ἐν λόγῳ σημεῖα διωρθώθησαν, καθόσον γνωρίζω.
23 ᾿Iανουαρίου 1997
᾿Αγαπητὲ Γρηγόρη,
διορθώνοντας τὸ βιβλίο «Ο...................................» ἐπεσήμανα τὰ ἑξῆς:
Κατ᾿ ἀρχὰς πρόκειται γιὰ ἕνα ἀρκετὰ καλὸ βιβλίο τοῦ εἴδους αὐτοῦ. ὁ συγγραφεὺς φαίνεται ὅτι ἔχει ἐργαστῆ πάρα πολὺ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ κόπου του εἶναι ἀξιόλογο. προσωπικῶς τὸ βιβλίο μοῦ ἄρεσε πολύ, σὲ ἀρκετὰ σημεῖα μάλιστα ἐθαύμασα τὴν ἐπιστημονικὴ μέθοδο καὶ τὴν ἐμβρίθεια τοῦ συγγραφέως, ἐνῷ ἔμαθα καὶ πολλὰ πράγματα ποὺ ἀγνοοῦσα. θεωρῶ αὐτὲς τὶς ἐξηγήσεις ἀναγκαῖες, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν τυχὸν παρεξηγήσεις. πέρα ὅμως τῆς ἐπιστημονικῆς ἀρτιότητος τοῦ βιβλίου παρατήρησα ὅτι σὲ ἐλάχιστα σημεῖα ὑπάρχει μία κάπως ἀσαφὴς γλωσσικὴ διατύπωσι, ἰδίως σὲ θέματα δογματικὰ καὶ θεολογικά. αὐτὸ ἴσως δημιουργεῖ κάποιες παρανοήσεις τοῦ κειμένου. πιστεύω ὅτι αὐτὰ τὰ σημεῖα μποροῦν νὰ βελτιωθοῦν, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ ἐπισημαίνω...
1. Στὸ κεφάλαιο «ὁ Εὐαγγελισμὸς» ὑπάρχει ἡ ἔκφρασι «μὲ τὴ συμβολικὴ τῶν χρωμάτων παρουσιάζεται ταυτόχρονα καὶ ἡ φύσι της (τῆς θεοτόκου), ποὺ πρῶτα εἶναι ἀνθρώπινη καὶ μετὰ θεϊκή», σελὶς (52)54. αὐτὴ ἡ ἔκφρασι περιέχει σοβαρὸ δογματικὸ λάθος. προφανῶς ἐδῶ ὁ συγγραφεὺς ἐννοεῖ ὅτι ἡ χάρις τῆς θεότητος ἐπεσκίασε τὴν ἀνθρωπίνη φύσι τῆς θεοτόκου καὶ τὴν ἐθέωσε. αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θεοτόκος ἑνώθηκε μὲ τὴν θεία καὶ ἄκτιστο ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι μεθεκτή, καὶ ὄχι μὲ τὴν θεία φύσι, ἡ ὁποία εἶναι ἀμέθεκτος. περὶ δύο φύσεων, θείας καὶ ἀνθρωπίνης, ὁμιλοῦμε μόνον ὅταν ἀναφερώμαστε στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι φύσει Θεός. οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι θεοὶ ἐκ φύσεως, ἀλλὰ γίνονται θεοὶ κατὰ χάριν.
2. Τὸ ἴδιο λάθος ὑπάρχει καὶ στὸ κεφάλαιο «ἡ ὑπαπαντή»: «πρόκειται γιὰ τὴν γνωστὴ ἀναφορὰ στὴν ἀνθρώπινη φύσι της ποὺ “ἐπενδύεται” μὲ τὴ θεϊκή», σελὶς (78) 83.
3. ᾿Επίσης ὑπεμφαίνεται καὶ στὸ κεφάλαιο «ἡ ἔγερσις τοῦ Λαζάρου» ὅπου ὁ συγγραφεὺς ὁμιλεῖ περὶ ἀντιστρόφου συμβολισμοῦ τῶν χρωμάτων στὰ ἐνδύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς θεοτόκου, σελὶς (98)110 κάνοντας ἔτσι συγκρίσεις χωρὶς τὶς ἀναγκαῖες διευκρινίσεις.
Προφανῶς στὰ σημεῖα αὐτὰ ἡ ἔκφρασι «θεϊκὴ φύσι» πρέπει νὰ ἀντικατασταθῇ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ φράσι «θεία χάρι», καὶ ἐπιπλέον νὰ τονισθῇ ὅτι περὶ δύο φύσεων ὑποστατικῶς ἑνωμένων ὁμιλοῦμε ἀναφερόμενοι μόνον στὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ.
4. Στὸ κεφάλαιο «ἡ γέννησι τοῦ Χριστοῦ» γράφει: «Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ᾿Ιωσὴφ δὲν ἀναφέρεται σὲ κανένα ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ κείμενα τῆς γέννησης· ἡ ὑμνογραφία ἂν καὶ ἀνέπτυξε ὅλα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς γέννησης, γι᾿ αὐτὸν παρέμεινε σὲ σιωπή», σελὶς (68)72. νομίζω ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς δὲν εἶναι ἀπόλυτα ἀκριβής. ἰδοὺ προχείρως σταχυολογημένα μερικὰ τροπάρια ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν χριστουγέννων ποὺ ἀναφέρονται στὸν ᾿Ιωσήφ: α΄) «μὴ στύγναζε, ᾿Ιωσήφ...» (καὶ νῦν, αἴνων 23ης Δεκεμβρίου, ἦχος πλ. α΄)· β΄) «Τάδε λέγει ᾿Ιωσὴφ πρὸς τὴν παρθένον...» (1η ὥρα παραμονῆς Χριστουγέννων, ἦχος πλ. δ΄)· γ΄) «᾿Ιωσήφ, εἰπὲ ἡμῖν...» (3η ὥρα παραμονῆς Χριστουγέννων, ἦχος γ΄) «Δεῦτε, χριστοφόροι λαοί,... καὶ ταῦτα βλέπων ἐβόα ᾿Ιωσὴφ ὁ μνήστωρ...» (6η ὥρα παραμονῆς Χριστουγέννων, ἦχος πλ. α΄)· «῞Οτε ᾿Ιωσήφ, παρθένε, λύπῃ ἐτιτρώσκετο...» (9η ὥρα παραμονῆς Χριστουγέννων, ἦχος β΄)· «εὐαγγελίζου, ᾿Ιωσήφ...» (ἀπολυτίκιον Κυριακῆς μετὰ τὰ Χριστούγεννα). ἐξάλλου τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ χριστούγεννα ἡ ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν μνήμη τοῦ μνήστορος ᾿Ιωσήφ! ἄρα ἡ ὑμνογραφία ἀναφέρεται συχνὰ εἰς τὸν ᾿Ιωσήφ.
5. Στὸ κεφάλαιο «ἡ μεταμόρφωσι» ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς: «...ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς διακήρυξε... ὅτι αὐτὸ τὸ ἄκτιστο φῶς μπορεῖ νὰ γίνῃ αἰσθητὸ μέσῳ τοῦ διαλογισμοῦ καὶ τῆς προσευχῆς», σελὶς (89) 99. πρόκειται γιὰ τέλεια διαστρέβλωσι τῆς παλαμικῆς διδασκαλίας περὶ νοερᾶς προσευχῆς καὶ ἀκτίστου φωτός. κατ᾿ ἀρχὰς ὁ διαλογισμὸς (αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζεται διαλογισμὸς σὲ ᾿Ανατολὴ καὶ Δύσι) εἶναι ἀποκρυφιστικὴ τεχνικὴ ποὺ ἀναφέρεται μόνο στὸ ἄτομο ποὺ τὴν ἐξασκεῖ, εἶναι δὲ τελείως ἀντίθετη μὲ τὰ δόγματα τῆς ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν χριστιανικὴ προσευχή· ἡ προσευχὴ εἶναι κοινωνία προσώπων, ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. τὸ ἄκτιστο φῶς γίνεται ὁρατὸ στοὺς ἀξίους γιὰ μία τέτοια ὅρασι, μόνον ὅταν ὁ Θεὸς τὸ θελήσῃ· ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὸ ἀποτέλεσμα κάποιων διαλογιστικῶν τεχνικῶν. ἡ περὶ ἀκτίστου φωτὸς διδασκαλία δὲν εἶναι δόγμα τῶν ἡσυχαστῶν, ἀλλὰ πίστι καὶ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας ποὺ περιλαμβάνεται μάλιστα καὶ στὸ συνοδικὸ τῆς ὀρθοδοξίας (α΄ Κυριακὴ τῶν νηστειῶν). γιὰ τὸ φῶς ποὺ βλέπει ὁ διαλογιζόμενος οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς πληροφοροῦν ὅτι εἶναι φῶς αἰσθητὸν καὶ δαιμονικόν. ἡ λέξι «διαλογισμὸς» ἀναφέρεται καὶ στὴν ῾Αγία Γραφὴ καὶ στοὺς ἀρχαίους πατέρες τῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐκεῖ ἔχει τὴν πρωταρχική της σημασία· σημαίνει τὸν λογισμό, τὸν συλλογισμό, τὴν περίσκεψι· καὶ πάλι ὅμως ἔχει πολλὲς φορὲς ἀρνητικὴ σημασία, ὅταν νοῆται ὡς πονηρὸς καὶ ὑπερήφανος λογισμός. τὴν ἄποψι ὅτι τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ τὴν κατανοεῖ κανεὶς διὰ τῆς λογικῆς του δὲν τὴν ὑπεστήριξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλὰ ὁ κυριώτερος ἀντίπαλός του, ὁ Βαρλαάμ! δυστυχῶς στὴν Δύσι ἐπικράτησε ἡ διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ, ἔχασαν τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀληθοῦς προσευχῆς καὶ τῆς θεοκοινωνίας, καὶ γι᾿ αὐτὸ σήμερα συγχέουν τὴν προσευχὴ μὲ τὸν διαλογισμὸ καὶ τὰ ταυτίζουν. πλάνη οἰκτρά!
6. ᾿Επίσης καὶ στὸ κεφάλαιο «ἡ σταύρωσι» ὑπάρχουν οἱ φράσεις: «ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κεντρικὴ εἰκόνα στὴ χριστιανικὴ τέχνη καὶ ἡ ὀπτικὴ ἑστία τοῦ χριστιανικοῦ διαλογισμοῦ»! σελὶς (108)123. αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς εἶναι σαφῶς ἀντιχριστιανικὸς καὶ συνιστᾷ διδασκαλία ἀποκρυφιστική.
7. «(῾Ο ᾿Ιωσὴφ) σκεπτικὸς διαλογίζεται τὸ μυστήριο τοῦ Πάθους», σελὶς (114)130.
Σὲ ὅλα τὰ παραπάνω χωρία ἡ λέξι «διαλογισμὸς» πρέπει νὰ διαγραφῇ, καὶ ὅλη ἡ φράσι νὰ ἐπαναδιατυπωθῇ ἐπὶ τὸ ὀρθοδοξότερον.
8. Στὸ ἴδιο κεφάλαιο ὑπάρχει ἡ φράσι: «αὐτὸ ἀκριβῶς ἀποτυπώνεται πάνω στὸ φωτοστέφανο τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁμοούσιου τῆς ῾Αγίας Τριάδας»! σελὶς (91)101. ῾Ο Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα· ἔτσι πρέπει νὰ γραφῇ καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν φράσι, εἰδάλλως δίνεται ἡ ἐντύπωσι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι χωριστὸ πρόσωπο ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος!
9. Στὸ ἴδιο κεφάλαιο γράφει: «τὸ τροπάριο τῆς ἐνάτης ὥρας συγκρίνει ἔτσι τὸ σταυρὸ μὲ ἕνα ζυγὸ τύχης», σελὶς (111)127. τὸ τροπάριο τῆς ἐνάτης ὥρας στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ συγγραφεὺς ἔχει ὡς ἑξῆς: «ἐν μέσῳ δύο λῃστῶν ζυγὸς δικαιοσύνης εὑρέθη ὁ σταυρός σου· τοῦ μὲν καταγομένου εἰς ᾅδην, τῷ βάρει τῆς βλασφημίας, τοῦ δὲ κουφιζομένου πταισμάτων, πρὸς γνῶσιν θεολογίας, Χριστὲ ὁ Θεός, δόξα σοι». ἑπομένως ὁ σταυρὸς ὀνομάζεται στὸ τροπάριο αὐτὸ ὄχι ζυγὸς τύχης (Τύχη ὠνομαζόταν μία μυθολογουμένη θεὰ τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων εἰδωλολατρῶν) ἀλλὰ ζυγὸς δικαιοσύνης· σὰν νὰ λέμε σήμερα ζυγαριὰ ἀκριβείας ποὺ δὲν τὴν ξεγελάει κανεὶς καὶ δὲν ἀδικεῖ κανένα.
10. Στὸ ἴδιο κεφάλαιο ἀναφέρεται: «στὴ χριστιανικὴ παράδοσι αὐτὸς ὁ ἑκατόνταρχος ἔχει πάρει τὸ ὄνομα Λογχῖνος (ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λέξι λόγχη)», σελὶς (115)130. νομίζω ὅτι ὁ συγγραφεὺς πρέπει νὰ τεκμηριώσῃ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀναφέροντας τὴν πηγή του, διότι παντοῦ ὁ ἑκατόνταρχος ὀνομάζεται Λογγῖνος, καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀναγράφεται στὰ ἁγιολόγια τῆς ἐκκλησίας.
11. Στὸ ἴδιο κεφάλαιο ὑπάρχει ἡ πρότασι: «...ἡ κοσμικὴ δύναμι τοῦ σταυροῦ, ποὺ θὰ καθαρίσῃ τὴν ἔκτασι τῆς ἀτμόσφαιρας ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις», σελὶς (115)130. οἱ ἅγιοι τῆς ἐκκλησίας μας συχνὰ ἀναφέρονται στὴν θεία, οὐράνια καὶ ὑπερκόσμιο δύναμι τοῦ σταυροῦ. τὸ ἐπίθετο κοσμικὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα σημαίνει αὐτὸν ποὺ ἀνήκει στὸν κόσμο ἢ τὸν λαϊκό, τὸν μὴ ῥασοφόρο (ἱερωμένο ἡ μοναχό). ἡ λέξι κόσμος στὴν ῾Αγία Γραφὴ πολλὲς φορὲς ἔχει ἀρνητικὴ σημασία: «μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ» καὶ «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (α΄ ᾿Ιωάννου β΄ 15 καὶ ε΄ 19). ἡ λέξι κοσμικὸς μὲ τὴν ἔννοια τοῦ θεϊκοῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὁρολογία τοῦ ἀποκρυφισμοῦ!
12. Τὰ ἴδια περίπου ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν φράσι «... ὁ σταυρός, σύμβολο μὲ κοσμικὴ καὶ συμπαντικὴ ἀξία...», σελὶς (108)124.
13. Παρόμοιες φράσεις ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ βιβλίου, ὅπως: κεφάλαιον «ἡ ἀνάληψι», φράσεις «...ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν κοσμικῶν σφαιρῶν...» καὶ «...συμβολίζει τὴν κοσμικὴ σύνδεσι ἀνάμεσα στὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ», σελίδες (151,152)169.
14. Κεφάλαιο «ἡ κοίμησι τῆς θεοτόκου», φράσι «...ἔχουν τοὺς ἴδιους πρασινωποὺς χρωματικοὺς τόνους μὲ τὸν κοσμικὸ κύκλο», σελὶς (167)187.
Συνιστᾶται ἡ ἀντικατάστασι τοῦ ἐπιθέτου κοσμικὸς μὲ ἄλλη καταλληλότερη καὶ χριστιανικώτερη ἐκφρασι.
Νομίζω ὅτι θὰ ἦταν καλὸ νὰ λάβουν γνῶσι τῶν παρατηρήσεών μου αὐτῶν τόσο ὁ συγγραφεὺς ὅσο καὶ ἡ ἐκδότρια ἱερὰ μητρόπολις.
Μὲ ἐκτίμησι
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης