Ἡ Βίβλος ἢ Ἁγία Γραφὴ ἢ Κανών, δηλαδὴ ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, εἶναι τὸ σύνολο τῶν θεοπνεύστων βιβλίων, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ πηγὴ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν ὡς πηγὴ τῆς θρησκείας των καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, χωρὶς φυσικὰ νὰ τὴ λὲν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐφ’ ὅσον δὲν δέχονται κάποια Καινὴ Διαθήκη· τὴ λὲν χωρὶς ἑνιαῖο ὄνομα «Νόμος Προφῆται καὶ Γραφαὶ» (Τωρὰ Νεμπιὶμ οὐ Κεθουβίμ). εἶναι δὲ ἡ «Π. Διαθήκη» τους αὐτὴ καὶ στὸ κείμενο φθαρμένη μετὰ τὸ 135 μ.Χ. σὲ τόσο μεγάλο βαθμό, ποὺ δὲν εἶναι πλέον ἡ θεόπνευστη Βίβλος, ἀλλὰ κατ’ οὐσίαν ἕνα ἄλλο βιβλίο. Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τοὺς προτεστάντες καὶ τοὺς ἀγγλικανούς, καὶ παπικοὶ ἔχουν τρεῖς διαφορετικοὺς καταλόγους τῶν βιβλίων τοῦ Κανόνος.
Τὸν κατάλογο τοῦ Κανόνος τῆς Χριστιανικῆς ἐκκλησίας συνέταξε τὸ 367 μετὰ ἀπὸ ἔρευνα ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας κατ’ ἀνάθεσι καὶ ἐντολὴ καὶ ὡς πληρεξούσιος σ’ αὐτὸ τῆς Α’ οἰκουμενικῆς συνόδου. ἡ σύνοδος ἀνέθεσε στὸν ἑκάστοτε ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας νὰ γράφῃ καὶ νὰ στέλνῃ κάθε χρόνο καὶ γιὰ πάντα μιὰ ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς οἰκουμένης, στὴν ὁποία πρῶτον νὰ προσδιορίζῃ τὴν ἡμερομηνία τοῦ πάσχα τοῦ ἑπομένου ἔτους καὶ δεύτερον νὰ σχολιάζῃ σ’ αὐτὴ τὰ κύρια ζητήματα πίστεως καὶ ὁμολογίας ποὺ εἶχαν ἀνακύψῃ στὴ χριστιανικὴ οἰκουμένη κατὰ τὸ προηγούμενο ἔτος. ἔτσι κατὰ τὰ ἔτη 326-328 τὴν ἐπιστολὴ αὐτή, ποὺ λεγόταν ἑορταστικὴ ἐπιστολή, ἔγραφε ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας, κατὰ δὲ τὰ ἔτη 329 - 373 ὁ Μ. Ἀθανάσιος. στὴν Ἑορταστικὴ Ἐπιστολή του ΛΘ’ τοῦ ἔτους 367 ὁ Ἀθανάσιος ἔδωσε τὸν κατάλογο τοῦ Κανόνος, τὸν ὁποῖο δέχεται ἡ Χριστιανικὴ ἐκκλησία.
Οἱ Ἰουδαῖοι δέχονται ἕναν κατάλογο τοῦ Κανόνος, τῆς Π. Διαθήκης μόνο βέβαια, ὁ ὁποῖος εἶναι συντεταγμένος ἀπὸ ἄγνωστο σχολιαστὴ ἀνάμεσα στὰ ἔτη 700 καὶ 1350 καὶ ἀνευρίσκεται στὴ Σπουδὴ (Ταλμοὺδ) καὶ ἀκριβέστερα στὰ Σχόλια (Γεμαρὰ) τῆς Δευτερώσεως (Μισνά), στὴν πραγματεία Ἐσχάτη θύρα (Μπαμπὰ μπαθρά, 14b - 15a), ἀνάγεται δὲ κατὰ τὴ γνώμη μου στὰ ἔτη 120-135 μ.Χ., στὸ διαβόητο ῥαββῖνο Συμεὼν μπὲν Ἀκιβά.
Οἱ προτεστάντες ὅλοι καὶ οἱ ἀγγλικανοὶ μαζὶ δέχονται τὸν ὄψιμο αὐτὸ ἰουδαϊκὸ κατάλογο τοῦ Κανόνος, τὸν ὁποῖο διατυπώνουν ῥητῶς καὶ πλήρως στὴ δογματικὴ ὁμολογία τῆς Ζυρίχης τὴ συντεταγμένη κατὰ τὸ ἔτος 1545.
Οἱ παπικοὶ δέχονται δικό τους κατάλογο τοῦ Κανόνος, ποὺ εἶναι «ἀλάθητο» δῆθεν δόγμα (decretum) τοῦ πάπα Ῥώμης Παύλου Γ’, τὸ ὁποῖο ἐκφωνήθηκε καὶ δημοσιεύτηκε στὶς 8 - 4 - 1546 στὴν κατ’ αὐτοὺς ἐν Τριδέντῳ «οἰκουμενική» τους σύνοδο τοῦ ἔτους ἐκείνου, κατὰ τὴν δ’ συνεδρία.
Ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς καταλόγους (ἐκκλησιαστικό, ἰουδαϊκὸ -προτεσταντικό, παπικό,) ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διαφορὰ στὰ βιβλία, ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ἐξ ἴσου οὐσιώδης διαφορά, τὴν ὁποία δὲν ἀντιλήφθηκαν ποτὲ μέχρι σήμερα οἱ ἐμφανιζόμενοι ὡς εἰδήμονες (βιβλικοὶ καθηγηταὶ θεολογικῶν σχολῶν κλπ.). ἡ διαφορὰ αὐτὴ εἶναι ὅτι ὁ μὲν Μ. Ἀθανάσιος καὶ μαζί του ἡ ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ ἐκκλησία φρονοῦν ὅτι ἡ συλλογὴ τῶν θεοπνεύστων βιβλίων τοῦ Κανόνος προκύπτει ὄχι ἀπὸ κάποια κριτικὴ εἰκασία καὶ ἐκτίμησι ὁποιουδήποτε μεταγενεστέρου τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη παράδοσί της ἀπὸ χέρι σὲ χέρι ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους μέχρι ἐμᾶς, ἡ ὁποία παράδοσι ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς ἀντικείμενο ἱστορικῆς καὶ γραμματολογικῆς μόνο ἐξετάσεως καὶ ὄχι δογματικῆς ἀποφάσεως, οἱ δὲ ἄλλοι, Ίουδαῖοι προτεστάντες ἀγγλικανοὶ καὶ παπικοί, φρονοῦν ὅτι ὁ κατάλογος προκύπτει ἀπὸ κριτικὴ εἰκασία κι ἐκτίμησι τῶν εἰδικῶν ποὺ τὸν συνέταξαν —αὐτοὶ δηλαδὴ κρίνουν κι ἀποφασίζουν τί εἶναι θεόπνευστο καὶ τί ὄχι— ἢ ἀπὸ τὴν «ἀλάθητη» δῆθεν δογματικὴ ἔμπνευσι τοῦ πάπα τῆς ῾Ρώμης ποὺ ἔγραψε τὸ σχετικὸ «ἀλάθητο» δῆθεν δέκρετό του. ὁ Ἀθανάσιος στηρίζεται στοὺς πρὸ Χριστοῦ Ἰσραηλῖτες ἐξωβιβλικοὺς συγγραφεῖς καὶ στοὺς πρὸ αὐτοῦ Χριστιανοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς καὶ μάλιστα στὸ Μελίτωνα Σάρδεων (160 μ.Χ.), ὁ Ἀκιβὰ κι ὁ πάπας ῾Ρώμης στὴν προσωπική τους «θεοπνευστία», καὶ οἱ προτεστάντες καὶ ἀγγλικανοὶ στὸ μεταχριστιανικὸ ἰουδαϊκὸ κατάλογο.
Κωνσταντῖνος Σιαμάκης, φιλόλογος, δρ θεολογίας
«Μελέτες 1», Θεσσαλονίκη 2008
(http://www.philologus.gr)