Ομιλία Κυρ Δημητρίου Ιωαννίδη

Κανόνες Δ. Συζήτησης
῾Η χρῆσις τοῦ δημοσιευομένου ὑλικοῦ καὶ τῶν συνημμένων ἀρχείων διέπεται ἀπὸ τοὺς παρακάτω ὅρους·
α) γιὰ τὰ πνευματικὰ δικαιώματα viewtopic.php?f=138&t=430&p=1237#p1236
β) γιὰ τὰ ἐμπορικὰ δικαιώματα viewtopic.php?f=138&t=430&p=1237#p1237

Ομιλία Κυρ Δημητρίου Ιωαννίδη

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 09 Φεβ 2009, 20:01:54

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
& Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΕΡΟΨΑΛΤΩΝ Σ Η Μ Ε Ρ Α

Η Ελληνική Μουσική, είναι μία τέχνη, η οποία ανθεί διά μέσου των αιώνων, από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα.
Κατά τους Αρχαίους χρόνους, βρισκόταν σε περίοπτη θέ-ση και ήταν απαραίτητη, σε κάθε Θρησκευτική, Πολιτική ή προσωπική εκδήλωση των Αρχαίων προγόνων μας.
Δεν χρειάζεται να αναφερθούν τα ονόματα, τόσων και τόσων επιφανών Μελoποιών της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, οι οποίοι μεσουρανούσαν εκείνη την περίοδο και κατάφεραν να κάνουν όλους τους λαούς της εποχής εκείνης, να μιλάνε με ενθουσιασμό γι’ αυτήν. Με την πολεμική εκστρατεία μάλιστα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ελληνική Μουσική, έγινε η βάση της Μουσικής των Χωρών, όλου του γνωστού τότε κόσμου, των τριών Ηπείρων ( Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής ).
Απ’ τον Β΄. όμως αιώνα μ. Χ. , η Χριστιανική ποίηση και μουσική, αναγκάστηκαν να αντικαταστήσουν τα αρχαία μέτρα, με τους τονικούς ρυθμούς, στούς οποίους δόθηκε μεγάλη σημασία, όχι στήν ποιότητα των συλλαβών, αλλά στήν ποσότητα και στόν τονισμό των λέξεων.
Έτσι, έχουμε τη Μεσαιωνική ή Βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία συνετελέσθη αυτή η μετάλλαξη, από διακεκριμένους Μουσουργούς, οι οποίοι γνωρίζοντας σε βάθος την Αρχαία Ελληνική Μουσική και ποτισμένοι από την Ελληνική Παιδεία, στηρίχτηκαν πάνω στους Τρόπους ή Ήχους της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής και δημιούργησαν τη λεγομένη λόγω Βυζαντίου, Βυζαντινή. Τούτο, επιβεβαιώνεται, από τα έργα όλων των Μουσουργών και Υμνογράφων, από τον Α΄. μέχρι τον Ζ΄. αιώνα, οπότε εμφανίστηκε ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Αυτή η Μουσική, όπως άλλωστε και κάθε άλλη τέχνη, εμφανίστηκε στήν αρχή ατελής. Όλοι όμως όσοι ασχολήθηκαν μ’ αυτήν, είτε Έλληνες ήταν αυτοί, είτε ξένοι, όλοι συμφώνησαν, ότι οι Εκκλησιαστικοί Ήχοι και γενικά το Σύστημα αυτής της Νέας Εκκλησιαστικής Βυζαντινής Μουσικής, εί-χε άμεση σχέση, με το Αρχαίο Ελληνικό Σύστημα. Βέβαια αυτή η Μουσική, μαζί με την Εκκλησιαστική Υμνολογία
των πρώτων μ. Χ. αιώνων, εξυπηρετούσε στήν αρχή, περισσότερο τις Θρησκευτικές, παρά τις κοσμικές ανάγκες του Βυζαντινού λαού. Αυτό όμως, συνέβη μόνο στήν αρχή.
Στή συνέχεια όμως, άρχισε να ακμάζει, και από τα τέλη του Ζ΄. αιώνα, αποτελούσε αναπόσπαστο συμπλήρωμα, γιά όλες ανεξαιρέτως τις συγκεντρώσεις, οποιασδήποτε μορφής και χώρου ( Αυτοκρατορικές ή κοσμικές ).
Είναι η εποχή, που εμφανίζονται μεγάλες προσωπικότητες, στό χώρο της Μουσικής και της Υμνογραφίας.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που θεωρείται ο Μπάχ της Βυζαντινής Μουσικής. Ακολουθούν, ο Ρωμανός ο Μελωδός ( ο αναμφισβήτητος Πίνδαρος της Εκκλησιαστικής Ποιήσεως στο Βυζάντιο ), οι Στουδίτες, οι Πατριάρχες Κων/πόλεως Αναστάσιος και Φώτιος, ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, οι Αυ-οκράτορες Λέων Γ΄. ο Σοφός και Κων/νος ο Πορφυρογέννητος, ο Ανδρέας ο Κρήτης, η Κασσιανή ( ή Κασσία ) μοναχή, ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο οποίος υπήρξεν η μεγαλύτερη μορφή μετά το Δαμασκηνό, και πολλοί άλλοι.
Κατά τα τέλη του Ιγ΄. Αιώνα, η Βυζαντινή Μουσική παρουσιάζει νέα άνθηση, με πρωτοστάτη, τον Εμμανουήλ τον Βρυέννιο, τον εξοχότερο Θεωρητικό της Μουσικής κατά το Μεσαίωνα.
Στό περισπούδαστο σύγγραμμά του περί Μουσικής, καθιερώνει σαν βάση των Κλιμάκων το Οκτώηχο Σύστημα και πραγματεύεται περί των κοινών Τετραχόρδων των Αρχαίων, παρουσιάζοντας την ιστορική συνάφεια, της Αρχαίας Μουσικής με τη Βυζαντινή.
Η σχέση των δύο αυτών εποχών, παρουσιάζεται πολύ χαρακτηριστικά από το Γεώργιο Αρνόλδο, Ρώσσο Μουσι-κολόγο, ο οποίος αποκαλεί τη Βυζαντινή Μουσική, διάδοχο και κληρονόμο, της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής.
Το κυριώτερο χαρακτηριστικό της Εθνικής Βυζαντινής Μουσικής μας, είναι ότι αποτελεί Αρχαιοτάτη Παράδοση, και το Εθνικό μας Κειμήλιο. Εκτός όμως απ’ αυτό, είναι αδιαμφισβήτητα υψηλή και απαράμιλλη τέχνη, με κύριο τεχνικό γνώρισμα, τη μονωδία και την ομοφωνία.
Είναι τέχνη, κατ’ ευθείαν απόγονος της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, από την οποία κληρονόμησε, όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες, και την οποία καλλιέργησαν, προήγαγαν και ελάμπρυναν, Πατέρες της Εκκλησίας, Αυτοκράτορες, πάνσοφοι άνδρες, Μουσικοφιλόλογοι και Μουσικοφιλόσοφοι, Θεωρητικοί και ερασιτέχνες Μουσικοδιδάσκα-λοι, πρό και μετά την Άλωση. Είναι το μέσον, που σε η-μέρες ευπραγίας ή δυσπραγίας, ενέπνευσε το Λαό και τους Αυτοκράτορες, και οδήγησε πάντοτε νικητή και τροπαιούχο, το Σταυρό και το Λάβαρο.
Μετά την Άλωση, η Βυζαντινή Μουσική, έμεινε στήν ουσία της η ίδια.
Οι Χριστιανοί, συσπειρώθηκαν γύρω από τον Πατριάρχη και το Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης, αποτελούσε το Θρησκευτικό και Πολιτικό Αρχηγό του Γένους.
Το Πατριαρχείο, ο Πατριαρχικός Ναός, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, υπήρξεν η Κιβωτός, όπου το Βυζαντινό Μέλος, βρήκε καταφύγιο και διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας.
Βέβαια, συνετελέσθησαν μερικές αλλαγές, αλλά δεν κρίνονται τόσο σημαντικές. Το γεγονός είναι μέσα στήν Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, διεσώθη μαζί με τη γλώσσα των Ιερών Ακολουθιών της ΚΑΙ η Μουσική τους και μάλιστα μπορούμε να πούμε, ότι μέσα στά μαύρα και πέν-θιμα χρόνια της σκλαβιάς του Γένους, γνώρισε τη μεγάλη της άνθιση.
Σ’ αυτή την πολύπαθη Πόλη και το Πατριαρχείο, ο Ελ-ληνισμός και η Θρησκεία, προκειμένου να αντέξουν το ζυγό του Κατακτητή, οπλίστηκαν και στολίστηκαν με περίλαμπρες τέχνες.
Την Εικονογραφία με την Ψηφιδογραφία, την Αρχιτεκτονική, τη Λογοτεχνία με την Υμνογραφία, αλλά κυρίως, με την Εκκλησιαστική Βυζαντινή Μουσική.
Μ’ αυτήν, μελοποιήθηκαν τα Ιερά Τροπάρια, και μ’ αυτήν εψάλλονταν σε όλους τους Ναούς μας, καθ’ όλη τη διάρκεια του Τουρκικού ζυγού.
Το βαρύ πέλμα του Κατακτητή, μπορεί να έσβησε τη λάμψη του Βυζαντινού μεγαλείου, αλλά δεν μπόρεσε να σβήσει από τις Χριστιανικές ψυχές, την ανταύγεια που ανακα-τεμένη με μύχιους πόθους, έγινε ψυχική έπαρση και όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, αποτίναξε το Δυνάστη.
Είναι η νέα εποχή για την Ελληνική Μουσική, η οποία μαζί με τους Χριστιανικούς Ύμνους, που ψάλλουν οι σκλαβωμένοι Έλληνες, παρακαλώντας γιά το λυτρωμό, παίρνει τον καημό τους, και τον κάνει τραγούδι.
Φυσικά, η μόνη Μουσική που γνωρίζουν, είναι η Μουσική του τόπου τους. Η Βυζαντινή. Μ’ αυτή τη Μουσική λοιπόν, τονίζονται όλα τα τραγούδια του Λαού μας. Μόνο που από το Ύφος του Μέλους, παύει να αποκαλείται πλέον Εκκλησιαστική, αλλά μετονομάζεται, σε Δημοτική Μουσική.
Οι αδελφικές ομοιότητες που παρουσιάζουν τα Βυζαντινά Εκκλησιαστικά Μέλη, με το Δημοτικό μας Τραγούδι, πιστοποιούν την πραγματικότητα αυτή. Γιά την απόδοσή του, οι τραγουδιστές, είτε αυτοί είναι επαγγελματίες, είτε απλοί άνθρωποι του Λαού μας, που τις περισσότερες φορές, ιδίως στά χωριά, είναι εντελώς αγράμματοι, χρησιμοποιούν τους ίδιους Ήχους, τις ίδιες Κλίμακες και τα ίδια χαρακτηριστικά. Το Δημοτικό μας λοιπόν Τραγούδι, το οποίον αντικατοπτρίζει τη λαχτάρα, τον πόνο, τον έρωτα, τη χαρά, την απόγνωση και την ελπίδα, εξωτερικεύτηκε, και τραγουδήθηκε, με την Εθνική μας Μουσική. Τη Μουσική που γνώριζε ο σκλαβωμένος Ραγιάς και με την οποίαν έψαλλε τους Θρησκευτικούς του Ύμνους, όταν εκτελούσε τα Θρησκευτικά του καθήκοντα. Τη Βυζαντινή Μουσική, που είναι αδιαφιλονίκητα, συνέχεια της Μουσι-κής των Αρχαίων Ελλήνων.
Κατά καιρούς, πολλοί προσπάθησαν από ανόητη φιλοδοξία και μόνο, να επιφέρουν αλλαγές σ’ αυτή τη Μουσι-κή μας κληρονομιά, είτε εναρμονίζοντας τα Μέλη, είτε εξευρωπαϊζοντάς τα.
Άλλοι πάλι στίς μέρες μας, θέλησαν να φέρουν τα πάνω – κάτω, σ’ αυτό που λέμε Μουσική Κληρονομιά, ανακα-τεύοντας πανάρχαια σύμβολα με τα καινούρια, και διαφοροποιώντας τα κλασσικά Διαστήματα.
Θέλησαν να αλλάξουν τα απ’ αιώνων παραδεδεγμένα και να εισαγάγουν « καινά δαιμόνια », στήν Εκκλησιαστική Βυζαντινή Μουσική και το Δημοτικό μας Τραγούδι.
Το ίδιο συμβαίνει όπως είπαμε και σήμερα. Το γεγονός όμως, είναι ένα :
Όλοι, όσες προσπάθειες κι αν έκαναν, απέτυχαν και μάλιστα παταγωδώς, λόγω του ότι όπως προείπαμε, το μεδούλι του Έλληνα, έχει ποτίσει με τα πατρογονικά ακούσματα και δεν είναι εύκολο να του τα ανατρέψει κανείς.
Έτσι, δεν πρέπει να μας φαίνεται παράδοξο, το φαινόμενο της ομοιογένειας των τριών εποχών της Ελληνικής Μουσικής, κατά τη διαδρομή της Ιστορίας του Γένους. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι όλα τα στοιχεία της τέχνης, βρίσκονται βαθειά ριζωμένα στό χώμα που πατάμε, και είναι αδιάσπαστα ενωμένα με την ψυχή των κατοίκων αυτού του τόπου, με το πνεύμα τους, τα ήθη τους, την Ιστορία και το χαρακτήρα τους.
Έτσι εξηγείται η ομοιογένεια και η ενότητα της εξέλιξης της Ελληνικής Βυζαντινής Μουσικής, αφού η ψυχή του Έλληνα, παρέμεινε αναλλοίωτη, σε ολόκληρη τη μακραίωνη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
Αλλά ας βάλουμε κάποια τάξη στά πράγματα, αρχίζοντας από την κοιτίδα της Βυζαντινής Μουσικής.
Το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Το χώρο που γεννήθηκε, αναπτύχθηκε, και μεγαλούργησε αυτή η Μουσική.
Πιό συγκεκριμένα, ο Πατριαρχικός Ναός, ο οποίος ήταν, είναι και θα είναι το επίκεντρο του Χριστιανισμού, που λάμπει εκκλησιαστικά ανάμεσα στούς αιώνες, σ’ όλο τον κόσμο με την οικουμενικότητά του, τη φωτεινή μορφή του, αλλά και που λατρευτικά, αποτελεί το Φάρο της Ορθοδοξίας, με την άψογη Τυπική Τάξη και Παράδοση, που τήρησε αναλλοίωτα, από τα χρόνια πρίν από την Άλωση, μέχρι σήμερα.
Ο Ναός της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, είναι Ναός του Θεού, που δεν γνώρισε ποτέ την αργία. Λειτούργησε και λειτουργεί καθημερινά, αιώνες τώρα. Είναι ο χώρος, που μέσα σ’ αυτόν, δεσπόζει η λεγόμενη « Πατριαρχική Τάξη και Παράδοση ».
Γιά όλους εμάς που υπηρετούμε τα Ιερά Αναλόγια, υμνών-τας και δοξολογώντας το Θεό, η φράση « Πατρι-αρχική Τάξη » σημαίνει μεγαλοπρέπεια, σωφροσύνη, νοικοκυριό.
Μας προκαλεί δέος αυτή μόνη η φράση, κάνοντας το μυαλό μας να ταξιδεύει σε χώρους και εποχές, δυστυχώς λίγο ή απείρως μακρινές.
Αλήθεια ! Υπάρχει κανείς από μας, που δεν εύχεται στόν εαυτό του, να του δοθεί η ευκαιρία να παρακολουθήσει, μιά Πατριαρχική Συνοδική Θεία Λειτουργία, μέσα στόν Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγ. Γεωργίου στο Φανάρι ;
Να παρακολουθήσει. Να ρουφήξει. Να σπουδάσει όλα όσα συντελούνται καθ’ όλη τη διάρκειά της ;
Να μάθει επιτέλους, τι πρέπει να γίνεται ανά πάσα στιγμή, πώς πρέπει να γίνεται, αλλά και από ποιόν πρέπει να γίνεται.
Μα θα πείτε, πρέπει να πάει κανείς στά Πατριαρχεία για να μάθει την Τάξη ; Εδώ δεν μπορεί να την μάθει ; Βεβαίως.
Μόνο που εδώ, αυτό που θα μάθει, θα είναι ανάλογο με τα κέφια, τις γνώσεις ή το χαρακτήρα, του εκάστοτε Ιερατικώς Προϊσταμένου ή Προεξάρχοντος, ασχέτως βαθμού Ιερωσύνης.
Στή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία όμως, δεν είναι δυνατόν να συμβούν παρατράγουδα, και εάν κατά περιόδους συνέβησαν μερικά, τούτο συνέβη από Πατριάρχες, οι οποίοι καλυπτόμενοι πίσω από την γνωστή Αρχιερατική νοοτροπία, θέλησαν να επιβάλλουν τα δικά τους γούστα στήν Τάξη των Ακολουθιών. Μετά την κάθοδό τους όμως από τον Πατριαρχικό Θρόνο, γιά οποιονδήποτε λόγο, η αρχαία Παράδοση στην Τάξη μέσα στόν Πατριαρχικό Ναό, επανήρχετο και μάλιστα επιτρέψτε μου την έκφραση, δριμύτερη, λόγω αγανακτήσεως εναντίον του νεωτεριστή Πατριάρχη.
Όλοι οι υπηρετούντες μονίμως ή περιστασιακά στόν Πατριαρχικό Ναό, Αρχιερείς, Ιερείς, Ψάλτες και βοηθητικό προσωπικό, είναι βαθείς γνώστες της Πατριαρχι-
κής Παράδοσης και Τάξης ή φροντίζουν να ενημερώνονται εγκαίρως, προκειμένου να αναλάβουν τα καθήκοντά τους.
Αυτή λοιπόν την Τάξη και Παράδοση, αυτό το μακρινό όνειρο γιά τα Ελληνικά δεδομένα αναλογιζόμαστε, εξετάζοντας όλα τα δεδομένα, που συνθέτουν τη σημερινή πραγματικότητα και να δούμε πόσο μακριά βρισκόμαστε, από τη σωστή θέση, που έπρεπε να ήμασταν.
Φυσικά, τον ΚΥΡΙΟ λόγο σ’ αυτή την κατάντια της σημερινής Εκκλησιαστικής πραγματικότητας, έχουν… ποιοί άλλοι ; Αυτοί που διοικούν τόσα και τόσα χρόνια την Εκ-κλησία μας και δεν έχουν καταλάβει ακόμα, ότι με τη νοοτροπία που βαδίζουν, θα έλθει κάποια στιγμή, που η Εκκλησία, θα ψάχνεται γιά πολλά θέματα. Αλλά αυτά, δεν είναι της παρούσης.
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα, με τη σειρά τους, γιά να βγάλουμε όταν έλθει η ώρα, αβίαστα τα συμπεράσματά μας.
Ο θεσμός των Ιεροψαλτών, ήταν από τα παλιά χρόνια
( σύμφωνα μέ διάφορες μαρτυρίες ), ιδίως στήν Κων/πολη, σέ πολύ υψηλή θέση, εν σχέση με τη σημερινή.
Εκεί, ξεκινώντας από τούς Ψάλτες των Πατριαρχικών Χορών, μέχρι τον τελευταίο της πλέον ακραίας Ενορίας, έχαιραν μεγάλης εκτιμήσεως και σεβασμού, από ολόκληρο το λαό της Πόλης. Χριστιανούς και Οθωμανούς. Μάλιστα είναι γνωστό, ότι όταν περνούσε Ψάλτης των Πατριαρχικών Χορών ή κανένας άλλος γνωστός Δάσκαλος της Βυζ. Μουσικής, όλοι σηκώνονταν και έβγαζαν και το σκούφο τους, σε ένδειξη σεβασμού.
Βέβαια τότε και ο κάθε Ψάλτης, σεβόταν τον εαυτό του και λειτούργημά του και εκ των πραγμάτων εξέπεμπε μία αίγλη γύρω από το άτομό του.
Κατ’ αρχήν, προκειμένου να γίνει κάποιος Ψάλτης τότε, έπρεπε να διανύσει έναν εξαιρετικά μακρύ δρόμο εκπαιδεύσεως, με συνεχή επαφή με τον Δάσκαλο και τίς διάφορες βαθμίδες των Ιερών Αναλογίων.
Δηλαδή, ξεκινούσε 8 – 10 χρονών από Κανονάρχος, με αποστολή να κανοναρχεί τα διάφορα Τροπάρια σέ μιά σταθερή βάση, βοηθώντας έτσι τον Πρωτοψάλτη ή τον Λαμπαδάριο στά καθήκοντά του, και μετά από θητεία μερικών χρόνων, και εφ’ όσον είχε επέλθει η αλλαγή της φωνής, γινόταν Παραδομέστικος ή και Δομέστικος του Αριστερού πρώτα Χορού και μετά από κάποιο διάστημα, του Δεξιού. Αργότερα, γινόταν Λαμπαδάριος και κάποτε, Πρωτοψάλτης.
Στήν καλύτερη περίπτωση, είχε διανύσει πάνω στά Ιερά Αναλόγια, μιά θητεία το λιγότερο 15 – 20 ετών, πρίν την ανάρρησή του στό αξίωμα του Πρωτοψάλτου.
Μ’ αυτό τον τρόπο, η εκπαίδευσή του, τόσο επάνω στή Βυζαντινή Μουσική, όσο και πάνω στήν Τυπική Διάταξη των διαφόρων Ακολουθιών, κρινόταν επαρκής και έ-τσι ανάλογα και με την προσωπική του αξία, αποκτούσε την αίγλη που αναφέραμε προηγουμένως.
Τί γίνεται σήμερα ; Ποιά είναι η εκπαίδευση των υποψηφίων Ιεροψαλτών ;
Σε ποιά θέση βρίσκεται ο θεσμός των Ιεροψαλτών σήμερα και ποιές είναι οι σχέσεις τους, με το Κράτος και την επίσημη Εκκλησία ;
Κατ’ αρχήν, πρέπει να θέσουμε ένα ερώτημα : Γνωρίζει ο κόσμος ποιός είναι ο Ψάλτης και ποιά είναι τα καθήκοντά του ;
Θα απαντήσουμε, με μία αναφορά σ’ αυτόν τον αφανή εργάτη του Αναλογίου, με όση μεγαλύτερη μετριοπάθεια, μπορούμε.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, ο οποίος κόντρα στό χιονιά, τη βροχή και το ξεροβόρι, με ριζωμένο βαθειά μεσ’ την ψυχή του το θρησκευτικό συναίσθημα και χαραγμένο με πύρινα γράμματα στή συνείδησή του το αίσθημα της ευθύνης, ξεκινάει πρίν ακόμα σημάνουν οι καμπάνες, για να δώσει ότι έχει στά στήθια του.
Την ίδια του την ψυχή.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, που παραμένει μόνιμα ένας υπάλληλος, μόνιμα υφιστάμενος, χωρίς προαγωγές, χωρίς αναγνώριση, χωρίς κατοχύρωση, χωρίς νόμους να τον υποστηρίζουν, περιφρονημένος από το Κράτος και την Εκκλησία, χωρίς να έχει τη δυνατότητα μεταβολής των όρων της εργασίας του, χωρίς δικαίωμα εκσυγχρονισμού, τόσο στό ωράριο όσο και στίς υποχρεώσεις του, κατά τίς οποίες παραμένει πάντα ο ίδιος, πάντα εκεί ψηλά στό βάθρο του, αντιμετωπίζοντας καρτερικά, την άκρως ιδιότυπη και τίς περισσότερες φορές προσβλητική γιά την αξιοπρέπειά του μεταχείριση.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, ο πάντα ακούραστος εργάτης, ο οποίος δέν έχει κανένα δικαίωμα να επαναστατήσει, να απεργήσει, να διαμαρτυρηθεί, παρά μονάχα, να παραμένει ένας ζωντανός και δημιουργικός φορέας, με άπειρο βεληνεκές, και στόχο να κατευθύνει τίς ψυχές των Χριστιανών, μέσα στόν Ιερό χώρο της Εκκλησίας και μόνον.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, που φιλότιμα κονταρομαχεί με το ξεφάντωμα, και απαρνείται κάθε ανθρώπινη εκδήλωση, που θα του μειώσει την απόδοση, σε όλες τίς Ακολουθίες της Θείας Λατρείας μας, καθώς οι απαιτήσεις του Εκκλησιάσματος και ιδίως των ανίδεων πολλές φορές συνεργατών του Κληρικών, αγγίζουν τα όρια του μεγίστου.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, που ανεπηρέαστος από κάθε μεταβολή στίς κορυφές των πυραμίδων Κράτους και Εκκλησίας, μένε ασάλευτα πιστός, στήν Ιερή Αποστολή του, και προσφέρει, και δίνει, και φιλοδοξεί να ευχαριστεί, να αρέσει στό ακροατήριό του και να πικραίνεται όταν δέν μπορεί να το καταφέρει.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, που σοβαρός, ευθυτενής και ακέραιος, μένει και θα μένει ο μεγάλος καλλιτέχνης, που ποτέ του δέν χειροκροτείται, δέν διαφημίζεται, δέν προβάλλεται και δέν επιβάλλεται τεχνικά και ψεύτικα, παρά μόνο με την αξία του, τίς μελέτες του, την αφοσίωσή του και την απόδοση στό έργο του.
Ιεροψάλτης, είναι εκείνος, ο μόνος επαγγελματίας, ο οποίος γνωρίζοντας πως το μεγαλύτερο μέρος του Εκκλησιάσματος, έρχεται στό Ναό γιά να τον ακούσει να ψάλλει, τα διάφορα τροπάρια, δέν έχει το δικαίωμα να παλέψει γιά το δίκιο και την αξιοπρέπειά του και λόγω της προσβλητικής αμοιβής που λαμβάνει, ντρέπεται να βροντοφωνάξει την ιδιότητά του.
Είναι εκείνος. Ο Μεγαλύτερος Εθνικός, Εκκλησιαστικός και συγχρόνως Παραδοσιακός Τραγουδιστής της Φυλής μας.
Εκείνος, που έχει την ύψιστη τιμή, να υμνεί αδιαλείπτως τον Κύριο και Θεό μας.
Αυτός είναι ο Ιεροψάλτης. Λέτε ; Και όμως.
Γιά το Ελληνικό Κράτος και την επίσημη Εκκλησία, ΔΕΝ υπάρχει κλάδος Ιεροψαλτών. Υπάρχει μία τάξη ηλιθίων ανθρώπων ιδεολόγων ( μην απορείτε. Το άκουσα με τα αυτιά μου, από κάποιον Αρχιμανδρίτη και σημερινό Δεσπότη να το λέει σε δύο άλλους Ιερείς, την ώρα που έμπαινα σε κάποιο γραφείο Ιερού Ναού ). Αυτό λοιπόν είμαστε σύμφωνα με την άποψη των κρατούντων.
Μία Τάξη ηλιθίων, οι οποίοι εργάζονται κατά κανόνα, όταν όλος ο κόσμος, χαίρεται τίς αργίες και τίς διακοπές του στήν ύπαιθρο ή στά διάφορα θέρετρα, κάτω από συνθήκες απαράδεκτες, ώρες εργασίας απίθανες.
Και το κυριώτερο ; Με ανύπαρκτη στοιχειώδη συνεργασία και αλληλοσεβασμό, από τούς Ιερατικώς προϊστα-μένους τους, οι οποίοι για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, όπως ζήλεια, επειδή εκείνοι είναι τελείως άμουσοι και στο Εκκλησίασμα διαδίδεται ξεκάθαρα, ότι έρχεται σ’ αυτό τον Ναό, επειδή έχει έναν καλό Ψάλτη, είτε για να δείξουν την ανωτερότητά τους, λόγω της θέσης που κατέχουν τούς συμπεριφέρονται, σάν να ήταν χαμάληδες του λιμανιού ή οι λούστροι της γειτονιάς, με μισθούς μικρότερους από τα βοηθήματα που δίδονται στούς διάφορους Αλβανούς, Κούρδους και κάθε λογής αναξιοπαθούντες. Και από εκτίμηση ; Σκέτο μηδενικό. Μήπως απορήσατε πάλι με τα προλεγόμενα ;
Έχω για την αγάπη Σας και δεύτερο προσωπικό περιστατικό γι’ αυτά που είπα. Βλέπετε, έχω περάσει πάνω στα Αναλόγια, 55 ολόκληρα χρόνια. Αυτά που έχω συν-αντήσει σε όλη αυτή τη ζωή, για να καταγραφούν, θα χρειαζόταν ολόκληρη Εγκυκλοπαίδεια.
Πάλι λοιπόν Αρχιμανδρίτης και σημερινός Μητροπολίτης σε μεγάλη Μητρόπολη του Λεκανοπεδίου. Είχα πάει στον Ναό που ήταν Προϊστάμενος και στην θέση του Πρωτοψάλτη, υπηρετούσε ένας από τους πιο μεγαλόσχημους του Κλάδου μας. Όταν τελείωσε η Ακολουθία, βλέποντας ο Πρωτοψάλτης τον Ταμία να βγαίνει από την κεντρική εξώθυρα του Ναού, μου είπε : Δημήτρη, περίμενε λίγο να προλάβω τον Ταμία για να με πληρώσει κι έρχομαι. Εγώ, κατευθύνθηκα προς την Ωραία Πύλη, απ’ όπου ο προαναφερόμενος Αρχιμανδρίτης, μοίραζε το Αντίδωρο.
Σε μια στιγμή που σήκωσε το κεφάλι του, είδε τον Πρωτοψάλτη του να φεύγει και τον φώναξε : Ρέεεε ……. τάδε. Ο ρέεεε τάδε, τον άκουσε, γύρισε και τσακίστηκε, προκειμένου να λάβει τις εντολές του Προϊσταμένου του.
Τις πήρε κι έφυγε για τον Ταμία. Εγώ είχα μείνει κόκκαλο ! Φαίνεται όμως ότι η σαστιμάρα μου, ήταν τόσο έντονη, που με είδε και ο Αρχιμανδρίτης, παραξενεύτηκε και μου είπε : Τι πάθατε κ. Ιωαννίδη ; Κι εγώ δεν το άντεξα. Δεν μου λέτε Πάτερ μου του είπα, αυτή την συμπεριφορά, στο Πανεπιστήμιο τι μάθατε ; Εκείνος με κοίταξε έκπληκτος και εγώ συνέχισα : Δεν φταίτε όμως εσείς. Θα έπρεπε να ήμουν εγώ στη θέση του Ψάλτη Σας. Με κοίταξε ειρωνικά και με ρώτησε : Και τι θα κάνατε εσείς κ. Ιωαννίδη, εάν ήσασταν στη θέση του ; Τίποτα Παπά μου του απάντησα. Πολιτισμένοι άνθρωποι ήμαστε. Απλούστατα, θα σου φώναζα από την εξώπορτα : Τι θές ρέ ; Και τότε θα ήθελα να σε δώ. Θα σου άρεσε εσένα ;
Μην απορείτε λοιπόν. Αυτά που λέω, είναι – όπως έλεγε και η Μαλβίνα Κάραλη – καρατσεκαρισμένα και απολύτως αληθή.
Ας συνεχίσουμε όμως με αυτά που λέγαμε.
Αποτέλεσμα ; Όπως ελέχθη παραπάνω, να μήν έχει κα-νείς απ’ αυτούς το θάρρος, να πεί δημοσίως, ότι είναι Ψάλτης. Εάν τολμήσει να το κάνει, τότε εισπράττει την ειρωνεία και τον οίκτο των παρόντων.
Αυτοί είμαστε εμείς οι Ιεροψάλτες. Οι άμεσοι συνεργάτες των λεγομένων ( όπως θέλουν να τους βλέπουμε ) αντιπροσώπων του Θεού, πάνω σ’ αυτή τη γή !!! Για να είμαστε όμως σωστοί και δίκαιοι, θα πρέπει να ομολο-γήσουμε, ότι υπάρχουν πάμπολλοι Κληρικοί, οι οποίοι είναι άριστα δείγματα συνεργασίας και χαίρεται κανείς, να συνεργάζεται μαζί τους.
Εμείς, οι οποίοι κατέχουμε την Ψαλτική τέχνη, η οποία δέν είναι κάτι το απλό και πρόσκαιρο. Είναι επιστήμη, και γι’ αυτό ο Ιεροψάλτης, θα έπρεπε να ήταν όπως τα παλαιά χρόνια, επαγγελματίας. Τότε μόνο θα είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος, να μελετά αδιάκοπα, προκειμένου να ανταπεξέλθει, στό δύσκολο λειτούργημά του.
Ίσως σέ πολλούς να φανεί περίεργο αυτό ( δηλαδή, η δυσκολία της εργασίας ενός Ιεροψάλτου ). Θα πρέπει όμως να γνωρίζουν, ότι γιά να πάει ο καθένας στήν Εκκλησία, να ακούσει Χαιρετισμούς, Νυμφίους, Ακολουθίες των Παθών, Ανάσταση ή άλλες, όπως Χριστούγεννα, Θεοφάνεια κ.λ.π. , ή απλούστερα, να τελέσει ένα Μυστήριο της Θείας Λατρείας μας, κάποιος πρέπει να κάτσει κάτω, να βρεί τί Τροπάρια θα πρέπει να ψάλλει κατά περίπτωση, να τα διαβάσει και μέσα στό χώρο του Ναού, να τα αποδώσει, φροντίζοντας ταυτόχρονα, να ικανοποιήσει τίς ανάγκες της Ακολουθίας και το ακροατήριό του.
Μέ λίγα λόγια, αυτός που θα θελήσει να κάνει τον Ψάλτη, θα πρέπει να διαθέτει απαραιτήτως αρκετά με-γάλη κατάρτιση, τόσο πάνω στη Μουσική, όσο και πά-νω στήν Τυπική Διάταξη των Ιερών Ακολουθιών. Δέν συζητάμε ότι πρέπει να ξέρει αρκετά καλά και την Ελληνική γλώσσα, γιά να μη φθάνουμε στό σημείο, να ακούμε να ονομάζει το Χριστό, Χρήστο.
Τότε μόνο, μπορεί να σταθεί πάνω στό Ιερό Αναλόγιο μέ αξιώσεις.
Γι’ αυτό, επιμένουμε στόν επαγγελματισμό των Ιεροψαλτών.
Μά θα πούν μερικοί, ότι πολλοί από τούς Ιεροψάλτες, κατέχουν Δημόσιες θέσεις, είτε σάν Κρατικοί Υπάλληλοι, είτε σάν επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων.
Τί θα γίνουν αυτοί ;
Απλούστατα, δέν τίθεται θέμα γι’ αυτούς. Θα εξακολου-θήσουν μέ το υφιστάμενο καθεστώς. Άλλωστε όλοι αυτοί, σε μιά ή το πολύ δυό 10ετίες, θα έχουν εκλείψει. Υπάρχουν όμως τόσοι πολλοί άλλοι, οι οποίοι θα οφελούντο από αυτή την κίνηση και πάνω απ’ όλα, θα υπάρχει ένα μεγάλο δέλεαρ, γιά την προσέλευση των νέων μας, στό χώρο της Εκκλησίας. Σήμερα οι νέοι, ζητούν επαγγελματική κατοχύρωση, ασφάλεια και σταθερό μισθό.
Αυτά, μπορεί να τα δώσει κάλλιστα η Εκκλησία στούς Ιεροψάλτες. Τότε, θα μπορεί ο γονιός, να συστήσει στό παιδί του το δρόμο του Αναλογίου, ο οποίος θα του εξασφαλίσει όλα τα παραπάνω, ενώ ταυτόχρονα, θα αυξηθεί και η προσέλευση των παιδιών στό χώρο της Εκκλησίας.
Επίσης, ο επαγγελματίας Ιεροψάλτης, επιδιώκοντας βελτίωση των αποδοχών και της θέσης του, θα φροντίζει συνεχώς, την καλύτερη απόδοσή του, πράγμα που σημαίνει περισσότερες σπουδές γύρω από την Βυζαντινή Μουσική και πολύ περισσότερο διάβασμα.
Αλλ’ ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, προκειμένου να διακρίνουμε, τα αίτια όλης αυτής της παρακμής του Ιεροψαλτικού Κλάδου.
Και ας αρχίσουμε από την εκπαίδευση των υποψηφίων Ιεροψαλτών.
Αυτή η εκπαίδευση, στηρίζεται κατά κανόνα, πάνω στα προγράμματα των διαφόρων Ωδείων και είναι από ελλιπής, έως ανύπαρκτη.
Ο υποψήφιος Ιεροψάλτης, σπουδάζει 4 – 5 χρόνια την Βυζαντινή Μουσική, με τη βοήθεια του πιάνου. Και οι πλέον άσχετοι γύρω από τα μουσικά θέματα, γνωρίζουν πολύ καλά, ότι το πιάνο αποδίδει ΜΟΝΟ τόνους μείζονες ( κατά τη Βυζαντινή Μουσική ) και ημιτόνια. Και αυτό είναι φυσικό, διότι το πιάνο, είναι κλασσικό όργανο της Ευρωπαϊκής Μουσικής.
Ερωτήματα που δεν έχουν πάρει ποτέ απάντηση, είναι και τα εξής :
« Πώς γίνεται το μάθημα της Βυζ. Μουσικής με το πιάνο, όταν έχουμε Κλίμακες με Ελάσσονες, Ελαχίστους και Υπερμείζονες τόνους » ;
Ή ας πάρουμε έναν ήχο, που τον χρησιμοποιούν και τα δύο είδη της Μουσικής ( δηλαδή και η Βυζαντινή και η Ευρωπαϊκή ).
Τον Πλάγιο του Δ΄. ή Ματζόρε κατά την Ευρωπαϊκή. Ο Βυζαντινός ήχος, έχει διαστήματα με τόνους Μείζονες, Ελάσσονες και Ελαχίστους. Ο Ματζόρε έχει διαστήματα με Μείζονες τόνους και ημιτόνια.
Το ερώτημα που βγαίνει αβίαστα, είναι :
« Πώς διδάσκεται ο απλούστερος ήχος της Βυζαντινής, ο Πλάγιος του Δ΄. , με ένα καθαρά Ευρωπαϊκό όργανο ; Το πιάνο ;
Πώς θα μάθει ο μαθητής, τα σωστά διαστήματα » ;
Αυτά είναι πράγματα, τα οποία ΜΟΝΟΝ οι αξιότιμοι κ. κ. Καθηγηταί των Ωδείων δεν καταλαβαίνουν, αλλά εξακολουθούν να διαστρεβλώνουν τα πράγματα, με αποτέλεσμα οι απόφοιτοι των Ωδείων, να βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση, και να μήν μπορούν να πούν κάτι σωστό.
Εδώ όμως, υπάρχει η ευθύνη Κράτους και Εκκλησίας.
Και γιά να τεκμηριώσουμε τα λόγια μας, αρχίζουμε από το εξής παράδοξο :
Στά Σχολεία μας, από τίς μικρές τάξεις του Δημοτικού, τα Ελληνόπουλα, μαθαίνουν να τραγουδούν τα Δημοτικά Τραγούδια μας και να ψάλλουν τους Εκκλησιαστικούς Ύμνους, με την Ευρωπαϊκή Μουσική.
Και ερωτούμε τούς καρεκλοκένταυρους των αρμοδίων Υπουργείων, αλλά και της Εκκλησίας :
« Στήν Ευρώπη, τα παιδιά στίς διάφορες χώρες, μαθαίνουν να τραγουδούν τα Τραγούδια της Πατρίδας τους και τούς διάφορους Ύμνους της Θρησκείας των, με την Βυζαντινή Μουσική ;
Γιατί εμείς πρωτοτυπούμε ; Και πότε ένα Ελληνόπουλο θα μάθει να ψάλλει ή να τραγουδά, με τη Μουσική της Πατρίδας του ; Την Ελληνική Μουσική » ;
Όταν όπως προείπαμε, μεγαλώσουμε και μπερδευτούμε, με τα Ευρωπαϊκά μουσικά συστήματα και από κεί και πέρα, δέν θα ξέρουμε τί μας γίνεται ; Γιατί αυτή η ανθελληνική στάση των υπευθύνων του Ελληνικού Κράτους ; Πού βόσκει ο Πατριωτισμός αυτών των ΚΥΡΙΩΝ ; Νομίζω ότι ήλθε η ώρα να πούμε τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη. Η Ευρωπαϊκή Μουσική, μπορεί να είναι σπουδαία και δέν το αμφισβητεί κανείς αυτό, αλλά δέν είναι η Εθνική μας Μουσική. Η Μουσική των Πατέ- ρων μας. Η Βυζαντινή μας Μουσική, η οποία είναι απεί-ρως πλουσιώτερη από τη Μουσική των Ευρωπαίων και έχει μεγαλύτερες δυνατότητες απ’ αυτήν.
Καιρός λοιπόν να μπεί στά Σχολεία μας, και μάλιστα, από τίς πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ώστε τα Ελληνόπουλα, να μεγαλώνουν τραγουδώντας και ψάλλοντας, στήν Εθνική τους Μουσική. Εάν βέβαια αργότερα κά-ποιο απ’ αυτά, θελήσει να μάθει ή να ασχοληθεί με την Ευρωπαϊκή Μουσική, ο δρόμος ανοικτός, και τα σκυλιά δεμένα. Μπορεί να πάει στά αρμόδια Σχολεία, στά Ωδεία δηλαδή και να κάνει άνετα τίς σπουδές του.
Όχι όμως, πρίν μάθει την Εθνική Μουσική της Πατρίδας του. Τη Μουσική των Πατέρων του. Τη Βυζαντινή Μουσική.
Ξεκάθαρα πράγματα, αλλά που θα πρέπει να ρυθμιστούν το συντομότερο.
Αυτή είναι η κύρια αιτία, γιά τη μουσική παρακμή της νεολαίας μας σήμερα. Ούτε να ακούσει θέλει Δημοτικό Τραγούδι ή Εκκλησιαστικούς Ύμνους.
Και πώς να θέλει, όταν από τότε που αρχίζει να κα-ταλαβαίνει, τη μπολιάζουμε με ξενόφερτα ακούσματα ;
Αλλά ας επανέλθουμε στά Ωδεία και στό θέμα μας.
Ο υποψήφιος Ιεροψάλτης, πηγαίνει στό Ωδείο ( στό κατ’ εξοχήν αρμόδιο Σχολείο ), γιά να μάθει να ψέλνει με την Μουσική των Προγόνων του. Τη Βυζαντινή.
Γιατί μπερδεύεται με την Ευρωπαϊκή ; Ποιός είναι ο λόγος που υποχρεώνει τον μαθητή της Βυζαντινής, να μάθει ένα σωρό σολφέζ, αρμονίες και άλλες τόσες αηδίες ; Τί τα χρειάζεται ; Πολλοί ισχυρίζονται, ότι ένας μαθητής Μουσικής Σχολής, όπως είναι τα Ωδεία, πρέπει να έχει γνώσεις και απ’ το άλλο είδος. Δηλαδή την Ευρωπαϊκή. Το δεχόμαστε.
Γιατί όμως σ’ αυτή την περίπτωση, ο μαθητής της Ευρωπαϊκής, δέν υποχρεώνεται να μάθει κι αυτός με τη σειρά του « κι απ’ το άλλο είδος » ; Γιατί δέν εξετάζεται πάνω στίς Χρόες, τα Γένη της Βυζαντινής ή την Τυπική Διάταξη των Ιερών Ακολουθιών ;
Παλαιότερα, ο μαθητής της Βυζαντινής, προκειμένου να πάρει κάποιο Δίπλωμα που να του επιτρέπει να διδάξει Βυζαντινή και ΜΟΝΟ Βυζαντινή, ήταν υποχρεωμένος, να κάνει και 3 χρόνια πιάνο !!! Ποιός λοιπόν είναι ο λόγος όλης αυτής της μπερδεψοδουλειάς ;
Μήπως γιά να μή λείψει το παραδάκι από τους κ. κ. Καθηγητάς της Ευρωπαϊκής Μουσικής ;
Και το Κράτος, τί κάνει ; Και καλά αυτό. Η Εκκλησία ;
Πώς δέχεται να μπασταρδεύεται η κατ’ εξοχήν Εκκλησιαστική Μουσική, με όλ’ αυτά τα ξενόφερτα και γιατί όχι, ύποπτα τερτίπια ;
Μήπως εδώ επαληθεύεται αυτό που υποστηρίζουν πολλοί, ότι γίνεται μιά προσπάθεια να ξεκληριστεί το Ελληνικό Έθνος ;
Ας μή φανεί περίεργο αυτό. Μήν ξεχνάμε τα λόγια του Κίσσιγκερ : « Αν θέλεις να εκμηδενίσεις ένα Έθνος, αφάνισέ του τον πολιτισμό και τίς πολιτισμικές του αξίες ».
Και αυτό που γίνεται σήμερα στή βασική εκπαίδευση και στά Ωδεία, είναι ένας σίγουρος τρόπος να επιτευχθεί αυτό.
Αλλά ας έλθουμε στίς Εξετάσεις. Ασφαλώς, όλοι γνωρίζουμε τί μαγειρεύεται εκεί. Από τον Γενάρη, Φλεβάρη, ή έστω το Μάρτη, δίνονται στούς μαθητάς, 5 – 10 θέ-ματα Θεωρητικά και 5 – 10 μουσικά, με την εντολή να διαβαστούν καλά ( πολλοί εκ των κ. κ. Καθηγητών, εξετάζουν επανειλημμένως τούς υποψηφίους, μέχρι να βεβαιωθούν, ότι δέν θα τούς ρεζιλέψουν μπροστά στήν εξεταστική επιτροπή ) και όταν έλθει η ώρα, οι υποψήφιοι, καλούνται να τα ξαναπούν, τα ξαναλένε και έτσι παίρνουν τα διάφορα Πτυχία ή Διπλώματα, τα οποία εί-ναι μάλιστα θεωρημένα και από το Υπουργείο Πολιτισμού και ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Σκέτος δημόσιος κίνδυνος, γιά την ταλαίπωρη την Εθνική μας Μουσική. Και όμως εδώ έρχεται η ανευθυνό-τητα της Εκκλησίας, η οποία γιά να επιβεβαιώσει την ευθύνη της γιά τα τεκτενόμενα στό χώρο της Εκκλησιαστικής μουσικής παιδείας, προσλαμβάνει αυτούς τούς ανίδεους Πτυχιούχους σάν Ιεροψάλτες και μάλιστα Δεξι-ούς τίς περισσότερες φορές, μόνο και μόνο, γιατί έχουν στά χέρια τους το « χαρτί » του Ωδείου.
Η δικαιολογία ; « Μά είναι Καθηγητής » ! Και γιά το θέμα της απειρίας :
« Ε, καλά. Μικρός είναι. Σιγά – σιγά, θα μάθει. Πρός το παρόν όμως, εκτός του ότι είναι του χεριού μας, δέν μπορεί να έχει και μεγάλες απαιτήσεις ».
Αυτή η εντολή, εδόθη τελευταία από τον τέως Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Καλλίνικο πρός τους Ιερείς, των Ιερών Ναών της Μητροπόλεώς του.
Επί λέξει, τους είπε : « Να αποφεύγετε την πρόσληψη Ιεροψαλτών μεγάλων και καταξιωμένων στό χώρο τους. Να προσλαμβάνετε νέους. Έτσι, εκτός του ότι δεν θα μπορούν να έχουν πολλές και μεγάλες απαιτήσεις, θα είναι και του χεριού σας ».
Εάν έχουμε τέτοιους Αρχιερείς και κατ’ επέκτασιν, τέτοιες κεφαλές στό χώρο της Εκκλησίας, νομίζω ότι πρέπει να ξεχάσουμε τα Ιεροψαλτικά θέματα.
Ας συνεχίσουμε όμως.
Δέν γνωρίζουμε, γιατί έχει ανακατευτεί η Βυζαντινή με την Ευρωπαϊκή στά Ωδεία. Εγώ, εσείς, ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, μπορεί να έχει μιά κλίση γιά την Εκκλησία. Γιά να μπορέσει να ασχοληθεί περισσότερο μ’ Αυτήν, σκέφτεται να γίνει Ψάλτης, ώστε να γίνει αναπόσπαστο μέλος Της. Γιά να γίνει όμως Ψάλτης, πρέπει να μάθει Βυζαντινή Μουσική κι αυτό μόνο στά Ωδεία μπορεί να το καταφέρει. Τι γίνεται λοιπόν ;
Πηγαίνει στό Ωδείο, και εκεί βρίσκεται μπλεγμένος, με πράγματα που σε πολλούς δημιουργούν αναφυλαξία.
Μή σας φαίνεται παράξενο αυτό.
Εγώ προσωπικά, όταν βλέπω παρτιτούρα, ιδίως επάνω σε Αναλόγιο, ή ακούω τρίφωνες ή τετράφωνες βλακείες μέσα στό χώρο της Εκκλησίας, πετάω καντήλες.
Και είναι πολλοί σάν και μένα, που δέν ανέχονται Ευ-ρωπαϊκή Μουσική, πάνω στά Ιερά Αναλόγια. Εκεί λοιπόν που θέλουμε να ψέλνουμε, μαθαίνουμε ότι είμαστε υπο-χρεωμένοι να δώσουμε εξετάσεις, πάνω σε Σολφέζ, Αρμονίες και άλλες κουταμάρες.
Και όπως προείπαμε, παλαιότερα, έπρεπε να κάνεις και 3 χρόνια πιάνο. Γιατί όλ’ αυτά ; Για να μάθεις να ψέλνεις. Σκέτος παραλογισμός.
Δέν υπάρχει κανένας λόγος να μπερδεύονται οι μαθηταί των Ωδείων.
Πρέπει να διαχωρισθούν τα δύο είδη της Μουσικής.
Αυτοί που θέλουν να μάθουν Βυζαντινή, θα κάθονται στο θρανίο 4 – 5 χρόνια και θα ξεμπερδεύουν. Αυτοί που θέλουν να συμπληρώσουν τις σπουδές τους και με την Ευρωπαϊκή, θα κάθονται άλλα 4 – 5 χρόνια, θα μαζεύουν όλα τα Πτυχία και τα Διπλώματα και θα πηγαίνουν σπίτι τους.
Και τώρα, κάτι άλλο.
Ας μας επιτρέψουν οι φίλοι Ιεροψάλτες, να τους υπενθυμίσουμε αυτά που προαναφέραμε στήν αρχή της μελέτης, γιά τούς Πατριαρχικούς Χορούς, τη στάση τους, αλλά και το σεβασμό που απολαμβάνουν απ’ όλους τούς άλλους !
Ας μή ξεχνάμε ποτέ, ότι η αποστολή μας είναι άκρως Υψηλή. Ιερά. Τιμητική.
Ας μή ξεχνάμε ότι επάνω στό Ιερό μας Αναλόγιο, εκπρο-σωπούμε το ευσεβές Εκκλησίασμα, το οποίο μας παρακολουθεί και παραδειγματίζεται από εμάς. Εμείς θα του δείξουμε πότε θα κάνει το σημείο του Σταυρού και πότε θα γονατίσει. Γι’ αυτό, η στάση μας και η συμπεριφορά μας, επιβάλλεται να είναι υποδειγματική.
Ο Ιεροψάλτης, στέκεται ευθυτενής και ακίνητος πάνω στό Αναλόγιο. Στέκεται σοβαρός και δέν συνομιλεί με τούς βοηθούς του.
Πολύ δέ περισσότερο, δέν αστειεύεται μαζί τους.
ΟΥΔΕΠΟΤΕ εγκαταλείπει το Αναλόγιό του.
ΔΕΝ λαμβάνει « καιρόν » όπως οι Ιερείς και ΔΕΝ προσέρχεται στό Σολέα γιά να προσκυνήσει το Ιερό Ευαγγέλιο, στόν Ν΄. Ψαλμό. Άλλωστε, εφ’ όσον Τούτο, τοποθετείται τελικά στό Προσκυνητάρι, είναι στή διάθεσή του να το προσκυνήσει, στό τέλος της Θ. Λειτουργίας.
Η ένδειξη σεβασμού που απαιτείται πρός Αυτό, εκπληρώνεται με βαθιά « υπόκλιση », όταν Τούτο διέρχεται από τον Σολέα.
Υπάρχουν στίς Διατάξεις του Άγραφου Τυπικού, προκαθορισμένες περιπτώσεις, όπου ο Ιεροψάλτης κατεβαίνει ένα σκαλοπάτι του στασιδίου του προκειμένου να αποδοθεί ο απαιτούμενος σεβασμός στό Ιερό Ευαγγέλιο, στίς Εισόδους, σέ ορισμένα τροπάρια και ευχές.
Δέν μορφάζει, ούτε χειρονομεί. Γενικά όπως είπαμε και πρίν, είναι ο δείκτης των κινήσεων του ευσεβούς πληρώματος της Εκκλησίας του Χριστού.
Ανεβαίνουμε στίς θέσεις μας πάνω στά Ιερά Αναλόγια, εντελώς απροετοίμαστοι και προσπαθούμε την τελευταία στιγμή, να ενημερωθούμε γιά το τι θα πούμε και το πώς θα το πούμε.
Δυστυχώς, πολλοί λίγοι από εμάς, γνωρίζουμε τη δουλειά μας. Το χειρότερο απ’ όλα είναι, ότι δέν σεβόμαστε τον ίδιο τον εαυτό μας και ύστερ’ απ’ αυτό, το λειτούργημα που κάνουμε.
Πώς λοιπόν έχουμε την απαίτηση να μας σεβαστούν και οι « άλλοι » ;
Πρέπει λοιπόν, πρώτα να μάθουμε ΚΑΛΑ τη δουλειά μας, να μή δίνουμε σε ΚΑΝΕΝΑ το δικαίωμα να μας προσάψει οτιδήποτε και έπειτα να έχουμε απαιτήσεις.
Θέλουμε να μας θεωρούν επαγγελματίες και παρουσιαζόμαστε μ’ αυτό το προφίλ, απαιτώντας επαγγελματική αμοιβή.
Πώς το κατοχυρώνουμε αυτό ;
Ας δούμε μερικά παραδείγματα :
α) Διαβάζουμε το Συναξάριο και λέμε :« Τη Ια΄. του αυτού μηνός, μνήμη…..».
Τί σημαίνει« του αυτού » ; Ποιανού« αυτού » ; Τα Μηναία, γιά να μην επαναλαμβάνουν καθημερινά, το όνομα του μηνός, γράφουν « του αυτού ». Το σωστό όμως είναι :
« Τη Ια΄. του μηνός π. χ. Ιουνίου κ.λ.π. ».
β) Στήν εκφώνηση « τη Σή χάριτι », λέμε όλοι λανθασμένα « Αμήν », αντί του σωστού « Κύριε ελέησον ».
γ) Στήν εκφώνηση « Της Παναγίας Αχράντου κ.λ.π. », λέμε πάλι από λάθος ή άγνοια, το « Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς ». Και μη μου πείτε : Τι πειράζει, εάν πούμε το « Υπεραγία ». Ασφαλώς και δεν πειράζει, αλλά με την ίδια λογική, θα έλεγα κι εγώ : Τι πειράζει, εάν αντί του Χερουβικού, λέω να ψάλλω το « Σιγησάτω », που μ’ αρέσει κα-λύτερα και στο κάτω – κάτω, είναι Χερουβικό κι’ αυτό ;
Ή αντί του « Άξιον Εστίν », να ψάλλω το « Πάντων προστατεύεις αγαθή » ; Μήπως δεν είναι κι αυτό Θεομητορικός Ύμνος ; Εδώ όμως, τίθεται το μεγάλο ερώτημα :
Υπάρχει Τυπικό στις διάφορες Ακολουθίες ή ο καθένας κάνει ότι του αρέσει ; Τα συμπεράσματα, δικά Σας.
Πολλές φορές, το απαιτούν αρκετοί από τους Κληρικούς. Είναι όμως λάθος, διότι άλλα ορίζει η Πατριαρχική Τάξη, και αυτό, μας το λέει ο π. Σεραφείμ Φαράσογλου στό βιβλίο του « ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ »( σελ. 37 ), μας λέει τα εξής :
« Στόν Πατριαρχικό Ναό, οι Χοροί δεν ψάλλουν την ώρα αυτή το « Υπεραγία Θεοτόκε » και χαρακτηρίζεται σάν άγνοια, διότι η ευχή απευθύνεται στόν Χριστό, γι’ αυτό και στό τέλος της, λέμε « Σοί Κύριε ».
δ) Πρίν από την οπισθάμβωνο ευχή, ο Ιερέας ή ο Διάκονος λέει : « Εν ειρήνη προέλθωμεν, του Κυρίου δεηθώμεν ». Πολλοί από εμάς, λέμε : « Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Πάτερ ή Δέσποτα Άγιε, ευλόγησον ».
Άλλο λάθος. Το Τυπικό σαφέστατα, ορίζει : « Κύριε ελέησον ( τρίς ).
Άλλωστε οι ίδιοι οι Κληρικοί μας, διδάσκουν, ότι « ΟΥΔΕΙΣ Άγιος επί της γής ». Εκτός αν άλλα λέμε, κι’ άλλα πιστεύουμε.
ε) Στήν εκφώνηση « Αξίως ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω »,
το Τυπικό μας λέει : « Κύριε ελέησον ». Πρέπει να είναι λάθος. Βέβαια και στον Πατριαρχικό Ναό, έχω ακούσει να λέγεται το « Κύριε ελέησον ». Κατά την ταπεινή μας γνώμη όμως, πρέπει να αντικατασταθεί, με το « Δόξα Σοί Κύριε, Δόξα Σοί », διότι το « Κύριε ελέησον », είναι ικεσία, είναι παράκληση. Όταν θέλεις να ευχαριστήσεις κάποιον, δέν τον εκλιπαρείς. Δέν τον παρακαλάς. Τον δοξάζεις.
Πιστεύουμε λοιπόν, ότι σ’ αυτή την περίπτωση, αυτό που είναι περισσότερο σωστό, είναι το « Δόξα Σοί Κύριε, Δόξα Σοί ».
Υπάρχει όμως και το άλλο. Πολλοί από εμάς, είμαστε « αγράμματοι ». Μετά μάλιστα από την κατάργηση, των Αρχαίων Ελληνικών στά Σχολεία, το κακό έχει παραγίνει. Έτσι, εκτός από τα τραγικά σφάλματα, που γίνονται στήν ανάγνωση των Ιερών Κειμένων, έχουμε και τούς ανυπόφορους παρατονισμούς στήν ψαλμωδία. Έτσι, ανά πάσα στιγμή, μπορείς ν’ ακούσεις φράσεις, όπως : « του λόγου το άσφαλες » ή « ασυγκρίτως των Σέραφειμ » ή « Αλλ’ ως έχου, σατο κράτος » ή « πνευμάτικον στερέωσον » ή « Χρίστον ενεδύσασθε » και τόσα άλλα « μαργαριτάρια ». Όρεξη να έχει κανείς, να σημειώνει.
Εκτός όμως απ’ αυτό, υπάρχει και η αλληλοφαγωμάρα μεταξύ μας.
Από την Ορεστιάδα μέχρι την Καλαμάτα και από τα Ιόνια νησιά, μέχρι τα νησιά ολόκληρου του Αιγαίου και την Κρήτη, δέν υπάρχει περιοχή ή πόλη, που να μην τρώγον-ται οι Ψάλτες μεταξύ τους.
Παντού υπάρχουν οι επιτήδειοι, οι οποίοι έχουν ανεβάσει την τιμή της βούρτσας του ξεσκονίσματος σε 100 λίρες το κομμάτι και μ’ αυτό τον τρόπο, έχουν εξασφαλίσει την υποστήριξη των Δεσποτάδων, κυνηγούν οποιονδήποτε προσπαθήσει να σηκώσει κεφάλι. Υπάρχουν πολλές καταγγελίες, γιά όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδος, γιά τέτοια κρούσματα.Βέβαια γιά να μην είμαστε άδικοι, υπάρχουν και πολλοί περισσότεροι Κληρικοί, όλων των βαθμίδων της Ιερωσύνης, οι οποίοι τα επιδιώκουν κάτι τέτοια και « εκτελούν » όποιον τολμήσει να τους μιλήσει, με τη γλώσσα της αλήθειας και της πραγματικότητας ή τυχαίνει να έχει διαφορετική γνώμη απ’ αυτούς. Χιλιάδες παραδείγματα και απ’ αυτή την πλευρά.
Το κυριότερο όμως, είναι όπως είπαμε η φαγωμάρα μεταξύ μας. Ο ένας βρίζει και κατηγορεί τον άλλον. Πώς λοιπόν θα σηκώσουμε κεφάλι γιά να διεκδικήσουμε οτιδήποτε ;
Αλλά ας επανέλθουμε στό θέμα μας.
Υπάρχει κι άλλο ένα δεδομένο και απόλυτα υπαρκτό πρόβλημα, που δέν μπορεί να διαιωνίζεται έτσι.
Οι σχέσεις των Κληρικών με τούς Ιεροψάλτες.
Από τα πανάρχαια χρόνια όπως προαναφέραμε, ο Ψάλτης έχαιρε βαθυτάτου σεβασμού και εκτιμήσεως από τη Μητέρα Εκκλησία και όπως είπαμε και στήν αρχή, στήν Κων/πολη, όπου εμφανιζόταν μέλος των Πατριαρχικών Αναλογίων κυρίως, αλλά και άλλοι επιφανείς Ψάλτες, των υπολοίπων Εκκλησιών της Πόλης, όλοι σηκώνονταν, έβγαζαν το σκούφο τους, και τούς έκαναν υπόκλιση.
Μα θα πείτε, κι εδώ, το ίδιο συμβαίνει, έ ; Βέβαια !!!
Επίσης, υπάρχει και το φαινόμενο του εκτοπισμού των Ιεροψαλτών από τη θέση τους, δίπλα στό Δεσποτικό Θρόνο. Με τη δικαιολογία ενός ευρύτερου Σολέα, οι Ιεροψάλτες, εκτοπίστηκαν και μετατέθηκαν στούς πλαγίους τοίχους του Ναού.
Ουσιαστικά, έξω από τον τελετουργικό χώρο.
Είναι κι αυτό μία ενέργεια, που αποδεικνύει τον βαθμό υποβιβασμού του Θεσμού των Ιεροψαλτών, από την πλευρά της Επίσημης Εκκλησίας. Άλλωστε, οι κατά τα άλλα σεβαστοί Κληρικοί μας, κάνουν ότι θέλουν στούς Ναούς, ανεξέλεγκτα.
Διορίζουν, παύουν και αμείβουν Ιεροψάλτες, ανάλογα με τα κέφια τους, διότι οι Εκκλησιαστικοί Επίτροποι, διορίζονται απ’ αυτούς και παραμένουν άβουλα πρόσωπα, στίς περισσότερες περιπτώσεις.
Ας μή γελιόμαστε Αγαπητοί μου. Η Ιεραρχία και γενικά η Εκκλησία της Ελλάδος, θυμάται τούς Ιεροψάλτες, ΜΟΝΟΝ όταν θέλει να τούς κακολογήσει ή να τούς κατηγορήσει γιά ασυνέπεια ή οτιδήποτε άλλο. ΠΟΤΕ γιά καλό.
Γιά τη « θεραπεία » όλων αυτών, θα θέλαμε να προτείνουμε τα εξής και ο έχων ώτα, ας τ’ ακούσει.
Από την πλευρά τη δική μας :
1) Ας φροντίσουμε να ανεβάσουμε την ποιοτική απόδοσή μας, σε πολύ ψηλότερα επίπεδα. Και αυτό, πιστέψτε με. Μόνο με τη μελέτη μπορεί να επιτευχθεί. Το να ρωτάμε και άλλους, γιά διάφορα πράγματα που δέν είμαστε σίγουροι δέ βλάπτει, αλλά ούτε και μας μειώνει.
Αντίθετα, δημιουργούμε την εικόνα ενός ανθρώπου, ο οποίος φροντίζει πάντοτε να αυξήσει τίς γνώσεις του και αυτό δέν μπορεί να το κατακρίνει κανείς.
Άλλωστε, ουδείς αλάνθαστος. Ανεβάζοντας λοιπόν την απόδοσή μας, προκαλούμε την προσοχή του ακροατηρίου μας και ιδίως των « συνεργατών » μας Κληρικών.
Μ’ αυτό τον τρόπο, θα τούς εμπνεύσουμε τον σεβασμό πρός το πρόσωπό μας και θα υποχρεωθούν να μας το αναγνωρίσουν.
2) Ας φροντίσουμε να είμαστε πάντα καλά προετοιμασμένοι, όταν ανεβαίνουμε πάνω στά Ιερά μας Αναλόγια. Μπορούμε κάλλιστα, να έχουμε ρίξει μιά ματιά στήν Τυπική Διάταξη της ημέρας και να έχουμε μελετήσει καλά, τα μαθήματα που θα ψάλλουμε.
3) Ας φροντίσουμε να είμαστε πάντοτε 10 με 15 λεπτά στή θέση μας, γιά την άνετη προετοιμασία των βιβλίων, αλλά και του εαυτού μας. Αλλιώς αποδίδεις όταν είσαι έγκαιρα στό στασίδι σου και αλλιώς όταν τρέχεις με την ψυχή στό στόμα, προκειμένου να προλάβεις.
4) Ας φροντίσουμε να είμαστε όσο το δυνατόν ακριβείς με την ώρα απολύσεως, που θέτουν οι εντολές των Ιερατικώς προϊσταμένων μας. Εάν θέλουμε να ψάλλουμε ένα μάθημα αργό, θα πρέπει να συντομεύσουμε κάποιο άλλο. Έτσι θα αποφύγουμε τη γκρίνια μετά την απόλυση, εάν έχουμε υπερβεί τα όρια.
5) Καλό θα είναι να αλλάξουμε την συμπεριφορά μας. Με το να μιλάμε περισσότερο ευγενικά, δέν σημαίνει ότι θα αφήσουμε οποιονδήποτε, να μας πατήσει στό λαιμό ! Μπορούμε με ευγενικό τρόπο, να βάλουμε τον καθένα στή θέση του, προκειμένου να κάνουμε απερίσπαστοι τη δουλειά μας.
6) Ας κοιτάξουμε να οργανωθούμε καλύτερα. Είναι πράγματα, τα οποία φωνάζουμε δεκαετίες ολόκληρες.
Να γίνουν Σύλλογοι ανά Μητρόπολη και να δημιουργηθούνε Ομοσπονδίες για τά διάφορα διαμερίσματα της Χώρας. Δηλαδή, Θράκη, Δυτική και Ανατολική Μακε-δονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Πελοπόννησος, Κρήτη, Ιόνια νησιά, Αιγαίο, Κυκλάδες και Δωδεκάνησα. Επίσης η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη χωριστά, επειδή έχουν πολ-
λές Μητροπόλεις.
Αυτομάτως δημιουργείται Συνομοσπονδία Ιεροψαλτών, με έδρα την Αθήνα.
Αυτό είναι αναγκαίο, διότι αν πάρουμε γιά παράδειγμα την Αθήνα, δέν μπορεί να έχει τα ίδια ενδιαφέροντα ή προβλήματα, ο Πρωτοψάλτης του Μητροπολιτικού Ναού, με τον Ψάλτη ενός απομακρυσμένου χωριού της περιφέρειας. Άλλα προβλήματα έχουν οι Ψάλτες της Α΄. Μητροπόλεως, άλλα της Β΄. .
Πώς λοιπόν θα συμφωνήσουν γιά κοινές επιδιώξεις ; Είναι ένα μέτρο, που όπωσδήποτε επιβάλλεται. Βέβαια,
δέν συζητάμε την φιλαρχία και την αγάπη γιά Προεδριλίκι του κάθε Συναδέλφου.
Μ’ αυτό τον τρόπο όμως, δίνεται η ευκαιρία, να δημιουργηθούν πολλές « καρέκλες » γιά τους φιλόδοξους.
Αφαιρούμε και το γεγονός, ότι τα προβλήματα θα μπορούν να αντιμετωπίζονται και να λύνονται, ευκολότερα στήν κάθε περιφέρεια.
Από την πλευρά του Κράτους :
1) Ας φροντίσουν οι εθνοσωτήρες του Ελληνικού Κοινοβουλίου, να εισαχθεί η Εθνική Βυζαντινή μας Μουσική στά Σχολεία, από τίς πρώτες τάξεις του Δημοτικού και
να ξεκαθαρίσει η εκπαίδευση στά Ωδεία. Δηλαδή όπως είπαμε, να διαχωριστούν οι σπουδές γιά την Βυζαντινή και την Ευρωπαϊκή Μουσική.
2) Να ιδρυθεί Ακαδημία Αρχαιοελληνοβυζαντινής Μουσικής, η οποία θα αναλάβει το έργο της εκπαίδευσης και μετέπειτα αξιολόγησης των Ιεροψαλτών, τους οποίους θα ελέγχει γιά το τι ξέρουν και τι λένε, θα διορίζει στούς Ναούς και θα καθορίζει την αμοιβή τους.
Και τώρα γιά τούς μεγαλοσχήμονες ρασοφόρους μας, οι οποίοι ποτέ δέν είδαν τον Ψάλτη και τη Μουσική του, όπως θα έπρεπε, λόγω του ότι με αυτούς, εξυπηρετούνται οι ανάγκες της Εκκλησίας.
1) Η Βυζαντινή Μουσική, να γίνει πρωτεύον μάθημα στά Εκκλησιαστικά Λύκεια και Φροντιστήρια και να θεωρείται προσόν γιά τη χειροτονία Κληρικών και ας καθιερώσουν και ανάλογα οικονομικά κίνητρα. Έτσι, ίσως κάποια μέρα, αποκτήσουμε ένα ζευγάρι Ιερέων, οι οποίοι θα μπορούν χωρίς χασμωδίες και λάθη, να ψάλλουν ένα Εισοδικό ή ένα Απολυτίκιο.
2) Να μήν προσλαμβάνεται Δεξιός Ιεροψάλτης, εάν δέν υπάρχει αποδεδειγμένα 10 ετής προϋπηρεσία ως υπευθύνου, στό Αριστερό Αναλόγιο.
3)Ας συμπαρασταθούν επιτέλους, σ’ εμάς τους Ιεροψάλτες, προκειμένου να λύσουμε τα ζωτικά θέματα που μας απασχολούν ( έχουν υποχρέωση στό κάτω – κάτω ) και ας θεσπίσουν οικονομικά κίνητρα γιά τη βελτίωσή μας. Δη-λαδή, κάτι ανάλογο δηλαδή, με τίς κατηγορίες των Κληρικών. Άλλωστε κάτι τέτοιο, γίνεται και στό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, παρ’ όλες τίς αντιξοότητες που το ταλανίζουν. Βέβαια θα μας πείτε, εκεί ενδιαφέρονται γιά την Εθνική μας Μουσική και Παράδοση και κάνουν ότι είναι δυνατόν, γιά να τα διατηρήσουν αναλλοίωτα. Τόσο δύσκολο είναι να τούς μοιάσουν και οι εδώ αρμόδιοι ;
Τόσο δύσκολο είναι να ενδιαφερθούν γιά τούς Ψάλτες ;
Τούς άμεσους συνεργάτες τους, προκειμένου να λυθούν τα χρονίζοντα προβλήματά τους ; Πότε επιτέλους θα χω-νέψουν ότι εμείς οι Ιεροψάλτες, είμαστε αναπόσπαστα μέλη της Θ. Λατρείας ; Πότε θα σκύψουν επιτέλους να μας δούν και να δεχθούνε να μας βοηθήσουν ;
Κάποτε ο μακαριστός Μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος, ο οποίος ήταν εξαίρετος μουσικός, είπε :« Μόνον οι καλώς εκπαιδευμένοι και ικανοί ερμηνευταί των Εκκλησιαστικών Ύμνων της Θείας Λατρείας μας, καθώς επίσης και των οιονδήποτε Μελουργημάτων, αξιοποιούν τη Θρησκεία μας και όχι οι Θεολόγοι, οι Ιερο-κήρυκες και οι λοιποί παρατρεχάμενοι ».
Αυτά βέβαια, τα είπε ένας άνθρωπος, ο οποίος γνώριζε την αξία της Μουσικής. Οι σημερινοί Κληρικοί μας, εκτός ελαχίστων βέβαια περιπτώσεων, τι να πούν ;
Είναι αυτό που λέει ο πάνσοφος λαός μας :« Αυτοί κουκιά φάγανε, κουκιά μαρτυράνε ».
Όταν όμως αυτοί οι Κληρικοί μας, σκεφτήκανε ότι έπρεπε να εξασφαλιστούν ασφαλιστικά και επαγγελματικά ( όσο κι’ αν μας λένε ότι είναι υπεράνω χρημάτων και ότι η μοναδική μέριμνά τους είναι το ποιμαντικό έργο )και αυτό θα γινόταν μόνο εάν θα εντάσσονταν στούς Δημοσίους Υπαλλήλους, τότε κατέβηκαν στούς δρόμους.
Όταν κινδύνεψε η Εκκλησιαστική περιουσία, πάλι κατέβηκαν στούς δρόμους. Τώρα που ζητάμε και εμείς επαγγελματική κατοχύρωση γιατί δέν μας βοηθούν ;
Δέν θέλουμε να κατεβούν στούς δρόμους. Απλούστατα, ζητάμε να μας συμπεριλάβουν στόν Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και να υποστηρίξουν το αί-τημά μας, απέναντι στό Κράτος.
Αυτοί όμως τί κάνουν ; Φαινομενικά μας δίνουν δίκιο.
Όταν όμως φτάσει ο κόμπος στό χτένι που λένε, ΔΕΝ καταλαβαίνουν τί ακριβώς θέλουμε. Συγκεκριμένα, όταν ζητάμε μισθούς βάσει του Εργατικού Δικαίου, μας λένε ότι είμαστε Κατώτεροι Κληρικοί.
Όταν βάσει της δικής τους δηλώσεως, ζητάμε μισθούς Κατωτέρων Κληρικών, πράγμα που σημαίνει ότι γιά να τούς πάρουμε, πρέπει να έχουμε ενταχθεί στόν Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, τότε μας λένε :« Από τ’ άλλο μας τ’ αυτί, γιατ’ είν’ η μάνα μας κουφή ».
Και όμως. Με όλη αυτή την περίεργη συμπεριφορά που κρατούν απέναντί μας, δέν διστάζουν να μας κατηγορούν γιά ασυνέπεια ( οι συνεπείς ), γιά μή επαρκή μουσική κατάρτιση ( οι άριστα μουσικώς κατηρτισμένοι ) και πολλές φορές και γιά ασέβεια απέναντί τους. Βέβαια η δική τους η ευσέβεια, στάζει από τα ράσα ορισμένων απ’ αυτούς.
Τί να πεί κανείς !!
Οπωσδήποτε υπάρχουν όχι άξιοι, αλλά πανάξιοι Κληρικοί, οι οποίοι όμως χάνονται, μέσα στό βάραθρο που καταπίνει καθημερινά τον Κλήρο.
Αυτό όμως, είναι ένα θέμα, που αφορά άλλους και δεν είναι δυνατόν, να αναπτήξουμε σήμερα.
Εύχομαι να βάλουμε όλοι μυαλό για να μπορέσουμε κάποια μέρα, να παραδώσουμε αυτά που κληρονομήσαμε από τους Πατέρες μας, όσο το δυνατόν αλώβητα και γνήσια όπως τα παραλάβαμε.
Γ Ε Ν Ο Ι Τ Ο
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Ομιλία Κυρ Δημητρίου Ιωαννίδη

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Πέμ 12 Φεβ 2009, 23:11:25

Η ομιλία μου ολοκληρώθηκε με το άλλο κομμάτι "Το Άγραφον Τυπικόν", που έχω δημοσιευσει εδώ
viewtopic.php?f=31&t=339
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12


Επιστροφή στην ᾿Εκκλησιαστική Μουσική (Ψαλτική)

Μελη σε συνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση : Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 1 επισκέπτης

cron