Άρχων Πρωτοψάλτης
Ο υποψήφιος, προσάγεται μπροστά στον Πατριάρχη, από τον Αρχιδιάκονο και με τον Δευτερεύοντα να εκφωνεί το « Κέλευσον, Κελεύσατε. Κέλευσον Δέσποτα Άγιε τον νύν προσφερόμενόν Σοι » ( η ίδια Τάξη, επαναλαμβάνεται και για το αξίωμα του Λαμπαδαρίου, ενώ για τη χειροθεσία των Δομεστίκων, λαμβάνουν μέρος, ο Τριτεύων και ο Διάκονος της σειράς ).
Στις περιπτώσεις που ήταν απαραίτητη, η πρόσληψη νέου προσώπου για τη θέση του Πρωτοψάλτου ( όπως συνέβη στην περίπτωση του Σταυράκη Γρηγοριάδη από τον Αίνο, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στις 21 Ιουλίου του 1866 και πέθανε εν υπηρεσία στις 29 Ιανουαρίου του 1871, αλλά και του Γεωργίου Βιολάκη, ο οποίος ανέλαβε στις 5 Νοεμβρίου του 1875 και απεχώρησε στις 4 Νοεμβρίου του 1905 ), αυτή αποφασιζόταν από τον Πατριάρχη, κατόπιν υποδείξεως και εγκρίσεως του Πρωτοψάλτου ή και του Λαμπαδαρίου, οι οποίοι εφρόντιζαν να καταρτίσουν κατάλληλα τον νεοπροσληφθέντα. Εννοείται, ότι αυτός ο οποίος προορίζεται για τον Πατριαρχικό Ναό, στον οποίο καθιερώνεται ισοβίως, πρέπει να συγκεντρώνει ιδιαίτερα ψαλτικά προσόντα, καθώς και εξωτερική παράστα-ση. Εφ’ όσον προσληφθούν για να υπηρετήσουν στον Πατριαρχικό Ναό, θεωρούνται Εκκλησιαστικοί Λειτουργοί, και οφεί λουν να ζούν κατά κανόνα, βίο ευπρεπή, λογικό και σύμφωνο με το Πατριαρχικό περιβάλλον, να υπακούουν στην ανώτερη Εκκλησιαστική αρχή ( τον Πατριάρχη δηλαδή ), από τον οποίον εξαρτώνται, και να συμμορφώνονται προς την Μουσική Παράδοση, την οποίαν εύρισκαν αναλαμβάνοντας την υπηρεσία τους.
Οι Μουσικοί των Πατριαρχικών Χορών, διακρίθηκαν πάντοτε, για την μέχρι φανατισμού αφοσίωσή τους στην Παράδοση, η οποία αναντίρρητα έσβησε με τον θάνατο του Ιακώβου Ναυπλιώτη. Ο κατά τα άλλα εξαίρετος Κων/νος Πρίγγος, καθώς και ο διάδοχός του Θρασύβουλος Στανίτσας, οι οποίοι κατά την ταπεινή μας γνώμη, απετέλεσαν για πολλούς από εμάς, και θα αποτελούν για πολύ καιρό ακόμα, το Α και το Ω της νεώτερης βυζαντινής Ψαλτικής τέχνης, καταρτίσεως και εκτελέσεως, έμπασαν όπως λέμε « καινά δαιμόνια » στην από αιώνων επικρατούσα Παράδοση. Ο πρώτος, θέλησε να προσαρμόσει την όλη υπόθεση στην εποχή του, και να επιβάλλει το αναμφισβήτητο ταλέντο του, μαζί με τις θέσεις του στα διάφορα ψαλλόμενα μαθήματα. Γι’ αυτό, ξεκίνησε δειλά – δειλά στην αρχή, αλλά με περισσότερο ζήλο αργότερα, επέβαλλε τους νεωτερισμούς του και μας παρουσίασε τον Πρίγγο που γνωρίζουμε. Τον Πρίγγο, ο οποίος άφησε εποχή με την τέχνη και τις εκτελέσεις του.
Αυτό ήταν αναπόφευκτο, διότι με μια θητεία 3 – 4 χρόνων ( σχεδόν 3 χρόνια σαν Β΄. Δομέστικος και μετά από 24 χρόνια απουσίας του για 11 μήνες Λαμπαδάριος ), δεν ήταν δυνατόν να πράξει διαφορετικά. Όσο και αν απέναντί του, είχε ένα θηρίο του Αναλογίου, που άκουγε στο όνομα Ιάκωβος, ο χρόνος, δεν επαρκούσε για να τον αποτρέψει από κάθε είδος νεωτερισμούς. Πήρε λοιπόν τον Ιάκωβο, και τον παρουσίασε πιό μοντέρνο. Πιό επίκαιρο. Άλλωστε, είναι γνωστά σε πολλούς τα χαρακτηριστικά λόγια, που έλεγε όταν του έδιναν συγχαρητήρια για τις εκτελέσεις του : « Εγώ βρέ παιδιά, είμαι ένα τίποτα. Πού ν’ ακούγατε τον Ιάκωβο ! Αυτός ήταν Ψάλτης, με όλα τα γράμματα κεφαλαία ».
Και σε μία άλλη περίπτωση, υπάρχει η φωνή του σε κασσέτα, που διηγείται ο ίδιος γιά τον Ιάκωβο : « Βρέθηκα γιά πρώτη φορά στόν Πατριαρχικό Ναό, και ήκουσα τον Ιάκωβο στόν Παρακλητικό Κανόνα, να λέει το « Άλαλα τα χείλη των ασεβών » και κατέβηκε ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄. , και προσκύνησε την Παμμακάριστο και ήλθε πάλι πίσω, έκανε το Σταυρό του και ανέβηκε στό Θρόνο. Έ, αυτό το πράγμα που ήκουσα, τρελλάθηκα.
Λέγω : Κανείς δέν είναι Ψάλτης, παρά μόνο αυτός ».
Ο δε Στανίτσας, ο οποίος ανήκε στην χορεία των Πατριαρχικών Ψαλτών, από τη θέση του Λαμπαδαρίου, ηδύφωνος και μελίρρυτος, θαυμαστής του Πρίγγου, δεν πήρε αυτά που έμαθε από τον Διδάσκαλό του στην Πατριαρχική Παράδοση Αναστάσιο Μιχαηλίδη, τον επιλεγόμενο Σώμπαση, αλλά πήρε τον ήδη εκφυλισμένο παραδοσιακά Πρίγγο, και παρουσίασε τον Στανίτσα πού όλοι θαυμάσαμε και που κατά τα φαινόμενα, θα θαυμάζουμε για πολλά – πολλά χρόνια ακόμα.
Ο υπογράφων το παρόν, σεμνύνεται ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται υπερήφανος για την μοναδική τιμή, διότι όπως αναφέρει σε ιδιόχειρο σημείωμά του ο μακαριστός, « αποτελούσε για αρκετά χρόνια, τον πολυτιμότερο συνεργάτη και εξαιρετικό φίλο του ».
Ο διάδοχος του Στανίτσα, Βασίλειος Νικολαϊδης, τέρας Μουσικής καταρτίσεως ( ας μη ξεχνάμε ότι υπήρξε άριστος Διδάσκαλος όχι μόνο της Βυζαντινής Μουσικής, αλλά και Πανεπιστημιακός Καθηγητής της Ασιατικής Μουσικής), αλλά μη διαθέτοντας τα φωνητικά και τεχνικά προσόντα των προκατόχων του, έδωσε το απλό δικό του στυλ στην όλη υπόθεση, αλλά πολύ μακριά κι’ αυτό από την αρχαία Παράδοση και το κλίμα του Πατριαρχείου.
Εδώ θα θέλαμε να κάνουμε μιά διευκρίνιση. Δεν παραγνωρίζουμε τα ογκώδη αναστήματα της μουσικής μας κληρονομιάς, που λέγονται Πρίγγος, Στανίτσας και Νικολαϊδης. Κάτι τέτοιο, θα ήταν το λιγότερο ανοησία. Άλλο όμως άν διακρίθηκαν σαν τέρατα της Βυζαντινής Μουσικής και της εκτελέσεως των Εκκλησια-στικών Μελών και άλλο εάν υπήρξαν συνεχισταί της Ορθόδοξης Πατριαρχικής Παράδοσης. Θα επανέλθουμε όμως αργότερα, πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Όπως και νά’ χει όμως το πράγμα, μπορεί η λεγόμενη Πατριαρχική Παράδοση να έχει υποστεί μερικές φθορές και αλ-λοιώσεις, αλλά έχει κρατήσει αρκετά ζωντανά, τα στοιχεία του πάλαι ποτέ ένδοξου μεγαλείου της, και τούτο οφείλεται σ’ αυτούς τους Μουσικούς, οι οποίοι παρ’ όλες τις αδυναμίες τους, δεν ξεστράτισαν όπως λέμε τόσο, όσο να μην προκαλούν ακόμα και σήμερα, τον σεβασμό μας προς τα πιστεύω τους.
Σ’ αυτούς όλους λοιπόν χρωστάμε, ότι διασώζεται ακόμα από την Παράδοση, διότι οι Πατριάρχες, έρχονται και παρέρχονται. Οι αξιωματούχοι Κληρικοί του Πατριαρχείου, παίρνοντας προαγωγές, έφευγαν και αυτοί για τις καινούργιες τους θέσεις. Οι Μουσικοδιδάσκαλοι όμως των Πατριαρχικών Χορών, έμεναν ασάλευτοι. Αμετάθετοι στις θέσεις τους. Υπενθυμίζω ότι ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, στα 59 χρόνια της θητείας του πάνω στα Πατριαρχικά Αναλόγια, είδε να ανέρχονται στον Πατριαρχικό Θρόνο, 14 Πατριάρχες.
Το παρελθόν λοιπόν, με όλες τις παραδόσεις και δοξασίες του, ήταν στα χέρια τους. Αυτοί ήταν οι ακοίμητοι φρουροί της Παράδοσης και της Αρχαίας Τάξης, η οποία ξεχώρισε και ξεχωρίζει, τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία.
Αυτή την ιδιότητα, εξεπροσώπησαν με το παραπάνω, όταν το 1797, με πρωτοβουλία του τότε Πρωτοψάλτου Ιακώβου του Πελοποννησίου, καταπολεμήθηκε το καινοφανές μουσικό σύστημα του Αγαπίου Παλλιέρμου ( σχετική μνεία γίνεται στο Μέγα Θεωρητικό του Χρυσάνθου και στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Φιλοξένους Βαφείδου ). Επίσης το 1846, με εγκύκλιο της Μεγ. Εκκλησίας προς τους Μητροπολίτες του Οικουμενικού Θρόνου, τον Καρλοβιτσίου, τους εν Σερβία, Μολδοβλαχία, Επτανήσω, Ενετία και αλλαχού, κατεδικάσθη η τετράφωνη Ευρωπαϊκή Μουσική, « όχι μόνον ως ξένη και έκφυλος, ακροσφαλής και σκανδαλώδης, αλλά και ως μη αποδίδουσα την έννοιαν των ημετέρων ασμάτων, κατακυλούσα δε μόνον την ακοήν, ελκύουσα την αίσθησιν και ευφραινομένων, ουχί δέ προσευχομένων ».
Το 1848, με εγκύκλιο του Πατριάρχου Ανθίμου του ΣΤ΄., ανέτρεψαν το νέο γραφικό σύστημα του Γεωργίου Λεσβίου, παρ’ ότι είχε κηρυχθεί υπέρ αυτού, και ο Κυβερνήτης Καποδίστριας.
Το 1873, επί Ιωακείμ του Β΄., καταπολεμήθηκε η απόπειρα της εισαγωγής και επικράτησης στον Ιερό Ναό των Εισοδίων στο Πέραν, του Ευρωπαϊκού τετρα-φωνικού συστήματος.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, κύριος υποκινητής και φοβερός πολέμιος κάθε συστήματος, οργανώσεως ή μουσικού συγκροτήματος, τα οποία μελετούσαν κατά καιρούς τη διαφθορά της Βυζαντινής Μουσικής και τη διαστροφή της Παράδοσης στον Πατριαρχικό Ναό, υπήρξε πάντοτε ο Πρωτοψάλτης, βοηθούμενος βεβαίως και από όλα τα υπόλοιπα μέλη των Πατριαρχικών Χορών.
Ο κατά καιρούς λοιπόν Πρωτοψάλτης, είναι ο πιστός τηρητής της Τάξεως μέσα στον Πατριαρχικό Ναό και καθοδηγεί τον εκάστοτε Πατριάρχη στα καθήκοντά του μέσα στο Ναό, γι’ αυτό και παίρνει ιδιαίτερο επίδομα « διά την φροντίδα και επιστασίαν του Τυπικού », εκτός βεβαίως του μισθού τον οποίον παίρνει
« ένεκεν χοροστασίας αυτού, ψάλλοντας εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ, κατά τεταγμένους καιρούς των Εκκλησιαστικών Ακολουθιών και συνελεύσεων ».
Ο Πρωτοψάλτης, είναι ο Τυπικάριος και ο Εκκλησιάρχης επίσης, ο οποίος χειραγωγεί μέσα στον Ναό και γενικά στην Πατριαρχική Αυλή, όλο τον κόσμο
( Πατριάρχες, Αρχιερείς, Κληρικούς, Οφφικιάλους, Ψάλτες, Πριμικήριους κ.λ.π. ).
Είναι η ψυχή ή μάλλον η πυξίδα κατά κάποιο τρόπο του Οικουμενικού Πατριάρχη και γενικά ολόκληρου του Πατριαρχείου σε ζητήματα εθιμοταξίας, τελετών και Εκκλησιαστικής Τάξης.
Η Τάξη αυτή, αναμφίβολα διασωζόταν μέσα στο μνημονικό των Πρωτοψαλτών, ίσως και με διάφορα χειρόγραφα σημειώματά των. Η μακροχρόνια τριβή και πείρα στην υπηρεσία των Πατριαρχικών Χορών, μέχρι της προαγωγής στο ύπατο αξίωμα του Πρωτοψάλτου, τους έκανε ικανούς στην τήρηση αυτής της Τάξης, σύμφωνα πάντα με την Παράδοση.
Και η Τάξη αυτή, παρά τα χρόνια τα οποία πέρασαν, πάνω από τόσους και τόσους Πρωτοψάλτες, δεν άλλαξε μέχρι σήμερα, χάρις στους άξιους διαδόχους Πρωτοψάλτες.
Το πρώτο Τυπικό που τυπώθηκε το 1839, ήταν του Πρωτοψάλτου Κων/νου, και δεν ήταν τίποτ’ άλλο, παρά διάφορες σημειώσεις των διαφόρων πρό αυτού Διδασκάλων « και της πολλών Ενιαυτών πείρας αυτού », δεμένες μεταξύ τους. Η δε ανατύπωση αυτού στα 1851, καθώς και η επί της Πρωτοψαλτείας του Γεωργίου Βιολάκη το 1888, μας δείχνουν τις ελλείψεις που υπήρχαν στο Τυπικό, του οποίου συμπλήρωμα είναι ο εκάστοτε Πρωτοψάλτης, ο οποίος έχει στο μυαλό του πράγματα, καλά φυλαγμένα για επαγγελματικούς λόγους, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να περιληφθούν στα τυπωμένα Τυπικά.
Ο Πρωτοψάλτης, είναι η πηγή του Βυζαντινού Εκκλησιαστικού Μέλους, το οποίον ο ίδιος, κληρονόμησε με ιερό φανατισμό, από τους προκατόχους του Διδασκάλους.
Είναι ο Μύστης της Μουσικής. Στα πρό της Άλώσης κωδικοποιημένα γραπτά Μουσικά Κείμενα, μόνο αυτός, ήξερε το κλειδί για την αποκρυπτογράφησή τους. Μόνον αυτός μπορούσε να τα διαβάσει και μόνον αυτός, γνώριζε την απαγγελία του Μέλους, όπως έπρεπε. Ήταν φυσικό λοιπόν, να χρησιμεύει και τότε, αλλά και κατά παράδοση και σήμερα, σαν Διδάσκαλος των λοιπών Ψαλτών του Πατριαρχικού Ναού.
Αυτός, και μόνον αυτός, είναι ο συνεχιστής της Μουσικής Παράδοσης, και ο μεταλαμπαδευτής του Βυζαντινού Εκκλησιαστικού Μουσικού Φωτός και στους άλλους.
Αυτός έσπρωχνε και τους Πατριαρχικούς μαθητάς στη Μουσική, και αυτός δίδασκε από ανέκαθεν. Οι μαθηταί, εκ πεποιθήσεως και λόγω θαυμασμού για το Δάσκαλο, είναι υποχρεωμένοι να τον μιμούνται στην ψαλμωδία.
Σκοτώνονται για το ποιος θα μεταφέρει το Καλπάκι ή το ράσο του Δασκάλου. Πολλοί, μιμούνται ακόμα και τις κινήσεις του σώματος. Όλοι θέλουν να του μοιάσουν. Όλοι θέλουν να γίνουν σαν κι αυτόν. Βλέπουν το πώς του συμπεριφέρονται όλοι μέσα στο χώρο του Πατριαρχείου, και ζηλεύουν. Ακόμα κι αυτός ο Οικουμενικός Πατριάρχης, τον έχει πάντα δίπλα του. Πρέπει να γίνουν σαν κι αυτόν και κάνουν ότι μπορούν περισσότερο, για να το καταφέρουν.
Και αυτός, είναι αυστηρός. Αρχαιότερος. Φανατικός. Μισόκακος. Δεν επιτρέπει νεωτερισμούς και καινοτομίες. Πρέπει να διατηρηθούν τα αρχαία Μέλη αμετάβλητα, από σεβασμό προς τους Ποιητάς και Μελοποιούς της εποχής των, αλλά και για συνδεθεί η εποχή του με τους διαδόχους του.
Ο Πρωτοψάλτης, εξορκίζει τους διαδόχους του στην τήρηση της Παράδοσης του Μέλους. Και ο ίδιος κρατεί το ρόλο του κριτή πάνω σ’ αυτό. Αγρυπνά πάνω στην εκτέλεση των Μουσικών Μελών από τον Λαμπαδάριο και τους Δομεστίκους.
Από τη θέση του, επαναφέρει στην Τάξη τους παραβάτες από τα καθιερωμένα. Αυστηρός Δάσκαλος και Αρχαιολάτρης.
Στην Πατριαρχική Μουσική Σχολή, όσες φορές λειτουργούσε στο Φανάρι, ο Πρωτοψάλτης, με βοηθούς τον Λαμπαδάριο και τους Δομεστίκους, δίδασκε τη Βυζαντινή Μουσική.
Οι μαθηταί που τελειώνουν τις σπουδές των σ’ αυτήν, έψαλλαν κατά μίμηση και αυτοί των Πατριαρχικών Ψαλτών. Έτσι, επικρατούσε παντού, ο ομοιόμορφος τρόπος της απαγγελίας του Μέλους.
Η δουλειά του Πρωτοψάλτου σαν Διδασκάλου, δεν περιορίζεται μόνο στους αρχαρίους και στους μαθητάς των Πατριαρχικών Σχολών, αλλά γινόταν και οδηγός και Διδάσκαλος, και στους εν ενεργεία Ιεροψάλτες ολόκληρης της Κων/πόλεως, όπου έψαλλαν κάτω από την αρχηγία του στις χοροστασίες, και συνγυμναζόντουσαν γύρω από το Μέλος, το ρυθμό και τη στάση, θεωρητικά και πρακτικά. Υπάρχουν όμως μελετηταί, που συνηγορούν υπέρ μιάς άλλης απόψεως, ότι το Πατριαρχικό Ύφος, ήταν διαδεδομένο, και εκτός του Πατριαρχείου, και οπωσδήποτε, στους διάφορους Ναούς της Κων/πόλεως. Μάλιστα, προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών τους, επικαλούνται την εγκύκλιο του Πατριάρχου Γρηγορίου του Στ΄. ( 1868 ), στην οποία ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας, αναφέρει μεταξύ άλλων :
« Υπαγορεύομεν δέ, πάσι τους εν ενεργεία Ιεροψάλτας, εν απάσαις ταις ενταύθα Ιεραίς Εκκλησίαις, όπως συνέρχονται απαραιτήτως δίς του μηνός εν τη Πατριαρχική Μουσική Σχολή, εν ημέρα Κυριακή περί το δειλινόν, και ψάλλωσι κα-τά χορούς προς άσκησιν, τα άσματα των Ιερών Ακολουθιών, πάσης εορτής, μετά της πρεπούσης ευκοσμίας και σεμνότητος και ησυχίας και μετά καθαράς της προφοράς, προς γενικόν και ομοιόμορφον και ακριβή διάσωσιν του Ύφους της Μεγάλης Εκκλησίας ». Αυτό το γεγονός και μόνον, ότι ο ίδιος ο Πατριάρχης, ενδιαφέρεται για την « ακριβή διάδοσιν του Ύφους της Μεγάλης Εκκλησίας », όπως τονίζεται στην Εγκύκλιό του, καταπροδίδει την μοναδικότητα που έχει αυτό το ύφος, για την σοβαρή και σεμνοπρεπή απόδοση, των θεσπεσίων μελουργημάτων της Θείας Λατρείας μας.
Αλλά ας δούμε κάπως περισσότερο, αυτό το « Ύφος ».
Ύφος στη Βυζαντινή Μουσική, λέμε τον τρόπο που εκφράζουμε τις Ιερές μελωδίες, και μπορούμε να το διακρίνουμε σε δύο μορφές :
α) Στο Ύφος που απαγγέλλονται τα Αναγνώσματα ( Απόστολος – Ευαγγέλια ), και
β) Στο Ύφος εκτελέσεως του Μέλους. Δηλαδή, της διαστηματικής φωνής, όπως έλεγαν οι Αρχαίοι.
Αυτό λοιπόν το περίφημο Ύφος, προσδιορίζεται από την τεχνική κατάρτιση του Εκτελεστή Ιεροψάλτη, το ποιόν της φωνής του, την προσωπική ερμηνεία που θα δώσει στη Μελωδία, στην ευκρίνεια της αρθρώσεως των φθόγγων, κ. λ. π.
Το Ύφος της Ιερής ψαλτικής τέχνης, δεν μπορεί να εκφραστεί με χαρακτήρες και σημαδόφωνα. Η Μουσική Σημειογραφία ή Παρασημαντική όπως λέγεται, δεν προσδιορίζει το Ύφος, το οποίον μεταδίδεται ΜΟΝΟΝ διά ζώσης φωνής. Δηλαδή, διά της « μυήσεως » του μαθητή πάνω σ’ αυτό, από το Δάσκαλο. Ο Κων/νος Ψάχος, μας λέει γι’ αυτό : « Αν ο μελετητής, αγνοεί την φωνητικήν παράδοσιν, ήτις είναι ο μόνος ασφαλής γνώμων……. ούτε πείθεται, ούτε να πείση τους άλ-λους κατορθεί ».
Ο Ιερεύς Κυριακός Φιλοξένης, ο Εφεσιομάγνης, στο Θεωρητικό του ( έκδοσις Κων/πόλεως 1859, Κεφ. Ιβ΄. , σελ. 194 ), μας λέει :
« Ύφος εστίν, η καλή και τακτική έμμετρος σύνθεσις των μουσικών χαρακτήρων, ή της γραφής των μουσικών φωνών του μέλους ». Και εξηγεί παρακάτω στην παράγραφο 299, με τα εξής : « Ως εκ των συντελεστικών όλων της Μουσικής μέσων, το επάγον αυτήν εις ακμήν, το δραματοφορούν, το αποπληρούν μεθ’ όλων των προσόντων αυτής και ποιούν την τέχνην εις επιστήμην, είναι το Ύφος, το οποίον είναι πολλώ ανώτερον του Μέλους, πολυποίκιλον, και πολύγρυφον. Ευειδές, σκυθρωπόν, ηγεμών προφοράς και εξουσιαστής σχήματος, οδηγός ηθικού τρόπου, και πρό πάντων, της Εκκλησιαστικής Χοροστασίας του ηθικώς ψάλλειν, εις όπερ υπόκεινται το ίσον, η τάξις, η προφορά. κ.τ.λ. . Είναι η δύναμις του ρυθμού και η ουσία του Μέλους. Χωρίς του Ύφους, ο ρυθμός και το Μέλος, αποδεικνύεται ως έν τι ξηρόν και ανούσιον. Άρα και η ψυχή του Μέλους και του ρυθμού, είναι το Ύφος. Όθεν και λέγομεν « ΤΟ ΑΞΙΟΤΙΜΟΝ ΥΦΟΣ » της Μεγάλης Εκκλησίας ».
Και συνεχίζει παρακάτω, στις παραγράφους 304 έως και 309, μας δίνει τους ορισμούς του Ύφους, για κάθε είδος τροπαρίου, στην Εκκλησιαστική Υμνολογία.
Έτσι, έχουμε το μεγαλοπρεπές και γλαφυρόν, το λαμπρόν και αξιωματικόν, το ηγεμονικόν και σοβαρόν, και τέλος, το ταπεινόν και σκονταπτόν.
Σε άλλο σημείο του Θεωρητικού του, μας λέει : « Ευχώμεθα τοίνυν και ημείς, ει και ανάξιοι, ίνα διαμένει τούτο και διασώζηται εν τη του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, εις αιώνα τον άπαντα, μετοχετευόμενον παρ’ αυτής, ως εκ κοινής πηγής και εν ταις λοιπαίς πάσαις Ορθοδόξοις του Χριστού Εκκλησίαις ».
Ο Κων/νος ο Πρωτοψάλτης και ο Θεόδωρος ο Φωκαέας, έλεγαν όπως διαβάζουμε στην Ιστορία του Παπαδοπούλου, ότι : « Το της Μεγάλης Εκκλησίας Ύφος, είναι αδύνατον να εκφρασθή διά της γραφής, διότι είναι αήρ ».
Ο Βασίλειος Στεφανίδης, στο “ Σχεδίασμα περί μουσικής, ιδιαίτερον Εκκλησιαστικής ” , μας λέει τα εξής : “ Το Ύφος της Μεγάλης Εκκλησίας, έχει την περισσοτέρα σεμνότητα και ο Άγιος Θεός, να διαφυλάξει αυτό σώον και αλώβητον μέχρι τέλους ”.
Υπάρχουν όμως και αντίθετες απόψεις, οι οποίες λένε, ότι το Ύφος μπορεί να συσχετιστεί και με το είδος των μουσικών θέσεων ή και να γραφτεί ακόμα. Προσωπικά, πιστεύουμε ότι αυτό, είναι αδύνατον και σαν παράδειγμα, αναφέρουμε την προσπάθεια του σεβαστού Πρωτοψάλτου και Διδασκάλου της Βυζ. Μουσικής, Αθανασίου Καραμάνη, ο οποίος προσπάθησε να γράψει το Ύφος, και απέτυχε παταγωδώς.
Γύρω από το « Ύφος » της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, αξιοπρόσεκτα είναι, και όσα αναγράφονται στο Παράρτημα της Εφημερίδας « Εκκλησιαστική Αλήθεια », του έτους 1901, τεύχος Γ΄. , σελίδα 197, που αναφέρει τα εξής :
« Το Υφος τούτο ( δηλαδή η κατάλληλος παράστασις εν τη απαγγελία της μελωδίας ), ήτο τεθησαυρισμένον μετά την Άλωσιν, εν τοις Μουσικοίς Χοροίς του Πατριαρχείου Κων/πόλεως, ένθα εξαιρετικώς διέλαμπε. Και τούτο, διότι εν τη Μεγάλη Εκκλησία, κατά πάσαν σχεδόν εποχήν, υπήρχον οι επιφανέστεροι των Μουσικών, οίτινες διαδοχικώς παραλαμβάνοντες, διετήρουν πάντοτε γνήσιον και ανόθευτον σχετικώς, το λεγόμενον Πατριαρχικόν Ύφος, το ενσταλάζον εν ταις ψυχαίς των ακροωμένων, το σωτηριώδες και γλυκύτατον της κατανύξεως βάλσαμον, όπερ αναντιρρήτως υπάρχει, το σκοπιμώτερον τέλος της Ιεράς Υμνωδίας. Το Πατριαρχείον της Κων/πόλεως, όπως διεκράτησεν ανόθευτον, την παρακαταθήκην των Ιερών Δογμάτων της Εκκλησίας, ούτω διετήρησεν ανόθευτον μετά την Άλωσιν και το Μουσικόν Ύφος. Ο δέ Πατριαρχικός Ναός, εχρησίμευεν ως Διδα-σκαλείον του Ύφους, της γνησιωτέρας δηλονούν απαγγελίας, των Εκκλησιαστικών ημών Μελών ».
Σήμερα, με τις ποικιλίες της μονοφωνικής ερμηνείας ενός Μέλους, και την διαφορά στην εκτέλεση των διαφόρων σημαδοφώνων από Σχολή σε Σχολή, έχουμε και ποικιλία στο Ύφος. Αυτό το γεγονός, κάνει πολλούς να υποστηρίζουν, ότι δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε, το « πατροπαράδοτο Ύφος » της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Ψαλμωδίας. Αυτό βέβαια το λένε, όσοι βρίσκονται « λόγω πεποιθήσεως », μακρυά από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, διότι η λεγό-μενη Πατριαρχική Σχολή, ασχέτως προσώπων, πάντοτε απέδιδε το σεμνό, απέριττο, μυστικοπαθές και μεγαλοπρεπές Ύφος, το οποίον είναι γνωστό, σαν « Ύφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Προβάλλει όμως εύλογα το ερώτημα :
« Ποιός είναι ο δημιουργός του Πατριαρχικού Ύφους » ;
Η Παράδοση μας λέει, ότι δημιουργός αυτού του Ύφους, είναι ο Πρωτοψάλτης Παναγιώτης Χαλάτζογλου ( + 1748 ).
Τούτον διεδέχθη στη Μεγάλη Εκκλησία, ο μαθητής του Ιωάννης ο Τραπεζούντιος, ο οποίος « μυηθείς » από τον Διδάσκαλό του στο Πατριαρχικό Ύφος,
« εστίλβωσεν αυτό ».
Όταν ο Ιωάννης ο Τραπεζούντιος ήταν Πρωτοψάλτης, Λαμπαδάριός του, ήταν ο Δανιήλ. Α΄. Δομέστικος ο Ιάκωβος και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, Β΄. Δομέστικος. Αυτοί όλοι, ο καθένας με τη σειρά του, είτε από το Πρωτοψαλτικό Αναλόγιο, είτε από το του Λαμπαδαρίου, συμπλήρωσαν και εκαλλώπισαν αυτό το περίφημο Ύφος, το οποίον με το ζήλο των διαδόχων τους, έφθασε μέχρι τις μέρες μας, μεγαλοπρεπές και απόλυτο.
Ακολούθησε λοιπόν ολόκληρη σειρά Πρωτοψαλτών, και φτάνουμε στον Γεώργιο Ραιδεστηνό τον Β΄. ( + 1889 ), ο οποίος έμεινε στην Ιστορία « επί τη μουσική αυτού τέχνη και εμπειρία », και ο οποίος εθαυμάζετο « εξαιρέτως διά το διακρίνον αυτόν, σεμνοπρεπές και Αρχαϊζον Εκκλησιαστικόν μουσικόν Ύφος ».
Ακολούθησαν άλλοι Πρωτοψάλτες, οπότε φθάνουμε στον τελευταίο των Παραδοσιακών Πρωτοψαλτών, τον Ιάκωβο Ναυπλιώτη, ο οποίος γι’ αυτό το Ύφος, πήρε τους τίτλους « Μέγας Άρχων » και « Μεγαλοπρεπής ».
Η διάσωση λοιπόν, αυτού του Ύφους στο ψάλσιμο των Εκκλησιαστικών Μελών, επιδιώκετο πάντα από την διδασκαλία του Πρωτοψάλτου. Ο δέ Πατριαρχικός Ναός, το Διδασκα-λείο της Βυζαντινής Μουσικής, εδονείτο πάντα, από τους ήχους του αγνού Εκκλησιαστικού Μέλους, το οποίον εκτελεί-το αδιάφθορα και αναλλοίωτα πάντοτε.
Την διαιώνιση αυτή, της συντηρήσεως δηλαδή του γνησίου Παραδοσιακού Εκκλησιαστικού Μέλους, την είχαν οπωσδή-ποτε και οι εκάστοτε Πατριάρχαι.
Έτσι, σε έναν Κώδικα, με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου του 1791, ο Πατριάρχης Νεόφυτος, παραγέλλει :
« Είγε περί των πόρρω που, και απανταχού κειμένων Αγίων του Θεού Εκκλησιών, οφειλή ημίν επίκειται ου μικρά, γενναίας φροντίδος υπέρ της κοσμιότητος και αγαθής καταστάσεως, και επί τα κρείττω ροπής τε και βελτιώσεως αυτών, πολλώ μάλλον υπέρ της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, της κοινής Μητρός των απανταχού ευσεβών, και της ευπρεπείας και κοσμιότητος, και εναρμονίου αυτής ευταξίας, υπέρ γάρ ταύτης και γενναιότατα δε-
ον καταβάλλειν τα αγωνίσματα, και προνοείν επιστημόνως, και επιμελείσθαι αγρύπνως της συντηρήσεως και διαμονής της κοσμιότητος και λαμπρότητος αυτής. Και γούν την επικειμένην ημίν οφειλήν ταύτην, ερεύνης ακριβούς γενομένης, γνώμη κοινή της περί ημάς ενδημούσης Ιεράς Αδελφότητος και Αγίας Συνόδου, και των τιμιωτάτων Επιτρόπων του Κοινού της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, περί της καταστάσεως των εν τω καθ’ ημάς Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ Μουσικολογιωτάτων Ψαλτών, τού τε Πρωτοψάλτου Κύρ Ιακώβου, και του Λαμπαδαρίου Κύρ Πέτρου, και των υπ’ αυτών διδασκομένων μαθητών, κατείδα-μεν το έργον αυτών παρημελημένον, άτε δή κλίποντός τινος, χοροστατήσαι και ψάλλειν εν τη καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, προφανούς γενομένης της αιτίας, διά το μή εξαρκείν αυτοίς τοις πρωτίστοις της Εκκλησιαστικής Μελουργίας, τα άπερ απολαμβάνουσι και καρπούνται παρά της Εκκλησίας εισοδήματα και μισθούς αυτών, και εκ τούτου κινδυνεύειν εξίτηλον γενέσθαι την Μουσικήν της Εκκλησίας τέχνην, ήν ούτοι μόνοι, δύνανται το γε νύν επιστημόνως διδάξαι, και οφελήσαι πολλούς. Ένθεν τοι ως αναγκαίον προς την της Εκκλησίας ευταξίαν και αρμονίαν, ου την τυχούσαν επιμέλειαν καταβαλλόντες, δείν έγνωμεν θεραπεύσαι τας ανάγκας, και αναπληρώσαι τους μισθούς αυτών, και οικονομήσαι τρόποις τοιοίσδε…..κ.λ.π. ».
Αναμφίβολα δέ, το Μουσικό Μέλος, είτε είναι γραμμένο με την Αρχαία συνεπτυγμένη γραφή, είτε με τη νέα, δεν βρίσκει την αρμόδια εκτέλεση, παρά μόνο στο πρόσωπο του Πρωτοψάλτου, διότι μόνον αυτός άκουσε με τα ίδια τ’ αυτιά του, και ταυτόχρονα διδάχθηκε κατά βάθος και πλάτος τη μουσική εκτέλεση, από τους προγενέστερους Διδασκάλους.
Πάνω σ’ αυτό, θα θέλαμε να σχολιάσουμε τις ανυσηχίες του Ιακώβου Ναυπλιώτη, ο οποίος μετά το θάνατο του Λαμπαδαρίου του Ευστάθιου Βιγγόπουλου, προσπαθούσε να βρεί τον καταλληλότερο, για τη θέση του Λαμπαδαρίου, στον οποίον να μεταδώσει όλη του την πείρα και τις γνώσεις, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει το έργο του, έτσι ώστε να μην σβήσει η Παράδοση από τον Πατριαρχικό Ναό, μιά που ο ίδιος, λόγω ασθενείας και γήρατος, ετοιμαζόταν να παραιτηθεί από τη θέση του Πρωτοψάλτου.
Κάλεσε τότε τον Αναστάση τον Μιχαηλίδη, ο οποίος ήταν Α΄. Δομέστικος, και δικαιωματικά του ανήκε η θέση του Λαμπαδαρίου. Εκείνος όμως αρνήθηκε, γνωρίζοντας την ψυχική και φωνητική αντοχή του Ιακώβου. Δεν ήταν εύκολη δουλειά να είσαι Λαμπαδάριος του Πατριαρχικού Ναού, διότι η θέση, είχε πολλές υποχρεώσεις. Το να έχεις και σαν Πρωτοψάλτη έναν Ιάκωβο Ναυπλιώτη, έ, αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις του σεμνού και μετριοπαθούς Αναστάση. Τότε ο Ιάκωβος, αφού έψαξε μέσα σε όλο το Ιεροψαλτικό δυναμικό της εποχής του, κατέληξε στον Πρίγγο, ο οποίος έχοντας υπηρετήσει κάποτε ως Δομέστικός του, είχε αφήσει καλές εντυπώσεις, γιά το ύφος, την κατάρτηση και την ψαλτική του ικανότητα.
Επίσης, ήταν ο μόνος, ο οποίος βρισκόταν κοντύτερα στα Πατριαρχικά δεδομένα. Έτσι, έγινε Λαμπαδάριος ο Πρίγγος, και μετά από 11 μήνες, όταν παρητήθει ο Ναυπλιώτης, ανέλαβε την Πρωτοψαλτία και εκλήθη ο Στανίτσας για Λαμπαδάριος, χωρίς αυτή τη φορά, να ερωτηθεί ο Αναστάσης Μιχαηλίδης.
Γι’ αυτό κι’ εκείνος χολωθείς, δήλωσε αμέσως παραίτηση.
Η Μουσική Τέχνη, έμεινε δύσκολη και με τη νέα γραφή. Και αυτό, γιατί απαιτεί την διά ζώσης φωνής διδασκαλία. Παρ’ όλες όμως τις δυσκολίες, και σ’ αυτή την περίπτωση, μόνον ο Πρωτοψάλτης αποτελεί πάλι την πηγή της εκτελέσεως του Μέλους.
Για να προλάβουν δέ, τη διαφθορά των Εκκλησιαστικών Μελών, μετά βέβαια από την καταγραφή και εξήγησή του στο σημερινό σύστημα, από τον Πρωτοψάλτη Γρηγόριο τον Λευίτη κυρίως, κατά Εκκλησιαστική πρόνοια, περιορίστηκε αποκλειστικά το δικαίωμα να τυπώνει και ανατυπώνει μουσικά κείμενα, στον Πρωτοψάλτη και στο Πατριαρχικό τυπογραφείο, για τις ανάγκες των Ιερών Ναών, Μονών και του Ιεροψαλτικού κόσμου. Ήταν δηλαδή, ο κριτής κάθε Εκκλησιαστικού Μέλους και ο κατ’ εξοχήν μουσικοεκδότης. Σ’ αυτόν παραπέμπεται κάθε καινούργιο Μελοποίημα και αυτός θα αποφασίσει, αν πρόκειται για Εκκλησιαστική Μουσική ή όχι.
Αυτή η λογοκρισία, η οποία γινόταν με μεγάλη αυστηρότητα και μακριά από οικονομικά οφέλη, είχε σαν αποτέλεσμα, να κυκλοφορούν μόνο εγκεκριμένες Πατριαρχικές εκδόσεις, οι οποίες εξασφάλιζαν την κοινή επικράτηση των Εκκλησιαστικών Μελών, τα οποία ήταν κλασσικά ή μαθήματα από το περιβάλλον του Πατριαρχικού Ναού, των οποίων η μουσική απαγγελία, παραδόθηκε αλληλοδιαδόχως, από Πρωτοψάλτη σε Πρωτοψάλτη.
Και εδώ ζητώντας σας συγνώμη, θα κάνουμε μια μικρή παρένθεση. Θέλουμε να τονίσουμε αυτή την εντός παρενθέσεως, φανατική προσήλωση στην αρχαία Παράδοση, που διακατέχεται μιά μερίδα νέων κατά φαντασίαν "Μεταρρυθμιστών", οι οποίοι αψυχολόγητα και χωρίς να υπολογίσουν τα απ’ αιώνων καθιερωμένα, έβγαλαν μιά Θεωρία, εφεύραν έναν τρόπο εκτελέσεως των δικών τους ( εν σχέσει με το ισχύον σύστημα ) σημαδοφώνων, σήκωσαν μπαϊράκι, και από’ κεί και πέρα, έφεραν τα πάνω κάτω σε όλους τους θεσμούς. Δίχως δηλαδή ν’ απευθυνθούν στην κοιτίδα της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής μας Μουσικής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δίχως να ενημερώσουν κανέναν, δίχως να λάβουν τη σχετική άδεια ή ευλογία εάν θέλετε, της Μητρός Εκκλησίας, ξεκίνησαν να αλώσουν τα απ’ αιώνων ήθη και έθιμα, στο χώρο της Εκκλησιαστικής Μουσικής και εκτελέσης. Δεν τους άρεσε το προηγούμενο του Γρηγορίου Πρωτοψάλτου, ο οποίος μαζί με τους Χρύσανθο και Χουρμούζιο, όταν θέλησαν να επιβάλλουν το νέο σύστημα γραφής, κάλεσαν όλον τον κόσμο ( Πατριάρχη, Αρχιερείς, Ιεροψάλτες, ακόμα και τον απλό λαό ), έψαλλαν με το νέο σύστημα, και όταν αυτό έγινε αποδεκτό από όλους, τότε το καθιέρωσαν. Οι αποτελούντεςς όμωως την "νέα μόδα" , έγραψαν στα παλιά παπούτσια τους όλο τον κόσμο, μαζί με την ανωτέρα σ’ αυτά τα θέματα προϊσταμένη αρχή
( Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δηλαδή αλλά και την Ιεραρχία της Ελλάδος η οποία μάλιστα, έχει πάρει και σχετική απόφαση ), και διακύρηξαν το αλάθητο σύστημά τους. Και το παράδοξο, ξέρετε πιό είναι ; Αυτοί οι Κύριοι, κόπτονται στα επιχειρήματα, ότι μόνον αυτοί, ακολουθούν την Παράδοση. Το μόνο που μπο-ρεί να τους πεί κανείς, είναι….. Εύγε !!!
Επανερχόμενοι όμως στο θέμα μας, διαπιστώνουμε ότι ΜΟΝΟΝ ο Πρωτοψάλτης γνωρίζει, πώς πρέπει να παρουσιάζονται τα Μέλη σε κάθε γιορτή, χρησιμοποιώντας κατά το διάστημα της Ακολουθίας και ανάλογα κομμάτια, αφού υπάρχει τεράστια ποικιλία μουσικών μαθημάτων για κάθε περίσταση.
Αυτός πάντοτε, ξέρει πότε στην ψαλμωδία επιβάλλεται το θρηνώδες ύφος, πότε το κατανυκτικό, πότε το πανηγυρικό και πότε το ενθουσιαστικό. Ψάλλοντας, οιστρηλατείται από Ιερό ενθουσιασμό για την τέχνη που αντιπροσωπεύει, την οποία διδάσκει στους διαδόχους του και σε όλο το Ορθόδοξο πλήρωμα του Πατριαρχικού Ναού. Γνωρίζει πολύ καλά το έργο του ο Μύστης Διδάσκαλος.
Ευχαριστεί. Συγκινεί. Μεταρσιώνει. Γοητεύει. Ενθουσιάζει. Ανακουφίζει τους πάντες.
Είναι τεχνίτης και θαυματουργός ο Πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Είναι ο Δάσκαλος και ο Αποδότης του Μέλους. Είναι αυτός που δίνει ζωή, στα διάφορα δεσμευτικά γραφικά σημεία του Μουσικού Μέλους. Το έργο του, είναι υπέροχο και κάτι ανώτερο. Θείο.
Όσες φορές ο Πρωτοψάλτης λόγω ασθενείας ή από άλλη αξιόλογη αιτία, κωλύεται να χοροστατήσει στον Δεξιό Χορό του Πατριαρχικού Ναού, τα καθήκοντά του αναπληρούνται από τον Α΄. Δομέστικο, απέναντι στον οποίον ψάλλει ο Β΄. Δομέστικος. Σ’ αυτή την περίπτωση, εάν χοροστατεί ο Πατριάρχης, το « Εις πολλά έτη » της Εισόδου και το « Τον Δεσπότην και Αρχιερέα » της Απολύσεως, τα ψάλλει ο Λαμπαδάριος, α-πό τη θέση του στο Αριστερό Αναλόγιο.
Ο εν ενεργεία Πρωτοψάλτης που πεθαίνει, κηδεύεται στον Πατριαρχικό Ναό, από τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο. Η θέση του στο Αναλόγιο, παραμένει κενή. Επί 40 ημέρες, μνημονεύεται το όνομά του στους Εσπερινούς και Λειτουργίες, όπως γίνεται και για τους Αρχιερείς. Η χηρεύουσα θέση του, πληρούται 30 ημέρες, μετά από την ταφή.
Ο πρώην Πρωτοψάλτης, κηδεύεται από τον Αρχιερέα – Πρόεδρο του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού. Τα ίδια ισχύουν και για τον Λαμπαδάριο.
Μετά την Άλωση, πέρασαν από τον Πατριαρχικό Ναό, ονόματα μεγάλων και περιωνύμων Πρωτοψαλτών, των οποίων τα μελουργήματα, βαπτισμένα στην κολυμπήθρα του Αρχαίου Μουσικού Μέλους, ψάλλονται ακόμα και σήμερα μέσα σ’ αυτόν.