Πατριαρχικοί Χοροί

Κανόνες Δ. Συζήτησης
῾Η χρῆσις τοῦ δημοσιευομένου ὑλικοῦ καὶ τῶν συνημμένων ἀρχείων διέπεται ἀπὸ τοὺς παρακάτω ὅρους·
α) γιὰ τὰ πνευματικὰ δικαιώματα viewtopic.php?f=138&t=430&p=1237#p1236
β) γιὰ τὰ ἐμπορικὰ δικαιώματα viewtopic.php?f=138&t=430&p=1237#p1237

Πατριαρχικοί Χοροί

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Τετ 25 Φεβ 2009, 09:32:42

Άρχων Πρωτοψάλτης

Ο υποψήφιος, προσάγεται μπροστά στον Πατριάρχη, από τον Αρχιδιάκονο και με τον Δευτερεύοντα να εκφωνεί το « Κέλευσον, Κελεύσατε. Κέλευσον Δέσποτα Άγιε τον νύν προσφερόμενόν Σοι » ( η ίδια Τάξη, επαναλαμβάνεται και για το αξίωμα του Λαμπαδαρίου, ενώ για τη χειροθεσία των Δομεστίκων, λαμβάνουν μέρος, ο Τριτεύων και ο Διάκονος της σειράς ).
Στις περιπτώσεις που ήταν απαραίτητη, η πρόσληψη νέου προσώπου για τη θέση του Πρωτοψάλτου ( όπως συνέβη στην περίπτωση του Σταυράκη Γρηγοριάδη από τον Αίνο, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στις 21 Ιουλίου του 1866 και πέθανε εν υπηρεσία στις 29 Ιανουαρίου του 1871, αλλά και του Γεωργίου Βιολάκη, ο οποίος ανέλαβε στις 5 Νοεμβρίου του 1875 και απεχώρησε στις 4 Νοεμβρίου του 1905 ), αυτή αποφασιζόταν από τον Πατριάρχη, κατόπιν υποδείξεως και εγκρίσεως του Πρωτοψάλτου ή και του Λαμπαδαρίου, οι οποίοι εφρόντιζαν να καταρτίσουν κατάλληλα τον νεοπροσληφθέντα. Εννοείται, ότι αυτός ο οποίος προορίζεται για τον Πατριαρχικό Ναό, στον οποίο καθιερώνεται ισοβίως, πρέπει να συγκεντρώνει ιδιαίτερα ψαλτικά προσόντα, καθώς και εξωτερική παράστα-ση. Εφ’ όσον προσληφθούν για να υπηρετήσουν στον Πατριαρχικό Ναό, θεωρούνται Εκκλησιαστικοί Λειτουργοί, και οφεί λουν να ζούν κατά κανόνα, βίο ευπρεπή, λογικό και σύμφωνο με το Πατριαρχικό περιβάλλον, να υπακούουν στην ανώτερη Εκκλησιαστική αρχή ( τον Πατριάρχη δηλαδή ), από τον οποίον εξαρτώνται, και να συμμορφώνονται προς την Μουσική Παράδοση, την οποίαν εύρισκαν αναλαμβάνοντας την υπηρεσία τους.
Οι Μουσικοί των Πατριαρχικών Χορών, διακρίθηκαν πάντοτε, για την μέχρι φανατισμού αφοσίωσή τους στην Παράδοση, η οποία αναντίρρητα έσβησε με τον θάνατο του Ιακώβου Ναυπλιώτη. Ο κατά τα άλλα εξαίρετος Κων/νος Πρίγγος, καθώς και ο διάδοχός του Θρασύβουλος Στανίτσας, οι οποίοι κατά την ταπεινή μας γνώμη, απετέλεσαν για πολλούς από εμάς, και θα αποτελούν για πολύ καιρό ακόμα, το Α και το Ω της νεώτερης βυζαντινής Ψαλτικής τέχνης, καταρτίσεως και εκτελέσεως, έμπασαν όπως λέμε « καινά δαιμόνια » στην από αιώνων επικρατούσα Παράδοση. Ο πρώτος, θέλησε να προσαρμόσει την όλη υπόθεση στην εποχή του, και να επιβάλλει το αναμφισβήτητο ταλέντο του, μαζί με τις θέσεις του στα διάφορα ψαλλόμενα μαθήματα. Γι’ αυτό, ξεκίνησε δειλά – δειλά στην αρχή, αλλά με περισσότερο ζήλο αργότερα, επέβαλλε τους νεωτερισμούς του και μας παρουσίασε τον Πρίγγο που γνωρίζουμε. Τον Πρίγγο, ο οποίος άφησε εποχή με την τέχνη και τις εκτελέσεις του.
Αυτό ήταν αναπόφευκτο, διότι με μια θητεία 3 – 4 χρόνων ( σχεδόν 3 χρόνια σαν Β΄. Δομέστικος και μετά από 24 χρόνια απουσίας του για 11 μήνες Λαμπαδάριος ), δεν ήταν δυνατόν να πράξει διαφορετικά. Όσο και αν απέναντί του, είχε ένα θηρίο του Αναλογίου, που άκουγε στο όνομα Ιάκωβος, ο χρόνος, δεν επαρκούσε για να τον αποτρέψει από κάθε είδος νεωτερισμούς. Πήρε λοιπόν τον Ιάκωβο, και τον παρουσίασε πιό μοντέρνο. Πιό επίκαιρο. Άλλωστε, είναι γνωστά σε πολλούς τα χαρακτηριστικά λόγια, που έλεγε όταν του έδιναν συγχαρητήρια για τις εκτελέσεις του : « Εγώ βρέ παιδιά, είμαι ένα τίποτα. Πού ν’ ακούγατε τον Ιάκωβο ! Αυτός ήταν Ψάλτης, με όλα τα γράμματα κεφαλαία ».
Και σε μία άλλη περίπτωση, υπάρχει η φωνή του σε κασσέτα, που διηγείται ο ίδιος γιά τον Ιάκωβο : « Βρέθηκα γιά πρώτη φορά στόν Πατριαρχικό Ναό, και ήκουσα τον Ιάκωβο στόν Παρακλητικό Κανόνα, να λέει το « Άλαλα τα χείλη των ασεβών » και κατέβηκε ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄. , και προσκύνησε την Παμμακάριστο και ήλθε πάλι πίσω, έκανε το Σταυρό του και ανέβηκε στό Θρόνο. Έ, αυτό το πράγμα που ήκουσα, τρελλάθηκα.
Λέγω : Κανείς δέν είναι Ψάλτης, παρά μόνο αυτός ».
Ο δε Στανίτσας, ο οποίος ανήκε στην χορεία των Πατριαρχικών Ψαλτών, από τη θέση του Λαμπαδαρίου, ηδύφωνος και μελίρρυτος, θαυμαστής του Πρίγγου, δεν πήρε αυτά που έμαθε από τον Διδάσκαλό του στην Πατριαρχική Παράδοση Αναστάσιο Μιχαηλίδη, τον επιλεγόμενο Σώμπαση, αλλά πήρε τον ήδη εκφυλισμένο παραδοσιακά Πρίγγο, και παρουσίασε τον Στανίτσα πού όλοι θαυμάσαμε και που κατά τα φαινόμενα, θα θαυμάζουμε για πολλά – πολλά χρόνια ακόμα.
Ο υπογράφων το παρόν, σεμνύνεται ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται υπερήφανος για την μοναδική τιμή, διότι όπως αναφέρει σε ιδιόχειρο σημείωμά του ο μακαριστός, « αποτελούσε για αρκετά χρόνια, τον πολυτιμότερο συνεργάτη και εξαιρετικό φίλο του ».
Ο διάδοχος του Στανίτσα, Βασίλειος Νικολαϊδης, τέρας Μουσικής καταρτίσεως ( ας μη ξεχνάμε ότι υπήρξε άριστος Διδάσκαλος όχι μόνο της Βυζαντινής Μουσικής, αλλά και Πανεπιστημιακός Καθηγητής της Ασιατικής Μουσικής), αλλά μη διαθέτοντας τα φωνητικά και τεχνικά προσόντα των προκατόχων του, έδωσε το απλό δικό του στυλ στην όλη υπόθεση, αλλά πολύ μακριά κι’ αυτό από την αρχαία Παράδοση και το κλίμα του Πατριαρχείου.
Εδώ θα θέλαμε να κάνουμε μιά διευκρίνιση. Δεν παραγνωρίζουμε τα ογκώδη αναστήματα της μουσικής μας κληρονομιάς, που λέγονται Πρίγγος, Στανίτσας και Νικολαϊδης. Κάτι τέτοιο, θα ήταν το λιγότερο ανοησία. Άλλο όμως άν διακρίθηκαν σαν τέρατα της Βυζαντινής Μουσικής και της εκτελέσεως των Εκκλησια-στικών Μελών και άλλο εάν υπήρξαν συνεχισταί της Ορθόδοξης Πατριαρχικής Παράδοσης. Θα επανέλθουμε όμως αργότερα, πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Όπως και νά’ χει όμως το πράγμα, μπορεί η λεγόμενη Πατριαρχική Παράδοση να έχει υποστεί μερικές φθορές και αλ-λοιώσεις, αλλά έχει κρατήσει αρκετά ζωντανά, τα στοιχεία του πάλαι ποτέ ένδοξου μεγαλείου της, και τούτο οφείλεται σ’ αυτούς τους Μουσικούς, οι οποίοι παρ’ όλες τις αδυναμίες τους, δεν ξεστράτισαν όπως λέμε τόσο, όσο να μην προκαλούν ακόμα και σήμερα, τον σεβασμό μας προς τα πιστεύω τους.
Σ’ αυτούς όλους λοιπόν χρωστάμε, ότι διασώζεται ακόμα από την Παράδοση, διότι οι Πατριάρχες, έρχονται και παρέρχονται. Οι αξιωματούχοι Κληρικοί του Πατριαρχείου, παίρνοντας προαγωγές, έφευγαν και αυτοί για τις καινούργιες τους θέσεις. Οι Μουσικοδιδάσκαλοι όμως των Πατριαρχικών Χορών, έμεναν ασάλευτοι. Αμετάθετοι στις θέσεις τους. Υπενθυμίζω ότι ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, στα 59 χρόνια της θητείας του πάνω στα Πατριαρχικά Αναλόγια, είδε να ανέρχονται στον Πατριαρχικό Θρόνο, 14 Πατριάρχες.
Το παρελθόν λοιπόν, με όλες τις παραδόσεις και δοξασίες του, ήταν στα χέρια τους. Αυτοί ήταν οι ακοίμητοι φρουροί της Παράδοσης και της Αρχαίας Τάξης, η οποία ξεχώρισε και ξεχωρίζει, τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία.
Αυτή την ιδιότητα, εξεπροσώπησαν με το παραπάνω, όταν το 1797, με πρωτοβουλία του τότε Πρωτοψάλτου Ιακώβου του Πελοποννησίου, καταπολεμήθηκε το καινοφανές μουσικό σύστημα του Αγαπίου Παλλιέρμου ( σχετική μνεία γίνεται στο Μέγα Θεωρητικό του Χρυσάνθου και στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Φιλοξένους Βαφείδου ). Επίσης το 1846, με εγκύκλιο της Μεγ. Εκκλησίας προς τους Μητροπολίτες του Οικουμενικού Θρόνου, τον Καρλοβιτσίου, τους εν Σερβία, Μολδοβλαχία, Επτανήσω, Ενετία και αλλαχού, κατεδικάσθη η τετράφωνη Ευρωπαϊκή Μουσική, « όχι μόνον ως ξένη και έκφυλος, ακροσφαλής και σκανδαλώδης, αλλά και ως μη αποδίδουσα την έννοιαν των ημετέρων ασμάτων, κατακυλούσα δε μόνον την ακοήν, ελκύουσα την αίσθησιν και ευφραινομένων, ουχί δέ προσευχομένων ».
Το 1848, με εγκύκλιο του Πατριάρχου Ανθίμου του ΣΤ΄., ανέτρεψαν το νέο γραφικό σύστημα του Γεωργίου Λεσβίου, παρ’ ότι είχε κηρυχθεί υπέρ αυτού, και ο Κυβερνήτης Καποδίστριας.
Το 1873, επί Ιωακείμ του Β΄., καταπολεμήθηκε η απόπειρα της εισαγωγής και επικράτησης στον Ιερό Ναό των Εισοδίων στο Πέραν, του Ευρωπαϊκού τετρα-φωνικού συστήματος.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, κύριος υποκινητής και φοβερός πολέμιος κάθε συστήματος, οργανώσεως ή μουσικού συγκροτήματος, τα οποία μελετούσαν κατά καιρούς τη διαφθορά της Βυζαντινής Μουσικής και τη διαστροφή της Παράδοσης στον Πατριαρχικό Ναό, υπήρξε πάντοτε ο Πρωτοψάλτης, βοηθούμενος βεβαίως και από όλα τα υπόλοιπα μέλη των Πατριαρχικών Χορών.
Ο κατά καιρούς λοιπόν Πρωτοψάλτης, είναι ο πιστός τηρητής της Τάξεως μέσα στον Πατριαρχικό Ναό και καθοδηγεί τον εκάστοτε Πατριάρχη στα καθήκοντά του μέσα στο Ναό, γι’ αυτό και παίρνει ιδιαίτερο επίδομα « διά την φροντίδα και επιστασίαν του Τυπικού », εκτός βεβαίως του μισθού τον οποίον παίρνει
« ένεκεν χοροστασίας αυτού, ψάλλοντας εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ, κατά τεταγμένους καιρούς των Εκκλησιαστικών Ακολουθιών και συνελεύσεων ».
Ο Πρωτοψάλτης, είναι ο Τυπικάριος και ο Εκκλησιάρχης επίσης, ο οποίος χειραγωγεί μέσα στον Ναό και γενικά στην Πατριαρχική Αυλή, όλο τον κόσμο
( Πατριάρχες, Αρχιερείς, Κληρικούς, Οφφικιάλους, Ψάλτες, Πριμικήριους κ.λ.π. ).
Είναι η ψυχή ή μάλλον η πυξίδα κατά κάποιο τρόπο του Οικουμενικού Πατριάρχη και γενικά ολόκληρου του Πατριαρχείου σε ζητήματα εθιμοταξίας, τελετών και Εκκλησιαστικής Τάξης.
Η Τάξη αυτή, αναμφίβολα διασωζόταν μέσα στο μνημονικό των Πρωτοψαλτών, ίσως και με διάφορα χειρόγραφα σημειώματά των. Η μακροχρόνια τριβή και πείρα στην υπηρεσία των Πατριαρχικών Χορών, μέχρι της προαγωγής στο ύπατο αξίωμα του Πρωτοψάλτου, τους έκανε ικανούς στην τήρηση αυτής της Τάξης, σύμφωνα πάντα με την Παράδοση.
Και η Τάξη αυτή, παρά τα χρόνια τα οποία πέρασαν, πάνω από τόσους και τόσους Πρωτοψάλτες, δεν άλλαξε μέχρι σήμερα, χάρις στους άξιους διαδόχους Πρωτοψάλτες.
Το πρώτο Τυπικό που τυπώθηκε το 1839, ήταν του Πρωτοψάλτου Κων/νου, και δεν ήταν τίποτ’ άλλο, παρά διάφορες σημειώσεις των διαφόρων πρό αυτού Διδασκάλων « και της πολλών Ενιαυτών πείρας αυτού », δεμένες μεταξύ τους. Η δε ανατύπωση αυτού στα 1851, καθώς και η επί της Πρωτοψαλτείας του Γεωργίου Βιολάκη το 1888, μας δείχνουν τις ελλείψεις που υπήρχαν στο Τυπικό, του οποίου συμπλήρωμα είναι ο εκάστοτε Πρωτοψάλτης, ο οποίος έχει στο μυαλό του πράγματα, καλά φυλαγμένα για επαγγελματικούς λόγους, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να περιληφθούν στα τυπωμένα Τυπικά.
Ο Πρωτοψάλτης, είναι η πηγή του Βυζαντινού Εκκλησιαστικού Μέλους, το οποίον ο ίδιος, κληρονόμησε με ιερό φανατισμό, από τους προκατόχους του Διδασκάλους.
Είναι ο Μύστης της Μουσικής. Στα πρό της Άλώσης κωδικοποιημένα γραπτά Μουσικά Κείμενα, μόνο αυτός, ήξερε το κλειδί για την αποκρυπτογράφησή τους. Μόνον αυτός μπορούσε να τα διαβάσει και μόνον αυτός, γνώριζε την απαγγελία του Μέλους, όπως έπρεπε. Ήταν φυσικό λοιπόν, να χρησιμεύει και τότε, αλλά και κατά παράδοση και σήμερα, σαν Διδάσκαλος των λοιπών Ψαλτών του Πατριαρχικού Ναού.
Αυτός, και μόνον αυτός, είναι ο συνεχιστής της Μουσικής Παράδοσης, και ο μεταλαμπαδευτής του Βυζαντινού Εκκλησιαστικού Μουσικού Φωτός και στους άλλους.
Αυτός έσπρωχνε και τους Πατριαρχικούς μαθητάς στη Μουσική, και αυτός δίδασκε από ανέκαθεν. Οι μαθηταί, εκ πεποιθήσεως και λόγω θαυμασμού για το Δάσκαλο, είναι υποχρεωμένοι να τον μιμούνται στην ψαλμωδία.
Σκοτώνονται για το ποιος θα μεταφέρει το Καλπάκι ή το ράσο του Δασκάλου. Πολλοί, μιμούνται ακόμα και τις κινήσεις του σώματος. Όλοι θέλουν να του μοιάσουν. Όλοι θέλουν να γίνουν σαν κι αυτόν. Βλέπουν το πώς του συμπεριφέρονται όλοι μέσα στο χώρο του Πατριαρχείου, και ζηλεύουν. Ακόμα κι αυτός ο Οικουμενικός Πατριάρχης, τον έχει πάντα δίπλα του. Πρέπει να γίνουν σαν κι αυτόν και κάνουν ότι μπορούν περισσότερο, για να το καταφέρουν.
Και αυτός, είναι αυστηρός. Αρχαιότερος. Φανατικός. Μισόκακος. Δεν επιτρέπει νεωτερισμούς και καινοτομίες. Πρέπει να διατηρηθούν τα αρχαία Μέλη αμετάβλητα, από σεβασμό προς τους Ποιητάς και Μελοποιούς της εποχής των, αλλά και για συνδεθεί η εποχή του με τους διαδόχους του.
Ο Πρωτοψάλτης, εξορκίζει τους διαδόχους του στην τήρηση της Παράδοσης του Μέλους. Και ο ίδιος κρατεί το ρόλο του κριτή πάνω σ’ αυτό. Αγρυπνά πάνω στην εκτέλεση των Μουσικών Μελών από τον Λαμπαδάριο και τους Δομεστίκους.
Από τη θέση του, επαναφέρει στην Τάξη τους παραβάτες από τα καθιερωμένα. Αυστηρός Δάσκαλος και Αρχαιολάτρης.
Στην Πατριαρχική Μουσική Σχολή, όσες φορές λειτουργούσε στο Φανάρι, ο Πρωτοψάλτης, με βοηθούς τον Λαμπαδάριο και τους Δομεστίκους, δίδασκε τη Βυζαντινή Μουσική.
Οι μαθηταί που τελειώνουν τις σπουδές των σ’ αυτήν, έψαλλαν κατά μίμηση και αυτοί των Πατριαρχικών Ψαλτών. Έτσι, επικρατούσε παντού, ο ομοιόμορφος τρόπος της απαγγελίας του Μέλους.
Η δουλειά του Πρωτοψάλτου σαν Διδασκάλου, δεν περιορίζεται μόνο στους αρχαρίους και στους μαθητάς των Πατριαρχικών Σχολών, αλλά γινόταν και οδηγός και Διδάσκαλος, και στους εν ενεργεία Ιεροψάλτες ολόκληρης της Κων/πόλεως, όπου έψαλλαν κάτω από την αρχηγία του στις χοροστασίες, και συνγυμναζόντουσαν γύρω από το Μέλος, το ρυθμό και τη στάση, θεωρητικά και πρακτικά. Υπάρχουν όμως μελετηταί, που συνηγορούν υπέρ μιάς άλλης απόψεως, ότι το Πατριαρχικό Ύφος, ήταν διαδεδομένο, και εκτός του Πατριαρχείου, και οπωσδήποτε, στους διάφορους Ναούς της Κων/πόλεως. Μάλιστα, προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών τους, επικαλούνται την εγκύκλιο του Πατριάρχου Γρηγορίου του Στ΄. ( 1868 ), στην οποία ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας, αναφέρει μεταξύ άλλων :
« Υπαγορεύομεν δέ, πάσι τους εν ενεργεία Ιεροψάλτας, εν απάσαις ταις ενταύθα Ιεραίς Εκκλησίαις, όπως συνέρχονται απαραιτήτως δίς του μηνός εν τη Πατριαρχική Μουσική Σχολή, εν ημέρα Κυριακή περί το δειλινόν, και ψάλλωσι κα-τά χορούς προς άσκησιν, τα άσματα των Ιερών Ακολουθιών, πάσης εορτής, μετά της πρεπούσης ευκοσμίας και σεμνότητος και ησυχίας και μετά καθαράς της προφοράς, προς γενικόν και ομοιόμορφον και ακριβή διάσωσιν του Ύφους της Μεγάλης Εκκλησίας ». Αυτό το γεγονός και μόνον, ότι ο ίδιος ο Πατριάρχης, ενδιαφέρεται για την « ακριβή διάδοσιν του Ύφους της Μεγάλης Εκκλησίας », όπως τονίζεται στην Εγκύκλιό του, καταπροδίδει την μοναδικότητα που έχει αυτό το ύφος, για την σοβαρή και σεμνοπρεπή απόδοση, των θεσπεσίων μελουργημάτων της Θείας Λατρείας μας.
Αλλά ας δούμε κάπως περισσότερο, αυτό το « Ύφος ».
Ύφος στη Βυζαντινή Μουσική, λέμε τον τρόπο που εκφράζουμε τις Ιερές μελωδίες, και μπορούμε να το διακρίνουμε σε δύο μορφές :
α) Στο Ύφος που απαγγέλλονται τα Αναγνώσματα ( Απόστολος – Ευαγγέλια ), και
β) Στο Ύφος εκτελέσεως του Μέλους. Δηλαδή, της διαστηματικής φωνής, όπως έλεγαν οι Αρχαίοι.
Αυτό λοιπόν το περίφημο Ύφος, προσδιορίζεται από την τεχνική κατάρτιση του Εκτελεστή Ιεροψάλτη, το ποιόν της φωνής του, την προσωπική ερμηνεία που θα δώσει στη Μελωδία, στην ευκρίνεια της αρθρώσεως των φθόγγων, κ. λ. π.
Το Ύφος της Ιερής ψαλτικής τέχνης, δεν μπορεί να εκφραστεί με χαρακτήρες και σημαδόφωνα. Η Μουσική Σημειογραφία ή Παρασημαντική όπως λέγεται, δεν προσδιορίζει το Ύφος, το οποίον μεταδίδεται ΜΟΝΟΝ διά ζώσης φωνής. Δηλαδή, διά της « μυήσεως » του μαθητή πάνω σ’ αυτό, από το Δάσκαλο. Ο Κων/νος Ψάχος, μας λέει γι’ αυτό : « Αν ο μελετητής, αγνοεί την φωνητικήν παράδοσιν, ήτις είναι ο μόνος ασφαλής γνώμων……. ούτε πείθεται, ούτε να πείση τους άλ-λους κατορθεί ».
Ο Ιερεύς Κυριακός Φιλοξένης, ο Εφεσιομάγνης, στο Θεωρητικό του ( έκδοσις Κων/πόλεως 1859, Κεφ. Ιβ΄. , σελ. 194 ), μας λέει :
« Ύφος εστίν, η καλή και τακτική έμμετρος σύνθεσις των μουσικών χαρακτήρων, ή της γραφής των μουσικών φωνών του μέλους ». Και εξηγεί παρακάτω στην παράγραφο 299, με τα εξής : « Ως εκ των συντελεστικών όλων της Μουσικής μέσων, το επάγον αυτήν εις ακμήν, το δραματοφορούν, το αποπληρούν μεθ’ όλων των προσόντων αυτής και ποιούν την τέχνην εις επιστήμην, είναι το Ύφος, το οποίον είναι πολλώ ανώτερον του Μέλους, πολυποίκιλον, και πολύγρυφον. Ευειδές, σκυθρωπόν, ηγεμών προφοράς και εξουσιαστής σχήματος, οδηγός ηθικού τρόπου, και πρό πάντων, της Εκκλησιαστικής Χοροστασίας του ηθικώς ψάλλειν, εις όπερ υπόκεινται το ίσον, η τάξις, η προφορά. κ.τ.λ. . Είναι η δύναμις του ρυθμού και η ουσία του Μέλους. Χωρίς του Ύφους, ο ρυθμός και το Μέλος, αποδεικνύεται ως έν τι ξηρόν και ανούσιον. Άρα και η ψυχή του Μέλους και του ρυθμού, είναι το Ύφος. Όθεν και λέγομεν « ΤΟ ΑΞΙΟΤΙΜΟΝ ΥΦΟΣ » της Μεγάλης Εκκλησίας ».
Και συνεχίζει παρακάτω, στις παραγράφους 304 έως και 309, μας δίνει τους ορισμούς του Ύφους, για κάθε είδος τροπαρίου, στην Εκκλησιαστική Υμνολογία.
Έτσι, έχουμε το μεγαλοπρεπές και γλαφυρόν, το λαμπρόν και αξιωματικόν, το ηγεμονικόν και σοβαρόν, και τέλος, το ταπεινόν και σκονταπτόν.
Σε άλλο σημείο του Θεωρητικού του, μας λέει : « Ευχώμεθα τοίνυν και ημείς, ει και ανάξιοι, ίνα διαμένει τούτο και διασώζηται εν τη του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, εις αιώνα τον άπαντα, μετοχετευόμενον παρ’ αυτής, ως εκ κοινής πηγής και εν ταις λοιπαίς πάσαις Ορθοδόξοις του Χριστού Εκκλησίαις ».
Ο Κων/νος ο Πρωτοψάλτης και ο Θεόδωρος ο Φωκαέας, έλεγαν όπως διαβάζουμε στην Ιστορία του Παπαδοπούλου, ότι : « Το της Μεγάλης Εκκλησίας Ύφος, είναι αδύνατον να εκφρασθή διά της γραφής, διότι είναι αήρ ».
Ο Βασίλειος Στεφανίδης, στο “ Σχεδίασμα περί μουσικής, ιδιαίτερον Εκκλησιαστικής ” , μας λέει τα εξής : “ Το Ύφος της Μεγάλης Εκκλησίας, έχει την περισσοτέρα σεμνότητα και ο Άγιος Θεός, να διαφυλάξει αυτό σώον και αλώβητον μέχρι τέλους ”.
Υπάρχουν όμως και αντίθετες απόψεις, οι οποίες λένε, ότι το Ύφος μπορεί να συσχετιστεί και με το είδος των μουσικών θέσεων ή και να γραφτεί ακόμα. Προσωπικά, πιστεύουμε ότι αυτό, είναι αδύνατον και σαν παράδειγμα, αναφέρουμε την προσπάθεια του σεβαστού Πρωτοψάλτου και Διδασκάλου της Βυζ. Μουσικής, Αθανασίου Καραμάνη, ο οποίος προσπάθησε να γράψει το Ύφος, και απέτυχε παταγωδώς.
Γύρω από το « Ύφος » της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, αξιοπρόσεκτα είναι, και όσα αναγράφονται στο Παράρτημα της Εφημερίδας « Εκκλησιαστική Αλήθεια », του έτους 1901, τεύχος Γ΄. , σελίδα 197, που αναφέρει τα εξής :
« Το Υφος τούτο ( δηλαδή η κατάλληλος παράστασις εν τη απαγγελία της μελωδίας ), ήτο τεθησαυρισμένον μετά την Άλωσιν, εν τοις Μουσικοίς Χοροίς του Πατριαρχείου Κων/πόλεως, ένθα εξαιρετικώς διέλαμπε. Και τούτο, διότι εν τη Μεγάλη Εκκλησία, κατά πάσαν σχεδόν εποχήν, υπήρχον οι επιφανέστεροι των Μουσικών, οίτινες διαδοχικώς παραλαμβάνοντες, διετήρουν πάντοτε γνήσιον και ανόθευτον σχετικώς, το λεγόμενον Πατριαρχικόν Ύφος, το ενσταλάζον εν ταις ψυχαίς των ακροωμένων, το σωτηριώδες και γλυκύτατον της κατανύξεως βάλσαμον, όπερ αναντιρρήτως υπάρχει, το σκοπιμώτερον τέλος της Ιεράς Υμνωδίας. Το Πατριαρχείον της Κων/πόλεως, όπως διεκράτησεν ανόθευτον, την παρακαταθήκην των Ιερών Δογμάτων της Εκκλησίας, ούτω διετήρησεν ανόθευτον μετά την Άλωσιν και το Μουσικόν Ύφος. Ο δέ Πατριαρχικός Ναός, εχρησίμευεν ως Διδα-σκαλείον του Ύφους, της γνησιωτέρας δηλονούν απαγγελίας, των Εκκλησιαστικών ημών Μελών ».
Σήμερα, με τις ποικιλίες της μονοφωνικής ερμηνείας ενός Μέλους, και την διαφορά στην εκτέλεση των διαφόρων σημαδοφώνων από Σχολή σε Σχολή, έχουμε και ποικιλία στο Ύφος. Αυτό το γεγονός, κάνει πολλούς να υποστηρίζουν, ότι δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε, το « πατροπαράδοτο Ύφος » της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Ψαλμωδίας. Αυτό βέβαια το λένε, όσοι βρίσκονται « λόγω πεποιθήσεως », μακρυά από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, διότι η λεγό-μενη Πατριαρχική Σχολή, ασχέτως προσώπων, πάντοτε απέδιδε το σεμνό, απέριττο, μυστικοπαθές και μεγαλοπρεπές Ύφος, το οποίον είναι γνωστό, σαν « Ύφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Προβάλλει όμως εύλογα το ερώτημα :
« Ποιός είναι ο δημιουργός του Πατριαρχικού Ύφους » ;
Η Παράδοση μας λέει, ότι δημιουργός αυτού του Ύφους, είναι ο Πρωτοψάλτης Παναγιώτης Χαλάτζογλου ( + 1748 ).
Τούτον διεδέχθη στη Μεγάλη Εκκλησία, ο μαθητής του Ιωάννης ο Τραπεζούντιος, ο οποίος « μυηθείς » από τον Διδάσκαλό του στο Πατριαρχικό Ύφος,
« εστίλβωσεν αυτό ».
Όταν ο Ιωάννης ο Τραπεζούντιος ήταν Πρωτοψάλτης, Λαμπαδάριός του, ήταν ο Δανιήλ. Α΄. Δομέστικος ο Ιάκωβος και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, Β΄. Δομέστικος. Αυτοί όλοι, ο καθένας με τη σειρά του, είτε από το Πρωτοψαλτικό Αναλόγιο, είτε από το του Λαμπαδαρίου, συμπλήρωσαν και εκαλλώπισαν αυτό το περίφημο Ύφος, το οποίον με το ζήλο των διαδόχων τους, έφθασε μέχρι τις μέρες μας, μεγαλοπρεπές και απόλυτο.
Ακολούθησε λοιπόν ολόκληρη σειρά Πρωτοψαλτών, και φτάνουμε στον Γεώργιο Ραιδεστηνό τον Β΄. ( + 1889 ), ο οποίος έμεινε στην Ιστορία « επί τη μουσική αυτού τέχνη και εμπειρία », και ο οποίος εθαυμάζετο « εξαιρέτως διά το διακρίνον αυτόν, σεμνοπρεπές και Αρχαϊζον Εκκλησιαστικόν μουσικόν Ύφος ».
Ακολούθησαν άλλοι Πρωτοψάλτες, οπότε φθάνουμε στον τελευταίο των Παραδοσιακών Πρωτοψαλτών, τον Ιάκωβο Ναυπλιώτη, ο οποίος γι’ αυτό το Ύφος, πήρε τους τίτλους « Μέγας Άρχων » και « Μεγαλοπρεπής ».
Η διάσωση λοιπόν, αυτού του Ύφους στο ψάλσιμο των Εκκλησιαστικών Μελών, επιδιώκετο πάντα από την διδασκαλία του Πρωτοψάλτου. Ο δέ Πατριαρχικός Ναός, το Διδασκα-λείο της Βυζαντινής Μουσικής, εδονείτο πάντα, από τους ήχους του αγνού Εκκλησιαστικού Μέλους, το οποίον εκτελεί-το αδιάφθορα και αναλλοίωτα πάντοτε.
Την διαιώνιση αυτή, της συντηρήσεως δηλαδή του γνησίου Παραδοσιακού Εκκλησιαστικού Μέλους, την είχαν οπωσδή-ποτε και οι εκάστοτε Πατριάρχαι.
Έτσι, σε έναν Κώδικα, με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου του 1791, ο Πατριάρχης Νεόφυτος, παραγέλλει :
« Είγε περί των πόρρω που, και απανταχού κειμένων Αγίων του Θεού Εκκλησιών, οφειλή ημίν επίκειται ου μικρά, γενναίας φροντίδος υπέρ της κοσμιότητος και αγαθής καταστάσεως, και επί τα κρείττω ροπής τε και βελτιώσεως αυτών, πολλώ μάλλον υπέρ της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, της κοινής Μητρός των απανταχού ευσεβών, και της ευπρεπείας και κοσμιότητος, και εναρμονίου αυτής ευταξίας, υπέρ γάρ ταύτης και γενναιότατα δε-
ον καταβάλλειν τα αγωνίσματα, και προνοείν επιστημόνως, και επιμελείσθαι αγρύπνως της συντηρήσεως και διαμονής της κοσμιότητος και λαμπρότητος αυτής. Και γούν την επικειμένην ημίν οφειλήν ταύτην, ερεύνης ακριβούς γενομένης, γνώμη κοινή της περί ημάς ενδημούσης Ιεράς Αδελφότητος και Αγίας Συνόδου, και των τιμιωτάτων Επιτρόπων του Κοινού της καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, περί της καταστάσεως των εν τω καθ’ ημάς Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ Μουσικολογιωτάτων Ψαλτών, τού τε Πρωτοψάλτου Κύρ Ιακώβου, και του Λαμπαδαρίου Κύρ Πέτρου, και των υπ’ αυτών διδασκομένων μαθητών, κατείδα-μεν το έργον αυτών παρημελημένον, άτε δή κλίποντός τινος, χοροστατήσαι και ψάλλειν εν τη καθ’ ημάς του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, προφανούς γενομένης της αιτίας, διά το μή εξαρκείν αυτοίς τοις πρωτίστοις της Εκκλησιαστικής Μελουργίας, τα άπερ απολαμβάνουσι και καρπούνται παρά της Εκκλησίας εισοδήματα και μισθούς αυτών, και εκ τούτου κινδυνεύειν εξίτηλον γενέσθαι την Μουσικήν της Εκκλησίας τέχνην, ήν ούτοι μόνοι, δύνανται το γε νύν επιστημόνως διδάξαι, και οφελήσαι πολλούς. Ένθεν τοι ως αναγκαίον προς την της Εκκλησίας ευταξίαν και αρμονίαν, ου την τυχούσαν επιμέλειαν καταβαλλόντες, δείν έγνωμεν θεραπεύσαι τας ανάγκας, και αναπληρώσαι τους μισθούς αυτών, και οικονομήσαι τρόποις τοιοίσδε…..κ.λ.π. ».
Αναμφίβολα δέ, το Μουσικό Μέλος, είτε είναι γραμμένο με την Αρχαία συνεπτυγμένη γραφή, είτε με τη νέα, δεν βρίσκει την αρμόδια εκτέλεση, παρά μόνο στο πρόσωπο του Πρωτοψάλτου, διότι μόνον αυτός άκουσε με τα ίδια τ’ αυτιά του, και ταυτόχρονα διδάχθηκε κατά βάθος και πλάτος τη μουσική εκτέλεση, από τους προγενέστερους Διδασκάλους.
Πάνω σ’ αυτό, θα θέλαμε να σχολιάσουμε τις ανυσηχίες του Ιακώβου Ναυπλιώτη, ο οποίος μετά το θάνατο του Λαμπαδαρίου του Ευστάθιου Βιγγόπουλου, προσπαθούσε να βρεί τον καταλληλότερο, για τη θέση του Λαμπαδαρίου, στον οποίον να μεταδώσει όλη του την πείρα και τις γνώσεις, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει το έργο του, έτσι ώστε να μην σβήσει η Παράδοση από τον Πατριαρχικό Ναό, μιά που ο ίδιος, λόγω ασθενείας και γήρατος, ετοιμαζόταν να παραιτηθεί από τη θέση του Πρωτοψάλτου.
Κάλεσε τότε τον Αναστάση τον Μιχαηλίδη, ο οποίος ήταν Α΄. Δομέστικος, και δικαιωματικά του ανήκε η θέση του Λαμπαδαρίου. Εκείνος όμως αρνήθηκε, γνωρίζοντας την ψυχική και φωνητική αντοχή του Ιακώβου. Δεν ήταν εύκολη δουλειά να είσαι Λαμπαδάριος του Πατριαρχικού Ναού, διότι η θέση, είχε πολλές υποχρεώσεις. Το να έχεις και σαν Πρωτοψάλτη έναν Ιάκωβο Ναυπλιώτη, έ, αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις του σεμνού και μετριοπαθούς Αναστάση. Τότε ο Ιάκωβος, αφού έψαξε μέσα σε όλο το Ιεροψαλτικό δυναμικό της εποχής του, κατέληξε στον Πρίγγο, ο οποίος έχοντας υπηρετήσει κάποτε ως Δομέστικός του, είχε αφήσει καλές εντυπώσεις, γιά το ύφος, την κατάρτηση και την ψαλτική του ικανότητα.
Επίσης, ήταν ο μόνος, ο οποίος βρισκόταν κοντύτερα στα Πατριαρχικά δεδομένα. Έτσι, έγινε Λαμπαδάριος ο Πρίγγος, και μετά από 11 μήνες, όταν παρητήθει ο Ναυπλιώτης, ανέλαβε την Πρωτοψαλτία και εκλήθη ο Στανίτσας για Λαμπαδάριος, χωρίς αυτή τη φορά, να ερωτηθεί ο Αναστάσης Μιχαηλίδης.
Γι’ αυτό κι’ εκείνος χολωθείς, δήλωσε αμέσως παραίτηση.
Η Μουσική Τέχνη, έμεινε δύσκολη και με τη νέα γραφή. Και αυτό, γιατί απαιτεί την διά ζώσης φωνής διδασκαλία. Παρ’ όλες όμως τις δυσκολίες, και σ’ αυτή την περίπτωση, μόνον ο Πρωτοψάλτης αποτελεί πάλι την πηγή της εκτελέσεως του Μέλους.
Για να προλάβουν δέ, τη διαφθορά των Εκκλησιαστικών Μελών, μετά βέβαια από την καταγραφή και εξήγησή του στο σημερινό σύστημα, από τον Πρωτοψάλτη Γρηγόριο τον Λευίτη κυρίως, κατά Εκκλησιαστική πρόνοια, περιορίστηκε αποκλειστικά το δικαίωμα να τυπώνει και ανατυπώνει μουσικά κείμενα, στον Πρωτοψάλτη και στο Πατριαρχικό τυπογραφείο, για τις ανάγκες των Ιερών Ναών, Μονών και του Ιεροψαλτικού κόσμου. Ήταν δηλαδή, ο κριτής κάθε Εκκλησιαστικού Μέλους και ο κατ’ εξοχήν μουσικοεκδότης. Σ’ αυτόν παραπέμπεται κάθε καινούργιο Μελοποίημα και αυτός θα αποφασίσει, αν πρόκειται για Εκκλησιαστική Μουσική ή όχι.
Αυτή η λογοκρισία, η οποία γινόταν με μεγάλη αυστηρότητα και μακριά από οικονομικά οφέλη, είχε σαν αποτέλεσμα, να κυκλοφορούν μόνο εγκεκριμένες Πατριαρχικές εκδόσεις, οι οποίες εξασφάλιζαν την κοινή επικράτηση των Εκκλησιαστικών Μελών, τα οποία ήταν κλασσικά ή μαθήματα από το περιβάλλον του Πατριαρχικού Ναού, των οποίων η μουσική απαγγελία, παραδόθηκε αλληλοδιαδόχως, από Πρωτοψάλτη σε Πρωτοψάλτη.
Και εδώ ζητώντας σας συγνώμη, θα κάνουμε μια μικρή παρένθεση. Θέλουμε να τονίσουμε αυτή την εντός παρενθέσεως, φανατική προσήλωση στην αρχαία Παράδοση, που διακατέχεται μιά μερίδα νέων κατά φαντασίαν "Μεταρρυθμιστών", οι οποίοι αψυχολόγητα και χωρίς να υπολογίσουν τα απ’ αιώνων καθιερωμένα, έβγαλαν μιά Θεωρία, εφεύραν έναν τρόπο εκτελέσεως των δικών τους ( εν σχέσει με το ισχύον σύστημα ) σημαδοφώνων, σήκωσαν μπαϊράκι, και από’ κεί και πέρα, έφεραν τα πάνω κάτω σε όλους τους θεσμούς. Δίχως δηλαδή ν’ απευθυνθούν στην κοιτίδα της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής μας Μουσικής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δίχως να ενημερώσουν κανέναν, δίχως να λάβουν τη σχετική άδεια ή ευλογία εάν θέλετε, της Μητρός Εκκλησίας, ξεκίνησαν να αλώσουν τα απ’ αιώνων ήθη και έθιμα, στο χώρο της Εκκλησιαστικής Μουσικής και εκτελέσης. Δεν τους άρεσε το προηγούμενο του Γρηγορίου Πρωτοψάλτου, ο οποίος μαζί με τους Χρύσανθο και Χουρμούζιο, όταν θέλησαν να επιβάλλουν το νέο σύστημα γραφής, κάλεσαν όλον τον κόσμο ( Πατριάρχη, Αρχιερείς, Ιεροψάλτες, ακόμα και τον απλό λαό ), έψαλλαν με το νέο σύστημα, και όταν αυτό έγινε αποδεκτό από όλους, τότε το καθιέρωσαν. Οι αποτελούντεςς όμωως την "νέα μόδα" , έγραψαν στα παλιά παπούτσια τους όλο τον κόσμο, μαζί με την ανωτέρα σ’ αυτά τα θέματα προϊσταμένη αρχή
( Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δηλαδή αλλά και την Ιεραρχία της Ελλάδος η οποία μάλιστα, έχει πάρει και σχετική απόφαση ), και διακύρηξαν το αλάθητο σύστημά τους. Και το παράδοξο, ξέρετε πιό είναι ; Αυτοί οι Κύριοι, κόπτονται στα επιχειρήματα, ότι μόνον αυτοί, ακολουθούν την Παράδοση. Το μόνο που μπο-ρεί να τους πεί κανείς, είναι….. Εύγε !!!
Επανερχόμενοι όμως στο θέμα μας, διαπιστώνουμε ότι ΜΟΝΟΝ ο Πρωτοψάλτης γνωρίζει, πώς πρέπει να παρουσιάζονται τα Μέλη σε κάθε γιορτή, χρησιμοποιώντας κατά το διάστημα της Ακολουθίας και ανάλογα κομμάτια, αφού υπάρχει τεράστια ποικιλία μουσικών μαθημάτων για κάθε περίσταση.
Αυτός πάντοτε, ξέρει πότε στην ψαλμωδία επιβάλλεται το θρηνώδες ύφος, πότε το κατανυκτικό, πότε το πανηγυρικό και πότε το ενθουσιαστικό. Ψάλλοντας, οιστρηλατείται από Ιερό ενθουσιασμό για την τέχνη που αντιπροσωπεύει, την οποία διδάσκει στους διαδόχους του και σε όλο το Ορθόδοξο πλήρωμα του Πατριαρχικού Ναού. Γνωρίζει πολύ καλά το έργο του ο Μύστης Διδάσκαλος.
Ευχαριστεί. Συγκινεί. Μεταρσιώνει. Γοητεύει. Ενθουσιάζει. Ανακουφίζει τους πάντες.
Είναι τεχνίτης και θαυματουργός ο Πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Είναι ο Δάσκαλος και ο Αποδότης του Μέλους. Είναι αυτός που δίνει ζωή, στα διάφορα δεσμευτικά γραφικά σημεία του Μουσικού Μέλους. Το έργο του, είναι υπέροχο και κάτι ανώτερο. Θείο.
Όσες φορές ο Πρωτοψάλτης λόγω ασθενείας ή από άλλη αξιόλογη αιτία, κωλύεται να χοροστατήσει στον Δεξιό Χορό του Πατριαρχικού Ναού, τα καθήκοντά του αναπληρούνται από τον Α΄. Δομέστικο, απέναντι στον οποίον ψάλλει ο Β΄. Δομέστικος. Σ’ αυτή την περίπτωση, εάν χοροστατεί ο Πατριάρχης, το « Εις πολλά έτη » της Εισόδου και το « Τον Δεσπότην και Αρχιερέα » της Απολύσεως, τα ψάλλει ο Λαμπαδάριος, α-πό τη θέση του στο Αριστερό Αναλόγιο.
Ο εν ενεργεία Πρωτοψάλτης που πεθαίνει, κηδεύεται στον Πατριαρχικό Ναό, από τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο. Η θέση του στο Αναλόγιο, παραμένει κενή. Επί 40 ημέρες, μνημονεύεται το όνομά του στους Εσπερινούς και Λειτουργίες, όπως γίνεται και για τους Αρχιερείς. Η χηρεύουσα θέση του, πληρούται 30 ημέρες, μετά από την ταφή.
Ο πρώην Πρωτοψάλτης, κηδεύεται από τον Αρχιερέα – Πρόεδρο του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού. Τα ίδια ισχύουν και για τον Λαμπαδάριο.
Μετά την Άλωση, πέρασαν από τον Πατριαρχικό Ναό, ονόματα μεγάλων και περιωνύμων Πρωτοψαλτών, των οποίων τα μελουργήματα, βαπτισμένα στην κολυμπήθρα του Αρχαίου Μουσικού Μέλους, ψάλλονται ακόμα και σήμερα μέσα σ’ αυτόν.
Τελευταία επεξεργασία απο Ιωαννίδης Δημήτριος την Τετ 25 Φεβ 2009, 10:18:20, επεξεργάστηκε 2 φορές συνολικά.
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Άρχων Λαμπαδάριος

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Τετ 25 Φεβ 2009, 10:00:58

Ας έλθουμε όμως στον άλλο Δάσκαλο των Πατριαρχικών Χορών. Στον « Άρχοντα Λαμπαδάριο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας », όπως είναι ο τίτλος του, και ο οποίος προέρχεται από τη θέση του Α΄. Δομεστίκου.
Σπάνια συνέβη, και αυτό σε αργά διαστήματα, να ανέρχεται στο αξίωμα του Λαμπαδαρίου ο Β΄. Δομέστικος, και ακόμα σπανιότερα Ψάλτης, έξω από το χώρο του Πατριαρχείου.
Υπήρχε μεγάλη δυσκολία, στο θέμα της καταρτίσεως του Δομεστίκου, για την ανώτερη θέση. Και η δυσκολία αυτή, όσο γυρίζουμε προς τους αρχαιότερους χρόνους, τόσο γίνεται μεγαλύτερη. Τα μουσικά κείμενα, τα οποία ήταν γραμμένα τότε στην αρχαία συνεπτυγμένη και πάρα πολύ δύσκολη στην εκμάθηση γραφή, απαιτούσαν μακροχρόνια εκπαίδευση, ιδίως μέσα στον Ναό. Συνεπώς, η σχετικά μικρή θητεία του Β΄. Δομεστίκου, δεν κρινόταν αρκετή για τον προβιβασμό του ενδιαφερομένου στη θέση του Λαμπαδαρίου. Επομένως, ο Β΄. Δομέστικος, δεν κρινόταν άξιος για τη θέση αυτή. Άλλωστε και ο Λαμπαδάριος, ήταν πάντα μαθητευόμενος κατά κάποιο τρόπο, κοντά στον Πρωτοψάλτη, με τη διαφορά, ότι ήταν κατά πολύ περισσότερο προχωρημένος στη Μουσική, από τους Δομεστίκους.
Ο Λαμπαδάριος, φύσει και θέσει, είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τον Πρωτοψάλτη στο ψάλσιμο, με αυστηρά αναλλοίωτη εκτέλεση. Χρησιμοποιεί κι αυτός για μελέτη, τα ίδια με τον Διδάσκαλο Μουσικά κείμενα, και παίρνει εξ ακοής και απομνημονεύει τα μαθήματα αυτά, όπως τα εκτελεί μέσα στο Ναό ο Διδά-σκαλος – Πρωτοψάλτης. Η υποχρέωση που είχε και έχει μέχρι και σήμερα σαν Λαμπαδάριος ( πάντα παραδειγματιζόμενος από τον Πρωτοψάλτη ), είναι, να ψάλλει όλα γενικώς τα μουσικά Μέλη, χωρίς κείμενο μπροστά του. Πρέπει δηλαδή, κατά τη διάρκεια της θητείας του σαν Β΄. και αργότερα Α΄. Δομέστικος, εκτός από τα Μουσικά κείμενα, να αποστηθίσει και τα Εκκλησιαστικά. Αυτό απαιτούν οι θέσεις του Πρω-οψάλτου και του Λαμπαδαρίου, και αυτή είναι στην ουσία η αξία τους. Γι’ αυτό και δεν είναι εύκολο πράγμα, ο κάθε ένας να ονομαστεί από τη μία μέρα στην άλλη Λαμπαδάριος, και πολύ δυσκολότερο, Πρωτοψάλτης. Τα αξιώματα αυτά, βαραίνουν τους κατόχους των με βάρη δυσβάστακτα και καθήκοντα εξαιρετικά σοβαρά.
Η Λαμπαδαρία, είναι έργο αρκετά επίπονο, όσες φορές μάλι-στα ο Πρωτοψάλτης, τυχαίνει να είναι προικισμένος με το χάρισμα της μεγαλοφωνίας. Και κατά κανόνα, τούτο συμβαίνει συχνά, διότι η επιδίωξη όλων είναι, ο μέλλων Πρωτοψάλτης να είναι μεγαλόφωνος, για να ανταποκρίνεται στο αξίωμά του και στις ανάγκες του Πατριαρχικού Ναού. Τούτο επιτυγχάνεται, γιατί η μέριμνα των αρμοδίων, ξεκινά από πολύ νωρίς.
Για την πρόσληψη των Δομεστίκων, μεταξύ των κριτηρίων, είναι και η πλούσια, μεγάλη, εύστροφη και μελωδική φωνή, καθώς και η στηθική αντοχή. Γι’ αυτό το λόγο, ο Πρωτοψάλτης και ο Λαμπαδάριος, έχουν το ίδιο σχεδόν φωνητικό όργανο, την ίδια αντοχή, την ίδια παραστατικότητα του Μέλους, και τον ίδιο ζήλο στο έργο τους.
Ο Λαμπαδάριος, είναι ο επίδοξος Πρωτοψάλτης.
Από φιλότιμο, καταγίνεται με τη Μουσική, περισσότερο ακόμα και από τον Πρωτοψάλτη, φιλοδοξώντας να ξεπεράσει σε φήμη κάποια μέρα, το Διδάσκαλο. Συνήθως, αντιγράφει τον Πρωτοψάλτη σε όλα. Στη στάση του πάνω στο Αναλόγιο, στον τρόπο της απαγγελίας των Εκκλησιαστικών Μελών, ακόμα και στις συνήθειές του. Και αυτό το κάνει όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί δεν επιθυμεί να παραστρατήσει σε τίποτα, από αυτά που αποτελούν καθήκον ή δικαίωμά του, λόγω της θέσεώς του. Σαν άνθρωπος, είναι δυνατόν να περιπέσει σε παρατυπία ή παραχορδία κατά το ψάλσιμο. Αμέσως, ανακαλείται εις την Τάξη, από τον Επιστάτη του Τυπικού και τον Κριτή του Μέλους. Τον Πρωτοψάλτη.
Ο Πατριαρχικός Ναός, δεν είναι τόπος, ο οποίος αρέσκεται σε χασμωδίες, κατά τη διάρκεια των Ακολουθιών. Όλα γίνονται εκεί, όπως ακριβώς πρέπει να γίνονται και στην καθορισμένη ακριβώς στιγμή. Κανείς δεν βιάζεται, ή αργοπορεί αδικαιολόγητα. Όλα γίνονται όπως διατάζει η Παράδοση. Όπως διατάζει το Γραπτό και Άγραπτο Τυπικό του Πρωτοψάλτου.
Η θέση του Λαμπαδαρίου, είναι λεπτή και δυσχερής.
Φέρνει ακέραια την ευθύνη, για την παράδοση της Μουσικής στους Δομεστίκους του Ναού. Της Μουσικής, που όπως προανεφέρθη, ήταν πολύ δύσκολη τα παλιά χρόνια, με το Αρχαίο σύστημα γραφής. Και αυτή τη δυσκολία, έπρεπε να παρακάμψουν οι Δομέστικοι, κυρίως χάρη στην επίπονη προσπάθεια του Λαμπαδαρίου, και έπειτα του Πρωτοψάλτου, « οίτινες μόνοι αυτοί, δύνανται να διδάξωσιν επιστημόνως, την μουσικήν της Εκκλησίας τέχνην, ήτις αν μείνει έξω της διδασκαλίας των Ψαλτών του Πατριαρχικού Ναού, κινδυνεύει να γίνει εξίτηλος, και τότε αλλοίμονον, δεν θα υπάρχει εκλείποντος του Πρωτοψάλτου και του Λαμπαδαρίου, εκείνος όστις θα τους διαδεχθεί, εις το χοροστατήσαι και ψάλλειν εν τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία ».
Για το λόγο αυτό, ο Λαμπαδάριος, εκτός από το μισθό του « ένεκεν της χοροστασίας αυτού, ψάλλοντος εν ταις τεταγμένοις καιροίς των Εκκλησιαστικών Ακολουθιών και συνελεύσεων », παίρνει και ιδιαίτερο Πατριαρχικό επίδομα, « επί το διδάσκειν και επιμελείσθαι των δύο Δομεστίκων και παραδίδειν μετ΄ ακριβείας δίς της Εβδομάδος τα μαθήματα, ώστε τελείους και τούτους αναδείξαι, εις ολίγου καιρού διάστημα ».
Ακόμα είναι υποχρεωμένος και με την φροντίδα της διδασκαλίας της Μουσικής τέχνης ( χωρίς μισθό αυτή τη φορά ), σε όσους παραδίδονται σ’ αυτόν, κατόπιν εκλογής μαθητάς, από τον Πατριάρχη και από τους Αγίους Αρχιερείς.
Το έργο όμως της συνεχίσεως της διδασκαλίας της Μουσικής τέχνης, ο Λαμπαδάριος το εξακολούθησε και μετά την παραδοχή και επικράτηση μέσα στον Πατριαρχικό Ναό, της νέας γραφής του Μουσικού Μέλους, το οποίον παρά τη μεταβολή της γραφής, δεν έπαψε να είναι αυτό το γνωστό, αρχαίο Μέλος. Διότι, ποτέ διά μέσου των αιώνων, δεν άλλαξε το Μέλος. Αυτό που άλλαζε, ήταν μόνο και μόνον, η γραφή.
Ο Λαμπαδάριος, έπαιξε σπουδαίο ρόλο, στο ζήτημα της γραφής του Μέλους. Φαίνεται ότι ο Λαμπαδάριος, σαν νεώτερος από τον Πρωτοψάλτη τις περισσότερες φορές, πλησίαζε πιο πολύ το σύγχρονο πνεύμα, ως προς την εξέλιξη του ζητήματος της γραφής του Μέλους. Γι’ αυτό, και επεδίωξε κατά καιρούς πάρα πολύ, ώστε η αρχαία μουσική της Εκκλησίας, να βρεί τη γραφή που χρειαζόταν, γιατί με την πάροδο του χρόνου, τα αρχαία σημάδια της γραφής, έχαναν την αρχική τους αξία, στην απαγγελία του Μέλους, και αυτό, γιατί κανένας δεν θα υπήρχε, ο οποίος θα ήταν σε θέση να διδάξει, τη δύναμη και τη σημασία των σημείων αυτών.
Έτσι, αν λάβουμε υπ’ όψιν αυτό, πρέπει να σημειώσουμε, ότι εάν στους Πρωτοψάλτας οφείλεται κυρίως, η αυστηρή τήρηση του αρχαίου Μέλους κατά την εκτέλεση, στους Λαμπαδαρίους του Πατριαρχικού Ναού, ανήκει η τιμή, ότι αυτοί εργάστηκαν κυρίως, για την διατήρηση του αρχαίου τούτου Μέλους, αλλά σε μια γραφή, πιό αναλελυμένη, πιό παραστατική, και πρό πάντων, πιό εύκολη στο διάβασμα. Έτσι ο Λαμπαδάριος Πέτρος ο Πελοποννήσιος, μια μουσική ιδιοφυία του 18ου αιώνος, είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος, όλων των συναδέλφων του Λαμπαδαρίων, και σ’ αυτόν, η Βυζαντινή μας Μουσική, χρωστάει πάρα πολλά, και ιδίως τη σημερινή της μορφή.
Με τη γραφή που ο Πέτρος, είχε εφεύρει και καταρτίσει, με βάση την αρχαία Μουσική, η οποία ήταν μέχρι τότε εν χρήσει, μετέγραψε όλη τη μουσική ύλη, η οποία βρισκόταν στα αρχαία και σύγχρονα της εποχής του χειρόγραφα, και η οποία ύλη, ήταν γραμμένη με εκείνο το συνεπτυγμένο σημαδογραφικό σύστημα, των μάλλον απομακρυσμένων χρόνων της Βυζαντινής εποχής, και της πρό της Αλώσεως, καθώς επίσης και μετά την Άλωση. Αυτά ακριβώς που μετέγραψε με τη γραφή του, ο Λαμπαδάριος αυτός, αυτά και μόνο διασώθηκαν. Αυτά επίσης, ήταν εκείνα που παρελήφθησαν από τους Μουσικοδιδασκάλους του Πατριαρχικού Ναού, για την μετέπειτα χρήση.
Ο Λαμπαδάριος Πέτρος, μετέγραψε κυρίως, όλα εκείνα από τα αρχαία Μέλη, τα οποία είχαν σωθεί μέχρι την εποχή του, και τα οποία έφεραν την γνησιότητα των Βυζαντινών χρόνων, κοινώς παραδεδεγμένη, απολαμβάνοντας αναμφισβήτητο κύρος, για την μουσική τους αξία και σκοπιμότητα, για το Εκκλησιαστικό περιβάλλον, για το οποίο από ανέκαθεν γεννήθη-καν. Πράγματι. Τα θεωρούμενα και εκτιμούμενα, σαν όντως Βυζαντινά αρχαία Μέλη, χαρακτηρίζονται για το σοβαρό και θρησκευτικό τους ύφος.
Η απλούστευση και ανάλυση της γραφής του Πέτρου, διέ-σωσε συνεπώς το αρχαιότερο Μέλος, και το εξασφάλισε κατά το μάλλον ή ήττον από την παντελή άγνοια, στήν οποία φε-ρόταν με τον καιρό.
Μετά από 30 περίπου χρόνια, ένας άλλος Λαμπαδάριος του Πατριαρχικού Ναού, ο Γρηγόριος ο Λευίτης, μουσική αυθεντία και αυτός για την εποχή του, ο οποίος μάλιστα αξιώθηκε να γίνει και Πρωτοψάλτης, παρά την αντίδραση των συγχρόνων του Πρωτοψαλτών, και των οπαδών γενικά του συστήματος του Πέτρου, έγινε εισηγητής, ενός νέου συστήματος γραφής, το οποίον είχε μάθει από το Διδάσκαλό του Γεώργιο τον Κρήτα τον Μουσικοδιδάσκαλο, ένα σύστημα ανεπτυγμέ-νο σχετικά με αυτό του Πέτρου, και το οποίο μπορούσε να ανταποκριθεί περισσότερο, στις ανάγκες της εκτελέσεως του Μέλους.
οποία είχαν διασωθεί μέχρι της εποχής του, με διάφορες συνεπτυγμένες γραφές, και τα οποία μόνο με την μακροχρόνια διδασκαλία διατηρούνταν στη μνήμη των διαφόρων κατά καιρούς Πρωτοψαλτών και Μουσικοδιδασκάλων, έπρεπε να γραφούν με το σύστημα του Γεωργίου του Κρητός, το οποίο παρίστανε αυτά πιστά στην εκτέλεση, διότι μόνον έτσι θα προφυλάγονταν από κάθε μελλοντική αλλοίωση και διαφθορά, ο Γρη-γόριος ο Λαμπαδάριος εργάστηκε πολύ σκληρά, προκειμένου να υποστηριχθεί στον αγώνα τον οποίον είχε αρχίσει, εναντίον των αντιδράσεων για την παραδοχή γενικά, από τους Μουσικούς της εποχής του της νέας γραφής.
Το ευτύχημα στην όλη υπόθεση ήταν, ότι τότε Πατριάρχης ήταν ο μουσοτραφής Κύριλλος ο Στ΄. ( 1813 – 1818 ), και έτσι η Μεγάλη Εκκλησία, τάχθηκε με το μέρος του Λαμπαδαρίου Γρηγορίου και της μερίδας εκείνης, η οποία έβλεπε με εμπιστοσύνη το έργο του και το υποστήριξε. Έτσι, όπως είναι ευκολονόητο, η γραφική μεταρρύθμιση της Βυζαντινής μας Μουσικής, νίκησε. Ο δέ Λαμπαδάριος αυτός, ήταν ο άνθρωπος, ο οποίος πολέμησε περισσότερο απ’ όλους, γι’ αυτή τη μεταρρύθμιση, διότι, μόνον αυτός κατά γενική ομολογία των συγχρόνων του Μουσικών, είχε στην κατοχή του όλο το μουσικό υλικό, τόσο κατά το παλαιό γραφικό σύστημα του Πέτρου, όσο και κατά τη νέα αναλυτική μέθοδο γραμμένο. Αυτός ήταν ένας σημαντικός λόγος, ώστε να επιβληθεί το νέο σύστημα. Είχε δηλαδή αναλάβει και εξηγήσει ο ίδιος με τη νέα γραφή, όλα τα μαθήματα και Μέλη, όσα περιελάμβανε στο έργο του ο Λαμπαδάριος Πέτρος, οπότε δεν παρουσιαζόταν κανενός είδους κενό, στη χρήση της νέας γραφής.
Εν παρενθέσει και προς χάριν της Ιστορίας, επιτρέψατέ μου να γνωρίσω στην ομήγυρη, αυτά που αναφέρει ο Κυριακός ο Φιλοξένης, στη σελίδα 196 του Θεωρητικού του, σχετικά με τις προσπάθειες αναλύσεως και επεξηγήσεως, της γραφής της Εκκλησιαστικής Μουσικής. Μας λέει λοιπόν :
« Μετά τον Όσιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, πεντάκις εγένοντο αναλύσεις, επί της ημετέρας Εκκλησιαστικής Μουσικής.
Α΄. επί ημερών Ιωάννου Μαϊστορος του Κουκουζέλη.
Β΄. επί του Παναγιώτου του Χαλάτζογλου ( μάλλον επί Ιωάννου Πρωτοψάλτου του Τραπεζουντίου ).
Γ΄. επί του Αδαμαντίνου Πέτρου Λαμπαδαρίου του Πελοποννησίου.
Δ΄. επί Ιακώβου Πρωτοψάλτου, εις την σύνθεσιν του Στιλβώτρου Αργού Στιχηραρίου, και
Ε΄. επί των τριών εξηγητών της νέας μεθόδου, των οποίων η έντεχνος και σοφωτάτη επιστημονική εξήγησις, επεσφράγησε πάσας τας άλλας αναλύσεις και
επεξηγήσεις ».
Πρίν κλείσουμε την παρένθεση, ίσως θα έπρεπε να τονίσουμε τις προσπάθειες, της ομάδας των κατά φαντασίαν "νέων Μεταρρυθμιστών", οι οποίοι θα ήθελαν πολύ να μείνουν στην Ιστορία, σαν οι νέοι μεταρυθμιστές της γραφής της Βυζαντινής μας Μουσικής, αλλά δυστυχώς, μας τελείωσαν ΚΑΙ οι αναλυτές, αλλά ΚΑΙ οι μεταρυθμιστές. Κρίμα.
Ο Λαμπαδάριος λοιπόν αυτός, ο Γρηγόριος ο επονομαζόμενος Λευίτης, μόχθησε όσο κανένας άλλος και πρίν απ’ αυτόν, αλλά και μετά απ’ αυτόν, για την εξασφάλιση του αρχαίου Μουσικού Μέλους από κάθε αλλοίωση, την οποία πρωτίτερα, μπορούσε να κάνει ο ψάλλων ανύποπτα στην Ιερή ψαλμωδία, όταν το Μέλος της, δεν οριζόταν σαφώς με την ανάλογη χρήση της γραφής.
Η σειρά των Λαμπαδαρίων μετά το Γρηγόριο, ανήκει στους οπαδούς της νέας γραφής, όταν μαζί με τα χρόνια, έφευγαν και τα τελευταία λείψανα, απ’ αυτούς που γνώριζαν το σύστημα γραφής του Πέτρου.
Τέτοιο είναι το αξίωμα του Λαμπαδαρίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, το οποίον τίμησαν Μουσικοδιδάσκαλοι εμπνευσμένοι και θιασώτες φανατικοί του γνήσιου Βυζαντινού Μέλους.
Πρέπει να τονίσουμε, ότι οι Ευστάθιος Βιγγόπουλος, Κων/νος Πρίγγος και Θρασύβουλος Στανίτσας, ανέλαβαν ως Λαμπαδάριοι, εις βάρος του Α΄. Δομεστίκου Αναστάση Μιχαηλίδη, του επιλεγομένου λόγω της εργασίας του Σώμπαση, ο οποίος πικραμένος, και μετά από 35 και πλέον χρόνια υπηρεσίας ως Κανονάρχος και Δομέστικος, παρητήθη και απεχώρησε. Πλήν όμως όπως προαναφέραμε, κατόπιν εντολής του Πατριάρχου Βενιαμίν του Α΄., εδίδαξε στον Στανίτσα την Πατριαρχική Παράδοση. Ο υπογράφων το παρόν, αισθάνεται προνομιούχος, διότι διαθέτει μέρος των μαθημάτων αυτών, σε ταινίες μαγνητοφώνου. Όσες φορές ο Λαμπαδάριος λόγω ασθενείας ή άλλης αξιόλογης αιτίας, κωλύεται να χοροστατήσει στον Αριστερό Χορό του Πατριαρχικού Ναού, τα καθήκοντά του τα αναπληρεί ο Β΄. Δομέστικος, απέναντι στον οποίον από τον Δεξιό Χορό, ψάλλει ο Α΄. Δομέστικος, άσχετα εάν παρίσταται ή όχι ο Πρωτοψάλτης.
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Άρχοντες Α΄. και Β΄. Δομέστικοι

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Τετ 25 Φεβ 2009, 10:07:08

Ας δούμε τώρα και τους Δομεστίκους.
Ο Δομέστικος του Α΄. Χορού, είναι ο φυσικός διάδοχος του Λαμπαδαρίου, όσες φορές η μουσική του κατάρτιση, κρίνεται από τους αρμοδίους επαρκής.
Είναι ο κατ’ εξοχήν βοηθός του Πρωτοψάλτου, στήν άσκηση των καθηκόντων του. Αυτός παρακολουθεί τον Διδάσκαλο όταν ψάλλει, και συνεχίζει το Μέλος, όσες φορές κρίνεται τούτο αναγκαίο, ή παύει το Μέλος, όσες φορές ο Διδάσκαλος, πρόκειται να εκτελέσει μία θέση της μουσικής γραμμής.
Ο Δομέστικος, είναι το αποτύπωμα του Διδασκάλου.
Συνήθως, αναδεικνύεται ήρωας υπομονής, διότι είναι υποχρεωμένος να ανέχεται, όλες τις ιδιοτροπίες του ανωτέρου του, ο οποίος συνήθως, γίνεται περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται απαιτητικός, απέναντι στο Δομέστικό του. Έτσι ο Δομέστικος, γίνεται υποτακτικός πρό των ανωτέρων του. Ψάλλει υπευθύνως όταν έλθει η σειρά του να ψάλλει, καθώς και όταν χρειάζεται να ψάλλει. Και τότε όμως, δεν μπορεί να δράσει κατά βούληση. Η πρωτοβουλία, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον Διδάσκαλο, και τίποτα δεν είναι δυνατόν να γίνει πάνω στο Χορό, χωρίς την άδεια εκείνου. Για οτιδήποτε ψάλλει ο Δομέστικος ( και εδώ πρέπει να τονίσουμε, ότι οι Δομέστικοι χορο-στατούν στους Πατριαρχικούς Χορούς, σε αρκετές Ακολουθίες του όλου Ενιαυτού, απόντων των Αρχόντων τους ), η ευθύνη δεν ανήκει σ’ αυτόν, αλλά στον Άρχοντα του Χορού. Γι’ αυτό το λόγο, πρώτος αυτός ρυθμίζει τα ίσα και αρχίζει τα μαθήματα, προσφέροντας κατόπιν τα τροπάρια στον Δομέστικο, για να τα συνεχίσει. Και σ’ αυτό όμως το έργο του ο Δομέστικος, παρακολουθείται κατά πόδας από τον Πρωτοψάλτη. Αυτό γίνεται, διότι κάθε παρέμβαση από τα κεκανονισμένα, κάθε χασμωδία, κάθε αποτυχία, δεν αντανακλά στον ψάλλοντα Δομέστικο, αλλά αποκλειστικά στον Πρωτοψάλτη, τον Άρχοντα στην κυριολεξία του Αναλογίου, τον κατ’ εξοχήν εδώ, Διδάσκαλο.
Εδώ θα αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Επί Πρωτοψαλτείας του Κωνσταντίνου του Βυζαντίου, στον Εσπερινό της Ε΄. Κυριακής των Νηστειών, συνέβη το εξής περιστατικό :
Ο Α΄. Δομέστικος Στέφανος ο Βυζάντιος, πήρε μόνος του βάση, προκειμένου να ψάλλει το αργό Απόστιχο Ιδιόμελο του Ιακώβου Πρωτοψάλτου « Θαυμαστή του Σωτήρος ». Η βάση όμως που πήρε, δεν ήταν όπως λέμε στα μέτρα του. Δηλαδή, ήταν κάπως ψηλότερη απ’ τις δυνατότητές του. Στο σημείο του μαθήματος
« εστηλίτευσεν », η φωνή του, τον εγκατέλειψε, και στρεφόμενος παρακλητικά προς τον Πρωτοψάλτη, ζήτησε έλεος, με την αγωνία ζωγραφισμένη στη ματιά του. Ευτυχώς, αμέσως ο Πρωτοψάλτης που λίγο – πολύ, περίμενε το αποτέλεσμα, επενέβη, και οξυφωνότερος όντας από το Δομέστικό του, τελείωσε με ευκολία το Τροπάριο. Μόλις όμως άρχισε ο Λαμπαδάριος, στρεφόμενος προς τον Δομέστικον, του είπε : « Σας ήρεσεν Άρχων Δομέστικε ; Άλλη φορά, να περιμένετε να κανονίζει τα ίσα ο Πρωτοψάλτης ».
Όταν ο Πρωτοψάλτης, ψάλλει από στήθους τα εκτενή μουσικά Μέλη ( και τούτο γίνεται σχεδόν πάντοτε, δεδομένου ότι απαγορεύεται η χρήση μουσικών βιβλίων, από τους Άρχοντας των Αναλογίων εντός του Πατριαρχικού Ναού ), ο Δομέστικος, έχει μπροστά του το μουσικό κείμενο και παρακολουθεί κι αυτός συμψάλλον-τας, όπου χρειάζεται και υποβοηθώντας τη μνήμη του Διδασκάλου. Για τον γέροντα Πρωτοψάλτη, ο Δομέστικος είναι η μουσική βακτηρία, στην οποίαν επάνω, στηρίζεται ψάλλοντας τα διάφορα μαθήματα, με το ήδη κουρασμένο στήθος του. Και ο γέροντας, δεν ανησυχεί για το κατάντημά του, εφ’ όσον η βακτηρία την οποία με επιδεξιότητα χρησιμοποιεί για στήριγμά του, εκτελεί ευσυνείδητα τον προορισμό της. Η νεότητα και το σφρίγος του μαθητή, ζωντανεύει τις μουσικές γραμμές, και συγκρατείται έτσι θαυμάσια σε πειθαρχία και θρησκευτική προσήλωση, το εκκλησίασμα του Ναού.
Ο Δομέστικος, με θάρρος και αυτοπεποίθηση, εκτελεί το καθήκον του. Άλλωστε, γνωρίζει και κατέχει πολλά σημεία της υπέροχης τέχνης του Πρωτοψάλ-του και Διδάσκάλου του.
Η παρουσία του Διδασκάλου στο Αναλόγιο, γιγαντώνει τον Δομέστικο, του οποίου ο ψαλτικός ενθουσιασμός κορυφώνεται, διότι αναλογίζεται ότι εξυπηρετεί το έργο του Διδασκάλου, τον οποίον μια μέρα με τη σειρά του, θα διαδεχθεί πάνω στο στασίδι.
Στην περίπτωση που ο Α΄. Δομέστικος, λόγω ασθενείας ή άλλης αξιόλογης αιτίας απουσιάσει από τον Δεξιό Χορό, τα καθήκοντά του αναπληρούνται από τον Πρωτοψάλτη, απέναντι στον οποίον, ψάλλει αποκλειστικά και μόνον ο Λαμπαδάριος. Εάν τύχει και απουσιάσει ο Β΄. Δομέστικος, τα καθήκοντά του αναπληρούνται από τον Λαμπαδάριο, αλλά από τον Δεξιό Χορό, ψάλλει μόνον ο Πρωτοψάλτης, αποκλειωμένου του Α΄.
Δομεστίκου από το ψάλλειν.
Εάν συμβεί από τον Αριστερό Χορό, να απουσιάσουν ταυτόχρονα ΚΑΙ ο Λαμπαδάριος ΚΑΙ ο Β΄. Δομέστικος, τότε ο μέν Πρωτοψάλτης, ψάλλει από την θέση του, ο δέ Α΄. Δομέστικος, από την θέση του Β΄. Δομεστίκου.
Σημειώνουμε ακόμα, ότι για κάθε απουσία των Δομεστίκων από τον Πατριαρχικό Ναό, υποχρεούνται να ειδοποιήσουν από την προηγούμενη ημέρα τους Διδασκάλους των. Για την περίπτωση απουσίας, αυτών των ίδιων των Διδασκάλων, ειδοποιείται ο Πατριάρχης, μέσω του Μεγάλου Αρχιδιακόνου.
Όπως προαναφέραμε, υπάρχουν συγκεκριμμένες ημέρες κατά τις οποίες στους Πατριαρχικούς Χορούς, χοροστατούν οι Δομέστικοι και άλλες, κατά τις οποίες οι Πατριαρχικοί Χοροί, είναι πλήρεις. Πέντε φορές το χρόνο, ο Πρωτοψάλτης με το Λαμπαδάριο, χοροστατούν και ψάλλουν οι ίδιοι από το « Θεός Κύριος ». Οι μέρες αυτές, είναι : Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνεια, το Πάσχα και η Κυριακή της Πεντηκοστής.
Επίσης οι Δομέστικοι, στο Τρισάγιο μπαίνουν στο Ιερό Βήμα, ακολουθούμενοι από τους Κανονάρχους, και ψάλλουν το Τρισάγιο και το του Βήματος, το « Κύριε Σώσον τους ευσεβείς », το « Και επάκουσον ημών », καθώς επίσης και τη Φήμη του Ιερουργούντος Αρχιερέα.
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Κανονάρχαι

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Τετ 25 Φεβ 2009, 10:12:52

Ας έλθουμε όμως τώρα, σε μια βασική ομάδα των Πατριαρχικών Χορών. Τους Κανονάρχες.
Ίσως σε πολλούς από τους νεώτερους Ιεροψάλτες, να είναι άγνωστος ο θεσμός των Κανοναρχών. Όχι όμως και στο Πατριαρχείο. Εκεί, είναι ένα σπουδαίο και νευραλγικό αξίωμα και πολλοί λίγοι, είναι ικανοί ν’ ανταπεξέλθουν σ’ αυτό.
Οι Κανονάρχες, είναι παιδιά ηλικίας 8 – 14 χρόνων περίπου.
Προσέρχονται στα Ιερά Αναλόγια, από συνήθεια παραδοσιακή, από προτροπή των γονέων τους, προσωπικό μεράκι ή και επιλέγονται από τους Ψάλτες, και διακρίνονται πάντα, για την καλλιφωνία τους. Εν υπηρεσία, βρίσκονται όπως είπαμε μέχρι 14 χρονών, διότι μετά απ’ αυτή την ηλικία, επέρχεται η αλλαγή της φωνής, από παιδική σε αντρική, και έτσι παύουν να ψάλλουν ή μάλλον τους το απαγορεύουν οι Διδάσκαλοί των, οπότε ή συνεχίζουν σαν Ισοκράτες, ή αποχωρούν από τα Αναλόγια, για να επιστρέψουν αργότερα, σαν Παραδομέστικοι.
Οι Κανονάρχες του Πατριαρχικού Ναού, είναι κατά κανόνα παιδιά της περιοχής του Φαναρίου και των γύρω περιοχών.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, που οι Πατριαρχικοί Χοροί, επανδρώθηκαν από πιο μακρυνές περιοχές, όπως του Βοσπόρου, της Χαλκηδόνος ή των Πριγκηποννήσων.
Ο αριθμός των Κανοναρχών των Πατριαρχικών Χορών, μπορεί να φθάσει και τους 10, για κάθε Αναλόγιο. Είναι άμισθοι, αλλά κατά καιρούς, παίρνουν από τον Μέγα Αρχιδιάκονο, ο οποίος είναι Πρόεδρος της Επιτροπής του Παγκαριού, στην περίοδο των μεγάλων Εορτών ( Πρωτοχρονιά, Πάσχα κ.λ.π. ), διάφορα χρημα-τικά ποσά σε ψιλά ως δώρο, συσκευασμένα στα γνωστά καρούλια.
Από τους Κανονάρχες, ο Πρωτοψάλτης με το Λαμπαδάριο, επιλέγουν τον καλύτερο δεξιοτέχνη και του εμπιστεύονται την αρχηγία στην ομάδα των Κανοναρχών. Έτσι οι Κανονάρχες αυτοί, παίρνουν τον τίτλο του « Πρωτοκανονάρχη », ή Α΄. και Β΄. Κανονάρχης για τον Δεξιό Χορό και αντίστοιχα, για τον Αριστερό.
Από τους χορούς των Κανοναρχών, βγαίνουν οι Δομέστικοι, οι Λαμπαδάριοι και οι Πρωτοψάλτες ( έχουμε το παράδειγμα, του Ιακώβου Ναυπλιώτη ). Πάνω στο Αναλόγιο, φορούν απαραιτήτως ράσο, το οποίο φτειάχνουν με δικά τους χρήματα.
Στα Αναλόγια, ανεβαίνουν πρώτοι, κάνουν τρείς φορές το Σταυρό τους, και σε στάση προσοχής, περιμένουν τους ανώτερούς των. Δεν μιλούν, δεν γελούν και δεν παίζουν πάνω σ’ αυτά. Έχουν συναίσθηση του χώρου και είναι σοβαροί στα καθήκοντά τους. Προγυμνάζονται πρακτικά, πάνω σε όλα τα μαθήματα που θα ψαλλούν, από τους Δομεστίκους, και καμιά φορά από τον Λαμπαδάριο, συνήθως πρίν τον Εσπερινό του Σαββάτου, στον κλειστό χώρο του Παγκαριού, στον Νάρθηκα του Πατριαρχικού Ναού. Ειδικώτερα όμως, ο Πρωτοψάλτης και ο Λαμπαδάριος, διδάσκουν τη Μουσική ιδιαίτερα, σε επιλεγμένους με προσοχή μαθητάς και τους παρακολουθούν, αποκλειστικά οι ίδιοι.
Οι Κανονάρχες, πάνω στο Αναλόγιο ισοκρατούν, συμψάλλουν όπου πρέπει, παίρνουν καταλήξεις, και γενικά, παρακολουθούν άγρυπνα, το κάθε τι που γίνεται στο χώρο τους.
Ο Πρωτοκανονάρχης του Χορού, κρατεί το βιβλίο και ακουμπώντας την πλάτη του στο Αναλόγιο ( είναι δηλαδή στραμμένος προς τον Πρωτοψάλτη ή τον Λαμπαδάριο « ενώπιος ενωπίω »), κανοναρχεί με καθαρή φωνή, τα διάφορα τροπάρια.
Ο Α΄. Κανονάρχης του Δεξιού Χορού, μαζί με τον Β΄. του Αριστερού, έρχονται απέναντι στον Πατριάρχη στο μέσον του Ναού, έχοντας τον Πριμικήριο στη μέση, και λέει το « Κέλευσον » στον Εσπερινό πρίν το Κεκραγάριο και στον Όρθρο, πρίν το Πασαπνοάριο. Στη συνέχεια, κάνουν μετάνοια μόνο, χωρίς χειροφίλημα, και επιστρέφουν στις θέσεις τους.
Αργότερα, μετά το « Νυν απολύεις », στο Τρισάγιο δηλαδή του Εσπερινού και στο « Παράτεινον » της Δοξολογίας, οι ίδιοι Κανονάρχες, καταβαίνουν απ’ τ’ Αναλόγια, πηγαίνουν πά-λι στις θέσεις που ήταν όταν είπαν το « Κέλευσον », με τον Πριμικήριο πάντα ανάμεσά τους, κάνουν υπόκλιση, στρίβουν και γυρίζουν προς το Ιερό, κάνουν τρείς φορές το Σταυρό τους, μετάνοια, γυρίζουν πάλι προς τον Πατριάρχη, κάνουν σχήμα, πλησιάζουν, κάνουν μετάνοια, φιλούν το χέρι του, οπισθοχωρούν στη πρώτη τους θέση, κάνουν μετάνοια, και επιστρέφουν στις θέσεις τους πάνω στ’ Αναλόγια. Περιτό νομίζω να τονιστεί, ότι όλες αυτές οι κινήσεις, γίνονται ταυτόχρονα, και από τους δύο μαζί. Η τελετουργική αυτή πράξη, που τηρείται με μεγάλη αυστηρότητα, σημαίνει το τέλος της
Ακολουθίας του Εσπερινού ή του Όρθρου.
Οι Κανονάρχες, παραμένουν στις θέσεις τους, μέχρι το τέλος της Θ. Λειτουργίας, και παίρνουν το Αντίδωρο από το χέρι του Πατριάρχη τελευταίοι, εν αντιθέσει με τον Πρωτοψάλτη και τον Λαμπαδάριο, οι οποίοι πηγαίνουν και παίρνουν πρώτοι, πρίν από το λαό.
Οι Κανονάρχες λένε μόνοι τους την Υπακοή, το Κοντάκιο, το Συναξάριο τους στίχους από τα Αντίφωνα των Εορτών, στο Αλληλούια των Νυμφίων, το
« Δόξα Πατρί » στο « ο Μονο-γενής », πότε – πότε το « Σε υμνούμεν » και το « Εις Άγιος, Εις Κύριος », το « Άσπιλε » και το « Και δός ημίν ».
Επίσης, λένε τον Απόστολο από τα λεγόμενα « ηγεμονικά στασίδια » που βρίσκονται δίπλα στο Αριστερό Αναλόγιο, από το κάτω το σκαλί. Αυτό γίνεται, όταν ο Πατριάρχης, απλώς χοροστατεί. Όταν Ιερουργεί, ο Απόστολος λέγεται, από το κάτω σκαλί του Πατριαρχικού Θρόνου.
Ο Πρωτοκανονάρχης, κανοναρχεί στον Πατριάρχη την Θ΄. Ωδή των Κανόνων, που ψάλλονται αντί Τιμιωτέρα και το Εξαποστειλάριο.
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12


Επιστροφή στην ᾿Εκκλησιαστική τάξις καί ἐκκλησιαστική ἐθιμοτυπία

Μελη σε συνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 8 επισκέπτες

cron