Τὸ κοσμικὸ καὶ τὰ στουδιτικὰ τυπικὰ ἀγνοοῦν τὴν ἀρτοκλασία, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὰ χφφ. Βατικανοῦ 1833 εὐχολόγιον ι’ αἰ. φ. 55r (Γ. Φίλια Ὁ τρόπος ἀναγνώσεωςτῶν εὐχῶν στὴ λατρεία τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας 1997 σ. 144), Κανονάριο Νίκωνος μαυροορείτου περὶ τὸ 1085 σ. 35, Σινὰ 973 εὐχολόγιον τοῦ ἔτους 1153 φ. 116v (Γ. Φίλια ὅπ. πρ.).
Πουθενὰ δὲν μαρτυρεῖται ὅτι, κατὰ τὴν ἀρτοκλασία, τὸ «Θεοτόκε παρθένε...» λέγεται ἀπὸ τὸν ἱερέα.
Στὴν ἀρτοκλασία θυμιᾶ ὁ διάκονος (π. Φ. Νικολάκη ῾Η ἀκολουθία τῆς ἀρτοκλασίας ἐκδ. Τῆνος 2004 σ. 109-110).
«Ἀγνοεῖται ἐπίσης ἀπὸ τὰ παλαιὰ καὶ νεώτερα Τυπικὰ καὶ Εὐχολόγια καὶ ἀπὸ τὶς λειτουργικὲς φυλλάδες ἡ σημερινὴ πρακτικὴ τῶν περισσοτέρων νὰ εὐλογεῖται ὁ λαὸς μὲ τὸν ἀνὰ χεῖρας τοῦ ἱερέως ἄρτο· δὲν ἔχει ἄλλωστε καὶ καμμία λειτουργικὴ σημασία ἤ συμβολισμὸ μιὰ τέτοια εὐλογία» (τοῦ αὐτοῦ Ἡ ὀρθὴ τέλεση τῆς ἀρτοκλασίας ἔκδ. Συμβολὴ τεῦχος 20 σ. 23).
Σὲ ἀγρυπνίες μεγάλων δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν ψάλλεται μόνο τὸ ἀπολυτίκιο τρίς (ΤΑΣ, χφ. Λειμῶνος 81 πεντηκοστάριο ια’—ιβ’ αἰ. φφ. 202r, 255r).