Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Κυρ 22 Μαρ 2009, 19:09:30

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ Μ’ ΔΗΜΗΤΡΑΙΝΑΣ


Έπειτα από πολύ καιρό και μεγάλο αγώνα, από της επιδιώξεώς μου και της επιθυμίας μου, κατόρθωσα να σας γράψω τα επακόλουθα απομνημονέματά μου.
Επί τη επευκαιρία των εορτών σας εύχομαι κιόλας, μυρίας ευ-χάς και μακροημερεύσεις.
Λοιπόν, πολύ βροχοτώδης ο καιρός. Το νερό από τη χτεσινή νεροπομπή, έτρεχε γκρουνιδόν και βροντιδόν στίς οδούς και στίς ερήμους της πόλεως.
Ένας υπεραστικός, έπεσε γλιστριδόν επί το πεζοδρόμιον και έσπασε το κεφάλι του. Έπαθε όπως διαγνωρίσανε οι γιατροί, καλπάζουσα διάσεισις και εν καφασία σχεδόν, τον πήγαν στό νοσοκομείο των Α΄. ή των Β΄. βοηθειών ( δέν είμαι και πολύ σίγουρη γι’ αυτό ). Αμ’ πρέπει ν’ ακούς πρώτα το μετρολογικό δελτίο κι έπειτα να βγαίνεις στούς δρόμους. Αλλά βλέπετε, όλος ο κόσμος δέν κάνει ακρόαση, ούτε στήν τηλεόραση, ούτε στό ράδιο. Θέλουν κι αυτά το χρόνο τους, κι εγώ με τέτοια ακροαστικά, δέν είναι του γούστου μου.
Εκουσίως και αυτεξουσίως που λέτε, καταπιάστηκα με τα μετεωρολογικά. Λοιπόν του λέω τ’ ανηψιού μου :
Βρέ, στίς 22 του Σεπτέμβρη, είχαμε ή δεν είχαμε μεσημερία ;
Δέν ήξερε ντίπ !
Άκουσε παιδάκι μου, να ξέρεις. Το Μάρτη, έχουμετην αερινή μεσημερία και το Σεπτέμβρη, έχουμε τη χεινοπωρινή. Πρέπει να ξέρεις, όχι μόνο τους κουνιστούς που τραγουδάνε και όλους αυτούς τους αοιδείς. Ξέρεις αλόγου χάριν, πιό δέντρο, είν’ αυτό που λέγεται ανειθαλλές ; Τίποτα.
Δέν λέω να γίνει ακαδημαϊτικός, αλλά όχι και να μείνει ντουβάρι ! Θέλω να έχει γνώμη για όλα που γράφονται γύρω του και όχι να είναι αγνώμων !
Τί δηλαδή, να καταντήσει εχθοφόρος ή κανένας κατάστατος στή ζωή του ; Του τα λέω εγώ η καψερή, τ’ ακούει, μά ούτε που απιλογάται, ούτε που σχύνεται. Πολύ κατα-νόητο παιδί ! Μά, πάρα πολύ σας λέω.
Στίς 22 του Μάρτη όπως προαναφερθήκαμε, όλοι δά το ξέρετε, έχουμε την αερινή μεσημερία, που πά’ να πεί, μεσημβρία.
Ίσα μέρα, ίσα νύχτα, καθώς μας είπε και το μεθερολογικό δελτίο της αστρονομίας. Το λέει δά και το μοιρολόγιον.
Εγώ, που να σας τα λέω. Έχω ένα μοιρολόγιον αινιγματικό.
Κάθε μέρα κι αίνιγμα από πίσω. Κι ο εγγονός μου, πού’ ναι πο-λύ αινιγματίας, μου το ξεφύλλισε ως τον Αύγουστο μήνα. Το παλιόπαιδο ! Αυκαίρως εγκαίρως ξεκολλάει κι από ένα φύλλο. Αυτό είναι κατανόητο. Τί να του πείς !
Βρέ, αυτό είναι ακαταστασία, του φωνάζω.
Αυτός τίποτα. Δέν ακούει στάλα. Ακούσιος που λένε.
Έβγηκα να ψωνίσω τα της αναγκαίας μου χρείας.
Έ, το λοιπόν, αυτό λέγεται ακακοηθές αισχροκαρδία.
Μιά χούφτα λεφτά, γιά ένα κιλό ψωμί !
Εμείς δηλαδής, θα λύσουμε όλα τα αγκανθώδες προβλήματα της οικονομικής καταστασίας ;
Πήγα προψές να πάρω κόλλα, που κολλάνε, ντέ. Τη ζούλαγα, τη ζούλαγα, τίποτα. Είχε πάθει, λέει, ακολασία.
Την πλέρωσα όμως 30 δραχμές. Να’ σαι κύριε ακριβολόγος, αλ-λά να πουλάς και πράγματα της προκοπής. Πές μου το εξ’ αρχής.
Κυρία μου, κόλλα έχω, αλλά, θές από την ποιότη, θές από τον καιρό, δέν κωλύεται. Εγώ δέν σού’ δωσα γερά λεφτά ; Αν σού’ δινα τίποτις ακίβδηλα, δέν θα με πήγαινες φυλακή ; Όχι πές μου.
Σήμερα πήγα και στήν αρτοπλασία. Πήρα το ελεωφορείο, πλέρωσα αυτόματο σιτήριο και τότενες, έγινε το κακό. Λισθηρό ήταν το έδαφος, ανεπιδέξιος ο σωφέρ ; Δέν ξέρω.
Το ελεωφορείο ντεροπάρισε και κατατσακιστήκαμε άπαν άπαντες. Αυτά τα κακά έχει η αστία συγκενωνία, αλλά και η περαστική, χειρότερα.
Βρέθηκα που λέτε στό σοκομείο και είπα σε κάποιονε το διοποιήσει στό σπίτι μου, μ’ αυτός ο ειδοποιός, δέν έκανε υπολύτως τίποτα. Ευτυχώς που δέν έπαθα περιπλεμονία περιπλοκής. Ήρθαν το βράδυ και με πήραν. Κατεβήκαμε με το ανσασέρ, πήραμε ένα ταχί και φτάσαμε κατ’ οίκον. Κι είχε μιά πανσέλιδο ! Μά τί παν-σέλιδο ! Μούρλια.
Λοιπόν αυτόνε τον καιρό, μου έχει κοπεί ριζιδόν και η όρεξις.
Πάρε μου βλοημένε κανένα ρεκτικό, φωνάζω στόν ανεψιό μου.
Μπά ! Και δέν το ξέρει να πείς, ότι ο ορυκτός πλούτος, είναι επωφελές στήν υγεία !
Εγώ πάντως έφκιασα τους κεπτέδες μου και μετά ζύμωσα.
Ξέρετε, ζυμώνω, γιατί έχω αλεύρι κατευθείας από την αρτοεποποία. Φτιάχνω κι ένα κουλούρι ξεχωριστό του Νώντα μου.
Έ, τι να τον κάνω ; Ο πρώτος, σου λέει ο άλλος ! Πρωτοκόκια είν’ αυτά ! Όχι παίξε γέλασε ! Είναι το παλικάρι μου και πρωτότυπο ευγένειας.
Τι θέλεις Νώντα μου ; Πυλαμίδα ή κεπτεδάκια ;
Ότι προτιμείτε, μου λέει το χρυσό μου !
Ούτε ψεύτης, ούτε αποκριτής, ούτε ανθηρόστομος, σάν τα παιδιά της εληκίας του. Ούτε αντιλόγος. Σας είπα. Ένα κομάτι μάλαμα ο Νώντας μου.
Αυτός που λέτε, ο Νώντας μου καλέ, είναι πολύ αδαήμων παιδί. Και αδακρυσία με το τσουβάλι.
Βρέ, πρόσεχε. Μήν φορείς ανάποδα το σουρτούκο σου, είναι κακό.
Είσαι πολύ αδεισιδαίμων, Θείτσα, μου λέει το σκασμένο.
Προψές που φύσαγαν εκείνοι οι θρυελλώδεις ανέμοι, πήγαμε στό αεροδρόμιο. Τη στιγμής που ερχόταν ο αεροδρόμος, γιά να μπούμε στό αεροπλανοφόρο τράμ, τότενες θυμήθηκε ο Νώντας, πως δέν είχε πάρει το διάβροχό του. Ο αεροπλάνος να κάνει σήμα, κι εμείς…..Άστα. Στ’ απέραντα του κόσμου να πάμε, ίδιος θα μεί-νει. Ακάματος, αδικητικός και ζηλοτύπης. Και θέλει να γίνει και αγριονόμος. Καλά λέει και ο αείμνητος Αδαμάντιος Κοραής :
Με τους νέους, πρέπει να έχεις ιωνόβιο πομονή. Καλά δέ λέω ;
Αμ’ ο άλλος ; Ο εγγονός μου ! Τούτος μαθές, έχει χάλια αναδιόρθωτα. Όλα σήμερα, τα έκανε γής Μαριάμ που λένε, με τίς ατα-ξίες του. Αύτακτος κι αμελετηρός, που δέν λέγεται. Βαργομάω μαζί του και τό’ χω βάρος στή συνήθισή μου. Έχει και βιταμίνωση στά αβλέφαρα και είναι να τον κλαίς σπαραξικάρδια.
Χτές, του βάλαν διαγώνισμα γιά τον Αγαλαξία και δέν έγραψε τίποτες. Μ’ έπιασε τέτοιο αγανάχτιο, που τού’ δωσα παλαμίας τεσσαράκοντα. Άμ δέ ! Έρχονται ώρες που τον αγαπίζω τον κα-ψερό, μά πάλι τα ίδια. Το μόνο καλό, είναι, ότι είναι αγγλομαθέστατος, μπονζούρ, κ.λ.π. Είναι και πολύ γελαδοπρόσωπος. Τό’ χει κι αυτό το καλό. Όλο γελάει. Τί να του κάνω ;
Προψές μού’ πανε, ότι όταν ο καιρός θα γίνει αίθλιος, θα με πάνε με τον αέριο σιδερόδρομο, στό χιονοδρομικό κέντρο. Κι έχω μιά αδαιμονία, άλλο πράγμα ! Ησθάνομαι τέτοια αδαιμονία σας λέω, σά νάμανε μικρό παιδί. Αλλά φοβάμαι κι όλας.
Κάποιος που ανέβηκε, έπαθε, ακούτε καλέ, ακαρδιαίος θάνατος, κατά κυριολεξία. Θές γυρεύεις, λέω ! Κάτι με τα αιματιοφόρα μου αγγεία, που δεν κυκλοφοράνε καλά, κάτι με τα ακουστήρια όργανα που βαριακούω κι όλας ! Μπάς και πάθω καμιά ιλιγγίαση κείθε πάνω ; Και πώς κατεβαίνουν’ από κείθενες ;
Θεός φυλάξοι !!
Επήγα τίς άλλες στόν εφυπουργό, να του πώ μαθές, γιά την οδός που κάθομαι και που έχει χάλια αναδιόρθωτα.
Τί τον θέλεις ; Μέ ρώτηξε ο Τιμηματάρχης.
Θέλω να του μιλήσω ιδιοχείρως, κύριε. Του είπα.
Εδώ κυρά μου, είναι Τμήμα υπερτροφιών, μου είπε.
Εγώ δέν θέλω υπερτροφία, κύριε, του είπα. Γιά την οδός θέλω, που όλα τα εφτακίνητα στέκονται……
Λάθος, με διάκοψε, να πάς στό Υφυπουργείο της Τροχαίας, μου είπε και έτσι ασυγκατάδεκτα, μου γύρισε τα μούτρα.
Εις το εξαπενιδείν, του είπα και έφυγα χολιασμένη από τα νευρικά μου.
Την άλλη φορά, με πήρανε και πήγαμε λέει, γιά μπάνιο στή θάλασσα.
Καλέ τί’ ναι τούτο που γίνεται στίς παραλιακές ακτές ;
Μπέν – μίξ που λένε. Και πουλητάδες, άλλο τίποτες. Από παντού ακούς φημιστικές φωνές.
Παγωτό της ώρας ! Φυστίκια ! Σταφύλια Αυγουστιάτικα ! Λεμονάδες, που τίς λένε Γκαζόζες, πορτοκαλάδες, και το άλλο, το πώς να δείς το λένε ….. Ά, κόκες – κόλες, και ότι δέν πεθυμήσει η καρδιά σου. Κι η θάλασσα, άλλο πράγμα ! Άφριζε και ξάφριζε κι άστραφτε στόν ήλιο σαν διαμάντι. Κι εκεί που λέτε, να και μιά μάνα, που είχε χάσει το παιδί και γίνηκε μάλι – βράσε.
Να και δυό εκατά της πυροσβεστικής, κόσμος είχε συνεκεντρωθεί και τέλος το παιδί βρέθηκε, ζώον και ευλαβές.
Ά, με την ευκαιρία, να σας πώ και γιά μιά αδυναμία μου.
Λοιπόν από παιδί, εξ γενετικής που λένε, μ’ άρεσε το μαντολινάτο. Το πρωτόφαγα, όταν μου έφερε ο γείτονάς μου ο Μιστόκλης από την Κεφαλλονιά. Πολύ μ’ άρεσε τότε. Τώρα όμως, πού δόντια ! Κολλάει στήν δεντροστοιχία μου και βλέπω και παθαίνω.
Γι’ αυτό, σαν μού’ στείλαν απ’ τη Ζάκυνθος ένα κουτί μαντολινάτα, τά’ δωσα στό Ίδρυμα, έτσι γιά φιλανθρωπιστικούς σκοπούς.
Σήμερα τέλεψα κι όλες μου τίς εγκρεμότητες.
Πέρασα κι απ’ τον Άγριο Πάγο, γιά την υπόθεσις του Νώντα, που εγκρεμεί τώρα και τρείς μήνους. Πέρασα κι απ’ το Αφετείο, γιά να πάρω το χαρτί που χασομεράει ένα χρόνο.
Είμαι άβγαλτη βλέπετε, να πααίνω σε τέτοιες μεγάλες πόρτες.
Αγκάνθες και τριβόλια, που λέν κι οι γραμματιζούμενοι, είναι η ζωή. Κλεψές, διαρηξίες, αισχροκερδίες και πάει λέοντας.
Τ’ ακούσατε ποτές ετούτο δώ, να σε κλέψουν μέρα – μεσημέρι και πού ; Σε μιά ακηδία. Μάλιστα. Κηδεύανε τη γειτόνισά μου τη Λεμονιά, και πήγα, γιατί είμαι και άνθρωπος του κόσμου που λένε. Και κεί που καθόμανε και άκουγα τον παπά να ψέλνει το κατευόδιο, έρχεται ένας πίσω μου, ακροποδητί, και φράπ, μου αρπάζει την τσάντα μου.
Μπήζω τίς φωνές, ακούσανε οι γύρω τίς αλλοπάλληλες κραυγές μου, γιατί ο ρημαδιασμένος μου ξεροστραμπούλιξε το χέρι, του ρίχτηκαν, που βρέθηκε ο καλός σου, μεταξύ σφύρας και αλιάκμωνος που λένε.
Αφήκε την τσάντα μου και όπου φύγει – φύγε.
Τα ακροαστικά όργανα, τον κυνήγησαν με τους ασυρμάτους και τ’ αυτοκίνητα και τον έπιασαν.
Ήταν ένας αλληλοεθνής διαρρήχτης.
Είδατε τι παθαίνει όποιος πηγαίνει σε ξόδια ;
Πάντως εγώ, το πιστεύω ακραδάνδος, πως το ακρογωνιαίον αγα-θόν στήν κενωνία, είναι να είσαι καλός, σχετικός με όλους και ακακοποιός. Ο δρόμος της ζωής, είναι αγκάνθινος. Όλοι θα περά-σουμε απ’ αυτόν, αλληλοδιαδοχικώς.
Αν είσαι όμως γνησίκακος, πάει χειρότερα.
Εγώ, είμαι μιά αλφάβητη γυναίκα. Όμως αυτά που σας λέω, τα έχω ακούσει από το γυιόκα μου τον Αθανάση, που είναι ακριαίος ποδοσφαιριστής και ακοντιοβόλος. Αλλά προπάντων, είναι ακακοποιός. Άλλο πράγμα κι άλλο θάμα, που λέν κι οι γραμματιζούμενοι.
Καλέ τι γίνεται με τίς δουλιές ;
Λόγου της τεκνολογίας, πολλά επαγγέλματα, κατάντησαν πολύ ραψοκίνδυνα.
Την περασμένη Δευτέρα, ένας υφαντουργός εργάτης, με οικογένεια πενταμελές, έκοψε το δάκτυλό του και του έβαλαν βόμβα ιουδίου. Είναι που λένε, το πεπρωμένο φαγείν αδύνατον. Άχ, μηχανές ! Όπως πάμε καλέ, το μυαλό δέν θα δουλεύει πιά, καταντίπ.
Θα στείλω κι εγώ έναν εντάφθαν στό Υπουργείο και θα τους παρρησιάσω την κατάστασις, που είναι πολύ λίαν φρικώδες.
Δέν υποφέρεται πιά !
Άχ, ας ήτανε να μου πίπτε ένα λαχείο και σας έλεγα εγώ.
Θα γινόμουν εκατορομυριούρχος, από την σήμερα, μέχρι την αύριον.
Χθές, ήρθε και ο διαδρομεύς και μου έφερε μία υποταγή 1.500 Ευρώ. Αποστροφή φόρου, μου είπε.
Κάτι είναι κι αυτό. Έβαλα μιά ενυπογραφή κι επήρα τα λεπτουδάκια και γραμμή στό μανάβη τον κυρ Θόδωρο, γιά να εξοπλίσω το χρέος μου. Δέν θέλω πουδενή λόγου, ν’ αχρωστάω σε αχρειοφελέτες.
Αλλά μου φαίνεστε, θα σταματήσω εδαπά, γιά να μη με πείτε στό τέλος και πολυλογού.
Άντε γειά σας και μετά χαρά σας.


ΔΗΜΗΤΡΑΙΝΑ


Υ. Γ. Να με συμπαθάτε μαθές, γιατί από τότενες που πάαινα στήν εσχάτη τάξη του Γυμνασίου, η πέννα μου, δέν ήταν δυνατόν να εκφράσει τίς σκέψεις μου, με τα πλέον ψωφηρά χρώματα.
Και πάλι σας ασπάζομαι, μετά μεγίστης παρεκλήσεως.

Αυτουσία

- Ημέρες της Θειάς Δημήτραινας.DOC
(62.5 KiB) Έχει μεταφορτωθεί 290 φορές
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 23 Μαρ 2009, 11:07:57

Μ Ο Ν Ο Λ Ο Γ Ο Σ
ΑΠΟΤΥΧΟΥΣΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΝΟΣ ΙΕΡΟΨΑΛΤΟΥ

Άχ ! Ναί ! Και όμως. Δεν μ’ αγαπά. Εγώ όμως τήκομαι « ως τήκεται κηρός ». Κάθε βράδυ, μετά την ώραν καθ’ ήν « ο ήλιος γιγνώσκει την δύσιν αυτού », μεταβαίνω υπό τα παράθυρά της και της προσφέρω όπως αναφέρει και ο Προφητάναξ Δαυίδ, « εσπερινόν ύμνον και λογικήν λατρείαν ».
Αλλ’ αυτή « ωσεί κωφός ουκ ήκουεν και ωσεί άλαλος, ουκ ήνοιγεν το στόμα αυτής ».
Δυστυχώς όμως, δεν ήμουν και μόνος. Σας πληροφορώ ότι έχω πλυθύν αντεραστών, εις τρόπον ώστε, όταν μίαν ημέραν, με ηπείλησαν οι αντίζηλοί μου ούτοι, τους είπον :
« Ου φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτηθεμένων μοι ».
Η αλήθεια όμως είναι πικρά. Αύτη συμπεριφέρεται σκληρά. Αδιαφορεί δι’ εμέ, και φέρεται ενδιαφερομένη δι’ άλλους. Το κακόν δε είναι, ότι ούτοι οι άλλοι, δεν ενδιαφέροντο τόσον διά την ιδίαν, όσο διά τα κτήματα της Περιουσίας της. Κτήματα σου λέει ο άλλος. Εγώ όμως διεμαρτυρόμην εντόνως. Ούχ ούτω Κύριοι τους έλεγον . « Ουχ ούτως ».
Εγώ είμαι άνθρωπος ιερός, θεόφρων και ως γνωστόν, « ουκ ελάτρευσαν τη κτίσει οι θεόφρονες », αλλά την κτίσασαν. Επιτρέψατέ μου όμως πρός στιγμήν, να σας περιγράψω αυ-τούς τους ανθρώπους. Τους αντεραστάς μου.
Ήσαν 4 τον αριθμόν. Οι μεν 2 πρώτοι, ήσαν υψηλοί.
Οι 2 έτεροι, ήσαν κοντοί. Ήσαν όπως λέγει και το « Μέγα Θεωρητικόν », οι μεν 2 πρώτοι, « ανιόντες ». Οι δε 2 δεύτεροι, « κατιόντες ».
Ο μέν πρώτος, ήρχετο από τον Πειραιά. Διά δέ, την συνεχήν πρός Αθήνας ανάβασίν του, μετεχειρίζετο το « ολίγον » χρηματικόν ποσόν που εχρειάζετο, διά τα εισιτήρια των μέσων της συγκοινωνίας. Επί δέ, του διαφαινομένου στήθους του υπο-καμίσου του, συνήθιζε να φέρει « κεντήματα », άτινα εγένοντο παρ’ ειδικής τεχνιτρίας και έφερε και « πεταστήν » γραββάταν.
Ο δεύτερος, είχε μίαν ράβδον « υψηλήν », σχήματος καθέτου
« ίσον ». Ο τρίτος, ήτο έν φοιτητάριον. Παιδίον ακόμη, του οποίου το μυαλό, ήτο « συνεχές ελαφρόν ».
Ο τέταρτος υπηρετούσε την Πατρίδα, ως στρατιώτης του πουροβολικού. Ήτο όμως δειλός εις τοιούτον βαθμόν, ώστε με τον παραμικρόν θόρυβον ή εκφοβισμόν, τον έβλεπες να το βάζει στά πόδια, αφήνοντας ως σημείον της διαβάσεώς του, την « υπορροήν » ενός υγρού, το οποίον - παίρνω όρκον - δέν ήτο ανθόνερον.
Η οικία της λατρευτής μου, κείται επί της Ιστορικής συνοικίας της Πλάκας. Είναι μία οικία « απλή » . Το σχέδιόν της, πολύ « ομαλόν ». Η είσοδός της, έχει έδαφος « ψηφιστόν ». Η αυλή της, « έτερον ».
Το μόνον ελάττωμα είναι, ότι παραπλεύρως της οικίας, κείται έν δημόσιον ουρητήριον, από το οποίον αναδίδεται μονίμως πλέον, οσμή « βαρεία », καθ΄ ότι εκεί, γίνεται συχνά « αντικένωμα » υπό των βιαστικών διερχομένων διαβατών, οι ο-ποίοι αφήνουν να εξυπακούεται κάποτε - κάποτε και εις το κενόν και κανένα « ενδόφωνον - κλάσμα ».
Αλλ’ άς έλθωμεν εις αυτήν ταύτην την ερωμένην μου. Τι να σας είπω ! Αχ ! Είναι θαύμα ιδέσθαι. Θα τρελλαθώ !!
Όταν την πρωταντίκρυσα, είχε « διαλύσει τους πλοκάμους της » και ήτο περιβεβλημένη « εσθήτα καθαρά και αρώμασι θείοις ». Ήτο ένας πανέμορφος Άγγελος.
Ή μάλλον « Αγγέλων χαρμονή ».
Η πρώτη εντύπωσίς μου, υπήρξε σφοδροτάτη.
Συνέλαβον έρωτα παράφορον δι’ αυτήν, και έκτοτε που με χάνεις που με βρίσκεις, υπό τα παράθυρά της. Η γειτονιά και ειδικώς η οικία της, κατήντησε πλέον δι’ εμέ, « το φυλακτήριον πάντων και χαράκωμα, και κραταίωμα, και ιε-ρόν καταφύγιον ».
Εσκέφθην, ότι θα ημπορούσα μίαν ήμέραν, να ήμουν δι’ αυτήν, « ο Νυμφίος, ο κάλλει ωραίος ». Και περνούσα, ξαναπερνούσα, μα του κάκου. Η Κυρία δεν με λογάριαζε. Δέν με λυπόταν μέσα στήν αγωνία μου.
Όταν λοιπόν είδα, ότι παρ’ όλες τις προσπάθειές μου, δέν είχα αποτελέσματα, αποφάσισα να της στείλω ένα γράμμα. Και της γράφω :
Κυρία, « Μη τω θυμώ Σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή Σου παιδεύσης με ». Διά της παρούσης, επιθυμώ να Σου εκφράσω, την ιεράν αγάπην την οποίαν αισθάνομαι διά Σε, αν και έχω την πεποίθησιν, ότι και Συ η ιδία, θα το έχης ήδη καταλάβη, από τα συνεχή, υπό τα παράθυρά Σου γυρίσματά μου, κατά τα οποία « ο στεναγμός μου από Σού, ουκ απεκρίβη ». Τυγχάνω δεξιώτατος Αριστερός Ιεροψάλτης.
Είμαι δέ, άνθρωπος τίμιος. Δυστυχώς όμως, έπαψα να ανή-κω εις την λατρείαν του Θεού και προσκολλήθηκα εις την ιδικήν Σου. Κατέστην δούλος Σου. Σκλάβος Σου.
« Ότι πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών Σου, πρόβατα και βόας και τα κτήνη του πεδίου ».
Είμαι μεν, ολίγον παχύς. Τι φταίω όμως εγώ, εάν « εγεννήθην ως ασκός εν πάχνη » ; Άλλωστε, μη νομίσης ότι το πάχος μου προήλθεν από την καλοπέρασιν.
Όπως λέγει και το Δημώδες άσμα του Β΄. Ήχου :
« Αι θλίψεις και τα βάσανα, μ’ έχουν αναθρεμμένο ».
Άχ ! Αλίμονό μου !
Ο δικός Σου ο καημός, με τρέφει, με παχαίνει.
« Εν θλίψει επλάτυνάς με ». Διό « Εισάκουσον της φωνής της δεήσεώς μου » και « κλίνον το ούς Σου » πρός αυτήν.
Αύριον, ημέρα Σάββατον και περί τας 9 την νύκτα, θα έλθω υπό τα παράθυρά Σου και θα Σου ψάλλω το πάθος μου. Γιά αποφύγουμε κάθε παρεξήγηση, το συμβολικόν άσμα της αναγνωρίσεώς μας, θα είναι το Τροπάριον : «Τα πάθη τα σεπτά » ή έτερον μάθημα εις ήχον « Νεχέανες ».
Παρακαλώ Σε όμως, φρόντισε όπως περισπάσης κάπου αλ-λού, την προσοχήν της σεπτής Μητρός Σου, διά να μην ανοίξη το βοθρώδες στόμα της, και με την αχρειότητα που την διακρίνει, με εξευτελίση υβρίζοντάς με, « εν πυρίναις γλώσσες, καθώς ο Θεηγόρος Λουκάς απεφθέγξατο ».
Χαίρε « ευλογημένη Σύ εν γυναιξί ».
Χαίρε παρθενίας αγλάισμα.
Χαίρε πάνσεμνε.
« Μη απώσης με, μηδέ βδελύξης με ».
« Σός ειμί εγώ, και σώσον με ».

Υπογραφή : ΑΔΑΜ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΟΠΟΥΛΟΣ

Έγραψα και υπέγραψα λοιπόν το γράμμα μου, οπότε μου ήλθε η ιδέα να το μυρώσω. Μιά και δυό λοιπόν, πηγαίνω εις τον μπαρμπέρη μου, εις τον οποίον « ειρήσθω εν παρό-δω », οφείλω έν αρκετά σεβαστόν χρέος.
Βρέ Επαμεινώνδα του λέγω, δος μοι μίαν μυρωδίαν, προκειμένου να μυρώσω τούτο το γράμμα. Εκείνος όμως με κοιτάζει καλά - καλά, και μου απαντά βλοσυρός: « Διάλυσον το χρέος ». Απελπίστηκα. Βρέ αδελφέ, θα στό πληρώσω το χρέος μου. Στάξε σε παρακαλώ, μερικές σταγόνες μυρωδιάς σέ τούτο το γράμμα. Τελικώς, για να μην τα πολυλογούμε, άλειψα με μυρωδιές το γράμμα και το έστειλα. Tώρα όμως αρχίζει η τρομερά μου δοκιμασία. Άραγε τι συνέπειες θα είχε το γράμμα μου ;
« Εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους, όλην την ημέραν σκυθρωπάζων, επορευόμην ». « Όταν εξηγέρθην », η ιδία σκέψις βασάνιζε το μυαλό μου. Και ιδού ! Η προσδιορισθείσα ώρα, « επεφάνη ».« Λαβών » την κιθάρα μου, επορεύθην με αγωνία « ως πρόβατον επί σφαγήν », προς την οικίαν της Θεάς μου.
Φθάνω. Η περιοχή είναι σκοτεινή, ότι « η νύξ προέκοψεν » μυστηριώδης. « Ότι νύξ μοι υπάρχει, ζοφώδης τε και ασέληνος ». Ευρίσκω εις την κιθάρα μου τον τόνο και αρχίζω να ψάλλω το Τροπάριον : « Τα πάθη τα σεπτά ». Περιμένω! Περιμένω! Τίποτα. Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις που λέει και ο λαός.
Εις την γωνίαν όμως του δρόμου, διακρίνω κάτι. Βλέπω 4 σκιές. Όταν πλησίασαν, τους ανεγνώρισα. Ήσαν οι 4 αντερασταί μου. Με είδαν κι’ εκείνοι και ήλθαν κοντά μου.
Βρέ Αδάμ μου λέγουν, πάλι εδώ είσαι ; Αμ’ δέν πρόκειται να σ’ αφήσουμε να φας αυτό το μήλο. Είπαν κι’ άλλα να μην τα πολυλογώ. Πολλά εις βάρος μου. Του κόσμου τις ειρωνείες και τους χλευασμούς . « Επ’ εμέ, εμεγαλορρημόνησαν ».
Εν τω μεταξύ, από την πλευράν της οικίας, καμία κίνησις. Αγνοώντας τους, ξαναείπα εις τον εαυτόν μου, ότι έπρεπε να προχωρήσω εις τα συνθηματικά, ψάλλοντας ένα μάθημα εις ήχον « Νεχέανες ». Και αμέσως, με την βοήθειαν της κιθάρας μου, ψάλλω και έν τοιούτον, και περιμένω .
Περιμένω ! Μπα. Τίποτα.
Ξαναείπα πάλι από μέσα μου. Μήπως δεν ηκούσθησαν καλά τα μαθήματα που έψαλλα, λόγω ελλείψεως « συνηχητικής γραμμής »;
Ψάλλω εκ νέου το τροπάριον : « Τα πάθη τα σεπτά », τονίζων ιδιαιτέρως ταύτην. Μα, « Ώ ! του θαύματος ».
Το παράθυρον ανοίγει. Τότε, « Αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν οι εχθροί μου. Αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα, διά τάχους ». Αρχίζω να ενθαρρύνομαι. Προσπαθώ να την διακρίνω μέσα εις το σκότος. Μα, βέβαια. Αυτή είναι ! Μάλιστα ! Εμφανίζεται εις το παράθυρον. Αγάλλεται η ψυχή μου.
« Εσημειώθη εφ’ ημάς το φως του προσώπου Σου ».
« Έδωκας ευφροσύνην εις την καρδίαν μου ».
Δέν είχα προλάβει να τελειώσω τη φράση μου, και, ΠΛΑΤΣ, ένας κουβάς νερό, έρχεται επάνω μου.
« Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι ».
ΠΛΑΤΣ , δεύτερος κουβάς, αμφιβόλου όμως καθαριότητος, με περιλούει. « Ερρύπανάς μου την κεφαλήν » ξαναφωνάζω.
Την ιδίαν όμως στιγμήν, δύο απαίσιοι μαγκουροφόροι, ορμούν και με πιάνουν στο ξύλο.
ΏΧ ! ΆΧ ! Άχ ! Ώχ ! Ω ! Ποία βαρβαρότης ! ΆΧ ! Που σε πονεί, και που σε σφάζει ! Αφού με έκαναν τουλούμι στο ξύλο, με παράτησαν επιτέλους επάνω στο δρόμο, σφαδάζοντας από τους πόνους.
Βογγώντας, κατάφερα ύστερα από μεγάλη προσπάθεια να σηκωθώ, και να σταθώ στα πόδια μου, όρθιος.
Αισθανόμουν ντροπιασμένος πολύ και το σώμα μου ήταν διαλυμένο. Πονούσα παντού και εκτός από το αίμα που έτρεχε από τη μύτη και το κεφάλι μου, δεν έβλεπα και καλά, διότι και τα δύο μου μάτια, ήταν πρησμένα. Ψευτοξεσκόνισα τα ρούχα μου, έριξα περίλυπος ένα βλέμμα προς το παράθυρο της καλής μου, αναστέναξα, και πήρα το δρόμο της επιστροφής, ενώ στό μυαλό μου, στριφογυρνούσαν όλως περιέργως, τα μαθήματα :
« Ράβδον Δυνάμεως » και « Η ράβδος και η βακτηρία σου ».

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 23 Μαρ 2009, 11:17:35

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΓΙΑ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ

Γελάει καλύτερα όποιος έχει καλύτερα δόντια.

Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν δεν πεινούσαν.

Όπου λαλούν πολλά κοκόρια δεν μπορείς να κοιμηθείς.

Κύλησε ο τέντζερης και χύθηκε η σούπα.

Δώσε αέρα στον χωριάτη όταν κάνει καταδύσεις.

Στου κουν - φού την πόρτα υπάρχει μία τρύπα από κλωτσιά.

Όποιος βαριέται να ζυμώσει παίρνει έτοιμο ψωμί.

Όποιος βιάζεται φτάνει γρηγορότερα.

Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς.

Από την πόλη έρχομαι και πάω στο χωριό.

Όποιος δεν έχει μυαλό, είναι άμυαλος.

Ένα μήλο την ημέρα δεν μπορεί να σε χορτάσει.

Όπου ακούς πολλά κεράσια, εκεί υπάρχει κερασιά.

Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι και γοβάκι.

Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, πάνε τα λεφτά των συνταξιούχων.

Κάλλιο πέντε και στο χέρι, από το να σου βάζουν χέρι.

Όσα δεν φτάνει η αλεπού δεν τα φτάνει κι η νυφίτσα.

Το καλό το παλληκάρι βοηθάει την μαμά του.

Δουλειά δεν είχε ο διάολος και γράφτηκε στον Ο.Α.Ε.Δ.

Η γριά κότα θα ψοφήσει όπου νά' ναι.

Ο γέρος ή από πέσιμο θα πάει ή από Θηβών.

Κάνε το καλό και δώσε το σε μένα.

Η πολλή δουλειά απαιτεί υπερωρίες.

Όποιος νυχτοπερπατεί κοιμάται ξημερώματα.

Γύρο - γύρο όλοι, εγώ προτιμώ μπιφτέκι.

Το έξυπνο πουλί διαβάζει Ιλιάδα απ' το πρωτότυπο.

Το ψάρι βρωμάει αν μείνει εκτός ψυγείου.

Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις παραμύθια.

Στερνή μου γνώση επιτέλους ήρθες.

Έλα μπάρμπα μου να σου δείξω το INTERNET.

Μπρος γκρεμός και πίσω δρόμος.

Η αρχή είναι το ήμισυ του αρχιμανδρίτη.

Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη βρίσκει.

Φύλαγε τα ρούχα σου βάζοντας ναφθαλίνη.

Μάρτυς γδάρτης, θα σε στείλει φυλακή.

Πήγε για μαλλί (της γριάς) και βγήκε με ποπ - κορν.

Ή στραβός είναι ο γιαλός ή ίσιος.

Κάποιο λάκκο έχει ο δρόμος.

Κάν’ τα μέσα Πολυχρόνη, γιατί δεν μπορώ να καθαρίζω άλλο.

Κι αν είσαι και παπάς μάλλον στον Παράδεισο θα πας.

Μάτια που δεν βλέπονται χρειάζονται επειγόντως λίφτινγκ.

Όταν λείπει η γάτα έχεις οικονομία στα friskies.

Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα ας τρώει καλαμπόκι.

Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κοκόρι.
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 23 Μαρ 2009, 11:48:49

ΕΑΝ ΓΙΝΟΤΑΝ Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο Κύριος φανερώθηκε στον Νώε και του είπε: Σε ένα χρόνο θα ρίξω βροχή και θα σκεπάσω ολόκληρη τη Γη με νερό και θα καταστρέψω τα πάντα. Αλλά θέλω εσύ να σώσεις τους δίκαιους και ευσεβείς ανθρώπους και δύο ζώα από κάθε είδος που υπάρχει στη Γη. Σε προστάζω να χτίσεις μία Κιβωτό.
Και ο Θεός παραδίδει στον Νώε τα σχέδια για την Κιβωτό.
Με φόβο Κυρίου ο Νώε παίρνει τα σχέδια και συμφωνεί να φτιάξει την Κιβωτό. Θυμήσου, είπε ο Κύριος, Πρέπει να έχεις τελειώσει την Κιβωτό και να έχεις μαζέψει όλα τα ζώα σε ένα χρόνο. Ένα χρόνο αργότερα, αρχίζει να σχηματίζεται μια καταιγίδα και όλες οι θάλασσες της Γης έχουν φουρτούνα. Ο Θεός κοιτάει τι γίνεται και βλέπει τον Νώε να κάθεται στην αυλή του και να κλαίει. Νώε! Ανακράζει, Που είναι η Κιβωτός;
Συγχώρησε με Κύριε, παρακαλά ο Νώε, έκανα ότι μπορούσα αλλά αντιμετώπισα μεγάλα προβλήματα. Πρώτα-πρώτα έπρεπε αν πάρω άδεια για την κατασκευή και τα σχέδια που μου έδωσες δε συμφωνούσαν με τον ισχύοντα κανονισμό. Χρειάστηκε να προσλάβω ναυπηγό και να ξαναγίνουν τα σχέδια από την αρχή.
Μετά βρέθηκα σε διαμάχη με το Λιμενικό για το αν χρειαζόταν η Κιβωτός σύστημα πυρασφάλειας, βάρκες και σωσίβια. Μετά μου έκανε καταγγελία ο γείτονας μου, γιατί παραβίαζα λέει τα όρια δόμησης χτίζοντας την Κιβωτό στην αυλή μου, και έτσι χρειάστηκα άδεια και από την Πολεοδομία. Είχα πρόβλημα και να βρω ξύλα για την Κιβωτό γιατί υπήρχε απαγόρευση υλοτόμησης για την προστασία της Πιτσιλωτής Κουκουβάγιας. Τελικά κατάφερα να πείσω την Υπηρεσία Προστασίας Δασών πως χρειαζόμουν το ξύλο για να σώσω τις κουκουβάγιες. Αλλά όμως ο Οργανισμός Προστασίας Ζώων δεν με άφηνε να πιάσω κουκουβάγιες. Και έτσι δεν έχουμε κουκουβάγιες. Μετά οι ξυλουργοί κατέβηκαν σε απεργία, αλλά κατάφερα να έρθω σε συμφωνία με το σύλλογο τους. Τώρα έχω 16 ξυλουργούς να δουλεύουν στην Κιβωτό, αλλά δεν έχω κουκουβάγιες. Όταν άρχισα να μαζεύω τα υπόλοιπα ζώα, μου έκανε μήνυση μία ομάδα ακτιβιστών, γιατί θα έπαιρνα μόνο δύο από κάθε είδος. Όταν ξεμπέρδεψα με αυτή τη μήνυση με ενημέρωσαν από το ΥΠΕΧΩΔΕ ότι δεν γινόταν να συνεχιστούν οι εργασίες αν δεν κάνω δήλωση για την επίδραση στο περιβάλλον του σχεδιαζόμενου κατακλυσμού. Δεν τους αρέσει η ιδέα ότι δεν έχουν αρμοδιότητα στις αποφάσεις του Δημιουργού του Σύμπαντος.
Μετά οι τοπογράφοι τους Στρατού απαίτησαν χάρτη της προτεινόμενης ροής των υδάτων του κατακλυσμού. Εγώ τους έστειλα μία υδρόγειο. Αυτές τις μέρες προσπαθώ να λύσω ένα ζήτημα με την Επιτροπή Ισότητας, που λένε ότι κάνω διακρίσεις επειδή δεν θα πάρω ανθρώπους που δεν πιστεύουν σε Εσένα, Κύριε. Μου έστειλαν και αυτή την ειδοποίηση με δικαστικό επιμελητή ότι οφείλω φόρο και πρόστιμο γιατί δεν δήλωσα την Κιβωτό ως σκάφος αναψυχής. Τώρα η εφορία έχει παγώσει τις καταθέσεις μου γιατί πιστεύουν ότι φτιάχνω την Κιβωτό για να φύγω από την χώρα για να μην πληρώσω φόρους. Και ακόμη δεν έχει αποφασίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας αν ο Κατακλυσμός είναι αντισυνταγματικός, αφού πρόκειται για θρησκευτική πράξη.
Πραγματικά, δεν υπάρχει περίπτωση να τελειώσω για τουλάχιστον 5 - 6 χρόνια. Και τότε άρχισε να καθαρίζει ο ουρανός, να λάμπει ο ήλιος και να ηρεμούν οι θάλασσες. Το ουράνιο τόξο στόλισε τον ορίζοντα. Ο Νώε κοίταξε τον Θεό με ελπίδα. Κύριε, αυτό σημαίνει ότι δεν θα καταστρέψεις τη Γη;
Και απάντησε ο Θεός, Μπα, δε βαριέσαι. Ας το κάνει η κυβέρνηση.
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 23 Μαρ 2009, 11:56:59

Π Ε Ρ Ι Ι Α Τ Ρ Ι Κ Η Σ


Διαβάζοντας τα νέα σύγχρονα συστήματα περιθάλ-ψεως ορισμένων νέων Ιατρικών Κέντρων του Λεκανοπεδίου και ενθυμούμενος την περιπέτεια του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας μας κ. Καραμανλή, ο οποίος τα-λαιπωρήθηκε αρκετά τότε με την κήλη του, απoφάσισα κι’ εγώ, να πάω σ’ ένα απ’ αυτά Κέντρα, να αφαιρέσω και την δική μου, η οποία τώρα τελευταία με έχει σφίξει πολύ.
Έτρεξα λοιπόν σ’ ένα κοντινό και παρουσιάστηκα στη Ρεσεπσιόν.
Τι επιθυμείτε, με ρώτησε ευγενέστατα μια πανέμορφη υπάλληλος.
Θέλω να χειρουργηθώ, της απήντησα θαυμάζοντας τα εκφραστικά της μάτια.
Για τί ακριβώς πρόκειται; Με ξαναρώτησε. Αισθάνθηκα σαν χαμένος. Πώς να της πώ τι ήθελα ;
Ντροπιασμένος και με κατεβασμένο το κεφάλι, της εξήγησα ότι επρόκειτο για την κήλη μου.
Μου χαμογέλασε καθησυχαστικά, και μου υπέδειξε να πάω στο Ισόγειο.
Εκεί είναι οι γιατροί ή το χειρουργείο, ρώτησα.
Όχι, μου απήντησε με ένα φλογερό βλέμμα. Εκεί είναι το Λογιστήριο.
Πήγα λοιπόν και στήθηκα στη σειρά. Όταν ήλθε η σειρά μου, κάποιος υπάλληλος με κύτταξε και μου είπε χαμογελαστός :
« Για να δούμε εσείς τι έχετε ».
Άρχισα να ξεκουμπώνω το παντελόνι μου, ενώ παρατήρησα ότι ο υπάλληλος, άρχισε να χάνει το χαμόγελό του.
Τί κάνετε εκεί κύριε ; μου είπε.
Γδύνομαι για να μ’ εξετάσετε. Ξέρετε, υποφέρω από την κήλη μου, του είπα.
Εκείνος χάνοντας εντελώς την ψυχραιμία του, μου φώναξε :
« Εμένα δεν με ενδιαφέρει η κήλη σας. Τα χαρτιά σας θέλω να δώ » .
Ντροπιασμένος για δεύτερη φορά, κουμπώθηκα και του έδωσα τα χαρτιά μου. Τα κύτταξε βλοσυρός και απεφάνθη :
« Πρέπει να πάτε σε Κλινική του ΙΚΑ ».
Τον ρώτησα εάν έχει να μου υποδείξει καμία με καλούς γιατρούς.
Τελικά με έστειλε κάπου και βρίσκοντας εκεί την προϊσταμένη υπηρεσίας, ανέφερα την πάθησή μου.
« Άχου, έκανε φανερά στεναχωρημένη, δυστυχώς αυτή τη στιγμή, λείπει ο Χειρούργος. Θέλετε να σας εξετάσει ο Οφθαλμίατρος ; Γιατρός είναι κι’ αυτός και μάλιστα πολύ καλός .
Τι λέτε » ; Ρώτησε με την αγωνία στα μάτια.
Τι να κάνω ; Δέχτηκα.
Ψάξαμε για τον Οφθαλμίατρο, αλλά εκείνη τη στιγμή, εξέταζε μια επείγουσα περίπτωση αμυγδαλίτιδος.
Τελικά, να μην τα πολυλογούμε, βρέθηκε ο γυναικολόγος πρόθυμος να μ’ εξετάσει. Με κύτταξε προσεκτικά και με εντολή του ετοιμάστηκα για το Χειρουργείο. Σήμερα με πήραν οι τραυματιοφορείς, με πήγαν στο Χειρουργείο και με ξάπλωσαν πάνω στο χειρουργικό τραπέζι.
Δεν θα με κοιμήσετε ; Ρώτησα τους νεαρούς γιατρούς που έσκυψαν από πάνω μου.
Ένας όμως απ’ αυτούς, μου φώναξε έξω φρενών :
« Εάν θέλετε να κοιμηθήτε Κύριε, έπρεπε να πάτε σε ξενοδοχείο ».
Εν τω μεταξύ, οι υπόλοιποι γιατροί συζητούσαν σκυμμένοι επάνω μου.
Εδώ είναι η κήλη ; Ρώτησε ένας.
Εδώ είναι ο στόμαχος, είπε ένας άλλος.
Εκεί είναι η σπλήνα, πέταξε ένας τρίτος.
Πάντα αμελέτητος Κύριε συνάδελφε, του πέταξε ένας άλλος. Εκεί είναι το συκώτι και όχι η σπλήνα.
Βρε παιδιά, είπε ένας άλλος, εάν εκεί είναι το συκώτι, τότε που είναι τα νεφρά ; Εγώ νομίζω ότι το συκώτι, είναι πιό αριστερά.
Τελικά, με χειρούργησαν. Μόνο που αντί για την κήλη, μου αφαίρεσαν την σκωληκοειδή μου απόφυση.
Φυσικά, έβαλα τις φωνές και άρχισα να φοβερίζω Θεούς και Δαίμονες.
Κάποιος κύριος που παρακολουθούσε σοβαρός όλη την διαδικασία, μου μίλησε παρηγορητικά και ευτυχώς με καθησύχασε.
« Η εγχείρησή σας, πέτυχε απόλυτα, μου είπε. Μη φοβάστε ».
Τον ευχαρίστησα συγκινημένος για το ενδιαφέρον του, και τον ρώτησα : « Είστε και σεις γιατρός » ;
Χαμογέλασε συγκαταβατικά και μου είπε κτυπώντας μου φιλικά τον ώμο μου : « Όχι. Εγώ είμαι Ιατροδικαστής ».

Και άρχισε αμέσως την νεκροψία μου.


ΕΝΑΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΤΟΥ ΙΚΑ
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 23 Μαρ 2009, 11:58:27

ΠΕΡΙ ΛΥΚΩΝ

Πώς λέγονται οι τεμπέληδες λύκοι;
Αραλίκι!
Οι λύκοι που πουλάνε τσαμπουκά;
Νταϊλίκι!
Οι λύκοι που είναι πρόεδροι;
Προεδριλίκι!
Οι λύκοι που είναι και πολύ μουράτοι;
Χαϊλίκι!
Oι λύκοι που ζητάνε λεφτά;
Χαρτζιλίκι!
Oι λύκοι ραλίστες;
Παντιλίκι!
Οι λύκοι που κάνουν αγγαρεία;
Χαμαλίκι!

ΛΥΚΩΝ.doc
(19.5 KiB) Έχει μεταφορτωθεί 300 φορές
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 23 Μαρ 2009, 12:01:35

ΤΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΑΥΤΑ ;;;

1. Η φράση «έφαγε χυλόπιτα» προέρχεται από το παρασκεύασμα χυλού που έδιναν παλιά οι ψευτογιατροί για τον περιορισμό του καημού των ερωτευμένων !
2. Η φράση « του πήρε τον αέρα» προέρχεται από την αρχαιότητα και την εκμετάλλευση του ανέμου κατά τις ναυμαχίες έναντι του εχθρού !
3. Η γνωστή συνοικία των Αθηνών ονομάστηκε « Κολωνάκι» από ένα κολωνάκι που ήταν εκεί για παλούκωμα όπως συνηθιζόταν κατά την Τουρκοκρατία!
4. Στον γνωστό άθλο του Ηρακλή τα γνωστά «χρυσά μήλα των εσπερίδων» ήταν... πορτοκάλια!
5. Η ακριβής εξήγηση της φράσης «Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα» δεν έχει σχέση με κανέλλα ή άλλα καρυκεύματα αφού σημαίνει «Έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή»!
6. Όταν δίνουμε σε κάποιον «πουρμπουάρ» η ακριβής του ερμηνεία είναι ότιτου προσφέρουμε χρήματα για να πιει κάτι δηλαδή τον κερνάμε ένα ποτό. Ενώ το T.I.P. σημαίνει " To Improve Performance", για βελτίωση απόδοσης, και δινόταν πάντα πριν από τις υπηρεσίες του υπαλλήλου.
7. Οι οδηγοί των πρώτων αυτοκινήτων ατμού ονομάστηκαν «σοφέρ» δηλαδή «θερμαστές» γιατί ζέσταιναν το νερό της μηχανής πριν ξεκινήσουν!
8. Η γνωστή συνοικία Πατήσια ονομάστηκε έτσι από την αντίστοιχη Τούρκικη λέξη που σημαίνει : τα κεκτημένα αγροκτήματα!
9. Όταν λέμε σε κάποιον «Αντίο» του λέμε κυριολεκτικά σύμφωνα με την αντίστοιχη Ισπανική φράση ότι «θα τα πούμε στον άλλο κόσμο» δηλ πρόκειται για .. αποχωρισμό!
10. Τα στοιχεία του πληκτρολογίου της γραφομηχανής (έως σήμερα Η. Υ.) τοποθετήθηκαν μπερδεμένα από τον Christopher Latham το 1868 για να μπερδεύει τις γραμματείς και να μην μπλοκάρουν από την ταχύτητά τους τις μηχανές!
11. Η βέρα φοριέται στο τέταρτο δάχτυλο- παράμεσο γιατί τον παράμεσο διασχίζουν φλέβες που συνδέονται με την καρδιά !
12. Το 1630 ο Γάλλος Καρδινάλιος Ρισελιέ διέταξε τα μαχαίρια του φαγητού να έχουν στρογγυλεμένες άκρες για να πάψουν επιτέλους οι καλεσμένοι του να καθαρίζουν τα δόντια τους με αυτά !
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 23 Μαρ 2009, 12:05:57

ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑΤΑ - ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1) Τηλεγράφημα του Προέδρου μιάς Κυπριακής Κοινότητος, προς το Υπουργείον Εσωτερικών

Εξοχώτατε Κε Υπουργέ

Εμείς χωρίον Κατοράχη, πηγάδιν ανοίξαμεν, νεράκιν ηρεύαμεν, αλλά φωτίαν εβγάλαμεν. Όλον χωρίον υπογραφές.

Πρόεδρο Καρασάββας

Υ.Γ. Κι άμα δεν πιστεύει, έλα ιδεί μάθκια σου. Γαϊδούρι περιμένει σταθμό.


2) Τηλεγράφημα Αστυνομικού Σταθμάρχου, προς την Μοιραρχίαν Μεσολογγίου

Περί ληστών ών εστάλην περί καταδίωξις, εννοησάμην αυτούς και δριμέως τρεξάντων, εγώ εκυνηγησάμην αυτούς, επί ράχεως της Γαϊδάρας, όπερ ευρών χάνδακα, ου δινηθύνε συλλήψε αυτούς.

Αστυνομικός Σταθμάρχης
Κ…… Μ………


3) Α Ν Α Φ Ο Ρ Α

Λοχίου Τσιλιμπουρδάκη Ιωάννου προς το επί των Στρατιωτικών Υπουργείον Ελλάδος

Κε Υπουργέ

Λαμπεζούσης ούσης της Σελήνης και του φωτός αντανακλώντος επί του νερού των υδάτων, υπάγας εις την παληά βρυσούλαν ίτις μπίτ σταλιά νερό δεν έχει, ίνα συλλήψω τον ληστοφυγόδικον Μήτρον Γεωργίου του Καραμητσίου, όστις με ηπείλησε, πόσο μάλλον εγγύς, βοώντος εγώ και κραόντας και λέγοντας « στάσου παληοκερατά », τω δε γενναίωντι Ληστάρχω αντιβοώντος και λέ-γοντος αντικραυγάζοντος το « άει να χαθείς » κύριε Υπουργέ, εν παρενθέσει παρακαλώ διά τούτο, επειδή αγαπάς τους καλούς στρατιώτας, να μοί αποπέμψης μεγάλην και αρκετήν στρατιωτικήν δύναμιν και όπως τρέμουν όλοι, εις την διαταγήν μου και μένω.

Ευπειθέστατος Αποσπασματάρχης
ΤΣΙΛΙΜΠΟΥΡΔΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Λοχίας 1ου Ευζωνικού Συντάγματος
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 23 Μαρ 2009, 12:17:03

0 ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
________________________________________
1. "Άγραφα" - "Είναι απ' τα άγραφα" - " Αυτό είναι..."

2. "Άι στον κόρακα" - "Πήγαινε στον κόρακα" - "Να σώσει το πετσί του".

3. "Άστον να κουρεύεται" - "Άιντε να κουρεύεσαι".

4. "Αυτός θέλει ξύλο με βρεγμένη σανίδα" ή "Θα στις βρέξω".

5. "Του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι"

6. "Μ' έπιασε κότσο" - "Έκανε κότσο τα μαλλιά της".

7. Ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη"

8. "Ο μήνας έχει εννιά".

9. " Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του".

10. "Τα βρήκε μπαστούνια"

11. "Τα έκαναν πλακάκια"

12. "Η φτήνια τρώει τον παρά"

13. "Θα γίνω χαλί να με πατήσεις"

________________________________________
________________________________________
1. "Άγραφα" - "Είναι απ' τα άγραφα" - " Αυτό είναι..."
Σε μερικές περιπτώσεις λέμε: "Αυτό που μου συνέβη είναι από τα άγραφα" ή "αυτό που μου λες είναι από τα άγραφα", δηλαδή κάτι απίθανο, καταπληκτικό, απίστευτο. Η φράση αυτή προήλθε όπως φαίνεται από "τα άγραφα" εκκλησιαστικά κείμενα, που όπως και τα "απόκρυφα", δεν περιλαμβάνονται στα "κανονικά" Ευαγγέλια και στα λοιπά εκκλησιαστικά κείμενα, που περιγράφουν τη ζωή και το έργο και αυτά που είπε ο Ιησούς. Μερικοί λένε ότι προέρχεται από τα βουνά της Ευρυτανίας "τα Άγραφα". Όμως δεν είναι σωστό. Τα βουνά αυτά πήραν το όνομα "Άγραφα" από το γεγονός ότι οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να υποδουλώσουν την περιοχή και δεν την περιέλαβαν στα φορολογικά τους βιβλία, σε αντίθεση με τα Γραμμένα των Ιωαννίνων.
________________________________________
2. "Άι στον κόρακα" - "Πήγαινε στον κόρακα" - "Να σώσει το πετσί του"
Η φράση αυτή, που είναι μετάφραση της αρχαίας «ές κόρακας», έχει αρκετές εκδοχές προέλευσης. Οι Βυζαντινοί την έλεγαν μονολεκτικά «Κόραξι» (στους κόρακες) κι εμείς «άι στον κόρακα».
‘Οταν πρόκειται για κατάρα, «φεϋγ’ ές κόρακας», «πήγαινε στον κόρακα. Πολλές οι γνώμες για την προέλευση της φράσης. Ο Θεός χρησμοδότησε τους Βοιωτούς, να κατοικήσουν εκεί που θα βλέπανε λευκά κοράκια. Βλέποντας κοντά στον Παγασητικό να πετάνε άσπρα κοράκια, που, όμως, τα είχαν βάψει τα παιδιά με γύψο, εγκαταστάθηκαν εκεί και έχτισαν το χωριό «Κόρακας». Ύστερα οι Αιολείς τούς έβγαλαν από κει και έστελναν στο μέρος αυτό τους εξόριστους και τους καταδικαζόμενους με κακουργήματα.
‘Οταν έπεφτε λοιμός, οι άνθρωποι κυνηγούσαν τα κοράκια, που τα εξάγνιζαν και τα άφηναν να πετάξουν, λέγοντας στο λοιμό «φεϋγ’ ές κόρακας».
Αλλά και ο Αίσωπος έφτιαξε ένα μύθο με μια καρακάξα ή καλιακούδα (κολοιόν) που αρπάχτηκε με κοράκια, αλλά αυτά τον νικήσανε και γύρισε στους συντρόφους του, οι οποίοι τον έδιωξαν, λέγοντάς του: «φεύγ’ ές κόρακας».
‘Αλλη εκδοχή είναι αυτή, που σημαίνει κάτι ανάλογο με το σημερινό «γκρεμίσου», επειδή τα κοράκια ζουν σε απόκρημνα βράχια. Άλλοι, ότι το «ές κόρακας" προήλθε από τον Κόρακα, γιο της Νύμφης Αρεθούσας από την Ιθάκη, ο οποίος κυνηγώντας, γκρεμίστηκε από ένα φοβερό βράχο.
‘Αλλοι πάλι, που λένε τη φράση αυτή, εννοούν, ότι ο καταραμένος μένει άταφος και γίνεται έτσι τροφή για τα κοράκια.
Ο Αριστοφάνης, μάλιστα, σατιρίζοντας την ανταμοιβή των Αθηναίων στους δούλους εκείνους, που έλαβαν μέρος στη ναυμαχία των Αργινουσών, δίνοντάς τους την ελευθερία, γράφει στην αρχή των «Βατράχων» του ένα χαριτωμένο λόγο μεταξύ του Θεού Διόνυσου και του δούλου του Ξανθία:
«Δ: Άκου εκεί αυθάδεια και τεμπελιά. Εγώ ο Διόνυσος, του Σταμνίου ο γιος, να πηγαίνω πεζός και να κατακόβομαι και να έχω τούτον καβάλα, για να μην ταλαιπωρείται και να μη σηκώνει βάρος!
Ξ: Δε σηκώνω βάρος εγώ;
Δ: Πώς σηκώνεις, αφού πας καβάλα; (Ο Ξ. είναι φορτωμένος με ένα σακούλι στον ώμο).
Ξ: Τούτο δώ δεν το σηκώνω;
Δ: Με ποιον τρόπο;
Ξ: Με μεγάλο κόπο.
Δ: Αλλά το βάρος τούτο, που σηκώνεις εσύ, δεν το σηκώνει ο γάιδαρος;
Ξ: ‘Οχι βέβαια, τούτο, που έχω εγώ και το σηκώνω στον ώμο μου, μα το Δία, όχι.
Δ: Και πώς το σηκώνεις εσύ, αφού σηκώνει εσένα;
Ξ: Δεν ξέρω, μονάχα πως τσακίστηκε ο ώμος μου.
Δ: Αφού λες, λοιπόν, ότι το γαϊδούρι σε τίποτα δε σ’ ωφελεί, κατέβα και φορτώσου εσύ το γάιδαρο να τον πηγαίνεις.
Ξ: Αλί μου, ο κακορίζικος• γιατί να μη λάβω κι εγώ μέρος στη ναυμαχία; Θα σ’ άφηνα να ξεφωνίζεις όσο θέλεις».
Ξ: Όχι, μα τον Δία, γιατί έτυχε να μου πονάν τα μάτια.
ΧΑΡΩΝ: Ποιος έρχεται σε τόπο αναπαύσεως, μακριά απ’ τις πίκρες και τα βάσανα του κόσμου, της Λήθης την πεδιάδα, στην Ονοκούρα, στους Κερβερίους, στον Κόρακα, στον Ταίναρο.
Δ:Εγώ.
Χ: Έμπα γρήγορα μέσα.
Δ: Λες να μας πας αλήθεια στον Κόρακα;
Χ: Ναι, μα το Δία, εσένα δηλαδή. Μείνε, λοιπόν.
Δ: ‘Ελα, παιδί μου.
Χ: Το δούλο δεν τον παίρνω, εκτός αν έλαβε μέρος στη ναυμαχία για το πετσί του.
Ξ: Όχι, μα το Δία, γιατί έτυχε να μου πονάν τα μάτια»...
Την ίδια φράση «άι στον κόρακα» τη συναντάμε και σε άλλους λαούς. Οι Γάλλοι π.χ. λένε «Ω κορμπώ». Και η εξήγησή της: «να σε φάνε τα όρνια» (να πεθάνεις), έτσι να σε βρουν άταφο στους δρόμους. Η αταφία, μάλιστα, για τους αρχαίους ήταν η μεταθανάτια ατίμωση, όπως είδαμε και στον Αριστοφάνη και αλλού.
________________________________________
3. "Άστον να κουρεύεται" - "Άιντε να κουρεύεσαι".
Στα Βυζαντινά χρόνια ήταν συνηθισμένο το θέαμα της διαπόμπευσης. Οι Βυζαντινοί το είχαν ένα από τα πρώτα τους θεάματα να πηγαίνουν στις πλατείες και στους δρόμους, για να παρακολουθήσουν μια διαπόμπευση. Οι τιμωρούμενοι ήταν οι κλέφτες, οι δειλοί, οι μεθυσμένοι, οι αντάρτες, αλλά πολλές φορές και εξέχοντα πρόσωπα. Η πρώτη δουλειά ήταν να κουρέψουν αυτόν που επρόκειτο να διαπομπευτεί. Ήταν μεγάλη προσβολή τότε να κουρέψεις κάποιον, έτσι όπως στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, ήταν βρισιά να απειλήσεις κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι. Είναι εύκολο λοιπόν τώρα να εξηγήσουμε τις φράσεις: "άστον να κουρεύεται" και "άντε να κουρεύεσαι", που σύμφωνα με τη λαϊκή ορολογία είναι τόσο "σκάρτος", ώστε του αξίζει να κουρευτεί. Καμιά φορά ακούμε και τη λέξη: "κουρέματά σου". Το ρήμα "κουρεύω" στους Βυζαντινούς σήμαινε: "κουράζω". Είναι δε συνηθισμένη η φράση: "τον τάδε εκούρασαν μοναχόν". Επειδή λοιπόν, για τον καταδικαζόμενο στη διαπόμπευση και "κουράν", το γεγονός δημιουργούσε ένα ψυχικό και σωματικό κάματο, γιατί πολλές φορές τον χτυπούσαν κιόλας, έμεινε στα χρόνια το "κουράζω", σαν συνώνυμο με το "καταπονώ".
________________________________________
4. "Αυτός θέλει ξύλο με βρεγμένη σανίδα" ή "Θα στις βρέξω".
Είναι συνηθισμένη η φράση που ακούμε από μικρή ηλικία: "Κάτσε ήσυχα, γιατί θα στις βρέξω" μας λέει η μητέρα μας απειλητικά. Άλλος πάλι λέει: "τους τις έβρεξα για τα καλά", δηλαδή τον ξυλοκόπησα για τα καλά. Θα σου τις βρέξω σημαίνει, ότι θα του καταφέρω χτυπήματα βροχηδόν. Στα παλιά τα χρόνια, όταν κάποιον τον έβαζαν στη φάλαγγα (τρόπος βασανισμού), πριν του χτυπήσουν τα πόδια του με μια βίτσα, του τα έβρεχαν γιατί έτσι θα πονούσε περισσότερο. Γνωστό επίσης είναι ότι στην Αρχαία Ελλάδα, καθώς και στο Βυζάντιο, οι λιποτάκτες, οι δειλοί, οι προδότες, τιμωρούνταν με τη "φάλαγγα". Η φάλαγγα ήταν ένα ξύλινο ικρίωμα, ένα μέτρο ψηλό, που είχε δυο τρύπες στη μέση. Στις τρύπες αυτές περνούσαν γυμνά τα πόδια του τιμωρημένου, ο οποίος βρισκόταν έτσι μισοκρεμασμένος από το πίσω μέρος του ικριώματος. Σε εκείνη τη θέση λοιπόν, όλοι οι συμπατριώτες του - ακόμη και οι πιο στενοί συγγενείς του - ήταν υποχρεωμένοι με ειδικό νόμο, να του δώσουν δεκατρία χτυπήματα, στις γυμνές πατούσες. Πριν όμως τον δείρουν έβρεχαν τις βίτσες τους , κι αυτό γιατί τα χτυπήματα έτσι ήταν πιο οδυνηρά. Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμεινε στα χρόνια μας η φράση: "κάθισε ήσυχα γιατί θα στις βρέξω" ή "αυτός θέλει ξύλο με βρεγμένη σανίδα".
________________________________________
5. "Του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι".
Με τη φράση αυτή εννοούμε ότι κάποιον τον διώχνουμε, τον απολύουμε από τη δουλειά του για διάφορους λόγους. Αυτή η έκφραση ξεκίνησε από ένα παλιό έθιμο, που είχε την πρώτη εφαρμογή του στη Βαβυλωνία. Όταν ο βασιλιάς ήθελε να αντικαταστήσει έναν άρχοντα, είτε γιατί ήταν ανεπαρκής, είτε γιατί με κάποια σφάλματά του είχε πέσει στη δυσμένειά του, του έστελνε ένα ζευγάρι από παλιά παπούτσια με γραμμένο από κάτω το όνομα αυτού που το λάβαινε. Το έθιμο αυτό το πήραν από τους Βαβυλώνιους και οι Βυζαντινοί και το διατήρησαν ως τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας. Σχέση έχει και η άλλη φράση που λέμε: "σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια". Δηλαδή δεν σε υπολογίζω, δε σου δίνω αξία, σημασία, σε αγνοώ.
________________________________________
6. "Μ' έπιασε κότσο" - "Έκανε κότσο τα μαλλιά της".
Ο κότσος είναι ένα είδος χτενίσματος. Στα παλιότερα χρόνια ήταν το κυριότερο γυναικείο χτένισμα. Σήμερα που και που φαίνεται κι αυτό αν το απαιτεί η μόδα. Κόττος είναι η αρχική λέξη που δημιούργησε τον κότσο και σημαίνει το λειρί του κόκορα. Μάλιστα στην επέκτασή του, κόττος είναι ο αλέκτορας [κόκορας] και το θηλυκό του "όρνις" = "όρνιθα", που αργότερα ονομάστηκε κότα! Από αυτόν λοιπόν τον κόττο -το λειρί- βαφτίστηκε και το φουντωτό και φουσκωτό χτένισμα κόττος, που σιγά σιγά με τη φθορά της λέξης έγινε: "κότσος". Οι γυναίκες λοιπόν για να φτιάξουν το κότσο στα μαλλιά τους τον έδεναν με φουρκέτες, με λάστιχα κλπ. Και σήμερα, λέγοντας τη φράση: "μ' έπιασες κότσο" εννοούμε: "με τύλιξες, με ξεγέλασες, με παραπλάνησες" με τις πονηριές σου.
________________________________________
7. Ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη"
Σ’ έναν από τους περίφημους μύθους του Αισώπου διαβάζουμε, πως ένας άσωτος και σπάταλος νέος, αφού έφαγε όλη του την περιουσία, δεν του είχε απομείνει παρά ο καινούριος του χονδρός εξωτερικός μανδύας. Κάποια μέρα, λοιπόν, που τυχαία είδε ένα χελιδόνι να πετάει έξω από το παράθυρό του, φαντάστηκε πως ο χειμώνας είχε περάσει και πως ήρθε πια η άνοιξη. Πούλησε τότε και το μανδύα σαν αχρείαστο. Αλλά το χειμωνιάτικο κρύο είχε άλλη γνώμη και ξαναγύρισε την άλλη μέρα πιο τσουχτερό.
Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη φράση αυτή με τα λόγια: « μία χελιδών έαρ ου ποιεί». Κατά τον Αριστοτέλη: «Το γάρ έαρ ούτε μία χελιδών ποιεί ούτε μία ημέρα». Επίσης, συγγενική είναι η φράση: «Μ’ ένα χελιδόνι, καλοκαίρι δεν κάνει, ούτε μια μέλισσα μέλι» και «μ’ ένα λουλούδι καλοκαίρι δε γίνεται»
________________________________________
8. "Ο μήνας έχει εννιά".
Η επικρατέστερη εκδοχή για τη φράση αυτή είναι η εξής: Στα πρώτα χρόνια του νέου ελληνικού κράτους, ύστερα από την πολύχρονη δουλεία, ο δημόσιοι υπάλληλοι πληρωνόντουσαν κάθε εννιά ημέρες και όχι κάθε μήνα που επικράτησε αργότερα και κάθε δεκαπέντε που πληρώνονται μετά από την κατοχή του 1941. Από αυτήν λοιπόν την αιτία πιστεύεται ότι βγήκε και η φράση: "εννιά έχει ο μήνας". Υπάρχει κι ένα παλιό τραγούδι που λέει: "και ο μήνας έχει εννιά". Δεύτερη εκδοχή: Ίσως να προέρχεται και από την απάντηση που έδωσαν οι Σπαρτιάτες στους Αθηναίους, όταν αυτοί τους ζήτησαν για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες: "Είναι εννέα του μηνός και δεν είναι γιομάτο το φεγγάρι ... (οι θυσίες από το Μιλτιάδη κ.λ.π.)
________________________________________
9. " Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του".
Στο Μεσαίωνα, οι περισσότεροι μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από τις τάξεις τους, παρά να πηγαίνουν στα μαθήματά τους. Οι δάσκαλοι, πάλι, ήταν σωστοί δεσμοφύλακες. Όταν ένας μαθητής δεν ήξερε ν’ απαντήσει σε μια ερώτηση, δενόταν χεροπόδαρα και μεταφερόταν στα υπόγεια του σχολείου, όπου έκανε συντροφιά με τους ποντικούς, που ζούσαν εκεί κάτω. Άλλοτε, πάλι, τον έγδυναν και τον άφηναν ώρες στο κρύο. Στην πρώτη σειρά, ήταν το ξύλο. Με κάτι ειδικές βέργες, ο δάσκαλος έπιανε το παιδί, του έβγαζε τα παπούτσια και το χτυπούσε κάτω από τις πατούσες. Τα απάνθρωπα αυτά μαρτύρια, γινόντουσαν σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης. Στην Αγγλία καταργήθηκαν, μόλις, το δέκατο όγδοο αιώνα. Γι’ αυτό, όμως, και ο κόσμος έμεινε αγράμματος. Τα παιδιά προτιμούσαν να το σκάνε όχι μόνο από τα σχολεία, αλλά και από τα σπίτια τους. Στο τέλος, καταντούσαν αλήτες, κλέφτες και, πολλές φορές, εγκληματίες. Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά, έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα—για να ξαναρχίσουν, πάλι, τέλη Σεπτεμβρίου— κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο, για να φάει το... ξύλο του. Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι τον ένα μήνα, που Θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Απ’ αυτό βγήκε και η φράση: «έφαγε το ξύλο της χρονιάς του», που τη λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως κάποιος τις έφαγε για καλά.
________________________________________
10. "Τα βρήκε μπαστούνια"
Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος - μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος. Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο "Μπάιλος" του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ' αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: "Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο". Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν "μπαστέν" και οι Έλληνες τα έλεγαν "μπαστούνια". Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό "μπαστούνι". Και τα δυο τα βρήκε "μπαστούνια". Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος. Από τότε έμεινε η φράση: τα βρήκε μπαστούνια". Φυσικά δεν έχει σχέση με τα τραπουλόχαρτα. Τη φράση τη λέμε όταν κάποιος συναντάει δυσκολίες -εμπόδια- στη δουλειά του.
________________________________________
11. "Τα έκαναν πλακάκια"
Τη φράση αυτή λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι, δυο άνθρωποι τα είχαν από πριν συμφωνημένα, δηλαδή τα έκαναν έτσι, ώστε να μη φαίνεται τίποτα από εκείνο που τους κατηγορούσαν. Μερικοί θέλουν να υποστηρίζουν ότι η έκφραση προήλθε από τη συμμετρική τοποθέτηση των πλακιδίων των σπιτιών. Είναι όλα τα πλακάκια έτσι τοποθετημένα που δε μένει κανένα κενό! Άλλοι πάλι λένε, πως η έκφραση προήλθε από το παιχνίδι των χαρτιών "πλακάκια". Δυο συμπαίκτες τα κανονίζουν έτσι τα κοψίματα των χαρτιών (στα πλακάκια κόβουν πολλές φορές και όποιος έχει το μεγαλύτερο ή το ίδιο - ανάλογα τη συμφωνία - κερδίζει), ώστε να χάνει πάντα ο τρίτος συμπαίκτης τους.
________________________________________
12. "Η φτήνια τρώει τον παρά"
έΌταν λέμε ότι η φτήνια τρώει τον παρά, εννοούμε πως αν ψωνίσεις κάτι φθηνό, γρήγορα θα χαλάσει και θα το πετάξεις. Μερικοί όμως το έχουν παρεξηγήσει και λένε ότι το φθηνό πράγμα τρώει τον παρά, δηλαδή με λίγα χρήματα μπορείς να αγοράσεις κάτι που άλλοι το πουλάνε ακριβότερα. Η φράση αυτή έμεινε από μια συμβουλή που έδωσε ο ιδρυτής της Εθνικής Τράπεζας Γεώργιος Σταύρος: "Αποτελεί λάθος ότι το εμπόριον είναι να αγοράζετε όσο το δυνατόν πιο ευθηνά και να πωλήτε όσο το δυνατόν πιο ακριβά. Τούτο είναι ορθόν μόνον εις εκτάκτους περιστάσεις. Μόνιμον εμπόριον και τακτικούς πελάτας έχει μόνον εκείνος ο οποίος πωλεί πλέον ευθηνά από όσον άλλος. Τοιουτοτρόπως αποκτά και την φήμην του ευθηνού και δια τούτο του πλέον προτιμούμενου εμπόρου. Οι καιροί είναι και δια πολύ μακρόν χρόνον θα είναι, δύσκολοι και το χρήμα ολίγον. Ο λαός λοιπόν θα δυσκολεύεται να αγοράζη. Ούτω το εμπόριον θα μαραίνεται, αν δεν διευκολύνωμεν τους αγοραστάς με, κατά το δυνατόν, μικράς τιμάς. Αποτελεί δε πειρασμόν η μικρά τιμή δι όσους έχουν αγοραστικάς ανάγκας. Η ευθήνεια κατατρώγει των πελατών το χρήμα και κάμνει τους πελάτας ακόμη και πολλούς από όσους δεν έχουν μεγάλην διάθεσιν ν' αγοράσουν...". Αυτά τα τελευταία λόγια του Γεωργίου Σταύρου τα διαμόρφωσαν κάπως και βγάλανε τη φράση: "η φτήνια τρώει τον παρά". Και από τότε έμεινε.
________________________________________
13. "Θα γίνω χαλί να με πατήσεις"
Σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν οι κόλακες, αυτοί δηλαδή που για να έχουν προσωπικά οφέλη πλέκουν ύμνους για τους ανωτέρους τους κατά τρόπο υπερβολικό. Στην Βυζαντινή εποχή υπήρχαν ειδικοί δάσκαλοι, που δίδασκαν την κολακεία σε ενδιαφερόμενους, που ήθελαν να πετύχουν κάποια θέση στα ανάκτορα. Όλοι αυτοί ονομάζονταν "αυλοκόλακες" και πολλές φορές με την κολακεία τους, κατάφερναν να φτάσουν σε μεγάλα αξιώματα και να γίνουν τύραννοι του λαού. Κάποτε, σε μια λαϊκή εξέγερση, μερικοί επαναστάτες έπιασαν τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το Β' και του έκοψαν τη μύτη! Και οι εφτά τότε κόλακές του, έκοψαν κι αυτοί τη δική τους μύτη, για να μη υπερέχουν σε τίποτα από αυτόν. Όταν ο κύριός τους ήθελε να καβαλήσει το άλογό του οι κόλακες μάλωναν μεταξύ τους ποιος θα πρωτοσκύψει για να πατήσει επάνω στην πλάτη του ο αυτοκράτορας. Άλλοτε πάλι, για να μη λερώσει τα κόκκινα σανδάλια του, οι κόλακες έπεφταν κατάχαμα μέσα στις λάσπες και τις ακαθαρσίες, ενώ ο αφέντης πατούσε επάνω τους, για να μπει στο παλάτι του. Από την τελευταία αυτή ταπεινή πράξη των αυλοκολάκων έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: "θα γίνω χαλί να με πατήσεις", που τη λέμε συνήθως, όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον, από τον οποίο ζητάμε μια χάρη, ή να τον ευχαριστήσουμε για κάποιο σκοπό.

1. "Έριξε πέτρα πίσω του"

Η φράση αυτή που τη χρησιμοποιούμε πολύ συχνά και σήμερα, είναι σχετική με το "ανάθεμα" και "αναθεματίζω". Η ιστορία της αρχίζει από παλιά. Πολύ πριν και από τον Όμηρο ακόμη, εφαρμοζόταν ένας άγραφος νόμος, να λιθοβολούν το φονιά ή αυτόν που μετέφερε κάποιο δυσάρεστο νέο για την πόλη. Στον εγκληματία η τιμωρία του λιθοβολισμού γινόταν στον τόπο όπου αυτός έκανε το φόνο. Με τον καιρό όμως, αντί να λιθοβολούν το φονιά, απέμεινε η συνήθεια, κάθε φορά που επρόκειτο να στιγματίσουν μια κακή πράξη, να ρίχνουν, όταν περνάνε από ένα ορισμένο σημείο, πέτρες, αναθεματίζοντας απλά το δράστη. Το έθιμο αυτό που ήταν στις δόξες του τον ΙΑ' αιώνα, το αναφέρει ο ιστορικός Ατταλειάτης. Επίσης, κατά το ΙΒ' αιώνα ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, ο οποίος και γράφει: "κολωνούς λίθων επισωρευομένους προς μέτριον έξαρμα. Ερμαϊκού τινός φόνου υποκινούντες ενθύμιον, όν παλαιός λόγος θρυλλεί", και αλλού: " οι λίθοι οί συνάγονται ού κατ' οργήν, αλλ' ηρέμακαι επιστοιβάζονται καθ' ησυχίαν πολλήν, οσιούνται δε όμως φόνου ποινήν και δίκην, οιόν τινά δι αυτήν ο κακοποιήσας δίδωσι". Αυτό λοιπόν το έθιμο συνεχίζεται ως τα χρόνια μας. με τη συνήθεια ορισμένων πολιτών να μαζεύουν σε ορισμένα μέρη πέτρες σωρούς, που τις λένε αναθέματα ή αναθεματίστρες και λέγοντας την ώρα που τις έριχναν: "ανάθεμα" Είναι δε τα ορισμένα αυτά μέρη κορυφές λόφων ή και τρίστρατα κατά την αρχαία παράδοση, αφού και στους Νόμους του Πλάτωνα, τον πατροκτόνο ή τον παιδοκτόνο ή τον αδελφοκτόνο τον πήγαιναν σε τρίδρομο μέσα στην πόλη κι εκεί οι Αρχές, αφού έριχναν πέτρα πάνω στο κεφάλι του, τον πέταγαν μετά άταφο έξω από τα σύνορα της πόλης, γιατί κατά τη λαϊκή αντίληψη, σ' αυτά τα μέρη, τα πονηρά πνεύματα είναι πολύ κακά- αντίληψη που και οι επιστήμονες σήμερα, υποστηρίζουν ότι, ο λιθοβολισμός γίνεται για να μπορέσει το δαιμόνιο του τόπου να γίνει ανίσχυρο. Σήμερα, αναθεματίζονται και ζωντανοί. Από εδώ σχηματίστηκαν οι φράσεις: "έριξε πέτρα πίσω του κι έριξε μαύρο λιθάρι". Στα Κύθηρα λένε: "του πρέπει λιθόσωρος".
________________________________________
2. "Έφτασε στον κολοφώνα της δόξας"
"Κολοφών - κολοφώνος = [αρχ. κορυφή, άκρον, ακμή] είναι η κορυφή του σπιτιού και μάλιστα το πάνω-πάνω οριζόντιο δοκάρι της στέγης, σήμερα: "κορφιάς - καβαλάρης". Μεταφορικά το πιο ψηλό σημείο, το "άκρον άωτον", το αποκορύφωμα. Έφτασε λοιπόν στο αποκορύφωμα της δόξας ή και πέθανε στον κολοφώνα της δόξας του". [η χρήση της λέξης "κολοφών" με την έννοια της κορυφής, αποδίδεται στο Στράβωνα, γιατί πίστευαν ότι το ιππικό των κολοφωνίων ήταν τόσο υπέροχο, ώστε να εξασφαλίζει πάντοτε τη νίκη].
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12

Re: Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

Δημοσίευσηαπό Ιωαννίδης Δημήτριος » Τετ 22 Απρ 2009, 18:21:37

Ο γάϊδαρος, ο σκύλος, ο πίθηκος και ο άντρας :

Όταν ο Θεός έπλασε τον γάϊδαρο, του είπε :
Θα δουλεύεις από το πρωί ως το βράδυ και θα κουβαλάς βαριά πράγματα στην πλάτη σου. Θα τρώς χόρτο και θα έχεις λίγο μυαλό. Θα ζείς 50 χρόνια.
Τότε ο γάϊδαρος, είπε : 50 χρόνια τέτοια ζωή , είναι πολύ σκληρή. Δώσε μου μόνο τριάντα χρόνια. Μου φτάνουνε. Έτσι και έγινε.
Μετά, έπλασε το σκύλο, και του είπε :
Θα φιλάς την ιδιοκτησία του ανθρώπου και θα είσαι ο πιο αφοσιωμένος φίλος του. Θα τρώς ότι περισσεύει από το τραπέζι του αφεντικού σου και θα ζείς 25 χρόνια.
Τότε ο σκύλος, του είπε : Θεέ μου, 25 χρόνια, είναι πολλά για μια τέτοια ζωή και δεν αντέχεται. Δώσε μου μόνο 10 και μου φτάνουνε. Έτσι κι’ έγινε.
Στη συνέχεια ο Θεός, έπλασε τον πίθηκο και του είπε :
Θα πηδάς από δέντρο σε δέντρο και θα συμπεριφέρεσαι σαν βλάκας. Θα κάνεις τον γελωτοποιό και θα ζείς 20 χρόνια.
Τότε ο πίθηκος, είπε : Θεέ μου, 20 χρόνια, είναι πολλά για μια τέτοια ζωή. Δώσε μου 10 και μου φτάνουνε. Έτσι και έγινε.
Τέλος ο Θεός, έπλασε τον άντρα και του είπε :
Είσαι άντρας και θα είσαι το μόνο λογικό όν, πάνω στη γή. Θα χρησιμοποιείς το μυαλό σου για να επιβάλλεσαι στα άλλα δημιουργήματά μου και θα είσαι κυρίαρχος πάνω στη γή. Θα ζείς 20 χρόνια.
Τότε ο άντρας, είπε : Θεέ μου, να είμαι άντρας μόνο για 20 χρόνια, δεν νομίζεις ότι είναι πολύ λίγο ; Δώσε μου σε παρακαλώ τα χρόνια που περίσσεψαν από τον γάϊδαρο, τον σκύλο και τον πίθηκο.
Έτσι και έγινε.
Αποτέλεσμα ; Ο άντρας ζεί 20 χρόνια σαν άντρας. Μετά παντρεύεται και ζεί 20 χρόνια σαν γάϊδαρος και από το πρωί μέχρι το βράδυ, κουβαλάει βάρη. Μετά αποκτάει παιδιά και ζεί 15 χρόνια σαν σκύλος, φυλάγοντας την οικογένειά του και την περιουσία του, και τρώει, ότι περισσεύει από τη γυναίκα και τα παιδιά του. Τέλος, όταν γεράσει, ζεί σαν πίθηκος, συμπεριφέρεται σαν βλάκας και κάνει τον γελωτοποιό στα εγγόνια του.
Μήπως έχει αντίρρηση κανείς ;;;;;;;
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίδης Δημήτριος
 
Δημοσ.: 554
Εγγραφη: Τετ 21 Ιαν 2009, 11:47:12


Επιστροφή στην Λογοτεχνήματα Δημητρίου ᾿Ιωαννίδη

Μελη σε συνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση : Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 1 επισκέπτης