Dionysios έγραψε:§1. Πρωτοψάλτης τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ἀπὸ τοῦ 1805 ἕως τοῦ 1819 ἦτο ὁ Μανουὴλ Βυζάντιος. μαθηταὶ αὐτοῦ —εἰς τὴν παλαιὰν βεβαίως γραφὴν— ἦσαν πολλοί, ἐν οἷς Κωνσταντῖνος ὁ Βυζάντιος, Πέτρος Συμεὼν ὁ ῾Αγιοταφίτης, Πέτρος ὁ ᾿Εφέσιος,
Πέτρος Γεωργίου ὁ Βυζάντιος (γεννηθεὶς περὶ τὸ 1780-1785) καὶ ἄλλοι. ὁ Πέτρος Γεωργίου ἐδιδάχθη καὶ τὴν νέαν γραφὴν παρὰ τῶν τριῶν ἐφευρετῶν αὐτῆς. τῷ 1821 διωρίσθη πρωτοψάλτης τοῦ ἐν Τήνῳ ναοῦ τῆς εὐαγγελιστρίας. τῷ δὲ 1831 ἦλθεν εἰς ᾿Αθήνας, ἔνθα ἔψαλλεν εἰς διαφόρους ναοὺς οἰκειοθελῶς ἄνευ ἀμοιβῆς. (Γεωργίου Παπαδοπούλου, «Συμβολαί» σ. 341)
᾿Επαναδιατυπώνω τὴν ἀνωτέρω παράγραφον 1 ἐμπλουτίζων αὐτὴν μὲ περισσότερα στοιχεῖα.
§1. Πρωτοψάλτης τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ἀπὸ τοῦ 1805 ἕως τοῦ 1819 ἦτο ὁ Μανουὴλ Βυζάντιος. σπουδαῖοι καὶ ἄριστοι μαθηταὶ αὐτοῦ —εἰς τὴν παλαιὰν βεβαίως γραφὴν— ἦσαν πολλοί, ἐν οἷς Κωνσταντῖνος ὁ Βυζάντιος, Πέτρος Συμεὼν ὁ ῾Αγιοταφίτης, Πέτρος ὁ ᾿Εφέσιος, Πέτρος Γεωργίου ὁ Βυζάντιος (γεννηθεὶς περὶ τὸ 1780-1785) καὶ ἄλλοι.
ὁ Πέτρος Γεωργίου ὁ Βυζάντιος εἶχεν ἐπίσης διδάσκαλον καὶ τὸν Γεώργιον τὸν Κρῆτα, ἐδιδάχθη καὶ τὴν νέαν γραφὴν παρὰ τῶν τριῶν ἐφευρετῶν αὐτῆς, ἀνεδείχθη δὲ διαπρεπὴς μουσικὸς καὶ ἄριστος ἐκτελεστὴς τοῦ πατριαρχικοῦ ὕφους. ἔψαλεν εἰς διαφόρους ναοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κυρίως εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τῶν Χίων ἐν Γαλατᾷ ἕως τοῦ ἔτους 1821 (ἴσως ἀπὸ τοῦ ἔτους 1807 ἢ 1810). τῷ 1821 διωρίσθη πρωτοψάλτης τοῦ ἐν Τήνῳ ναοῦ τῆς εὐαγγελιστρίας, τῷ δὲ 1830 ἦλθεν εἰς ᾿Αθήνας, ἔνθα ἔψαλλεν εἰς διαφόρους ναοὺς οἰκειοθελῶς ἄνευ ἀμοιβῆς. (ὁ μὲν Γ. Παπαδόπουλος καὶ εἰς τὰ τρία ἱστορικοφανῆ συγγράμματά του δίδει τὸ ἔτος 1830 ὡς χρονολογίαν ἐλεύσεως τοῦ Πέτρου εἰς ᾿Αθήνας, ὁ δὲ Γ. Γεωργιάδης σημειοῖ τὸ 1838, ἀλλὰ πιθανὸν πρόκειται περὶ τυπογραφικῆς ἀβλεψίας.) τῷ 1831 μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ λαμπαδαρίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ᾿Αντωνίου ἐκλήθη ὁ Πέτρος ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Κωνσταντίου Α΄ νὰ λάβῃ τὴν θέσιν τοῦ λαμπαδαρίου ἔναντι τοῦ τότε πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου τοῦ Βυζαντίου. ὁ Κωνσταντῖνος ἦτο πρώην συμμαθητὴς τοῦ Πέτρου Γεωργίου εἰς τὸν Μανουὴλ τὸν Βυζάντιον, ὅλοι καταγόμενοι ἐκ τῆς αὐτῆς συνοικίας, ἦτο δὲ ὁ Κωνσταντῖνος καὶ κατὰ 3-5 ἔτη περίπου μεγαλείτερος τοῦ Πέτρου. καὶ ναὶ μὲν ἐθεωρεῖτο ὁ Πέτρος ἰσάξιος μὲ τὸν Κωνσταντῖνον εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους μὲ σεμνοπρεπῆ καὶ σοβαρὸν τρόπον, ἀλλ᾿ ὁ Πέτρος δὲν ἐδέχθη τὴν θέσιν· ὡς ἕνα ἐκ τῶν πιθανῶν λόγων τῆς ἀρνήσεώς του ὁ Γ. Παπαδόπουλος ἀναφέρει καὶ τὴν κακὴν τότε οἰκονομικὴν κατάστασιν τοῦ πατριαρχείου, σαφῶς δὲ ἐννοεῖ ὅτι ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι λόγοι, τοὺς ὁποίους δὲν κατονομάζει μέν, νομίζω ὅμως ὅτι τυγχάνουν εὐνόητοι. ὁ Πέτρος ἐκοιμήθη ὑπέργηρως τῷ 1875 ἐν ᾿Αθήναις, ἔνθα ἔψαλλεν ἐπὶ μίαν τεσσαρακονταετίαν περίπου. κατέλιπε πολυάριθμα μουσουργήματα, τὰ ὁποῖα ἐδώρισεν εἰς τὴν βιβλιοθήκην τῆς θεολογικῆς σχολῆς Χάλκης.
[8/6/2009]
copyright 2009 Διονύσιος Μπιλάλης ᾿Ανατολικιώτης