Πολὺ καλὴ ἡ παρατήρησις τοῦ Maximos. δὲν ἔχω κοιτάξει ἀκόμη κάποια παλαιὰ πηγή, γιὰ νὰ δῶ τί γίνεται, ἀλλὰ μοῦ φαίνεται λίγο δύσκολο νὰ μὴν ὑπῆρχαν οἱ δεήσεις.
Σᾶς εὐχαριστῶ. Τελικῶς σᾶς πρόλαβα καί κοίταξα καί τό Τυπικὸν τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μονῆς τῆς Εὐεργέτιδος καί τό Τυπικὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας ἤτοι τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου, ὅπως εἶχα τήν ὑποψία, δέν ὑπάρχουν οἱ δεήσεις, παρά μόνον τά «
Κύριε, ἐλέησον», ὡς ἀπάντηση τοῦ λαοῦ στήν «
σφράγισιν», ἤγουν τήν εὐλογίαν αὐτοῦ διά «
τῶν τιμίων ξύλων» ὑπό τοῦ Πατριάρχου ἤ τοῦ ἱερουργοῦντος. Κάτι τέτοιο ὑπονοεῖται καί εἰς τό Συναξάριον τῆς ἡμέρας.
Ἄρα, φαίνεται, ὅτι μεταγενεστέρως προστέθηκαν αὐτές οἱ δεήσεις, συνοδεύουσαι, τρόπον τινα, τήν εὐλογίαν ἀφ᾿ ἑνός, συνδέουσαι δέ τό «
Κύριε, ἐλέησον», τό ὁποῖον προφανῶς ἐφάνη κάπως «ξεκρέμαστον». Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό ὅτι αὕται δέν κατακλείονται καί μετά δοξολογικῆς ἐκφωνήσεως.
Τό Τ.Α.Σ. σαφῶς τίς προβλέπει. Πάντως, ὅπως καί ἐσεῖς ὑπονοεῖτε, αὐτή ἡ τελετή ἔχει ξεχωριστές ἰδιαιτερότητες. Ἐμένα, ἐπιπροσθέτως τώρα πού τό σκέπτομαι, καί οἱ δεήσεις αὐτές δέν συνᾴδουν, δέν ἁρμόζουν, μέ τήν αὐτήν ταύτην τήν πρᾶξιν/ἀνάμνησιν τῆς ὑψώσεως καί εὐλογίαν τοῦ λαοῦ διά τοῦ τιμίου Σταυροῦ.