Δ.Α.
ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΥΣΑΝΘΟ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟ
Σεβασμιότατε
Αισθάνομαι μεγάλη χαρά αλλά και ιδιαίτερη τιμή αποδεχόμενος την ευγενή πρόσκλησή σας να μιλήσω σήμερα στην Ημερίδα Ιεροψαλτών με τίτλο «Μορφές που έφυγαν - Χρύσανθος Θεοδοσόπουλος», στα πλαίσια των Εορταστικών Εκδηλώσεων «ΠΑΥΛΕΙΑ», έναν πολύ επιτυχημένο πλέον θεσμό της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας Ναούσης και Καμπανίας, για τον τέως Αρχοντα Πρωτοψάλτη του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης Χρύσανθο Θεοδοσόπουλο, εκφράζοντας έτσι από τα βάθη της καρδιάς μου τις πιο θερμές μου ευχαριστίες για την πρόσκληση αυτή, αλλά και τα θερμά μου συγχαρητήρια για τη διοργάνωση και την εν γένει επιτυχία των εκδηλώσεων. Χαρά, αλλά και μεγάλη συγκίνηση και δέος, εγώ ο νεοσσός του αναλογίου και της ψαλτικής τέχνης, να αναφέρομαι σήμερα ενώπιόν σας στο μεγάλο Άρχοντα, το μεγάλο Δάσκαλο, τον ηγεμονικό Χοράρχη, τον απαράμιλλο άνθρωπο, γιατί «ου δύναμαι ατενίσαι και ιδείν τον αιθέρα της θείας του Δαμασκηνού τέχνης» . Και η συγκίνηση αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, γιατί η σχέση μου με το Χρύσανθο δεν ήταν απλώς η σχέση Δασκάλου και μαθητή. Υπήρχε και υπάρχει μια πνευματική σχέση και πνευματική συγγένεια ανάμεσα στον ομιλούντα και την οικογένειά μου, και στο Δάσκαλο με την οικογένειά του. Η κόρη του η Δαρεία με στεφάνωσε και βάφτισε το πρώτο μου παιδί, και ο ίδιος ο Χρύσανθος βάφτισε την κόρη μου.
Σεβασμιότατε,
Κύριε Πρόεδρε του Σωματείου Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης, «ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΡΙΓΓΟΣ».
Σεβαστοί Πατέρες, Αγαπητοί συνάδελφοι ιεροψάλτες
Αγαπητή κυρία Μαρίκα, χήρα του Χρύσανθου Θεοδοσόπουλου,
Κυρίες και Κύριοι,
Όσα θα ακούσετε στη συνέχεια δεν είναι απλά κάποια βιογραφικά και άλλα στοιχεία για το Χρύσανθο. Είναι κατάθεση ψυχής, ελάχιστος φόρος τιμής και ευγνωμοσύνης στο μεγάλο Δάσκαλο.
Γνώρισα το Χρύσανθο τον Οκτώβριο του 1968 στο αναλόγιο του Αγίου Δημητρίου. Ήταν η Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 13 Οκτωβρίου 1968, πρωτοετής φοιτητής στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., και δεν θα πάψουν να ηχούν μέχρι σήμερα στα αυτιά μου οι υπερκόσμιοι ήχοι «Αστέρες Πολύφωτοι» και «Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου» από το Δοξαστικό των Αγίων Πατέρων. Πήγα κι άλλες φορές στο Αναλόγιο, και όταν γνωρίστηκα καλύτερα, ο Δάσκαλος μου είπε· «θα έρθεις στο αναλόγιο και θα είσαι δίπλα μου». Και ήμουνα δίπλα του «παρά τους πόδας του», μέχρι την τελευταία του πνοή το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 1988 ώρα 9.30 το βράδυ.
Ο Χρύσανθος Θεοδοσόπουλος γεννήθηκε στην ευδαίμονα Τραπεζούντα του Πόντου, την πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών, στις 20 Σεπτεμβρίου 1920, γόνος πολύτεκνης οικογένειας του Πόντου, σε ένα περιβάλλον, όπου ακούγονταν οι θείοι ύμνοι και τα ποντιακά τραγούδια. Ο πατέρας του Θεόδωρος, καλλίφωνος Πρωτοψάλτης Τραπεζούντας, «το αηδόνι της Ανατολής», όπως τον αποκαλούσαν, και μαθητής του μεγάλου Μουσικολόγου και Πρωτοψάλτου Τραπεζούντας Τριαντάφυλλου Γεωργιάδη, ήταν ο πρώτος του δάσκαλος. Ο ίδιος ο Δάσκαλος μας έλεγε ότι η φωνή του Πατέρα του ήταν καλύτερη από τη δική του, και τη διατήρησε καθαρή και ακούραστη μέχρι το θάνατό του. Ο Χρύσανθος ακόμα ευτύχησε να έχει πνευματικό του πατέρα τον αείμνηστο Μητροπολίτη Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Χρύσανθο Φιλιππίδη, στον οποίο οφείλει και το όνομά του.
Σε ηλικία δύο (2) ετών ο Χρύσανθος βρίσκεται με την οικογένειά του στην Κων/πολη, όπου προσβάλλεται από διφθερίτιδα, για να γλιτώσει τελικά με εξωτερική επέμβαση του γιατρού στο λαιμό του, με άμεσο κίνδυνο να χάσει τη φωνή του. Από την Κων/πολη η οικογένεια του Χρύσανθου φεύγει μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες Ποντίους, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, και εγκαθίσταται μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Πρώτη του κατοικία ο νάρθηκας του Ιερού Ναού της Αγίας Αικατερίνης.
Η ψαλτική παράδοση της οικογένειας φέρνει το Χρύσανθο από τα πρώτα του βήματα στο ιερό αναλόγιο, δίπλα στον Πρωτοψάλτη πατέρα του στον ιερό ναό Αναλήψεως Θεσ/νίκης. Ο ίδιος ο Χρύσανθος σε συνέντευξή του στο Λυκούργο Αγγελόπουλο θα πει: «Πολύ νέος είχα μάθει τη Θεωρία και Πράξη της Βυζαντινής Μουσικής. Βοηθούσα πάντοτε τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν άριστος ιεροψάλτης στη Ανάληψη Θεσσαλονίκης. Το 1936, όταν ο πατέρας μου αρρώστησε από εγκεφαλικό επεισόδιο, ήμουν σχεδόν τέλειος ιεροψάλτης».
Την έφεση, την αγάπη, αλλά και το πάθος του για τη μουσική φανερώνει ο Χρύσανθος, μαθητής του Δημοτικού ακόμα, όταν μαθαίνει κιθάρα και μαντολίνο από το δημοδιδάσκαλο Σεραφείμ Κατσομήτρο και βιολί από τον Αλέκο Σπάθη. Μαθητής Γυμνασίου αργότερα παρακολουθεί θεωρητικά μαθήματα Βυζαντινής Μουσικής κοντά στον Πρωτοψάλτη της Αγίας Τριάδος Θεσσαλονίκης και μέγα Θεωρητικό της Βυζ. Μουσικής, Σωκράτη Παπαδόπουλο. Αργότερα από το Κρατικό Ωδείο Θεσ/νίκης θα πάρει το Πτυχίο Αρμονίας και Αντίστιξης με Καθηγητή το μεγάλο Θεωρητικό Γεώργιο Βακαλόπουλο, και από το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών, το Δίπλωμα Μουσικοδιδασκάλου. Ήταν τότε όταν εξεταζόμενος και αναλύοντας στον πίνακα ο Χρύσανθος το θέμα των εξετάσεων, όλοι έμειναν άφωνοι από την ευρυμάθειά του, και ο μεγάλος Χατζηθεοδώρου είπε: «Τώρα ποιος διδάσκει ποιόν».
Το άστρο του Χρύσανθου αρχίζει πλέον να αχνοφέγγει στον ιεροψαλτικό ουρανό της Βυζαντινής Θεσ/νίκης. Δεν αργεί να έρθει ο πρώτος επίσημος διορισμός του. Διορίζεται Λαμπαδάριος στον ιερό Ναό Νέας Παναγίας Θεσ/νίκης (1939), σε ηλικία 19 ετών, με Πρωτοψάλτη τον Κώστα Χαλίσογλου.
Τα χρόνια που ακολουθούν είναι πολύ δύσκολα για το Χρύσανθο.Λόγω της Γερμανικής κατοχής φεύγει στην Κοζάνη, όπου θα ψάλλει στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου μέχρι το 1944. Μετά την απελευθέρωση, το 1945 είναι ένας διπλός σταθμός στη ζωή του Χρύσανθου. Διορίζεται ως Πρωτοψάλτης στο Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου έψαλε για λίγο χρονικό διάστημα λόγω της στράτευσής του. Και γίνεται ο γάμος του με τη δεσποινίδα Μαρία Μαϊδώνη, γόνο εκλεκτής οικογένειας από τη Νάουσα, τη γνωστή σε όλους μας κυρία Μαρίκα. Καρπός της αγαπημένης και αρμονικής συμβίωσης είναι οι τέσσαρες θυγατέρες του Χρύσανθου και της Μαρίκας, η Σοφία, η Έλσα, η Δαρεία και η Θεοδώρα.
Την ίδια χρονιά ο Χρύσανθος στρατεύεται. Και μια καινούργια σελίδα ανοίγεται στο βιβλίο της μουσοτραφούς ζωής του. Υπηρετεί στο Α΄ Τάγμα Σκαπανέων, το οποίο μετακινείται λόγω του εμφύλιου διαδοχικά από το Λιόπεσι, στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης, στη Γυάρο και τέλος στη Μακρόνησο. Σε όλη τη διάρκεια της θητείας του δεν ξεχνάει τη μουσική του παιδεία. Διοργανώνει την περίφημη και ονομαστή 100μελή χορωδία του Α΄ Τάγματος Σκαπανέων της Μακρονήσου. Μια χορωδία στην οποία συμμετέχουν γνωστοί και άγνωστοι καλλιτέχνες και δημόσιοι άνδρες της μετέπειτα πολιτικής μας ζωής. Ανάμεσά τους ο πρώην Γ. Γ. του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης Μερκούρης Κυρατσούς, ο μεγάλος μας μουσουργός Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος σε συνέντευξή του σε τηλεοπτικό σταθμό επιβεβαίωσε τη δημιουργία της χορωδίας και το χοράρχη Χρύσανθο, και ο βάρδος του λαϊκού μας τραγουδιού Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Η χορωδία αυτή βραβεύτηκε το 1948 σε μεγάλη συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο από τους τότε Βασιλείς.
Το 1948 απολύεται και επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Ο ναός της Αγίας Βαρβάρας, η γνωστή σε όλους «παράγκα», δίπλα το γήπεδο του ΠΑΟΚ, είναι ο νέος προσωρινός σταθμός του Χρύσανθου. Είναι η εποχή που στη Θεσ/νίκη μεσουρανούν οι μεγάλοι ψάλτες Βαφειάδης, Κουτζουράδης, Δάφφας, Μετασσαράκης, αδελφοί Μυλαράκη, και βέβαια έχουν εμφανιστεί στο ιεροψαλτικό στερέωμα της Θεσ/νίκης ο Παναγιωτίδης, ο Καραμάνης και ο Ταλιαδώρος, με τους οποίους ο Χρύσανθος θα συνεργαστεί μέχρι το τέλος της ζωής του.Την ίδια χρονιά, 1948, ο Χρύσανθος θα κάνει την επίσημη γνωριμία του με τον Άρχοντα Πρωτοψάλτη Κων/νο Πρίγγο, παρά τους πόδας του οποίου εμαθήτευσε περισσότερο από 15 χρόνια μέχρι το θάνατο του Πρίγγου. Ο ίδιος ο Πρίγγος θα χαρακτηρίσει το Χρύσανθο ως «τον καλύτερό του μαθητή και φίλο» στο ηχητικό ντοκουμέντο του 1958 όπου ψάλλουν ο Χρύσανθος και ο άρρωστος τότε Πρίγγος, στο Λουτράκι.
Δυό χρόνια μετά, 2 Φεβρουαρίου 1950, ο Χρύσανθος ανεβαίνει στο Δεξιό αναλόγιο του Πολιούχου Αγίου Δημητρίου, για να παραμείνει εκεί ακοίμητος φρουρός και γνήσιος συνεχιστής των Βυζαντινών μουσικών παραδόσεων και του Πατριαρχικού ύφους μέχρι και το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 1988, όταν ο «ετάζων καρδίας και νεφρούς» Παντοδύναμος Κύριος τον κάλεσε κοντά του, για να συνεχίσει με την ηδύμολπη και αγγελική φωνή του την αιώνια λειτουργία μέχρι της συντελείας των αιώνων. Πενήντα χρόνια προσφοράς στο ιερό αναλόγιο, «ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω», εκ των οποίων τα 38 στο αναλόγιο του Πολιούχου Αγίου Δημητρίου, ο Χρύσανθος υπηρέτησε ευόρκως και λάμπρυνε με την αρχοντική παρουσία του το αναλόγιο.