Θεόδωρος Κασφίκης: «Η καρέτα της ζωής»

Θεόδωρος Κασφίκης: «Η καρέτα της ζωής»

Δημοσίευσηαπό Dionysios » Πέμ 30 Οκτ 2008, 19:58:18

Στὴν διαδικτυακὴ διεύθυνσι http://bibliokerkyra.blogspot.com/2008/ ... _7565.html γράφτηκε ἀπὸ τὸν Γεώργιο Ζοῦμπο τὸ παρακάτω σχόλιο.

26.4.08
Θεόδωρος Κασφίκης: «Η καρέτα της ζωής»

Οι μαύρες μέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι πλέον μακριά. Οι μεταπολεμικές γενιές δεν έζησαν τη φρίκη του, άκουσαν και διάβασαν μόνο, ενώ κάποιοι από τους συμπολίτες μεταφέρουν ακόμα, 67 χρόνια μετά, τις πικρές αναμνήσεις τους, αναμνήσεις οι οποίες πρέπει να περάσουν στους νεότερους με την προσδοκία να συμβάλουν στην ιστορική μνήμη.
Σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να θεωρήσουμε αξιόλογη συνεισφορά την κυκλοφορία ενός ολιγοσέλιδου βιβλίου του συμπολίτη Θεόδωρου Κασφίκη το οποίο αναφέρεται στους βομβαρδισμούς του 1940 και ειδικά στο βομβαρδισμό της πόλης την 1η Νοέμβρη 1940 από την ιταλική αεροπορία, οπότε και τραυματίστηκε σοβαρότατα ο ίδιος.
Μέσα από το λιτό κείμενο, ο αναγνώστης παρακολουθεί όχι μόνο τον τραυματισμό του συγγραφέα και την περιπέτεια της νοσηλείας του, αλλά ζει και το κλίμα εκείνων των δραματικών ημερών.
Το κείμενο συνοδεύεται από σπάνιες φωτογραφίες της εποχής.
Γ. Ζ.
Αναρτήθηκε από Γ.Ζ. στις 3:46 μμ


Στὴν συνέχεια προσφέρεται τὸ μικρὸ αὐτὸ ἀλλὰ συγκινητικὸ καὶ σπουδαῖο γιὰ τὴν σύγχρονη ἱστορία μας αὐτοβιογραφικὸ ἔργο τοῦ Θεοδώρου Κασφίκη, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔγραψε καὶ τὸ ἐξέδωκε ὁ ἴδιος στὴν ᾿Αθήνα μὲ τὴν βοήθεια κάποιων φίλων συμπατριωτῶν του. τὸ κείμενο εἶναι σὲ πολυτονικό, ὅπως καὶ στὴν ἔκδοσι τοῦ 2001. ἡ μόνη μεταβολὴ ποὺ ἔκαμα εἶναι ὅτι στὴν ἔκδοσι ὑπῆρχαν παντοῦ ἀνωφερῆ εἰσαγωγικά (" "), τὰ ὁποῖα μετέτρεψα στὰ συνήθη ἑλληνικά (« »). θεωρῶ ὅτι τέτοιες πολύτιμες μαρτυρίες πρέπει νὰ γίνωνται κτῆμα ὅλων τῶν ῾Ελλήνων καὶ νὰ εἰσάγωνται ὡς σχολικὰ ἀναγνώσματα στὰ σχολεῖα τῆς πρωτοβάθμιας καὶ δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεως.
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης, http://www.symbole.gr
e-mail: symbole@mail.com — Skype: dionysios-anat
«γηράσκω ἀεί διορθούμενος», τρίτη 11/7/2000
Άβαταρ μέλους
Dionysios
 
Δημοσ.: 3950
Εγγραφη: Πέμ 11 Σεπ 2008, 21:30:05
Τοποθεσια: ᾿Αθῆναι

Re: Θεόδωρος Κασφίκης: «Η καρέτα της ζωής»

Δημοσίευσηαπό Dionysios » Πέμ 30 Οκτ 2008, 20:02:05

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β. ΚΑΣΦΙΚΗΣ

Η ΚΑΡΕΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (1)


Τὸ πρῶτο μέσο μεταφορᾶς μου
στὸ νοσοκομεῖο 1-11-40
'Ημέρα Παρασκευὴ ῞Ωρα 2:30 μ.μ.

'Απὸ τὸ 1934 προαισθανόμουν ὅτι θὰ μείνω μὲ ἕνα χέρι. ῞Οταν μὲ ἔστελνε ἡ θεία μου στὰ Κηπουριὰ νὰ τῆς φέρω χόρτα, ἔδενα τὸ χέρι τὸ δεξὶ μὲ τὸ μαντίλι ἀπὸ τὰ χόρτα, καὶ ὅποιος μὲ ρωτοῦσε τί ἔχει τὸ χέρι, ἐγὼ ἀπαντοῦσα «τὸ ἔχω κτυπήσει». Συναντοῦσα στὸ δρόμο κάποιον ποὺ νὰ ἔχη ἕνα χέρι καὶ μοῦ ἐρχόταν ἡ σκέψη· ἵσως κάποια μέρα μπορεῖ καὶ ἐγὼ νὰ μείνω μὲ ἕνα χέρι.

Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1940 ἤμουν μὲ ἕνα φίλο μου, τὸν Κοσμᾶ Βρανίκα, στὸ μπακάλικο τοῦ ἀδερφοῦ μου. Ξαφνικὰ παίρνω τὸ ποδήλατό μου καὶ λέω· «Κοσμᾶ, θὰ μάθω νὰ ἀνεβαίνω καὶ νὰ κατεβαίνω μὲ τὸ ἕνα χέρι· ἂς ποῦμε ὅτι κάποια μέρα θὰ μείνω μὲ ἕνα χέρι!» ῞Οταν ἀργότερα θεραπεύθηκα, ἔφυγα ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο καβάλα στὸ ποδήλατο καὶ ἔγινα θέαμα στὸ δρόμο, γιατὶ ἔβλεπαν πάνω στὸ ποδήλατο ἕναν ἄνδρα μὲ ἕνα χέρι κομμένο.

Στὴν ὁδὸ Πολυχρονίου Κωνσταντᾶ ἀριθ. 8 ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ μπακάλικο ἑνὸς Γκίκα. Αὐτὸς εἶχε ἕνα χέρι καὶ τὸν λέγαμε κουτσοχέρη. Σὲ αὐτὸ τὸ μαγαζὶ πήγαινα καὶ ἀγόραζα λάστιχα γιὰ σφεντόνα. Τὸν παρατηροῦσα πῶς τύλιγε τὰ διάφορα εἴδη (ρύζι, φασόλια, ζάχαρη κ.λπ.). 'Αμέσως σκέφτηκα ὅτι ἔτσι θὰ τυλίγω καὶ ἐγώ, ἐὰν κάποια μέρα χάσω τὸ ἕνα χέρι. Καὶ τώρα, ἂν τύχη, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μπορῶ νὰ τυλίξω.

῞Οταν κηρύχτηκε ὁ πόλεμος τῆς 28ης 'Οκτωβρίου 1940, κάθε μέρα ποὺ ξημέρωνε περίμενα πὼς κάτι κακὸ θὰ πάθω. Τὸ παράξενο ὅμως εἶναι ὅτι δὲν σκέφτηκα αὐτὸ ποὺ προέβλεπα 6 χρόνια πρίν, ὅτι θὰ μείνω μὲ ἕνα χέρι. Τὴν πρώτη Νοεμβρίου τοῦ 1940, ἡμέρα Παρασκευή, ἦρθε τὸ μοιραῖο, ὦρα 2:30.

Τὶς 10 ἡ ὥρα τὸ πρωὶ πέρασαν 3 ἀεροπλάνα κατευθυνόμενα πρὸς τὴν πόλη. Καθὼς τὰ κοίταγα, εἶδα νὰ πέφτουν κάτι μικρὰ ἀντικείμενα σὰν σαπουνόφουσκες. Πίστεψα πὼς ἦταν προκηρύξεις. ῎Ετρεξα πρὸς τοῦ Βασίλη νὰ πάρω μιὰ προκήρυξη νὰ διαβάσω. ῞Οσο ἔπεφταν, μεγάλωναν· τότε κατάλαβα πὼς ἦταν βόμβες! ῎Επεσαν στὴ θάλασσα, καὶ τὰ νερὰ πετάχτηκαν ψηλά. ῞Οταν τελείωσε ὁ βομβαρδισμός, ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ ἐγκαταλείπη τὴν πόλη καὶ νὰ πηγαίνη στὰ χωριά, γιὰ νὰ σωθοῦν.

Βλέπω τὸ φίλο μου τὸν Κοσμᾶ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν πόλη στεναχωρημένος καὶ δακρυσμένος. «Τί συμβαίνει, Κοσμᾶ;» «Σκοτώθηκε ὁ πατέρας μου», καὶ τὸν πῆραν τὰ κλάματα...

Σὲ λίγο ἀκούσαμε συναγερμὸ καὶ τρέξαμε νὰ κρυφτοῦμε. 'Απὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὰ ἀεροπλάνα βομβάρδιζαν τὴν Κέρκυρα ἀσταμάτητα ἕως τὶς 2:30 τὸ μεσημέρι, ποὺ τραυματίστηκα. ῎Ημουν στὸ μπακάλικο τοῦ ἀδελφοῦ μου μαζὶ μὲ ἕναν ὑπάλληλο, τὸ Δημήτρη, στὴν περιοχὴ Βασίλη πρὸς τοῦ Καλαβρέτζου, στὸ σημεῖο ὅπου βρίσκεται σήμερα τὸ Ξυλουργεῖο τοῦ Γιάννου. Κάποια στιγμὴ σταμάτησαν τὰ ἀεροπλάνα. Λέω στὸ Δημήτρη· «πηγαίνω σπίτι». Μόλις μπαίνω στὸ σπίτι βλέπω περίπου 40 ἄτομα, συγγενεῖς καὶ φίλους, κάτω ἀπὸ μιὰ σκάλα πέτρινη. Χτύπησε συναγερμός. Εἶπα στὴ μητέρα μου· «πάω στὸ μαγαζί· δὲν μπορῶ ἐδῶ, εἶναι πολὺς κόσμος». Φεύγω καὶ πηγαίνω στὸ μπακάλικο. Μοῦ λέει ὁ Δημήτρης· «γιατί δὲν καθόσουν σπίτι σου; δὲν ἔπρεπε νἄρθης». «Δὲν μποροῦσα· εἶχε πολὺ κόσμο», τοῦ ἀπάντησα.

Μόλις ἄκουσα τὰ ἀεροπλάνα, πάω κάτω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ κήπου. ῎Ετσι μᾶς ἔλεγαν τότε· ὅταν γίνεται βομβαρδισμός, νὰ πηγαίνουμε κάτω ἀπὸ τὶς πόρτες. 'Απὸ αὐτὴ τὴν πόρτα ἔβλεπα ὅλη τὴν πόλη, τὸ κέντρο Βασίλη καὶ τὸ Μὸν Ρεπό. Καθὼς κοίταζα πρὸς τὸν Παντοκράτορα, βλέπω νὰ ἔρχωνται τρία σμήνη ἀπὸ 7 ἀεροπλάνα τὸ καθένα. Καθὼς ἤμουν στὴν πόρτα μὲ τὸ χέρι ἀκουμπισμένο, τὴν ἴδια στιγμὴ βλέπω ἀπέναντι στὸ χωράφι τρεῖς ἀνθρώπους νὰ ἔρχωνται πρὸς τὸ μαγαζί. 'Εγὼ ἀμέσως τοὺς φωνάζω νὰ καθίσουν κάτω ἀπὸ τὶς μανταρινιές, γιὰ νὰ μὴν τοὺς δοῦν τὰ ἀεροπλάνα. Αὐτοὶ ἦταν ἀπ' τὴ Γαρίτσα. ῞Οταν μὲ ἔβλεπαν καμμιὰ φορὰ ἀργότερα, μὲ εὐχαριστοῦσαν ποὺ τοὺς γλίτωσα, διότι ἂν ἔρχονταν στὸ μαγαζί, ἴσως νὰ εἶχαν σκοτωθῆ. Παρακολουθοῦσα τὶς κινήσεις τῶν ἀεροπλάνων καὶ εἶδα ὅτι τὰ 14 προχωροῦσαν βομβαρδίζοντας τὴν πόλη, ἐνῶ τὰ ἄλλα 7 ἔφυγαν πρὸς τὸ Κανόνι. Γυρίζω καὶ λέω στὸ Δημήτρη· «μὴ φοβᾶσαι· τὰ 14 ρίχνουν βόμβες στὴν πόλη, τὰ ἄλλα 7 ἔφυγαν». 'Αλλὰ δυστυχῶς δὲν ἔφυγαν, ξαναγύρισαν καὶ ἔριχναν βόμβες ἀπὸ τὰ Κηπουριὰ ἕως τὴν 'Αγία Κερκύρα, τὴν ἐκκλησία ἀπέναντι ἀπὸ τοῦ Βασίλη.
Άβαταρ μέλους
Dionysios
 
Δημοσ.: 3950
Εγγραφη: Πέμ 11 Σεπ 2008, 21:30:05
Τοποθεσια: ᾿Αθῆναι

Re: Θεόδωρος Κασφίκης: «Η καρέτα της ζωής»

Δημοσίευσηαπό Dionysios » Πέμ 30 Οκτ 2008, 20:05:23

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β. ΚΑΣΦΙΚΗΣ

Η ΚΑΡΕΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (2)

Καθὼς κοιτοῦσα τὸ βομβαρδισμὸ στὴν πόλη, πέφτει μιὰ βόμβα στὸν κεντρικὸ τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ μιὰ 10 μέτρα ἀριστερὰ ἀπὸ τὸ μπακάλικο πρὸς τοῦ Καλαβρέτζου. ῎Εσπασε ὁ κεντρικὸς σωλήνας ποὺ φέρνει τὸ νερὸ στὴν πόλη, πλημμύρισε ὁ δρόμος καὶ ὅλη ἡ περιοχή. Καὶ ξαφνικὰ ἀκούω μία δυνατὴ ἔκρηξη καὶ βλέπω μιὰ λάμψη ποὺ μὲ τύφλωσε. Αἰσθάνθηκα σὰν κάποιος νὰ μὲ ἔπιασε ἀπ' τὸ στῆθος καὶ νὰ μὲ πέταξε δυνατὰ στὸ δάπεδο. ῞Οταν συνῆλθα, κατάλαβα ὅτι μὲ εἶχε χτυπήσει ἡ βόμβα. Καί ἐνῶ δὲν ἔβλεπα, ἔκλεισα τὰ μάτια μου περιμένοντας νὰ πεθάνω. Εἶχε πλημμυρίσει τὸ μαγαζί. Τὸ νερὸ ἔμπαινε ἀπ' τὴ μία πόρτα τοῦ δρόμου, καὶ ἔβγαινε ἀπ' τὴν ἄλλη. 'Εγὼ ἤμουν στὴ μέση. 'Ο Δημήτρης βγῆκε ἔξω καὶ ψώναξε βοήθεια. 'Εγὼ ἄκουγα, ἀλλὰ οὔτε ἔβλεπα οὔτε μποροῦσα να μιλήσω. Προσπάθησα να κουνηθῶ λιγάκι, γιὰ νὰ ἀποφύγω τὸ νερό, γιατὶ μοῦ εἶχε φτάσει ὣς τὴ μέση. Τὸ δεξὶ χέρι κρύωνε περισσότερο ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα. Προσπάθησα νὰ σηκώσω τὸ ἀριστερὸ χέρι, μὰ ἦταν ἀσήκωτο. Τελικὰ τὰ κατάφερα καὶ πιάνω τὸ δεξὶ χέρι· τὸ αἰσθάνθηκα τελείως κομμένο. Τότε ἔγειρα τὸ κεφάλι καὶ εἶπα στὸν ἑαυτό μου ὅτι πλέον ἦρθε τὸ τέλος.

Ξαφνικὰ ἀκούω μιὰ φωνή· «Λόλο, παιδί μου». ῏Ηταν ἕνα γκαρσόνι ἀπ' τὸ μαγαζὶ τοῦ πατέρα μου μαζὶ μὲ μιὰ γειτόνισσα τὴ Στέλλα Λυκίσσα (Τζωρτζούλενα). Ρωτάει ἡ Τζωρτζούλενα ἂν μὲ εἶχε σκοτώσει ἡ βόμβα. Τῆς λέει ὁ Βλάχος (ἔτσι ἔλεγαν τὸ γκαρσόνι) νὰ πάη στὴ μάνα μου καὶ νὰ φέρη ἕνα πανωφόρι, γιὰ νὰ μὲ σκεπάσουν. ῞Ομως τῆς εἶπε· «μὴν τῆς πῆς γιὰ τὸ Θόδωρο· πὲς γιὰ κάποιο γέρο· καὶ ἐγὼ πάω νὰ φέρω τὴν καρέτα ἀπὸ τὰ σκουπίδια νὰ τὸν μεταφέρουμε στὸ Νοσοκομεῖο. Πῶς ὅμως θὰ ἀντικρίσω τὸ Βασίλη νὰ τοῦ πῶ ὅτι σκοτώθηκε ὁ γιός του; ῎Επεσε τὸ σπίτι καὶ τὸ μαγαζὶ τοῦ γιοῦ του». Λέει ἡ Τζωρτζούλενα· «πὲς ὅ,τι θέλεις». Τελικὰ ἔφερε τὴν καρέτα, μὲ ἔβαλαν μέσα. Φωνάζει ὁ θεῖος Νησιώτης κρατώντας τὸ ἕνα χέρι· «πᾶμε γρήγορα». 'Ο 'Αντώνης Κροαζιὲ κράταγε τὸ ἄλλο χέρι. Κάποιος φώναξε· «εἶναι καὶ στὸ στῆθος κτυπημένος. Τρέχει αἷμα ἀπὸ παντοῦ!» Καθὼς μὲ τράνταζε ἡ καρέτα, φώναξα «'Αέρα». Λέει ἡ Τζωρτζούλενα χαρούμενα· «εἶναι ζωντανός. Τρέχτε γρήγορα νὰ τὸν σώσουμε». ῞Οπως ὑπολόγισα, θὰ εἴχαμε φτάσει ἔξω ἀπὸ τοῦ Βασίλη.

Κάποιος φώναξε δυνατά· «ἔρχεται ἕνα αὐτοκίνητο μὲ ὁδηγὸ τὸν Σπύρο Κασφίκη». Σταμάτησε. Μέσα ἦτο ὁ Νομάρχης Κερκύρας κ. Θεοφανόπουλος· τὸν πήγαινε στὸ Κανόνι, στὴ Βίλα Παπατρέχα, σήμερα Δημητριάδη. Τοῦ λένε· «εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Βασίλη βαριὰ τραυματισμένος. Πρέπει νὰ μεταφερθῆ ἀμέσως στὸ Νοσοκομεῖο». 'Ο Νομάρχης λέει στὸν ὁδηγό: «Σπύρο, πᾶμε στὸ Κανόνι, καὶ γυρίζεις ἀμέσως». Τότε ἐπενέβη ἡ Τζωρτζούλενα ἐξαγριωμένη, πιάνει τὸ σακάκι τοῦ Νομάρχη καὶ τοῦ λέει· «βγὲς ἔξω νὰ πάρουμε τὸ παιδὶ στὸ Νοσοκομεῖο. 'Εσὺ μπορεῖς νὰ πᾶς μὲ τὰ πόδια». Κατέβηκε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο, σήκωσε τὰ μπατζάκια του, διότι ὁ δρόμος ἦτο πλημμυρισμένος.

Φτάνοντας στὸ Νοσοκομεῖο μὲ παρέλαβε ὁ κ. Σορδίνας. Κάποιος τὸν ρώτησε πῶς μὲ βλέπει. «Εἶναι πάρα πολὺ σοβαρά, ἀπάντησε. Φοβᾶμαι πολὺ τὸ στῆθος. Αὔριο θὰ δοῦμε». Αἰσθάνθηκα τὴ μυρωδιὰ ἀπὸ τὸ χλωροφόρμιο. Τὴν ἑπόμενη μέρα ἦταν Σάββατο. Θυμᾶμαι ζητοῦσα νερό· μιὰ ἀδελφὴ ποὺ μὲ ἄκουσε μοῦ ἔβαλε στὸ στόμα πάγο. Δὲν ἔπρεπε νὰ μοῦ δώση νερό. Τὴ ρώτησα τὸ ὄνομά της. Μαρὴ Βάρθη τὴν ἔλεγαν, τοῦ 'Ερυθροῦ Σταυροῦ.

῞Ολο αὐτὸ τὸ Σάββατο παραμιλοῦσα, φώναζα ὅλους τοὺς συγγενεῖς μου. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὸ νοσοκομεῖο κουνήθηκε ὁλόκληρο, αἰσθάνθηκα τὴν ἀδελφὴ Μαρὴ κοντά μου. Τὴν ρώτησα· «γιατί κουνηθήκαμε, ἔπεσαν βόμβες;» «῎Οχι, ἔγινε σεισμὸς στὴν πόλη καὶ ἔπεσαν σπίτια». ῎Εγειρα τὸ κεφάλι μου καὶ ἀποκοιμήθηκα.

Τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ ἄρχισα νὰ βλέπω, ἀλλὰ δὲν ἤξερα ποῦ βρίσκομαι. «Στὸ σπίτι μου ὄχι, γιατὶ ἔπεσε βόμβα, δίπλα στοῦ 'Αρταβάνη δὲν ἔχει παράθυρο μὲ βόλτο. Μήπως εἶμαι στὸ Νοσοκομεῖο;» ἀναρωτήθηκα. 'Ενῶ σκεπτόμουν αὐτά, κάποιος ρωτάει· «ποῦ εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Βασίλη;» «'Εδῶ εἶμαι», φώναξα. Μᾶς εἶπαν ὅτι ὅλους θὰ μᾶς μεταφέρουν στὶς παιδικὲς ἐξοχές. 'Ο κ. Δεσσύλας τὸ πρότεινε, γιατὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ ξαναχτυπήσουν τὸ Νοσοκομεῖο, ἀφοῦ ἀπέτυχαν σήμερα.

Οἱ πιὸ βαριὰ τραυματίες μπήκαμε στὴν τελευταία διαδρομή. Θυμᾶμαι, μόλις ξεκίνησε τὸ λεωφορεῖο βγῆκε μιὰ νοσοκόμα φωνάζοντας· «μὴ φεύγετε. Εἶναι τέσσερις τραυματίες, ψυχομαχοῦν, τί νὰ κάνω;» Κάποιος φώναξε· «ἄς τους νὰ πεθάνουν». Καθὼς προχωροῦσε τὸ λεωφορεῖο, ὁ ὁδηγὸς ἔτρεχε. Σὲ κάθε λακκούβα καὶ σὲ κάθε στροφὴ ὁ ἕνας ἔπεφτε πάνω στὸν ἄλλον. ῎Ημαστε οἱ πιὸ βαριὰ τραυματίες καὶ δὲν μιλοῦσε κανένας. Τὸ μόνο ποὺ ἄκουγες· «ὁδηγέ, μὴν τρέχεις. ῎Ααα! ῎Οοο!» 'Ο καημένος ὁ ὁδηγὸς ἀπαντοῦσε· «ρὲ παιδιά, ἔχετε δίκιο, ἀλλὰ πρέπει νὰ μὴ μᾶς πιάση μέρα». Μετὰ ἀπὸ ταλαιπωρία καὶ πόνους φτάσαμε. Μᾶς ἔβαλαν στὰ κρεβάτια μας.
Άβαταρ μέλους
Dionysios
 
Δημοσ.: 3950
Εγγραφη: Πέμ 11 Σεπ 2008, 21:30:05
Τοποθεσια: ᾿Αθῆναι

Re: Θεόδωρος Κασφίκης: «Η καρέτα της ζωής»

Δημοσίευσηαπό Dionysios » Πέμ 30 Οκτ 2008, 20:22:42

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β. ΚΑΣΦΙΚΗΣ

Η ΚΑΡΕΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (3)

4-11-40. Ξημέρωσε ἡ πιὸ κακὴ μέρα γιὰ μένα. ῏Ητο Δευτέρα πρωί. Μὲ πῆραν στὸ χειρουργεῖο, γιὰ νὰ μοῦ ἀλλάξουν τὰ τραύματα. 'Απὸ τὴν Παρασκευὴ ποὺ χτύπησα αἰσθάνθηκα τρομεροὺς πόνους μετὰ 4 μέρες. Μόλις μοῦ ἔκανε τὴν ἀλλαγή, εἶπε ὁ γιατρὸς στὴν κ. 'Ελένη· «πᾶρ' τον στὴν ἀπομόνωση γιὰ πιὸ ἀσφάλεια». 'Η λέξη ἀσφάλεια ἦτο γιὰ νὰ μὴν καταλάβω. Εἶχα πάθει γάγγραινα. Γι' αὐτὸ μ' ἔβαλαν στὴν ἀπομόνωση, γιὰ νὰ πεθάνω. Καὶ μάλιστα ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦρθε ἡ κυρία Καρσιὰν μὲ τὴν κόρη της 'Ερμίνα, γιὰ νὰ δοῦν τὸ γιό της ποὺ ἦτο τραυματίας στὸ πόδι. Γυρίζει καὶ λέει στὴν κόρη της· «κρίμα! ὁ γιὸς τοῦ Βασίλη θὰ πεθάνη». Δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ μιὰ μέρα πέθανε ὁ γιός της.

'Υπάρχουν δύο εἴδη γάγγραινες· στὴ μία περίπτωση προχωρεῖ ἀκαριαῖα, ὅπως τὴν ἔπαθε ὁ γιὸς τῆς κ. Καρσιάν, στὴν ἄλλη περίπτωση σταματᾶ στὸ τραῦμα. Εὐτυχῶς σὲ μένα δὲν προχώρησε. Πάντως μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Γιατρῶν τὸ ξεπέρασα. Πόσες μέρες ἔμεινα στὶς τουαλέτες δὲ θυμᾶμαι. Μὴ σᾶς φανῆ παράξενο· οἱ τουαλέτες ἦταν τὸ ἀπομονωτήριο!

῞Οταν θεραπεύθηκα, μὲ πῆραν στὸ μεγάλο θάλαμο. Μὲ ἔβαλαν σὲ ἕνα γωνιακὸ κρεβάτι. ῎Ερχεται μιὰ νεαρὴ ἀδελφὴ ὀνόματι Ντίνα· «μὲ ἔστειλε ἡ κυρία Δεσσύλα, γιὰ νὰ σὲ φροντίζω, καὶ ὅ,τι θέλεις, φώναξε». Μὲ ταχτοποίησε στὸ κρεβάτι. ῎Ηθελα νὰ κατουρήσω καὶ ντρεπόμουν νὰ τῆς τὸ πῶ. 'Η Ντίνα τὸ κατάλαβε· μοῦ λέει· «πάω νὰ σοῦ φέρω τὴν πάπια». Δὲ βρῆκε γυάλινη πάπια· μοῦ ἔφερε ἕνα μπουκαλέτο πήλινο μὲ σπασμένο τὸ χεῖλος. Τῆς εἶπα νὰ μοῦ τὴ δώση ἐμένα. Μοῦ λέει· «Θόδωρε, δὲν μπορεῖς· ἔχεις καὶ τὰ δυὸ χέρια μὲ ἐπιδέσμους. ῎Αφησε ἐμένα, μὴν ντρέπεσαι». 'Επειδὴ ντρεπόμουν, ἔκλεισα τὰ μάτια μου καὶ ἄφησα τὴν Ντίνα. Καθὼς πήγαινε νὰ ἀδειάση τὰ οὖρα, τὴ βλέπει ἡ κυρία Δεσσύλα· «τί εἶναι αὐτά, Ντίνα;» «Εἶναι τὰ οὖρα τοῦ Θόδωρου». «Δὲν ἔχει γυάλινη;» «῎Οχι, κυρία». Τὴν ἄλλη μέρα ἔρχεται χαμογελαστὴ μὲ μιὰ πάπια στὴν ἀγκαλιά της σὰν μωρό. 'Η Ντίνα μὲ φρόντιζε πάρα πολύ, μὲ ἀγαποῦσε σὰν ἀδελφό, καὶ τὰ ἀπογεύματα ἐρχόταν καὶ μοῦ ἔκανε συντροφιά. 'Η Ντίνα δυστυχῶς πέθανε τέλος 'Ιανουαρίου 1941. ῎Ισως νὰ συνέβαλα καὶ ἐγὼ στὸν πρόωρο θάνατό της.

Στὶς 25 Νοεμβρίου μὲ ἔβαλαν γιὰ δεύτερη φορὰ στὶς τουαλέτες. ῎Επαθα δηλητηρίαση στὸ αἷμα. ῏Ηταν πολὺ δύσκολο γιὰ τὴν ἐποχὴ νὰ βρεθῆ κάποια ἔνεση. 'Ο γιατρὸς κ. Προβατᾶς πηγαίνει στὸν κ. Δεσσύλα λέγοντας· «κύριε Τάκη χάνουμε τὸ Θόδωρο!» 'Ο κύριος Τάκης Δεσσύλας μὲ γνώριζε ἀπὸ τὸ Μαγαζὶ τοῦ πατέρα μου, μὲ ἀγαποῦσε πολὺ καὶ πάντοτε μοῦ ἔλεγε· «ὅ,τι θέλεις σὲ μένα νὰ ἔρχεσαι». Μόλις τοῦ εἶπαν τὸ σοβαρὸ πρόβλημά μου, ἀμέσως στέλνει τὸ σοφὲρ Μηνιάτη μὲ τὸ Διευθυντὴ τοῦ ἐργοστασίου του στὴν πόλη, γιὰ νὰ ψάξουν ὅλα τὰ φαρμακεῖα. 'Η ἔνεση δὲν βρέθηκε. 'Ο κ. Γαλάτης λέει στὸ Μηνιάτη· «εἶναι γραμμένο ὁ γιὸς τοῦ Βασίλη νὰ πεθάνη». Πῆραν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο εἶπε ὁ Μηνιάτης· «κύριε Γαλάτη, πᾶμε μέσα στὸ φαρμακεῖο, μήπως ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἔνεση». 'Υπεύθυνος τοῦ φαρμακείου ἦτο ὁ Γιατρὸς κ. Κοκοτός. Τοῦ εἶπαν γιὰ τὴν ἔνεση. «῎Εχω δύο, τοῦ λέει, ἀλλὰ πρέπει νὰ μοῦ φέρετε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν στρατιωτικὸ διοικητὴ κύριο Πολύζο». Μόλις ἔφτασαν στὸ νοσοκομεῖο, ἀνάφεραν στὸν κ. Δεσσύλα γιὰ τὴν ἐντολή. Φεύγει ἀμέσως καὶ πάει στὸ χωριὸ Κοκκίνη, ὅπου ἔμενε ὁ Στρατιωτικὸς διοικητής. 'Ο σκοπὸς δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ περάση· ζήταγε σύνθημα καὶ παρασύνθημα. 'Ο κ. Δεσσύλας φώναζε· «εἶμαι φίλος μὲ τὸν κ. Πολύζο, θέλω νὰ μοῦ δώση ἐντολὴ γιὰ τὸ φαρμακεῖο τοῦ φρενοκομείου, γιὰ μιὰ ἔνεση, πεθαίνει ἕνας νεαρός». 'Ο κ. Πολύζος βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο καὶ ρώτησε· «κύριε Τάκη, τί συμβαίνει τέτοια ὥρα;» «Πεθαίνει ὁ γιὸς τοῦ Βασίλη· σὲ παρακαλῶ δῶσε μου ἐντολὴ γραπτὴ γιὰ μιὰ ἔνεση, γιὰ νὰ μοῦ δώση ὁ κ. Κοκοτός». Πῆρε τὴν ἐντολή, τὸν εὐχαρίστησε καὶ ἀμέσως πῆγε στὸ φαρμακεῖο. Τοῦ ἔδωσε ὁ κ. Κοκοτὸς δυὸ ἐνέσεις, τὴ μία γιὰ μένα καὶ τὴν ἄλλη γιὰ ἕνα Σπύρο Λινάρδο, Μπακάλη ἀπὸ τὴν πόλη. Εὐτυχῶς ξεπέρασα καὶ αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία.

'Η ζωὴ στὸ Νοσοκομεῖο κυλοῦσε ἤρεμα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς ἀλλαγῆς στὸ χέρι καὶ στὸ στῆθος, καὶ ὅταν περνοῦσαν ἀεροπλάνα. ῞Οσοι μποροῦσαν νὰ περπατήσουν πήγαιναν στὸ καταφύγιο μαζὶ μὲ τοὺς Γιατροὺς καὶ τὶς νοσοκόμες. 'Εμεῖς ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ περπατήσουμε μέναμε καθηλωμένοι στὰ κρεβάτια, βάζοντας μαξιλάρια στὸ πρόσωπο, γιατὶ φοβόμαστε τὴν τζαμαρία ποὺ ἦτο ὁλόγυρα. Στὸ θάλαμο πάντοτε ἔμεναν καὶ μᾶς ἔδιναν κουράγιο ὁ κύριος Τάκης Δεσσύλας, ἡ σύζυγός του ποὺ ἦτο ἀδελφὴ τοῦ 'Ερυθροῦ Σταυροῦ καὶ ἡ ἀξέχαστη ἀδελφὴ Μαρὴ Βάρθη, ποὺ ἀκόμα μετὰ ἀπὸ 60 χρόνια, ὅταν συναντιόμαστε, ἀγκαλιαζόμαστε καὶ μιλᾶμε γιὰ τὰ μαῦρα χρόνια.

Θὰ σᾶς διηγηθῶ ἕνα τραγικὸ γεγονός. Εἶχαν φέρει μιὰ γυναίκα ἀπὸ τὴν 'Ηγουμενίτσα νὰ τῆς κόψουν τὸ πόδι. Τὴν πῆραν στὸ χειρουργεῖο. Μόλις ἄρχισε ἡ διαδικασία νὰ ἀφαιρέσουν τὸ πόδι, χτύπησε συναγερμός. Οἱ Γιατροὶ καὶ οἱ Νοσοκόμες ἐγκατέλειψαν τὴν τραυματία στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτρεξαν στὸ καταφύγιο. Μόνο ἡ ἀδελφὴ Βάρθη ἔμεινε μαζί της καὶ ἔκανε ὅ,τι ἦτο δυνατόν. Εὐτυχῶς πέρασαν γρήγορα τὰ ἀεροπλάνα. 'Επέστρεψαν οἱ Γιατροὶ καὶ οἱ νοσοκόμες καὶ τελείωσαν τὴν ἐγχείριση. Τὸ κομμένο πόδι τὸ ἔβαλαν σὲ μιὰ λεκάνη καὶ τὸ ἔδωσαν σὲ ἕναν ἐργάτη νὰ τὸ θάψη. ῞Οταν ἄρχισε ὁ ἐργάτης νὰ σκάβη τὸ λάκκο, ἕνας σκύλος ἅρπαξε τὸ πόδι καὶ ἔτρεχε. Εὐτυχῶς ἦτο ὁλόγυρα συρματόπλεγμα καὶ δὲν μπόρεσε νὰ βγῆ ἔξω στὸ δρόμο. Κατάφεραν τὸν ἔπιασαν, πῆραν τὸ πόδι καὶ τὸ ἔθαψαν.
Άβαταρ μέλους
Dionysios
 
Δημοσ.: 3950
Εγγραφη: Πέμ 11 Σεπ 2008, 21:30:05
Τοποθεσια: ᾿Αθῆναι

Re: Θεόδωρος Κασφίκης: «Η καρέτα της ζωής»

Δημοσίευσηαπό Dionysios » Πέμ 30 Οκτ 2008, 20:23:28

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β. ΚΑΣΦΙΚΗΣ

Η ΚΑΡΕΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (4)

Τὰ Χριστούγεννα μετὰ τὸ φαγητὸ μὲ ἐπισκέφτηκαν οἱ δυὸ κόρες τῆς κυρίας Δεσσύλα, ἐπειδὴς ἀπὸ τὴν 1-11-40 ποὺ τραυματίστηκα δὲν μποροῦσα νὰ περπατήσω. Μοῦ λέει ἡ δεσποινὶς Μαρία· «εἶπε ἡ μαμὰ νὰ σὲ σηκώσουμε σιγὰ σιγά, γιὰ νὰ μπορέσης νὰ περπατήσης». Μὲ σήκωσαν καὶ ἄρχισα νὰ περπατῶ. Δὲν προφτάσαμε νὰ περπατήσουμε 50 μέτρα στὸ προαύλιο, βγαίνει ἡ προϊσταμένη φωνάζοντας· «ὅλοι μέσα στὸ θάλαμο ἀμέσως καὶ στὰ κρεβάτια σας, γιατὶ οἱ 'Ιταλοὶ βομβάρδισαν τὴν 'Εθνικὴ Τράπεζα καὶ ἔρχονται τραυματίες». Εὐχαρίστησα τὰ κορίτσια γιὰ τὴ βοήθειά τους. Μοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ ἔρχονταν τὴν ἑπόμενη. Οἱ περίπατοι κράτησαν ἕξι μέρες. 'Απέκτησα δυνάμεις καὶ ἄρχισα νὰ περπατῶ μόνος χωρὶς καμμιὰ βοήθεια.

Τὴν ἑπόμενη μέρα ἦρθε ὁ κύριος Δεσσύλας καὶ μοῦ ἔφερε ἕνα μικρὸ χαρτόνι νὰ συνηθίσω νὰ γράφω μὲ τὸ ἀριστερό. 'Εγὼ ὅμως ἀντὶ νὰ γράψω γράμματα καὶ διάφορες λέξεις, ζωγράφιζα ἀεροπλάνα, ἐπειδὴς ἤμουν ἀερομοντελιστής. ῞Οταν ἦρθε ὁ κύριος Δεσσύλας νὰ δῆ πῶς ἔγραψα, βλέπει τὰ ἀεροπλάνα ποὺ εἶχα ζωγραφίσει. 'Απόρησε. Μοῦ εἶπε· «Θοδωρῆ, αὐτὰ σὲ σακάτεψαν». Καὶ ἐγὼ τοῦ εἶπα πὼς οἱ ἄνθρωποι μοῦ ἔκαναν τὸ κακὸ καὶ ὄχι τὰ ἀεροπλάνα. Μοῦ ἔδωσε μιὰ σοκολάτα μεγάλη, ὅπως πάντα, καὶ ἔφυγε.

῎Ερχεται κοντά μου ἕνας Σπύρος 'Αλιφεράκης, τραυματίας τῆς 'Εθνικῆς Τράπεζας· εἶχε ἕνα χέρι καὶ ἕνα μάτι. Μοῦ εἶπε· «τώρα ποὺ μπορεῖς καὶ περπατᾶς ἄνετα, θὰ ἤθελα νὰ πᾶμε στὸ Πέραμα, ὅπου μένει ἕνας θεῖος μου, νὰ τὸν ρωτήσω ἐὰν μπορεῖ νὰ ἔλθη νὰ μὲ πάρη σπίτι του, διότι ὁ γιατρὸς μοῦ εἶπε· Σπύρο, σὲ τρεῖς μέρες μπορεῖς νὰ φύγης· εἶσαι τελείως καλά». 'Ο θεῖος δὲν ἔφερε ἀντίρρηση. Τοῦ εἶπε· «Σπύρο, θὰ ἔλθω νὰ σὲ πάρω μὲ μεγάλη μου χαρά».

῞Οσο ἤμουν στὸ Νοσοκομεῖο, τὰ περνούσαμε ὡραῖα· παίζαμε διάφορα παιχνίδια «Πόλη-χωριά, γουβίτσες, τσιλίκι, πεντεγούλι καὶ κάτου μπαλί». Τὸ βράδυ οἱ γεροντότεροι μᾶς ἔλεγαν παραμύθια. Δὲν νοσταλγοῦσα τὸ σπίτι μου. ῞Οταν ὅμως φτάσαμε στὸ Πέραμα καὶ εἶδα τὰ γνωστά μου μέρη, Κανόνι, 'Αγία Μαρῖνα, Μὸν Ρεπό, ἀμέσως νοστάλγησα τὸ σπίτι μου. Βέβαια δὲν εἶχα θεραπευθῆ· πρὸς τὸ παρὸν τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ τὸ πηγούνι θεραπεύθηκαν. ῞Οταν ἐπιστρέψαμε στὸ Νοσοκομεῖο, πῆγα στὴν κ. 'Ελένη τὴν προϊσταμένη. Τὴ ρώτησα ἐὰν μπορῶ τὸ Σαββατοκύριακο νὰ πάρω ἄδεια νὰ πάω σπίτι. 'Η κ. 'Ελένη μὲ πῆρε στὸ γιατρό. Τοῦ εἶπα γιὰ τὴν ἄδεια. «Θόδωρε, μοῦ εἶπε, ἐὰν θέλης, μπορεῖς νὰ ἀρχίσης ἀπὸ αὐτὸ τὸ Σαββατοκύριακο, ἀλλὰ πρόσεχε μὴ χτυπήσης τὸ χέρι σου». Εὐχαρίστησα τὸ γιατρό. ῏Ηταν ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Καὶ ὅπως κάθε μέρα, οἱ φίλοι μου μοῦ ἔφεραν φαγητὸ ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ πατέρα μου. Τοὺς εἶπα νὰ περιμένουν νὰ φάω, γιατὶ πῆρα ἄδεια καὶ θὰ φεύγαμε παρέα. Χάρηκαν πολύ. Πῆγα στὴν κ. 'Ελένη· τῆς εἶπα ὅτι φεύγω. Μὲ φίλησε καὶ φύγαμε γιὰ τὴ Στρατιά.

Τὸ ἀπόγευμα πήγαμε στὴν 'Ανάληψη, παίξαμε ποδόσφαιρο καὶ τὸ βράδυ πήγαμε στὴν πόλη γιὰ ψώνια τοῦ μαγαζιοῦ. Δὲν πίστευα στὰ μάτια μου πὼς ἔβλεπα τὴν πόλη μετὰ ἀπὸ 3῟ μῆνες. Τὴν Κυριακὴ τὸ μεσημέρι ἔφαγα στὸ μαγαζὶ καὶ ἤπια 3 ποτηράκια κρασὶ μαῦρο, ἀπ' αὐτὸ ποὺ πιπέριζε. Εἶχα νὰ πιῶ κρασὶ 3῟ μῆνες. Στὶς τρεῖς ἡ ὥρα μοῦ λέει ὁ πατέρας μου νὰ φύγω γιὰ τὸ νοσοκομεῖο. 'Αφοῦ χαιρέτησα, φύγαμε. Καθὼς περνάγαμε τὴ γέφυρα, μὲ ἔπιασε φαγούρα στὴν κοιλιά. Φτάνοντας στὸ νοσοκομεῖο πῆγα κατευθεῖαν στὴν κ. 'Ελένη. Τῆς εἶπα γιὰ τὴ φαγούρα· μὲ ρώτησε τί ἔφαγα, τῆς εἶπα· «ἤπια 3 ποτηράκια κρασὶ μαῦρο». Μοῦ ἔβαλε τάλκο καὶ μιὰ ἀλοιφή. Τὴν ἑπομένη ἤμουν καλά.
Άβαταρ μέλους
Dionysios
 
Δημοσ.: 3950
Εγγραφη: Πέμ 11 Σεπ 2008, 21:30:05
Τοποθεσια: ᾿Αθῆναι

Re: Θεόδωρος Κασφίκης: «Η καρέτα της ζωής»

Δημοσίευσηαπό Dionysios » Πέμ 30 Οκτ 2008, 20:24:01

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β. ΚΑΣΦΙΚΗΣ

Η ΚΑΡΕΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (5)

Τὸ δεύτερο Σαββατοκύριακο πῆγα νὰ δῶ πῶς ἦταν τὸ μπακάλικο καὶ τὸ σπίτι μου. Κοίταξα τὴν πόρτα ὅπου βρισκόμουν ὅταν τραυματίστηκα. ῏Ηταν κατεστραμμένη ἀπὸ τὰ βλήματα. 'Απορῶ πῶς ἔζησα. Φαίνεται μὲ βοήθησε ὁ Θεός. Τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ συναντήθηκα μὲ τὸ Βλάχο καὶ τὸν ρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ χέρι μου. 'Εκεῖνος μοῦ εἶπε ὅτι τὸ εἶχε βρεῖ ὁ πατέρας μου κάτω ἀπὸ τὸν πάγκο τοῦ κρασιοῦ. 'Ο πατέρας μου δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ τὸ πιάση καὶ εἶπε τοῦ Βλάχου νὰ τὸ πάη νὰ τὸ θάψη στοῦ Βασιλάκη. Λέω στὸ Βλάχο ὅτι καλύτερα ἦταν νὰ τὸ θάψη στὴν 'Ανάληψη ὡς προκαταβολή. Τότε ὁ Βλάχος μοῦ ἀπάντησε γελώντας· «τί 'Ανάληψη, τί Βασιλάκη; 'Εσὺ εἶσαι ἐντάξει, τὸ καπάρο σου τὸ ἔδωσες».

Τὴν Κυριακὴ τὸ ἀπόγευμα εἶχα 39 πυρετό. Τὸ χέρι μὲ πονοῦσε καὶ ἄρχισε νὰ μαυρίζη. Τὸ πρωὶ τὴ Δευτέρα τὸ χέρι μύριζε καὶ ὁ πυρετὸς 39,8. Τὸ εἶπα στὸν πατέρα μου καὶ ἐκεῖνος φώναξε τὸ γιατρὸ κ. Πυλαρινό. ῏Ηρθε ὁ γιατρός, μὲ ἐξέτασε καὶ εἶπε στὸν πατέρα μου νὰ μὲ πάη ἀμέσως στὸ Νοσοκομεῖο. Τὸ χέρι μου ἦτο πρησμένο καὶ μελανὸ σὰν μελιτζάνα καὶ μύριζε. Τότε ὁ πατέρας μου παίρνει τηλέφωνο τὸν κ. Πολύζο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ στείλη ἕνα αὐτοκίνητο ἀπὸ τὰ ἐπιταγμένα νὰ μὲ πάρη ἀμέσως στὸ νοσοκομεῖο. ῏Ηρθε τὸ αὐτοκίνητο μὲ ὁδηγὸ τὸ Δημήτρη Μάζη καὶ μὲ πῆρε ἀμέσως. Μόλις μπῆκα στὸ νοσοκομεῖο, πῆγα στὸ γιατρό, μὲ ἐξέτασε καὶ φώναξε τὴν κ. 'Ελένη. Τῆς εἶπε νὰ βάλη στὸν κλίβανο τὰ ἐργαλεῖα γιὰ ἀπόξυση αὔριο τὸ πρωί. ῞Οταν ἄκουσα ἀπόξυση, πάγωσα. ῎Ηξερα ὅτι πονοῦσε πάρα πολύ. Μοῦ τὸ εἶχε πεῖ ἕνας γείτονας ποὺ ἔκανε ἀπόξυση στὸ δάχτυλό του τὸ καλοκαίρι τοῦ 1938.

῞Ολη τὴ νύχτα δὲν κοιμήθηκα, γιατὶ σκεφτόμουν τὴν ἀπόξυση. Τὸ πρωὶ μπῆκα πρῶτος στὸ χειρουργεῖο. Μὲ ξάπλωσαν καὶ μὲ ἔδεσαν. ῞Οταν εἶδα τὸ γιατρὸ μὲ τὸ ἐργαλεῖο στὸ χέρι, εἶπα στὴν κ. 'Ελένη νὰ μοῦ δώσουν ὕπνο. 'Εκείνη μοῦ ἀπάντησε ὅτι ἐπειδὴς ἤμουν πολὺ κρυωμένος, δὲν μποροῦσαν νὰ μοῦ δώσουν ὕπνο. ῎Αρχισε ὁ γιατρὸς νὰ μοῦ ροκανίζη τὸ κόκκαλο σὰν πόντικας. ῞Οσο ἔβγαζε αἷμα καὶ πῦον δὲν μὲ πόναγε. ῞Οταν ἄρχισε ἀπὸ τὸ καθαρό, πονοῦσα τρομερά. Τὸ θυμᾶμαι καὶ ἀνατριχιάζω. ῞Οταν τελείωσε ὁ γιατρός, τὸν ρώτησα γιατὶ δὲν περίμενε νὰ γίνω καλὰ ἀπὸ τὸ κρυολόγημα καὶ νὰ μὲ ναρκώση. Μοῦ εἶπε πὼς ἤμουν πολὺ σοβαρὰ καὶ ὅτι εἶχα πυρετὸ πάνω ἀπὸ 40 βαθμούς· ἔπρεπε νὰ μὴ χάσω οὔτε λεπτό. «῏Ηταν ἡ τέταρτη φορὰ ποὺ τὴ γλίτωσες καὶ νὰ ευχαριστῆς τὸ Θεό μας. Γιὰ αὐτὸ -ἦτο τόσο σοβαρὸ- ἔδωσα ἐντολὴ νὰ ἔρθης πρῶτος. Σοῦ ἔβγαλα μιὰ λεκανίτσα σάπιο αἷμα καὶ τρία κοκκαλάκια». ῞Οταν τελείωσε καὶ αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία, μὲ πῆραν στὸ κρεβάτι καὶ ἀποκοιμήθηκα. Ξύπνησα τὸ μεσημέρι, τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Εἶχα νὰ φάω τρεῖς μέρες καὶ πείναγα πολύ. Εἴχαμε φασόλια. ῎Εβαλα στὴ μύτη ταμπὸν ἀπὸ βαμβάκι, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἐνοχλῆ στὸ φαγητό. Θυμᾶμαι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔφαγα 1/4 κουραμάνα τοῦ στρατοῦ ψωμί, τρία πιάτα φασόλια, μιὰ λίτρα ἀρνί, ποὺ κάποιος ποὺ δὲν θυμᾶμαι μοῦ τὸ ἔφερε ἀπὸ τὶς Μπενίτσες καὶ μοῦ τἄψησε ὁ μάγειρας τοῦ κ. Δεσσύλα. Μετὰ ἦρθε ὁ ξάδελφός μου ὁ Νίκος ὁ Νησιώτης μὲ τοὺς φίλους μου, ὅπως κάθε μέρα ποὺ μοῦ ἔστελνε φαγητὸ ὁ πατέρας. 'Εκείνη τὴν ἡμέρα ἦτο ἕνα φαγητὸ ποὺ μοῦ ἄρεσε πολύ· ἕνα πιάτο βαθὺ αὐγολέμονο ἀλὰ παλαιὰ μὲ ἕνα μπούτι ἀπὸ γάλο.
Άβαταρ μέλους
Dionysios
 
Δημοσ.: 3950
Εγγραφη: Πέμ 11 Σεπ 2008, 21:30:05
Τοποθεσια: ᾿Αθῆναι

Re: Θεόδωρος Κασφίκης: «Η καρέτα της ζωής»

Δημοσίευσηαπό Dionysios » Πέμ 30 Οκτ 2008, 20:24:56

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β. ΚΑΣΦΙΚΗΣ

Η ΚΑΡΕΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (6)

Στὶς 27 'Ιανουαρίου 1941 πέθανε ἡ καλή μου νοσοκόμα Ντίνα ποὺ τόσο πολὺ μὲ φρόντιζε. Δυστυχῶς εἶμαι καὶ ἐγὼ ὑπεύθυνος γιὰ τὸ θάνατό της. Εἶχε ζάχαρο, καὶ σὰν παιδιὰ ποὺ ἤμασταν δὲν δίναμε σημασία. 'Ο κ. Δεσσύλας μέρα παρὰ μέρα μοῦ ἔφερνε μιὰ μεγάλη σοκολάτα καὶ ὅ,τι ἄλλα γλυκὰ μοῦ ἔφερναν τὰ μοιραζόμουν μὲ τὴν Ντίνα. Τὴ θάψανε στὴν ἀνηφόρα πρὸς τὸ Γαστούρι δεξιὰ σὲ μιὰ ἐκκλησία, στὸν ῞Αγιο 'Ιωάννη.

Στὶς 3 Φεβρουαρίου 1941 πῆγα γιὰ ἀλλαγὴ στὸ χειρουργεῖο. 'Ο γιατρὸς ἀποροῦσε· «γιατί τόσο ἀργοῦν νὰ ἐπουλωθοῦν τὰ τραύματα τοῦ Θόδωρου; Κλείνουμε σχεδὸν 4 μῆνες». 'Η κ. 'Ελένη γιὰ νὰ μοῦ δώση κουράγιο, μὲ χτύπησε λέγοντας· «γρήγορα θὰ φύγης ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο». Καθὼς μὲ ἄγγιξε στὸν ὧμο ἔνιωσε ἕνα μικρὸ ἐξόγκωμα. Φώναξε τὸ γιατρό. ῏Ηταν ἕνας μικρὸς ὄγκος σκληρός. 'Αμέσως ἡ σκέψη μου πῆγε στὴν ἀπόξυση καὶ ρώτησα τὸ γιατρὸ ἐὰν θὰ κάμη ἀπόξυση ἢ θὰ τὸ κόψη. 'Εκεῖνος μοῦ εἶπε «δὲν ξέρω» καὶ ἔφυγε. Ρώτησα τὴν κ. 'Ελένη μήπως πᾶμε γιὰ ἀπόξυση. «῎Οχι, ἐλπίζουμε νὰ τὸ ἀποφύγουμε, μοῦ εἶπε, διότι αὐτὸ τὸ σκληρὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πῦον. 'Απὸ αὔριο τὸ ἀπόγευμα θὰ ἀρχίσω νὰ σοῦ βάζω κομπρέσες μὲ οἰνόπνευμα». Πράγματι σὲ 3 μέρες ἄρχισε νὰ κατεβαίνη πρὸς τὰ κάτω. Τότε ἡ κ. 'Ελένη μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι σὲ τέσσερις μέρες θὰ κατέβη στὸ τραῦμα καὶ θὰ ἰδοῦμε τί κρύβει αὐτὸς ὁ ὄγκος. Πράγματι σὲ τέσσερις μέρες φάνηκε δίπλα στὸ τραῦμα κάτι σὰν μικρὸ μακαρονάκι. Πῆρε ὁ γιατρὸς μιὰ λαβίδα, τὸ τράβηξε, ἦτο ἕνα κόκκαλο 3 ἑκατοστὰ στραβοκομμένο, 4 μικρὰ κόκκαλα μᾶλλον τριμμένα μαζὶ μὲ μικρὰ πετραδάκια. Πῆρε ὁ Γιατρὸς μιὰ σύριγγα μὲ φάρμακο, τὸ πίεσε μέσα στὸ νέο ἄνοιγμα καὶ τὸ καθάρισε. Εὐτυχῶς δὲν πόνεσα.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔρχεται ἡ κ. 'Ελένη στὸ κρεβάτι. Μόλις τὴν εἶδα, τῆς λέω· «θὰ μοῦ κάνης ἀπόξυση;» «῎Οχι, μὴ φοβᾶσαι. Σὲ θέλει ὁ γιατρός πρῶτο». Κάθε μέρα μὲ θέλει ὁ γιατρὸς πρῶτο. 'Ο νοῦς μου πάει στὴν ἀπόξυση. 'Ο Γιατρὸς κατάλαβε τὸ φόβο μου. «Μή φοβᾶσαι, θέλω να ἰδῶ τί ἄλλο ἔχει ἀπορροφήσει τὸ χέρι σου». ῞Οταν ἔβγαλε τὶς γάζες, ὁ γιατρὸς ἔμεινε κατάπληκτος. ῏Ηταν γεμάτες χώματα καὶ μικρὰ μικρὰ πετραδάκια. Παίρνει ὁ γιατρὸς τὴ σύριγγα, τὴν ἔβαλε στὸ νέο ἄνοιγμα, πίεσε καὶ τὸ φάρμακο βγῆκε ἀπὸ τὸ παλιὸ ἄνοιγμα μὲ χώματα. Μοῦ ἔβαλαν καθαρὲς γάζες καὶ μοῦ εἶπαν γιὰ ἀλλαγὴ αὔριο νὰ πάω πάλι πρῶτος. Αὐτὴ ἡ διαδικασία κράτησε πέντε μέρες. Κάποια στιγμὴ οἱ γάζες βγῆκαν καθαρές. 'Ο Γιατρὸς εἶπε στὴν κ. 'Ελένη· «ἂς εἶναι καθαρές, καὶ δυὸ μέρες παραπάνω δὲν μᾶς κάνει κόπο». Πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου, μοὔτυχε τραῦμα μὲ τέτοια συμπτώματα. Ρώτησα τὸ γιατρὸ πῶς ἔγινε· μοῦ εἶπε· «ὅπως ξέρουμε, τὸ νερὸ παρασέρνει ὅ,τι βρεῖ ἐμπρός του. Τὴν ὥρα ποὺ ἤσουν στὸ δάπεδο πεσμένος μέσα στὸ νερό, καὶ τὸ χέρι σου ἦταν φρεσκοκομμένο, ἀπορρόφησε ὅλα αὐτὰ τὰ παράσιτα».

Περίπου σὲ μία ἑβδομάδα τὸ νέο ἄνοιγμα ἐπουλώθηκε. Τὸ χέρι ἔγινε τελείως καλὰ τὸ Σεπτέβρη τοῦ 1941. (Σκεφτῆτε τὸ καλοκαίρι ἔκανα μπάνιο στὴ θάλασσα μὲ τὸ τραῦμα ἀνοιχτό).

Μὲ φώναξε ἡ κ. 'Ελένη καὶ μοῦ εἶπε· «Θόδωρε, ἐφόσον τὸ στῆθος καὶ τὸ μικρὸ τραῦμα θεραπεύτηκαν, μπορεῖς νὰ φύγης. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι πρέπει νὰ ἔρχεσαι μέρα παρὰ μέρα γιὰ ἀλλαγή, ἕως ὅτου θεραπευθῆς. 'Εσὺ τόσες ταλαιπωρίες πέρασες, μέχρι ποὺ σὲ βάλανε δυὸ φορὲς στὴν ἀπομόνωση (τουαλέτες), γιὰ νὰ πεθάνης!» Πήγαμε στὸ γιατρό, μοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ φύγω. Τὴν ἑπόμενη χαιρέτησα τοὺς γιατρούς, τὶς ἀδερφές, τὴν κ. 'Ελένη ποὺ τόσο πολὺ μοῦ συμπαραστάθηκε, καὶ ὅσους ἦταν μέσα στὸ θάλαμο. ῏Ητο τέλος Μαρτίου 1941. Στενοχωρήθηκα πολὺ ποὺ δὲν χαιρέτησα τὴν οἰκογένεια Δεσσύλα, ποὺ τόσο πολὺ μοῦ συμπαραστάθηκαν. Δὲν ξέρω γιὰ ποιό λόγο, ὁ νέος νομάρχης κ. Διασσάκος τοὺς ἔστειλε ἐξορία στοὺς Παξούς.


Υ.Γ. Τὴ ζωή μου τὴν ὀφείλω στὸ μεγάλο μας Θεό, στὸ ὄνομα Βασίλη, στὸν κ. Τάκη Δεσσύλα καὶ στοὺς Γιατρούς.


Μάρτιος 2001
Άβαταρ μέλους
Dionysios
 
Δημοσ.: 3950
Εγγραφη: Πέμ 11 Σεπ 2008, 21:30:05
Τοποθεσια: ᾿Αθῆναι


Επιστροφή στην Λογοτεχνία καί λογοτεχνοκριτική

Μελη σε συνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση : Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 1 επισκέπτης

cron