από Dionysios » Πέμ 30 Οκτ 2008, 20:22:42
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β. ΚΑΣΦΙΚΗΣ
Η ΚΑΡΕΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (3)
4-11-40. Ξημέρωσε ἡ πιὸ κακὴ μέρα γιὰ μένα. ῏Ητο Δευτέρα πρωί. Μὲ πῆραν στὸ χειρουργεῖο, γιὰ νὰ μοῦ ἀλλάξουν τὰ τραύματα. 'Απὸ τὴν Παρασκευὴ ποὺ χτύπησα αἰσθάνθηκα τρομεροὺς πόνους μετὰ 4 μέρες. Μόλις μοῦ ἔκανε τὴν ἀλλαγή, εἶπε ὁ γιατρὸς στὴν κ. 'Ελένη· «πᾶρ' τον στὴν ἀπομόνωση γιὰ πιὸ ἀσφάλεια». 'Η λέξη ἀσφάλεια ἦτο γιὰ νὰ μὴν καταλάβω. Εἶχα πάθει γάγγραινα. Γι' αὐτὸ μ' ἔβαλαν στὴν ἀπομόνωση, γιὰ νὰ πεθάνω. Καὶ μάλιστα ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦρθε ἡ κυρία Καρσιὰν μὲ τὴν κόρη της 'Ερμίνα, γιὰ νὰ δοῦν τὸ γιό της ποὺ ἦτο τραυματίας στὸ πόδι. Γυρίζει καὶ λέει στὴν κόρη της· «κρίμα! ὁ γιὸς τοῦ Βασίλη θὰ πεθάνη». Δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ μιὰ μέρα πέθανε ὁ γιός της.
'Υπάρχουν δύο εἴδη γάγγραινες· στὴ μία περίπτωση προχωρεῖ ἀκαριαῖα, ὅπως τὴν ἔπαθε ὁ γιὸς τῆς κ. Καρσιάν, στὴν ἄλλη περίπτωση σταματᾶ στὸ τραῦμα. Εὐτυχῶς σὲ μένα δὲν προχώρησε. Πάντως μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Γιατρῶν τὸ ξεπέρασα. Πόσες μέρες ἔμεινα στὶς τουαλέτες δὲ θυμᾶμαι. Μὴ σᾶς φανῆ παράξενο· οἱ τουαλέτες ἦταν τὸ ἀπομονωτήριο!
῞Οταν θεραπεύθηκα, μὲ πῆραν στὸ μεγάλο θάλαμο. Μὲ ἔβαλαν σὲ ἕνα γωνιακὸ κρεβάτι. ῎Ερχεται μιὰ νεαρὴ ἀδελφὴ ὀνόματι Ντίνα· «μὲ ἔστειλε ἡ κυρία Δεσσύλα, γιὰ νὰ σὲ φροντίζω, καὶ ὅ,τι θέλεις, φώναξε». Μὲ ταχτοποίησε στὸ κρεβάτι. ῎Ηθελα νὰ κατουρήσω καὶ ντρεπόμουν νὰ τῆς τὸ πῶ. 'Η Ντίνα τὸ κατάλαβε· μοῦ λέει· «πάω νὰ σοῦ φέρω τὴν πάπια». Δὲ βρῆκε γυάλινη πάπια· μοῦ ἔφερε ἕνα μπουκαλέτο πήλινο μὲ σπασμένο τὸ χεῖλος. Τῆς εἶπα νὰ μοῦ τὴ δώση ἐμένα. Μοῦ λέει· «Θόδωρε, δὲν μπορεῖς· ἔχεις καὶ τὰ δυὸ χέρια μὲ ἐπιδέσμους. ῎Αφησε ἐμένα, μὴν ντρέπεσαι». 'Επειδὴ ντρεπόμουν, ἔκλεισα τὰ μάτια μου καὶ ἄφησα τὴν Ντίνα. Καθὼς πήγαινε νὰ ἀδειάση τὰ οὖρα, τὴ βλέπει ἡ κυρία Δεσσύλα· «τί εἶναι αὐτά, Ντίνα;» «Εἶναι τὰ οὖρα τοῦ Θόδωρου». «Δὲν ἔχει γυάλινη;» «῎Οχι, κυρία». Τὴν ἄλλη μέρα ἔρχεται χαμογελαστὴ μὲ μιὰ πάπια στὴν ἀγκαλιά της σὰν μωρό. 'Η Ντίνα μὲ φρόντιζε πάρα πολύ, μὲ ἀγαποῦσε σὰν ἀδελφό, καὶ τὰ ἀπογεύματα ἐρχόταν καὶ μοῦ ἔκανε συντροφιά. 'Η Ντίνα δυστυχῶς πέθανε τέλος 'Ιανουαρίου 1941. ῎Ισως νὰ συνέβαλα καὶ ἐγὼ στὸν πρόωρο θάνατό της.
Στὶς 25 Νοεμβρίου μὲ ἔβαλαν γιὰ δεύτερη φορὰ στὶς τουαλέτες. ῎Επαθα δηλητηρίαση στὸ αἷμα. ῏Ηταν πολὺ δύσκολο γιὰ τὴν ἐποχὴ νὰ βρεθῆ κάποια ἔνεση. 'Ο γιατρὸς κ. Προβατᾶς πηγαίνει στὸν κ. Δεσσύλα λέγοντας· «κύριε Τάκη χάνουμε τὸ Θόδωρο!» 'Ο κύριος Τάκης Δεσσύλας μὲ γνώριζε ἀπὸ τὸ Μαγαζὶ τοῦ πατέρα μου, μὲ ἀγαποῦσε πολὺ καὶ πάντοτε μοῦ ἔλεγε· «ὅ,τι θέλεις σὲ μένα νὰ ἔρχεσαι». Μόλις τοῦ εἶπαν τὸ σοβαρὸ πρόβλημά μου, ἀμέσως στέλνει τὸ σοφὲρ Μηνιάτη μὲ τὸ Διευθυντὴ τοῦ ἐργοστασίου του στὴν πόλη, γιὰ νὰ ψάξουν ὅλα τὰ φαρμακεῖα. 'Η ἔνεση δὲν βρέθηκε. 'Ο κ. Γαλάτης λέει στὸ Μηνιάτη· «εἶναι γραμμένο ὁ γιὸς τοῦ Βασίλη νὰ πεθάνη». Πῆραν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο εἶπε ὁ Μηνιάτης· «κύριε Γαλάτη, πᾶμε μέσα στὸ φαρμακεῖο, μήπως ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἔνεση». 'Υπεύθυνος τοῦ φαρμακείου ἦτο ὁ Γιατρὸς κ. Κοκοτός. Τοῦ εἶπαν γιὰ τὴν ἔνεση. «῎Εχω δύο, τοῦ λέει, ἀλλὰ πρέπει νὰ μοῦ φέρετε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν στρατιωτικὸ διοικητὴ κύριο Πολύζο». Μόλις ἔφτασαν στὸ νοσοκομεῖο, ἀνάφεραν στὸν κ. Δεσσύλα γιὰ τὴν ἐντολή. Φεύγει ἀμέσως καὶ πάει στὸ χωριὸ Κοκκίνη, ὅπου ἔμενε ὁ Στρατιωτικὸς διοικητής. 'Ο σκοπὸς δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ περάση· ζήταγε σύνθημα καὶ παρασύνθημα. 'Ο κ. Δεσσύλας φώναζε· «εἶμαι φίλος μὲ τὸν κ. Πολύζο, θέλω νὰ μοῦ δώση ἐντολὴ γιὰ τὸ φαρμακεῖο τοῦ φρενοκομείου, γιὰ μιὰ ἔνεση, πεθαίνει ἕνας νεαρός». 'Ο κ. Πολύζος βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο καὶ ρώτησε· «κύριε Τάκη, τί συμβαίνει τέτοια ὥρα;» «Πεθαίνει ὁ γιὸς τοῦ Βασίλη· σὲ παρακαλῶ δῶσε μου ἐντολὴ γραπτὴ γιὰ μιὰ ἔνεση, γιὰ νὰ μοῦ δώση ὁ κ. Κοκοτός». Πῆρε τὴν ἐντολή, τὸν εὐχαρίστησε καὶ ἀμέσως πῆγε στὸ φαρμακεῖο. Τοῦ ἔδωσε ὁ κ. Κοκοτὸς δυὸ ἐνέσεις, τὴ μία γιὰ μένα καὶ τὴν ἄλλη γιὰ ἕνα Σπύρο Λινάρδο, Μπακάλη ἀπὸ τὴν πόλη. Εὐτυχῶς ξεπέρασα καὶ αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία.
'Η ζωὴ στὸ Νοσοκομεῖο κυλοῦσε ἤρεμα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς ἀλλαγῆς στὸ χέρι καὶ στὸ στῆθος, καὶ ὅταν περνοῦσαν ἀεροπλάνα. ῞Οσοι μποροῦσαν νὰ περπατήσουν πήγαιναν στὸ καταφύγιο μαζὶ μὲ τοὺς Γιατροὺς καὶ τὶς νοσοκόμες. 'Εμεῖς ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ περπατήσουμε μέναμε καθηλωμένοι στὰ κρεβάτια, βάζοντας μαξιλάρια στὸ πρόσωπο, γιατὶ φοβόμαστε τὴν τζαμαρία ποὺ ἦτο ὁλόγυρα. Στὸ θάλαμο πάντοτε ἔμεναν καὶ μᾶς ἔδιναν κουράγιο ὁ κύριος Τάκης Δεσσύλας, ἡ σύζυγός του ποὺ ἦτο ἀδελφὴ τοῦ 'Ερυθροῦ Σταυροῦ καὶ ἡ ἀξέχαστη ἀδελφὴ Μαρὴ Βάρθη, ποὺ ἀκόμα μετὰ ἀπὸ 60 χρόνια, ὅταν συναντιόμαστε, ἀγκαλιαζόμαστε καὶ μιλᾶμε γιὰ τὰ μαῦρα χρόνια.
Θὰ σᾶς διηγηθῶ ἕνα τραγικὸ γεγονός. Εἶχαν φέρει μιὰ γυναίκα ἀπὸ τὴν 'Ηγουμενίτσα νὰ τῆς κόψουν τὸ πόδι. Τὴν πῆραν στὸ χειρουργεῖο. Μόλις ἄρχισε ἡ διαδικασία νὰ ἀφαιρέσουν τὸ πόδι, χτύπησε συναγερμός. Οἱ Γιατροὶ καὶ οἱ Νοσοκόμες ἐγκατέλειψαν τὴν τραυματία στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτρεξαν στὸ καταφύγιο. Μόνο ἡ ἀδελφὴ Βάρθη ἔμεινε μαζί της καὶ ἔκανε ὅ,τι ἦτο δυνατόν. Εὐτυχῶς πέρασαν γρήγορα τὰ ἀεροπλάνα. 'Επέστρεψαν οἱ Γιατροὶ καὶ οἱ νοσοκόμες καὶ τελείωσαν τὴν ἐγχείριση. Τὸ κομμένο πόδι τὸ ἔβαλαν σὲ μιὰ λεκάνη καὶ τὸ ἔδωσαν σὲ ἕναν ἐργάτη νὰ τὸ θάψη. ῞Οταν ἄρχισε ὁ ἐργάτης νὰ σκάβη τὸ λάκκο, ἕνας σκύλος ἅρπαξε τὸ πόδι καὶ ἔτρεχε. Εὐτυχῶς ἦτο ὁλόγυρα συρματόπλεγμα καὶ δὲν μπόρεσε νὰ βγῆ ἔξω στὸ δρόμο. Κατάφεραν τὸν ἔπιασαν, πῆραν τὸ πόδι καὶ τὸ ἔθαψαν.