17. Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης Κείμενα Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου Κρίσεις ἐπὶ προσφάτου δημοσκοπήσεως (2003)

 

Κρίσεις ἐπὶ προσφάτου δημοσκοπήσεως

 

Δευτέρα 3 νοεμβρίου 2003

 

Κατὰ τὸ ἑσπέρας μιᾶς κυριακῆς τοῦ μηνὸς ὀκτωβρίου μία ἑταιρεία διε­ξή­γαγε τηλεφωνικὴν δημοσκόπησιν περὶ τῆς ἐνεστώσης κρίσεως μεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν τῆς ῾Ελλάδος καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. τὰ ἀπο­τε­λέσματα τῆς δημοσκοπήσεως ταύτης ἐδημοσιεύθησαν κατὰ τὰς ἑπομέ­νας ἡμέρας. ἐνταῦθα δὲν ἐνδιαφέρουν τὰ ποσοστὰ ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν ἀ­παντήσεων οὔτε τὸ πῶς ἡρμήνευσαν οἱ διάφοροι φορεῖς, ἀναλυταὶ καὶ σχο­λιασταὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐρεύνης, ἀλλ᾿ ἐκφέρονται ὡρισμέναι κρί­σεις καὶ παρατηρήσεις ἐπὶ τοῦ περιεχομένου τῆς δημοσκοπήσεως, ἤ τοι ἐπὶ τοῦ ἐρωτηματολογίου αὐτῆς, διὰ νὰ προβληματισθῶμεν κατὰ πόσον τοιού­του εἴδους δημοσκοπήσεις φέρουν τὴν ἐγκυρότητα μὲ τὴν ὁποίαν παρου­σιάζονται.

Αἱ ἐρωτήσεις (ὀλιγώτεραι τῶν 10) ἦσαν διατυπωμέναι μὲ τρόπον ὥστε νὰ ἐπιδέχωνται ἀπάντησιν μόνον ἓν ναὶ ἢ ἓν ὄχι. ὅμως αἱ περισσότεραι ἐξ αὐτῶν ἦσαν διατυπωμέναι μὲ πολλὴν ἀσάφειαν καὶ γενικότητα, ὁπότε ἡ ἑρμηνεία τῆς ὅποιας ἀπαντήσεως δύναται νὰ ποικίλλῃ ἀναλόγως τῆς δια­θέ­σεως καὶ τῶν προϋποθέσεων τοῦ ἑκάστοτε σχολιαστοῦ. ἐπὶ παραδείγ­ματι μία ἐρώτησις ἦτο· Πιστεύετε ὅτι ἡ κρίσις ποὺ ἔχει ἐκσπάσει εἶναι καιρίας σημασίας διὰ τὴν ἐκκλησίαν; τί σημαίνει ὅμως τὸ «καιρίας ση­μα­σίας διὰ τὴν ἐκκλησίαν»; τοιαῦτα θέματα διὰ τὴν ἐκκλησίαν εἶναι πρω­τί­στως τὰ θέματα πίστεως· ἀλλ᾿ ἡ διαφωνία μεταξὺ Φαναρίου καὶ ᾿Αθηνῶν δὲν εἶναι διὰ θέματα πίστεως ἀλλὰ δι᾿ ἓν διοικητικὸν ζήτημα, ἢ μᾶλλον διὰ μίαν ἑρμηνείαν ἐπὶ πράξεως καὶ τακτικῆς διοικητικῆς φύσεως. μὲ βάσιν αὐτὴν τὴν διευκρίνισιν ἑκάστη πιθανὴ ἀπάντησις δύναται νὰ λάβῃ διαφό­ρους ἑρμηνείας.

Α) Ἂν ἡ ἀπάντησις εἶναι Ναί, δυνατὸν νὰ σημαίνῃ τὰ ἑξῆς·

1) ναί· εἶναι καιρίας σημασίας πρόβλημα, διότι ὄπισθεν τοῦ διοικητι­κοῦ ὑπάρχει ἀφανῶς καὶ σημαντικὸν θεολογικὸν πρόβλημα (θέμα πίστεως ἢ ποιμαντικῆς ἐπιστήμης ἢ κρίσεως καὶ αὐτοσυνειδησίας τῆς ὀρθοδόξου ἐκ­κλησίας)·

2) ναί· εἶναι καιρίας σημασίας πρόβλημα, ὄχι ὡς θεολογικόν, ἀλλ᾿ ὡς ση­μαντικὸν διοικητικὸν πρόβλημα τῆς συγχρόνου ἐκκλησίας, τοῦ ὁποίου ἡ λύ­­σις χρονίζει ἐπὶ δεκαετίας, καὶ ἐπέστη πλέον ὁ καιρὸς τῆς ἐπιλύσεως αὐ­τοῦ·

3) ναί· εἶναι καιρίας σημασίας πρόβλημα, ὄχι ὡς καθ᾿ αὑτὸ ἐκκλη­σια­στι­κὸν ζήτημα, ἀλλὰ διότι ἔχει ἐθνικὰς διαστάσεις.

Β) Ἂν ἡ ἀπάντησις εἶναι ῎Οχι, δυνατὸν νὰ σημαίνῃ τὰ ἑξῆς·

1) ὄχι· δὲν εἶναι σημαντικὸν πρόβλημα οὔτε δυσεπίλυτον, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ἐξωγκώθη κατ᾿ αὐτὰς τὰς ἡμέρας.

2) ὄχι· δὲν εἶναι καιρίας σημασίας πρόβλημα διὰ τὴν ἐκκλησίαν, διότι δὲν εἶναι θεολογικόν (ὅπως αἵρεσις, παρερμηνεία δογματικὴ ἢ παραχά­ρα­ξις τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ἢ διαστρέβλωσις ἢ ἀλλοίωσις τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στικῆς διδασκαλίας), ἀλλ᾿ εἶναι διοικητικὸν ζήτημα, τοῦ ὁποίου ἡ λύσις χρονίζει ἐπὶ δεκαετίας καὶ ἐπέστη πλέον ὁ καιρὸς τῆς ἐπιλύσεως αὐτοῦ.

3) ὄχι· δὲν εἶναι καιρίας σημασίας πρόβλημα, διότι εἶναι ἁπλῶς ἓν ἐν­δο­εκκλησιαστικὸν ζήτημα χωρὶς ἐθνικὰς προεκτάσεις.

᾿Επισημαίνω ὅτι ἐκ τῶν ἀνωτέρω δυνατῶν ἑρμηνειῶν αἱ Α2 καὶ Β2 οὐ­σιαστικῶς ταυτίζονται ὡς πρὸς τὴν ἀντίληψιν τῶν ἐρωτηθέντων, ἀσχέτως ἂν ἡ αὐτὴ ἀντίληψις, διὰ νὰ ἐκφρασθῇ μονολεκτικῶς, δύναται νὰ λάβῃ δύο ἐντελῶς ἀντιθέτους μεταξύ των ἐκφοράς! εὐνόητον ὅτι ἐν τοιαύτῃ περι­πτώ­σει δὲν ἔχομεν πραγματικὴν ἔκφρασιν τῆς γνώμης τοῦ ἐρωτηθέντος, ἀλλὰ περιορισμὸν ἀνεπίτρεπτον τῆς σκέψεως αὐτοῦ. ἐν τελικῇ ἀναλύσει τοι­ούτου εἴδους γενικαὶ καὶ ἀόριστοι ἐρωτήσεις μὲ μονολεκτικὰς καὶ ἄνευ διευκρινίσεων ἀπαντήσεις οὐδὲν δεικνύουν, οὐδὲν διευκρινίζουν, οὐδένα δια­φωτίζουν, οὐδεμίαν ἰσχὺν καὶ ἐγκυρότητα δύνανται νὰ ἔχουν.

᾿Εκτὸς αὐτοῦ ὅμως ὑπῆρχον καὶ ὡρισμέναι ἐρωτήσεις ἄστοχοι (κατ᾿ ἐπιεικῆ χαρακτηρισμόν). ἐπὶ παραδείγματι ἡ ἐρώτησις «Πιστεύετε ὅτι οἱ νέες χῶρες πρέπει νὰ διοικοῦνται ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν τῆς ῾Ελλάδος;» δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸ ἐρωτηματολόγιον, διότι ἐδῶ δὲν γίνεται δημο­ψή­φι­σμα διὰ τὴν ἐπιλογὴν φορέως διοικήσεως, οὔτε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ζη­τή­ματα ἀποτελοῦν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἀντικείμενον δημοψηφίσματος. ἄλλωσ­τε καὶ οἱ πολιτικοὶ ἡγέται τῆς χώρας μας οὐδέποτε ἠρώτησαν τὸν λαὸν διὰ δη­μοψηφίσματος περὶ τῆς ἐντάξεως τῆς ῾Ελλάδος εἰς τὴν Εὐρωπαϊκὴν ῞Ενωσιν καὶ περὶ ἄλλων συναφῶν μεγίστων ἐθνικῶν ζητημάτων, παρὰ τὴν ἀκριβῶς ἀντίθετον πρακτικὴν ἄλλων εὐρωπαϊκῶν χωρῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ὡρισμένας χώρας αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ πολιτικοί μας τὰς παρουσιάζουν ἐνίοτε ὡς πρότυπα διὰ τὴν ῾Ελλάδα. ἡ διοίκησις μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς περιοχῆς, ὁ τρόπος, τὸ καθεστὼς καὶ ὁ φορεὺς διοικήσεως ἀποφασίζονται –κατὰ τὰ θέσμια τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας– συνοδικῶς καὶ μόνον. ἡ ἐκκλησία θὰ κρί­νῃ εἰς ἑκάστην περίπτωσιν πῶς θὰ διοικηθῇ μία περιοχή, ὥστε νὰ ἐ­φαρμοσθῇ ἡ καλλιτέρα δυνατὴ λύσις ἀναλόγως τῶν δυνατοτήτων ποὺ ὑ­πάρ­χουν. περὶ ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων οὐδεμίαν βαρύτητα ἔχει ἡ γνώ­μη ἀγνώστων ἀπὸ τηλεφώνου συνομιλητῶν, διὰ τοὺς ὁποίους οὐδεμία κατὰ τεκμήριον διαβεβαίωσις δύναται νὰ ὑπάρξῃ ὅτι ἀνήκουν οὐσιαστικῶς εἰς τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας. καὶ ἐὰν –δι᾿ οἱουσδήποτε λόγους– ὑπῆρχε τὸ ἐν­διαφέρον νὰ ἐρωτηθοῦν κάποιοι διὰ τὸν φορέα διοικήσεως τῶν νέων χω­ρῶν, αὐτοὶ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οὔτε οἱ κάτοικοι τοῦ λεκανοπεδίου ᾿Ατ­τι­κῆς οὔτε ἐπὶ παραδείγματι οἱ τῆς Κρήτης, ἀλλ᾿ ἀσφαλῶς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ (οἱ κατ᾿ οὐσίαν καὶ ὄχι οἱ κατ᾿ ὄνομα) τῶν νέων χωρῶν, διότι αὐ­τοὺς ἀφορᾷ ἄμεσα τὸ θέμα.

᾿Επίσης ἀπαράδεκτον ἦτο καὶ τὸ τελευταῖον διπλοῦν ἐρώτημα τῆς δη­μοσκοπήσεως· «α) πῶς κρίνετε τὸν ἀρχιεπίσκοπον Χριστόδουλον· ἀρνητικὰ θετικὰ ἢ οὐδέτερα; β) πῶς κρίνετε τὸν πατριάρχην Βαρθολομαῖον· ἀρνη­τι­κὰ θετικὰ ἢ οὐδέτερα;». καὶ ἐδῶ ἡ αὐτὴ γενικότης καὶ ἀοριστολογία ὡς πρὸς τὸ ζητούμενον. πῶς κρίνομεν τοὺς δύο ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτας συνολικῶς ὡς ἡγέτας ἢ ὡς πρὸς τὸν χειρισμόν των ἐπὶ τῆς παρούσης κρίσεως; ἢ γενικῶς ὡς πνευματικοὺς ἀνθρώπους; καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπευθύνωμεν μίαν τοιαύτην ἐρώτησιν εἰς ἀγνώστους ἀνθρώπους, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχωμεν διασφαλίσει τὸ ὅτι εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐκφέρουν τοιαύτην κρίσιν, ἤ τοι ὅτι ἔχουν ἐπαρκῆ ἐνημέρωσιν, δυνατότητα ἐπεξερ­γα­σίας τῶν δεδομένων καὶ ἀντικειμενικότητα κρίσεως;

Νομίζω ὅτι ἡ ὅλη δημοσκόπησις ὡς πραγματικὸν καὶ οὐσιαστικόν της ἐρώτημα εἶχεν αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ τελευταῖον καὶ ὅτι ὁ πραγματικὸς λόγος διενεργείας της ἦτο νὰ ἐλεγχθῇ ποία ἡ ἀπήχησις τῶν δύο σημαντικωτέρων ἐκπροσώπων τῆς ἐκκλησίας εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πολλοῦ ἀκατηχήτου καὶ ἀκατατοπίστου κόσμου, ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ κρίσις ἦτο ἡ πρόφασις διὰ τὴν διεξαγωγὴν τῆς ἐρεύνης. αὐτὸ ἄλλωστε ἐνδιαφέρει καὶ ὅλους τοὺς πολι­τικοὺς καὶ κομματικοὺς παράγοντας τῆς χώρας ἐν ὄψει τῶν ἐπικειμένων ἐκλογῶν.

 

Διονύσιος Μπιλάλης ᾿Ανατολικιώτης

έπιμελητὴς ἐκδόσεων – διορθωτὴς κειμένων

πολυτονικῶν καὶ βυζαντινῆς μουσικῆς