17. Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης Κείμενα Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου Μιὰ ματιὰ στὴν μακεδονικὴ γῆ (1995)

 

ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΓΗ

 

    Φλώρινα - Πρέσπες - ἑλληνοαλβανικὰ σύνορα ἀπὸ τὴν μιὰ - ἑλληνογιουγκοσλαυικὰ (ἢ μᾶλλον ἑλληνοσκοπιανὰ) σύνορα ἀπὸ τὴν ἄλλη.

    Τὸ περασμένο καλοκαῖρι λόγοι προσωπικοὶ ὡδήγησαν τὰ βήματά μου σ' αὐτὴν τὴν ἀκριτικὴ περιοχὴ τῆς 'Ελλάδος, ὅπου παρέμεινα γιὰ μιὰ ἑβδομάδα.  βέβαια καὶ ἄλλες φορὲς πιὸ πρὶν εἶχα τὴν χαρὰ νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν Μακεδονία, ἀλλὰ τότε ἦταν κυρίως ἡ Θεσσαλονίκη καὶ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος ποὺ μὲ εἶχαν τραβήξει· τώρα γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισκεπτόμουν τὸν νομὸ Φλω­ρίνης.

    Εἶχα λοιπὸν τὴν εὐκαιρία νὰ δῶ μὲ τὰ μάτια μου αὐτοὺς τοὺς ὄμορφους τόπους, νὰ ἀπολαύσω τὸ φυσικό τους κάλλος, νὰ χαρῶ τὰ πολ­λὰ βουνά, νὰ θαυμάσω τὸν πλούσιο κάμπο, νὰ διαπιστώσω πόσο γόνιμα ἦσαν ἐκεῖνα τὰ ἐδάφη, νὰ ξεδιψάσω μὲ τὰ ἄφθονα νερά τους· νερὰ με­ταλ­λι­κά, ἐλαφρά, δροσερά, χωνευτικά· νερὰ ποὺ σχηματίζουν ἀμέτρητα, μικρὰ καὶ μεγάλα, πολύστροφα καὶ συμπλεκόμενα ῥυάκια καὶ σκορποῦν τὸ χα­ρού­μενο, κελαρυστὸ τραγοῦδί τους χαρακώνοντας καὶ δροσίζοντας τὰ μακεδονικὰ ὄρη.

    Γιὰ πολλὰ πράγματα θὰ μποροῦσε νὰ μιλήσῃ κανείς· γιὰ τὰ βου­νὰ τὰ πράσινα, τὰ ἄγρια, τὰ πλούσια, ποὺ τὰ δάση τους ἀλλοῦ τὰ σκε­πά­ζουν πυκνὰ κι ἀδιαπέραστα, καὶ ἀλλοῦ ἀραιά, συμμετρικὰ καὶ βατὰ προσ­φέ­ρουν ἀφειδώλευτα τὸν ἥσκιο τους, τὸ ὀξυγόνο τους καὶ τὸ κυνῆγί τους στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς· γιὰ τὰ χωριὰ τὰ πολλά, τὰ μικρά, τὰ καλο­φτιαγμένα, ποὺ προσθέτουν τὶς δικές τους χρωματικὲς πινελιὲς στὸν μεγά­λον αὐτὸν ζωγραφικὸ πίνακα τῆς δημιουργίας· γιὰ τὶς σπουδαιότερες πό­λεις (Φλώρινα - 'Αμύνταιο - Πτολεμαΐδα) μὲ τὴν πλούσια καὶ σημαντικὴ ἱ­στο­ρία τους, ποὺ δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς νεώτερους χρόνους, ἀλλὰ χάνεται στὰ βάθη τῆς ἀρχαιότητος· γιὰ τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ τόπου, ντόπιους Μακεδόνες, Πόντιους, πρόσφυγες ῾Ρωσοπόντιους, ἄλλους Μικρα­σι­ᾶτες, ποὺ ὅλοι τους εἶναι ἄνθρωποι καλόκαρδοι, φιλόξενοι, μὲ τὰ ἔθιμά τους, τὶς παραδόσεις τους, τὶς χαρές τους καὶ τὶς ἰδιαιτερότητές τους· γιὰ τὶς Πρέσπες, τὶς λίμνες τὶς μεγάλες, τὶς πανέμορφες, ποὺ δὲν χορταίνει τὸ μά­τι νὰ θωρῇ τὰ θαύματα ποὺ κρύβουν, οὔτε πάλι ἀποσταίνεις νὰ λικνί­ζε­σαι νανουριστικὰ πάνω στὰ ἤρεμα νερά τους, μέσα στὴν βάρκα ποὺ ὁδηγεῖ ὁ ἔμπειρος βαρκάρης.

    ῞Ενας γεωγραφικὸς χῶρος σὲ νευραλγικὸ σημεῖο, ὑψίστης ἐθνικῆς σημασίας.  τόπος μέ πλούσια λαογραφικὰ στοιχεῖα, ἀφοῦ ἐδῶ συνδυά­ζον­ται παραδόσεις καὶ μνῆμες τοῦ παρελθόντος ἀπὸ διάφορες περιοχές, ἀπὸ χαμένες πατρίδες ποὺ συνεχίζουν ὅμως νὰ ζοῦν· ἐδῶ συνδυάζονται διά­φο­ρες γλῶσσες: ἰδιώματα βορειοελλαδικὰ καὶ ποντιακά –καθὼς καὶ σὲ μι­κρό­τερο βαθμὸ ἀρβανίτικα, βλάχικα ἢ σερβοβουλγαρικά, ἀλβανικά, τουρ­κι­κά, ποὺ τὰ μιλᾶνε τσιγγάνικοι πληθυσμοὶ καὶ ὁμάδες νόμιμων καὶ παρά­νο­μων ἀπὸ τὶς ὅμορες χῶρες μεταναστῶν, ποὺ ἁλωνίζουν τελευταῖα τὸν τόπο–· ἐδῶ ἐπίσης συνδυάζεται ἡ ἁπλότητα τῆς δωρικῆς φυλῆς μὲ τὴν κα­λαισθησία τῶν 'Ιώνων, τὴν τάσι γιὰ πρόοδο τῶν κατατρεγμένων καί τὴν ἀνα­ζήτησι τῶν ἀνέσεων ἀπὸ τοὺς 'Ανατολῖτες· καὶ ὅλα αὐτὰ συμπλέκονται καὶ συμπορεύονται μὲ τὴν τεχνικὴ πρόοδο καὶ τὶς ἀνέσεις τοῦ σύγχρονου ἀστικοῦ τρόπου ζωῆς.

    Περιοχὴ μὲ ἰδιαίτερο οἰκονομικὸ ἐνδιαφέρον λόγῳ τῶν ἠλεκτρο­πα­ραγωγικῶν ἐργοστασίων της, λόγῳ τῆς ἐμπορικῆς κινήσεως μὲ τὴν Γιου­γκο­σλαυία-Σερβία (προτοῦ βέβαια ξεσπάσῃ ὁ πόλεμος στοὺς βόρειους γεί­τονές μας), λόγῳ τῶν ἰχθυοκαλλιεργειῶν στὶς λίμνες, λόγῳ τοῦ ὅτι μπο­ρεῖ νὰ ἀναπτυχθῇ σὲ σπουδαῖον ἐμπορικὸ κόμβο.  κρίσιμη περιοχή, σημαν­τικὴ καὶ ἀπὸ οἰκολογικὴ πλευρά, ἀλλὰ φυσικὰ καὶ ἀπὸ στρατιωτική.

    'Αλλά, ἐνῷ τόσα καὶ τόσα εἶναι τὰ προσόντα αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἡ πραγματικότητα εἶναι μᾶλλον ἀπογοητευτική· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὅσα ὡ­ραῖα εἰπώθηκαν παραπάνω, ποὺ δίνουν μίαν ἐξιδανικευμένη, σχεδὸν πα­ρα­δεισένια εἰκόνα, ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄλλες ὄψεις.

    Τὸ μαράζωμα, ἡ ἐγκατάλειψι καὶ ἡ ἀδιαφορία δίνουν συνεχῶς τὸ παρόν τους.  τὰ χωράφια παρὰ τὸ πλούσιο ἔδαφός τους μένουν τὰ περισ­σό­τερα χέρσα, ἀκαλλιέργητα· εἶδα στρέμματα ὁλόκληρα ἀπὸ σιτάρι νὰ μέ­νουν ἀκαλλιέργητα καὶ μελαγχόλησα.  χωριὰ ὁλόκληρα ἄδεια καὶ ἐγκατα­λειμ­μένα, καὶ ἄλλα μαραζωμένα, μὲ κατοίκους λίγους γέρους συντα­ξιού­χους· οἱ νέοι τους φευγᾶτοι, αὐτοεξόριστοι γιὰ μιὰ καλλίτερη ζωή, ἄλλοι σὲ 'Αθήνα καὶ Θεσσαλονίκη καὶ ἄλλοι στὸ ἐξωτερικό: Γερμανία, 'Αμερική, Αὐστραλία...    τὰ σπίτια στέκουν ἐρειπωμένα ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωσι, ἄ­δεια καὶ ἀφρόντιστα, μὲ τοὺς κήπους τους χορταριασμένους, γερασμένοι φρουροὶ ἔρημων δρόμων καὶ ἀφρόντιστων τάφων· μόνον γιὰ δεκαπέντε μέ­ρες τὸ καλοκαῖρι, ποὺ θὰ ἔρθουν οἱ ἰδιοκτῆτές τους γιὰ διακοπές, θὰ δοῦν λίγη κίνησι, θὰ ἀκουστοῦν φωνές, θὰ ὑπάρξῃ ζωή· τὸν χειμῶνα, ἐρημιὰ καὶ ἐγκατάλειψι.

    Σχολεῖα ἄνετα, ἐκκλησιὲς μεγαλοπρεπεῖς, σύνορα χωραφιῶν καὶ σπι­τιῶν προσεκτικὰ χαραγμένα μαρτυροῦν γιὰ μιὰ ἀνάπτυξι, σὲ παλαιό­τε­ρους χρόνους, αὐτῶν τῶν περιοχῶν, ποὺ ἔσφυζαν ἀπὸ ζωή, κίνησι, ἀνθρώ­πους, χαμόγελο, ἐργασία.  τώρα ὅμως τὰ σχολεῖα ἔχουν κλείσει καὶ στὶς ἐκ­κλησίες ἡ φωνὴ τοῦ λειτουργοῦ ἀντηχεῖ τὶς Κυριακὲς τραγικὰ μόνη.

    ῍Αν πλησιάσῃ κανεὶς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη, θὰ τὸν πλημυρίσῃ τὸ παράπονο· παράπονο γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι ἀπὸ ὅλους, γιὰ τὴν ἀδιαφορία τοῦ κράτους, γιὰ τὴν ἀνυπαρξία ὁδικοῦ δικτύου καὶ συγ­κοινωνιῶν, γιὰ τὴν ἀπουσία στρατοῦ ποὺ νὰ προστατεύῃ τοὺς ἀκρῖτες-κα­τοίκους, γιὰ τὸ ὅτι λείπουν οἱ προσπάθειες οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως καὶ ὡδηγήθηκε ὁ τόπος σὲ μαρασμό.  ἡ ἀπογοήτευσι ἔχει κυριεύσει τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ ὅλο παραπονιοῦνται καὶ δὲν ἔχουν τὸ σθένος, τὸ κουράγιο, νὰ ἀγωνιστοῦν παραπέρα.

    Τὸ κράτος στηρίζεται στὴν φιλοπατρία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν ὑπεράσπισι τοῦ χώρου ἀπὸ ξένες ἐπιβουλές· μία φιλοπατρία ὅμως ποὺ ἔχει ὑποστῆ πολλαπλὰ πλήγματα καὶ ἰσάριθμες προδοσίες-ἀπογοητεύσεις.  καὶ πολὺ εὔστοχα ἔχουν ἐπισημάνει ὡρισμένοι ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι τό­σο παρατημένος, ποὺ θαρεῖς ὅτι σὲ λίγον καιρὸ θὰ χρειάζεσαι διαβατήριο, γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθῇς.

    'Αλλὰ ἀφοῦ ὄχι μόνο αὐτὴ ἡ περιοχή, μὰ καὶ ὅλη ἡ Μακεδονία εὐ­ρύτερα, εἶναι ἕνας τόσο ὄμορφος καὶ ἀξιόλογος χῶρος, καὶ ἀφοῦ ὁ νόμιμος ἰδιοκτήτης του ἀδιαφορεῖ τελείως καὶ τὸν ἀφήνει ἀναξιοποίητο, τότε γιατί νὰ μὴν τὸν διεκδικοῦν ὁ Γκληγκόρωφ, ὁ Μπερίσα καὶ οἱ ἄλλοι;  γιατί νὰ μὴ θέλουν νὰ οἰκειοποιηθοῦν καὶ νὰ ἀξιοποιήσουν ὅ,τι ἐγκαταλείπουμε ἐ­μεῖς;

    ῞Ομως ὑπάρχει μία ἐξήγησι γιὰ ὅλα αὐτά· μία ἐπιπλέον έξήγησι ἀνά­μεσα στὶς τόσες ἄλλες· ὅτι ὅσοι ἀδιαφοροῦν τὸ κάνουν, διότι ἀγνοοῦν· δὲν γνωρίζουν αὐτοὺς τοὺς τόπους, δὲν ἔχουν ζήσει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώ­πους, καὶ γι' αὐτὸ δὲν τοὺς κατανοῦν, δὲν τοὺς ξέρουν, δὲν τοὺς πονοῦν.  καὶ ἀποκτοῦν ἔτσι μίαν ἐπικαιρότητα, ποὺ μόνον θλῖψι προκαλεῖ, τὰ λόγια ποὺ ἔγραψε στὸ ἡμερολόγιό του ὁ ῎Ιων Δραγούμης: «ἡ Μακεδονία εἶναι σχολεῖο ἐλευθερίας.  ἐδῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔρχωνται ὅλοι οἱ ἀργόσχολοι καὶ οἱ τεμπέληδες τῆς 'Αθήνας, γιὰ νὰ ξεστραβώνωνται».

 

 

Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης

(ἐδημοσιεύθη τῷ 1995)