ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΓΗ
Φλώρινα - Πρέσπες - ἑλληνοαλβανικὰ σύνορα ἀπὸ τὴν μιὰ - ἑλληνογιουγκοσλαυικὰ (ἢ μᾶλλον ἑλληνοσκοπιανὰ) σύνορα ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Τὸ περασμένο καλοκαῖρι λόγοι προσωπικοὶ ὡδήγησαν τὰ βήματά μου σ' αὐτὴν τὴν ἀκριτικὴ περιοχὴ τῆς 'Ελλάδος, ὅπου παρέμεινα γιὰ μιὰ ἑβδομάδα. βέβαια καὶ ἄλλες φορὲς πιὸ πρὶν εἶχα τὴν χαρὰ νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν Μακεδονία, ἀλλὰ τότε ἦταν κυρίως ἡ Θεσσαλονίκη καὶ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος ποὺ μὲ εἶχαν τραβήξει· τώρα γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισκεπτόμουν τὸν νομὸ Φλωρίνης.
Εἶχα λοιπὸν τὴν εὐκαιρία νὰ δῶ μὲ τὰ μάτια μου αὐτοὺς τοὺς ὄμορφους τόπους, νὰ ἀπολαύσω τὸ φυσικό τους κάλλος, νὰ χαρῶ τὰ πολλὰ βουνά, νὰ θαυμάσω τὸν πλούσιο κάμπο, νὰ διαπιστώσω πόσο γόνιμα ἦσαν ἐκεῖνα τὰ ἐδάφη, νὰ ξεδιψάσω μὲ τὰ ἄφθονα νερά τους· νερὰ μεταλλικά, ἐλαφρά, δροσερά, χωνευτικά· νερὰ ποὺ σχηματίζουν ἀμέτρητα, μικρὰ καὶ μεγάλα, πολύστροφα καὶ συμπλεκόμενα ῥυάκια καὶ σκορποῦν τὸ χαρούμενο, κελαρυστὸ τραγοῦδί τους χαρακώνοντας καὶ δροσίζοντας τὰ μακεδονικὰ ὄρη.
Γιὰ πολλὰ πράγματα θὰ μποροῦσε νὰ μιλήσῃ κανείς· γιὰ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα, τὰ ἄγρια, τὰ πλούσια, ποὺ τὰ δάση τους ἀλλοῦ τὰ σκεπάζουν πυκνὰ κι ἀδιαπέραστα, καὶ ἀλλοῦ ἀραιά, συμμετρικὰ καὶ βατὰ προσφέρουν ἀφειδώλευτα τὸν ἥσκιο τους, τὸ ὀξυγόνο τους καὶ τὸ κυνῆγί τους στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς· γιὰ τὰ χωριὰ τὰ πολλά, τὰ μικρά, τὰ καλοφτιαγμένα, ποὺ προσθέτουν τὶς δικές τους χρωματικὲς πινελιὲς στὸν μεγάλον αὐτὸν ζωγραφικὸ πίνακα τῆς δημιουργίας· γιὰ τὶς σπουδαιότερες πόλεις (Φλώρινα - 'Αμύνταιο - Πτολεμαΐδα) μὲ τὴν πλούσια καὶ σημαντικὴ ἱστορία τους, ποὺ δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς νεώτερους χρόνους, ἀλλὰ χάνεται στὰ βάθη τῆς ἀρχαιότητος· γιὰ τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ τόπου, ντόπιους Μακεδόνες, Πόντιους, πρόσφυγες ῾Ρωσοπόντιους, ἄλλους Μικρασιᾶτες, ποὺ ὅλοι τους εἶναι ἄνθρωποι καλόκαρδοι, φιλόξενοι, μὲ τὰ ἔθιμά τους, τὶς παραδόσεις τους, τὶς χαρές τους καὶ τὶς ἰδιαιτερότητές τους· γιὰ τὶς Πρέσπες, τὶς λίμνες τὶς μεγάλες, τὶς πανέμορφες, ποὺ δὲν χορταίνει τὸ μάτι νὰ θωρῇ τὰ θαύματα ποὺ κρύβουν, οὔτε πάλι ἀποσταίνεις νὰ λικνίζεσαι νανουριστικὰ πάνω στὰ ἤρεμα νερά τους, μέσα στὴν βάρκα ποὺ ὁδηγεῖ ὁ ἔμπειρος βαρκάρης.
῞Ενας γεωγραφικὸς χῶρος σὲ νευραλγικὸ σημεῖο, ὑψίστης ἐθνικῆς σημασίας. τόπος μέ πλούσια λαογραφικὰ στοιχεῖα, ἀφοῦ ἐδῶ συνδυάζονται παραδόσεις καὶ μνῆμες τοῦ παρελθόντος ἀπὸ διάφορες περιοχές, ἀπὸ χαμένες πατρίδες ποὺ συνεχίζουν ὅμως νὰ ζοῦν· ἐδῶ συνδυάζονται διάφορες γλῶσσες: ἰδιώματα βορειοελλαδικὰ καὶ ποντιακά –καθὼς καὶ σὲ μικρότερο βαθμὸ ἀρβανίτικα, βλάχικα ἢ σερβοβουλγαρικά, ἀλβανικά, τουρκικά, ποὺ τὰ μιλᾶνε τσιγγάνικοι πληθυσμοὶ καὶ ὁμάδες νόμιμων καὶ παράνομων ἀπὸ τὶς ὅμορες χῶρες μεταναστῶν, ποὺ ἁλωνίζουν τελευταῖα τὸν τόπο–· ἐδῶ ἐπίσης συνδυάζεται ἡ ἁπλότητα τῆς δωρικῆς φυλῆς μὲ τὴν καλαισθησία τῶν 'Ιώνων, τὴν τάσι γιὰ πρόοδο τῶν κατατρεγμένων καί τὴν ἀναζήτησι τῶν ἀνέσεων ἀπὸ τοὺς 'Ανατολῖτες· καὶ ὅλα αὐτὰ συμπλέκονται καὶ συμπορεύονται μὲ τὴν τεχνικὴ πρόοδο καὶ τὶς ἀνέσεις τοῦ σύγχρονου ἀστικοῦ τρόπου ζωῆς.
Περιοχὴ μὲ ἰδιαίτερο οἰκονομικὸ ἐνδιαφέρον λόγῳ τῶν ἠλεκτροπαραγωγικῶν ἐργοστασίων της, λόγῳ τῆς ἐμπορικῆς κινήσεως μὲ τὴν Γιουγκοσλαυία-Σερβία (προτοῦ βέβαια ξεσπάσῃ ὁ πόλεμος στοὺς βόρειους γείτονές μας), λόγῳ τῶν ἰχθυοκαλλιεργειῶν στὶς λίμνες, λόγῳ τοῦ ὅτι μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθῇ σὲ σπουδαῖον ἐμπορικὸ κόμβο. κρίσιμη περιοχή, σημαντικὴ καὶ ἀπὸ οἰκολογικὴ πλευρά, ἀλλὰ φυσικὰ καὶ ἀπὸ στρατιωτική.
'Αλλά, ἐνῷ τόσα καὶ τόσα εἶναι τὰ προσόντα αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἡ πραγματικότητα εἶναι μᾶλλον ἀπογοητευτική· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὅσα ὡραῖα εἰπώθηκαν παραπάνω, ποὺ δίνουν μίαν ἐξιδανικευμένη, σχεδὸν παραδεισένια εἰκόνα, ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄλλες ὄψεις.
Τὸ μαράζωμα, ἡ ἐγκατάλειψι καὶ ἡ ἀδιαφορία δίνουν συνεχῶς τὸ παρόν τους. τὰ χωράφια παρὰ τὸ πλούσιο ἔδαφός τους μένουν τὰ περισσότερα χέρσα, ἀκαλλιέργητα· εἶδα στρέμματα ὁλόκληρα ἀπὸ σιτάρι νὰ μένουν ἀκαλλιέργητα καὶ μελαγχόλησα. χωριὰ ὁλόκληρα ἄδεια καὶ ἐγκαταλειμμένα, καὶ ἄλλα μαραζωμένα, μὲ κατοίκους λίγους γέρους συνταξιούχους· οἱ νέοι τους φευγᾶτοι, αὐτοεξόριστοι γιὰ μιὰ καλλίτερη ζωή, ἄλλοι σὲ 'Αθήνα καὶ Θεσσαλονίκη καὶ ἄλλοι στὸ ἐξωτερικό: Γερμανία, 'Αμερική, Αὐστραλία... τὰ σπίτια στέκουν ἐρειπωμένα ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωσι, ἄδεια καὶ ἀφρόντιστα, μὲ τοὺς κήπους τους χορταριασμένους, γερασμένοι φρουροὶ ἔρημων δρόμων καὶ ἀφρόντιστων τάφων· μόνον γιὰ δεκαπέντε μέρες τὸ καλοκαῖρι, ποὺ θὰ ἔρθουν οἱ ἰδιοκτῆτές τους γιὰ διακοπές, θὰ δοῦν λίγη κίνησι, θὰ ἀκουστοῦν φωνές, θὰ ὑπάρξῃ ζωή· τὸν χειμῶνα, ἐρημιὰ καὶ ἐγκατάλειψι.
Σχολεῖα ἄνετα, ἐκκλησιὲς μεγαλοπρεπεῖς, σύνορα χωραφιῶν καὶ σπιτιῶν προσεκτικὰ χαραγμένα μαρτυροῦν γιὰ μιὰ ἀνάπτυξι, σὲ παλαιότερους χρόνους, αὐτῶν τῶν περιοχῶν, ποὺ ἔσφυζαν ἀπὸ ζωή, κίνησι, ἀνθρώπους, χαμόγελο, ἐργασία. τώρα ὅμως τὰ σχολεῖα ἔχουν κλείσει καὶ στὶς ἐκκλησίες ἡ φωνὴ τοῦ λειτουργοῦ ἀντηχεῖ τὶς Κυριακὲς τραγικὰ μόνη.
῍Αν πλησιάσῃ κανεὶς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη, θὰ τὸν πλημυρίσῃ τὸ παράπονο· παράπονο γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι ἀπὸ ὅλους, γιὰ τὴν ἀδιαφορία τοῦ κράτους, γιὰ τὴν ἀνυπαρξία ὁδικοῦ δικτύου καὶ συγκοινωνιῶν, γιὰ τὴν ἀπουσία στρατοῦ ποὺ νὰ προστατεύῃ τοὺς ἀκρῖτες-κατοίκους, γιὰ τὸ ὅτι λείπουν οἱ προσπάθειες οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως καὶ ὡδηγήθηκε ὁ τόπος σὲ μαρασμό. ἡ ἀπογοήτευσι ἔχει κυριεύσει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὅλο παραπονιοῦνται καὶ δὲν ἔχουν τὸ σθένος, τὸ κουράγιο, νὰ ἀγωνιστοῦν παραπέρα.
Τὸ κράτος στηρίζεται στὴν φιλοπατρία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν ὑπεράσπισι τοῦ χώρου ἀπὸ ξένες ἐπιβουλές· μία φιλοπατρία ὅμως ποὺ ἔχει ὑποστῆ πολλαπλὰ πλήγματα καὶ ἰσάριθμες προδοσίες-ἀπογοητεύσεις. καὶ πολὺ εὔστοχα ἔχουν ἐπισημάνει ὡρισμένοι ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι τόσο παρατημένος, ποὺ θαρεῖς ὅτι σὲ λίγον καιρὸ θὰ χρειάζεσαι διαβατήριο, γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθῇς.
'Αλλὰ ἀφοῦ ὄχι μόνο αὐτὴ ἡ περιοχή, μὰ καὶ ὅλη ἡ Μακεδονία εὐρύτερα, εἶναι ἕνας τόσο ὄμορφος καὶ ἀξιόλογος χῶρος, καὶ ἀφοῦ ὁ νόμιμος ἰδιοκτήτης του ἀδιαφορεῖ τελείως καὶ τὸν ἀφήνει ἀναξιοποίητο, τότε γιατί νὰ μὴν τὸν διεκδικοῦν ὁ Γκληγκόρωφ, ὁ Μπερίσα καὶ οἱ ἄλλοι; γιατί νὰ μὴ θέλουν νὰ οἰκειοποιηθοῦν καὶ νὰ ἀξιοποιήσουν ὅ,τι ἐγκαταλείπουμε ἐμεῖς;
῞Ομως ὑπάρχει μία ἐξήγησι γιὰ ὅλα αὐτά· μία ἐπιπλέον έξήγησι ἀνάμεσα στὶς τόσες ἄλλες· ὅτι ὅσοι ἀδιαφοροῦν τὸ κάνουν, διότι ἀγνοοῦν· δὲν γνωρίζουν αὐτοὺς τοὺς τόπους, δὲν ἔχουν ζήσει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ γι' αὐτὸ δὲν τοὺς κατανοῦν, δὲν τοὺς ξέρουν, δὲν τοὺς πονοῦν. καὶ ἀποκτοῦν ἔτσι μίαν ἐπικαιρότητα, ποὺ μόνον θλῖψι προκαλεῖ, τὰ λόγια ποὺ ἔγραψε στὸ ἡμερολόγιό του ὁ ῎Ιων Δραγούμης: «ἡ Μακεδονία εἶναι σχολεῖο ἐλευθερίας. ἐδῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔρχωνται ὅλοι οἱ ἀργόσχολοι καὶ οἱ τεμπέληδες τῆς 'Αθήνας, γιὰ νὰ ξεστραβώνωνται».
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης
(ἐδημοσιεύθη τῷ 1995)