ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Σύγχρονοι προβληματισμoί ῾Ο τραγικὸς «θεός» (2007)

 

Ο ΤΡΑΓΙΚΟΣ «ΘΕΟΣ»

 

Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ἕνα τίποτα, ἀφοῦ τὸν θερίζει ὁ θάνατος, ποὺ δὲν κάνει χατίρι σὲ κανέναν, κι ἂς εἶναι ἐπιστήμων, ἡγέτης κράτους, Κροῖσος, νέος στὴν ἡλικία, ἀπαντᾶ ρεαλιστικὰ ἡ ζωή. Τὴ ρήση τοῦ Σολομῶντος «ματαιότης ματαιοτήτων» ἀδυνατεῖ νὰ τὴ διαψεύσει ὁ ὁποιοσδήποτε ἐπώνυμος ἢ ἀνώνυμος θνητός. Κι ὅμως ὁ φυσιωμένος ἄνθρωπος ἔχει ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ πίστεψε πὼς τὰ μπορεῖ ὅλα, πὼς εἶναι θεός. Ὁ μῦθος τῶν προολυμπίων καὶ ὀλυμπίων «θεῶν», ὁ θρῦλος τῶν ἡμιθέων καὶ ἡ θεοποίηση τῶν βασιλέων τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐποχῆς μαρτυροῦν τὴν παλιὰ τάση γιὰ ἀπελευθέρωση κάποιων θνητῶν ἀπὸ τὸ γήινο σχῆμα καὶ γιὰ τὴν ἀναγωγή τους σὲ θεῖες σφαῖρες. Αὐτὴ ἡ φενάκη συνοδεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ σήμερα. Ὁ χόμο σάπιενς τῆς ἐποχῆς μας πιστεύει στὶς θεῖες ἰδιότητές του.

Ἰδοὺ καὶ οἱ «ἀποδείξεις». Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐπιστήμης ἐλέγχει τὸ γενετικὸ κώδικα, ταξιδεύει στὸ διάστημα, προάγει τὴν ἰατρικὴ ἀπὸ τὸ ἐπουλωτικὸ στὸ δημιουργικὸ ἐπίπεδο, κατασκευάζει φάρμακα-πανάκειες, ἰσορροπεῖ τὰ διατα­ραγμένα πνεύματα μὲ τὴν ψυχιατρική, ἐκμηδενίζει τὶς γήινες καὶ διαστημικὲς ἀποστάσεις, θέτει στὴν ὑπηρεσία του τὶς φυσικὲς δυνάμεις, παράγει ἐνέργεια, κομπιοῦτερ καὶ κινητά, ἐφαρμόζει προγράμματα ἀνασχέσεως τῆς καταστροφῆς τῆς ἐνοργάνου καὶ ἀνοργάνου φύσεως, ἐπιμηκύνει τὴ ζωὴ καὶ ἀνεβάζει τὴν ποιότητά της, μὲ μία λέξη πραγματοποιεῖ τὴν ἐνθουσιώδη πεποίθηση τοῦ ἀρ­χαίου μαθηματικοῦ Ἀρχιμήδη «δός μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω», ἀφοῦ ὄχι μόνο «κινεῖ» τὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλέγχει.

Μικρόθεος, ἡμίθεος, θεός, ὁ ἄνθρωπος! Καὶ μία καὶ δὲν ἔχει ἀνώτερό του, γιὰ νὰ τοῦ ἀπονείμει τὸν «δίκαιο» ἔπαινο, ἐπαινεῖ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἀναγγέλλει ἑκάστοτε μὲ τὰ ἠλεκτρονικὰ μέσα τὶς «θαυμαστὲς» ἐπιτυχίες του. Τὶς διαφημίζει σὲ παγκόσμια ἀκτῖνα καὶ δρέπει τὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη λάτρεών του. Στιγμὲς ἀπογείου, αὐτοθαυμασμοῦ, αὐτολατρείας! Δὲν εἶναι ὅμως μόνο οἱ στιγμὲς αὐτές. Κατὰ νομοτελειακὴ ἀκολουθία ὁ ἄνθρωπος μπαίνει καὶ στὴν ὥρα τῆς προσγειώσεώς του. Καὶ τότε ὁ «παντοδύναμος» τρομάζει ἀπὸ τὴν ὀρθολογικὴ ἀποτίμηση τῶν «κατορθωμάτων» του, καθὼς διαπιστώνει ὅτι οἱ καταστροφὲς εἶναι περισσότερες ἀπὸ τὶς «δημιουργίες» του, φέρουν δὲ καὶ χαρακτῆρα μὴ ἐπανορθώσιμο. Τότε ὁ μικρόθεος ἄνθρωπος δὲν διαφέρει ἀπὸ ἕνα παιδὶ ποὺ παίζοντας μὲ τὸν πλαστικὸ φορτωτή του, σωρεύει χώματα στὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ, ἰσιάζει τὸ ἔδαφος, ἀνοίγει δρόμους, ἀλλ' ὅλα αὐτὰ στὴν παιδικὴ φαντασία του. Κι ὅταν καταλάβει ὅτι μετέβαλε τὸ σαλόνι τῆς μαμᾶς σὲ χῶρο χωματουργικῶν ἐργασιῶν, ἁρπάζει ὀργισμένος τὸ φορτωτή, τὸν σηκώνει καὶ τὸν ἀφήνει κάτω καὶ συντρίβεται μαζὶ μὲ τὴ φαντασίωσή του.

Τὰ «βροντάει» καὶ τὸ νήπιο-ἄνθρωπος, σὰν διαπιστώσει πὼς ὅλα του τὰ «θεῖα» κατορθώματα, ποὺ «πέτυχε» στὸ σαλόνι τοῦ οἴκου τῆς ζωῆς καὶ τῆς φύσεως, στὸ σαλόνι τοῦ Πατέρα, τελικὰ εἶναι σκόνες, χώματα, λάσπες, ζημιές, φθορὲς καὶ καταστροφές. Τρομάζει ὁ μικρόθεος, ὅταν ναὶ μὲν εἰσδύει στὸ DNA, ἀλλὰ δημιουργεῖ τεράστιο ἠθικὸ πρόβλημα. Ναὶ μὲν ταξιδεύει στὸ διάστημα καὶ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὰ γήινα, ἀλλ' ἀφοῦ ἀφήσει κι ἐκεῖ τὰ σκουπίδια του, γυρίζει πάλι στὴ γῆ κουβαλώντας τὸν ἴδιο ἑαυτό του, τὸν αἰχμάλωτο στὰ πάθη του, σὰν τὸ καβοῦκι ἡ χελώνα. Ναὶ μὲν προάγει τὴ χειρουργικὴ καὶ τὰ ἄλλα κλαδιὰ τῆς ἰατρικῆς, ἀλλὰ νιώθει ἡττημένος, καθώς, ὥσπου νὰ θεραπεύσει τὴν καρδιά, ἔρχεται ὁ καρκίνος, κι ὥσπου νὰ γιάνει τὴ σύφιλη, ἔρχεται τὸ ἔιτζ. Κόβει ἕνα κεφάλι τῆς λερναίας, ἀλλὰ φυτρώνουν δύο μεγαλύτερα. Ἰσορροπεῖ τοὺς ψυχασθενεῖς μὲ τὰ φάρμακα, ἀλλὰ στὸ μεταξὺ τὰ ψυχοκαταθλιπτικὰ φαινόμενα πληθαίνουν σὰν λοιμώδης νόσος καὶ μεταβάλ­λουν τὴν κοινωνία σὲ ἀπέραντο φρενοκομεῖο. Δρασκελίζει τὴν Ἀλάσκα, ἀνεβαίνει στὰ Ἰμαλάια, καταδύεται στοὺς πυθμένες τῶν θαλασσῶν, ἀλλ' ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του. Μεταλλεύεται τὶς φυσικὲς δυνάμεις, ἀλλ' ἀναστατώνει καὶ καταστρέφει τὴ φύση. Δημιουργεῖ πολυάνθρωπες κοινωνίες, ἀλλὰ ζεῖ μέσα στὴ μοναξιά του. Ἐμφανίζεται δυνατός, ἀλλὰ φοβᾶται τὴ σκιά του.

Τραγικὸς θεὸς ὁ ἄνθρωπος! Καὶ δὲν θὰ παύσει νὰ ζεῖ στὴν τραγικότητα, ἐνόσῳ θὰ πιστεύει στὴν ψευτοθεότητά του καὶ θὰ ζεῖ στὸν ψευδόκοσμο ποὺ δημιούργησε. Οἱ κοσμικὲς χαρές του θὰ εἶναι ἄχαρες καὶ τὰ καυχήματά του ἀθύρματα. Ὁ πλοῦτος του θὰ τὸν πνίγει καὶ οἱ ἀνέσεις θὰ τὸν μουχλιάζουν. Οἱ νόμοι του καὶ ἡ κοινωνικὴ δικαιοσύνη ποὺ θεσπίζει θὰ τορπιλίζονται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς θεσμοθέτες. Τὰ μέτρα καὶ ἡ ἀσφάλεια θὰ εἶναι ἀνίσχυρα καὶ ἀνεπαρκῆ, γιὰ νὰ προστατέψουν τὴ ζωή του. Τὰ ἀδέλφια του καὶ οἱ σύμμαχοι θὰ μετατρέπονται σὲ ἐχθροὺς καὶ ἀπειλές. Ἡ ἐσωτερική του γαλήνη θὰ φτερου­γίσει καὶ θὰ δώσει τὴ θέση της στὴν τρικυμία καὶ στὸ τσουνάμι. Ἡ ἀντινομία ἀνάμεσα στὸ πιστεύω του καὶ στὴν πραγματικότητα θὰ εἶναι χαώδης καὶ ἀγεφύρωτη. Θὰ ποθεῖ τὴν εὐτυχία, ἀλλ' ἡ εὐτυχία θὰ εἶναι ἄπιαστη. Θὰ διψᾶ γιὰ ζωή, καὶ ἡ ζωή του θὰ εἶναι κόλαση.

Τότε μόνο θὰ λήξει τὸ ταντάλιο μαρτύριό του, ὅταν θ' ἀποκηρύξει τὸ ψευτοείδωλό του καὶ θὰ γονατίσει ταπεινωμένος μπροστὰ στὸ Θεὸ Πατέρα, ζητώντας τὸ ἔλεός του. Γιατί ὁ Γιός του εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(ἐφ. «Κοζάνη», 27/6/2007)