ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς ᾿Εκκλησιαστικὴ ἱστορία

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

 

ὁ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος καὶ πατριάρχης

 

 

ὑπὸ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου

πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας

 

 

Τρεῖς εἶναι οἱ μεγαλείτεροι ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν μεταποστολικὴ ἐποχὴ μέχρι σήμερα μεγαλούργησαν περισ­σό­τερον παντὸς ἄλλου στὰ γράμματα ὡς ἑρμηνευτὲς καὶ γενικῶς ὡς γραμματεῖς καὶ ἐπιστήμονες τῶν κειμένων, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κων­σταν­­τι­νου­πόλεως ᾿Ιωάννης Α΄ ὁ ἐπικαλούμενος χρυσόστομος (345-407), ὁ μέγας Φώτιος Κων­­σταν­τι­νου­πόλεως (820-893) καὶ ὁ Εὐστά­θιος Θεσσαλονίκης (12ος αἰ.). αὐτοὶ οἱ τρεῖς ὡς ἀστέρες πρώτου με­γέθους εἶναι ἀπὸ τοὺς χρι­στιανοὺς οἱ μόνοι ἐφά­μιλοι τῶν ἀρχαίων μεγάλων γραμ­μα­τικῶν τῆς θύ­ραθεν γραμ­μα­τείας. οἱ ὑπόλοιποι ἐκ­κλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ἁπλῶς ἀκο­λουθοῦν ἢ αὐ­τοὺς ἢ ἄλλους. καὶ ὁ μὲν Εὐσ­τάθιος ἑρμήνευσε τὰ Ἔπη τοῦ ῾Ο­μή­ρου καὶ ἄλλα θύ­ραθεν κείμενα, ὁ δὲ Φώτιος μᾶς παρέ­δω­σε ἐπι­στη­μονικὲς ἐργασίες τόσο στὴν Βίβλο ὅσο καὶ στὴν θύραθεν γραμ­ματεία, ὁ δὲ ᾿Ιωάννης ὁ χρυσόστομος ὑπῆρξε ὁ ἀνυπέρβλητος ἐξη­γητὴς τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ὁ κορυφαῖος ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγ­γρα­φεῖς καὶ ἑρμηνευτὲς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀναν­τιρ­ρή­τως ὁ πιὸ δια­κε­κρι­μένος καὶ καρ­πο­φό­ρος γιὰ τὴν ἐκ­κλη­σία, κήρυξ ἀκριβέστατος τοῦ θείου λό­γου, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς 6 πολυγραφώτερους συγ­γρα­φεῖς τοῦ ἀρχαίου κόσμου (῾Ιπ­ποκράτης, Ἀριστοτέλης, Γαληνός, Ἰωάννης ὁ χρυ­σό­στομος, ῾Ιερώ­νυ­μος, Αὐγουστῖνος).

῾Ο ᾿Ιωάννης ἦταν Ἀντιοχεὺς στὴν καταγωγὴ καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 345. σὲ ἡλικία 23-25 ἐτῶν, πρὶν ἀπὸ τὸ 370, βαπτίστηκε χριστια­νός. τὸ 381 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 386 πρεσβύτερος στὴν Ἀν­τι­ό­χεια. τὰ περισσότερα ἔργα του τὰ ἔγραψε πρὶν ἀπὸ τὸ 398, κατὰ τὴν δι­άρ­κεια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας στὴν Ἀντιόχεια. ἀπὸ πλευ­ρᾶς ἑρ­μη­νευτικῆς καὶ κηρυκτικῆς αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ γόνιμη πε­ρί­οδος τῆς ζωῆς του. τὸ 398 χειροτονήθηκε ἀρχιεπίσκοπος Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως, ὁ πρῶτος μὲ τὸ ὄνομα ᾿Ιωάννης, ὁπό­τε καὶ πῆγε ἀπὸ τὴν Ἀν­τιόχεια στὴν Κων­σταν­τινούπολι. διαδέ­χτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρό­νο τῆς βασιλευούσης τὸν Νε­κτάριο (381-397), ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του ἦταν διάδοχος τοῦ Γρη­­γορίου τοῦ Ναζι­ανζηνοῦ (381). ὁ ᾿Ιωάννης παρέμεινε ἀρχι­επί­σκο­πος Κωνσταν­τινου­πό­λεως μέχρι τὴν δολοφονία του τὸ 407, δη­λα­δὴ μό­λις 10 χρόνια, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ 3 τελευταῖα ἦταν ἐξό­ρι­στος.

᾿Επικλήθηκε χρυσόστομος χρυσορ­ρόας χρυσορρήμων τὸ χρυσοῦν στόμα τὸ στόμα Παύλου. ἡ προσφορά του στὴν ἐκκλη­σία καὶ στὴν ἐπι­στή­μη τῶν γραμμάτων εἶναι τεράστια, διότι εἶναι ἐ­κεῖνος ποὺ ἔθεσε σχε­δὸν ὅλες τὶς ἑρμηνευτικὲς ἀρχὲς τῆς ἐπι­στη­μο­νικῆς ἑρμη­νείας τῆς Βί­βλου. μὲ τὴν ἑρμηνευτικὴ δεινότητά του κό­πα­σε ἡ ῥη­το­ρι­κὴ ἀλ­λη­γο­ρία τῶν Γραφῶν, ἡ ὁποία ἀποξενώνει καὶ ἀ­πομα­κρύ­νει τὸν ἄν­­θρω­πο ἀπὸ τὰ νοήματα τῆς Βίβλου. ὁ ἴδιος ὑπο­μνη­μάτισε τὴν Γέ­νεσι, τὰ Εὐαγγέλια κατὰ Ματθαῖον καὶ κατὰ ᾿Ιω­άν­νην, τὶς Πράξεις, τὶς ἐ­πιστολὲς τοῦ Παύλου καὶ πολλὰ ἄλλα τεμάχια τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. στὰ ἔργα του ἔχει τὴν πυ­κνό­τερη χρῆσι βιβλικῶν χω­ρίων ἐν συγκρίσει μὲ ὅλους τοὺς χρι­στι­α­νοὺς συγ­γρα­φεῖς. οἱ ἀρ­χαῖες ἑρμηνευτικὲς σειρὲς (catenae) ὅταν φτά­νουν στὰ βιβλία ποὺ ὑπο­μνη­μά­τι­σε ὁ ἴδιος, γίνονται κατὰ 80% ἢ 90% ἀνθολόγιά του. οἱ σπου­δαι­ό­τε­ροι ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους ἑρ­μη­νευ­­τές, ἤ τοι ᾿Ισί­δω­ρος Πηλουσιώτης (Ἐπιστολαί), Θεοδώρητος, Φώ­τιος (Ἀμφιλόχεια), Οἰκουμένιος, Θεο­φύ­λα­κτος, Εὐθύμιος Ζυγα­βη­νός, τὸν ἀκολουθοῦν κα­τὰ πόδας. τὰ ὑπο­μνή­ματα τοῦ Θεοφυλάκτου εἶναι περιλήψεις τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, ἐνῷ ὁ Ζυγαβηνὸς θε­ωρεῖ καὶ χα­ρα­κτηρίζει τὰ δικά του ἐπίσης ὡς συνόψεις τῶν χρυσο­στο­μικῶν ἔργων. ἀλλὰ καὶ ἡ νεώτερη ὑγιὴς ἑρ­μη­νευ­τικὴ τῶν Γρα­φῶν ἔχει με­γά­λη ἐξάρτησι ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾿Ιωάννη τὸν χρυσόστο­μο.

Ἀνέπτυξε ποικίλη καὶ πολύπλευρη δρᾶσι· ὑγιὴς ἑρμηνεία τῶν Γρα­φῶν, φλογερὰ κηρύγματα, ἀγῶνες πνευματικοὶ κατὰ τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν, κατὰ τῶν ᾿Ιουδαίων, κατὰ τῶν αἱρετικῶν· ἱεραποστολὲς σὲ χῶρες τῆς Ἀσίας καὶ ἐκχριστιανισμὸς χιλιάδων εἰδωλολατρῶν· πα­ράλ­ληλα ἵ­δρυσε πτωχοκομεῖα, γηροκομεῖα καὶ ἄλλα εὐαγῆ ἱδρύματα γιὰ τὴν ἀνα­κούφισι τῶν πτωχῶν, τῶν ὀρφανῶν, τῶν ξένων καὶ τῶν ἀρρώ­στων· καθι­έρωσε συσσίτια γιὰ τοὺς ἄπορους καὶ ἄστεγους, ἐνῷ μόνο στὴν Κων­σταν­τινούπολι ὠργάνωσε συσσίτιο μὲ τὸ ὁποῖο τρέ­φονταν καθη­μερινῶς 7000 ἄποροι.

Οἱ ὁμιλίες του μοιάζουν μὲ χρυσω­ρυ­χεῖα καὶ ἀδαμαντωρυχεῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντλήσῃ ποικίλες πληροφορίες καὶ πνευματικὲς ὑποδείξεις γιὰ κάθε σχεδὸν τομέα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζω­ῆς· δόγμα, ἠθική, λει­τουρ­γική, ἀπολο­γη­τική, κατηχήσεις, διδα­σκα­λί­ες γιὰ ἐγγάμους καὶ ἀγά­μους, περὶ ἱερωσύνης, περὶ μυ­στηρίων, ἁγιολογία, πρα­κτικὰ ζητήμα­τα, τὸ ἀγώ­νισμα τῆς προσευχῆς καὶ ὁ ὑψη­λότερος πνευματικὸς βίος, αὐτὰ καὶ πολ­λὰ ἄλλα ἀκόμη ἀπο­τε­λοῦν συχνὰ θέ­μα­τα τῶν λόγων του καὶ τῶν ἐπιστολῶν του.

Ἡ γλῶσσά του ἦταν ἁπλή, μποροῦμε νὰ ποῦμε ἡ «δημοτικὴ» τῆς ἐποχῆς του, καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς ἐλαχίστους ποὺ ἔγραφε καὶ κή­ρυττε σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, διότι ἀπὸ τὸν β΄ ἤδη αἰῶνα οἱ χριστιανοὶ συγ­γραφεῖς ἄρ­χι­σαν νὰ ἀρχαΐζουν ὅλο καὶ περισσότερο φτάνοντας κάποτε μέχρι ἀκα­ταληψίας. ἐνῷ ὁ Χρυ­σό­στομος ὄχι μόνον εἶναι ἁ­πλὸς στὴν γλῶσσα καὶ κατανοητός, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν ἑρμηνειῶν του δείχνει ὅτι μέχρι τὰ χρόνια του ἡ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἦταν ἀκόμη ἡ ζῶσα καὶ φυσικὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ.

῾Ο λόγος του εἶναι ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρος καὶ σήμερα ἀκόμη. Δί­δασκε ὅτι οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ ἀποφεύγουν νὰ κατακρίνουν τοὺς κλη­ρι­κούς, ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ τελευταῖοι εἶναι ἀνάξιοι τοῦ λειτουρ­γή­ματός τους. «Εἰ καὶ ἐγκλημάτων ὑπεύθυνοι ὦσιν οἱ ἱερεῖς, οὐδὲ οὕ­τω σοι θέμις τὸν ἐκείνων βίον κρίνειν» (λόγος β΄ εἰς τὸ Ἀσπά­σα­σθε Πρί­σκιλ­λαν καὶ Ἀκύλαν). οἱ κληρικοὶ πρέπει νὰ τιμῶνται ὄχι γιὰ τὴν ἀξία τοῦ προσώπου τους ἀλλὰ γιὰ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχουν, ἔστω καὶ ἀνα­ξίως. εἶναι πολὺ ψυχολογημένη ἡ παρατήρησί του ὅτι ὅποιος μάθῃ νὰ καταφρονῇ τοὺς ἱερεῖς, σταδιακῶς ἀποβάλλει τὸν σεβασμὸ πρὸς κά­θε τὶ τὸ ἱερὸ καὶ τελικῶς θὰ φτάσῃ νὰ ἀσεβήσῃ καὶ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. «῾Ο τιμῶν τὸν ἱερέα καὶ τὸν Θεὸν τιμήσει. ὁ δὲ μαθὼν τοῦ ἱερέ­ως κατα­φρο­νεῖν ὁδῷ προβαίνων καὶ εἰς τὸν Θεὸν ὑβρίσει ποτέ. κἂν ὁ ἱερεὺς φαῦ­λος ᾖ, ὁ Θεὸς ὁρῶν ὅτι διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν τιμὴν καὶ τὸν οὐκ ἄ­ξιον τιμῆς θεραπεύεις, αὐτὸς ἀπο­δώσει σοι τὴν ἀμοιβήν» (ὁμιλία β΄ εἰς τὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον). αὐτὰ τὰ ἔλεγε, ὄχι γιὰ νὰ ἐπι­χει­ρήσῃ ἢ νὰ δι­δάξῃ τὴν συγκά­λυψι τῶν ἁμαρ­τω­λῶν καὶ ἀναξίων κληρικῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ προστα­τέ­ψῃ τοὺς πι­στοὺς ἀπὸ τὴν κατάκρισι καὶ τὴν ἀπιστία πρὸς τὰ θεῖα. ἄλ­λωστε ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης μποροῦσε νὰ ζητῇ ἀπὸ τοὺς πι­στοὺς νὰ σέ­βωνται τοὺς κληρικούς, διότι προσωπικὰ ὁ ἴδιος ἀγωνίστηκε μὲ ὅλες του τὶς δυ­νάμεις ἐναντίον τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαφθορᾶς· πο­λέ­μησε καὶ ἀπέ­βαλε τοὺς κληρικοὺς ποὺ πλούτιζαν ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἱερα­τική τους ἰδιότητα, τοὺς ἀγάμους πού, ἐνῷ εἶχαν ὑποσχεθῆ παρ­θενία, συζοῦσαν μὲ γυναῖκες (τὶς «συνεισάκτους»), ἐνῷ καθῄρεσε 13 ἐ­πι­σκόπους ὡς «σιμωνιακοὺς» καὶ ἀνάξιους τῆς ἱερωσύνης.

Πολέμησε τὴν ἀνηθικότητα καὶ τὴν διαφθορὰ σὲ κάθε ἐπίπεδο· ἦταν ἀνυποχώρητος μπροστὰ στὴν κοινωνικὴ ἀδικία· πολὺ συχνὰ καυ­τη­ρι­ά­ζει τὴν σπα­τάλη, χτυπᾷ ἀλύπητα τὴν ἐπίδειξι τῶν πλουσίων καὶ τῶν ἀρ­χόν­των, ἐλέγχει ἀδυσώπητα τὶς αὐθαιρεσίες τῶν ἡγετῶν. οἱ ἀ­γῶνές του καὶ τὰ κηρύγματά του προκαλοῦν τὶς διαμαρτυρίες πολλῶν. «Θὰ μοῦ ποῦν· “πάλι ἐσὺ στρέ­φεσαι κατὰ τῶν πλου­σί­ων;” ἀπαντῶ· πάλι ἐσεῖς στρέφεστε κατὰ τῶν πε­νήτων. “Πάλι ἐσὺ ἐναντίον τῶν ἁρπαζόντων;” πάλι ἐσεῖς ἐναντίον ἐ­κείνων ποὺ τοὺς ἁρπάζετε τὰ ἀγαθά. ἐσεῖς δὲν χορταί­νετε νὰ τρῶτε καὶ νὰ κατασπαράζετε τοὺς φτωχούς, κι ἐγὼ δὲν χορταίνω νὰ σᾶς διορ­θώ­νω. “Πάλι ἐσὺ εἶσαι προσ­κολλημένος σ᾿ αὐτούς; μὰ συνεχῶς ἐσὺ εἶσαι προσκολλημένος στὸν φτωχό;” ἐσὺ νὰ φύγῃς μακριὰ ἀπὸ τὸ πρόβατό μου, ἐσὺ νὰ φύ­γῃς μακριὰ ἀπὸ τὴν ποίμνη μου· σταμάτα νὰ τὴν λυμαίνεσαι. ἐὰν λυμαίνεσαι τὴν ποίμνη μου, μὲ κατηγορεῖς, ἐπειδὴ σὲ διώχνω; ἐὰν ἤ­μουν ποι­μὴν προβάτων, θὰ μὲ κατηγοροῦσες φυσικὰ ὅτι δὲν διώχνω τὸν λύ­κο ποὺ ἐπιτίθεται στὴν ποίμνη. τώρα εἶμαι ποιμὴν λογικῶν ζῴ­ων· δὲν σὲ διώχνω μὲ τὴν πέτρα ἀλλὰ μὲ τὸν λόγο· μᾶλλον οὔτε κἂν σὲ διώχνω ἀλλὰ σὲ καλῶ· γίνε καὶ σὺ πρόβατο, ἔλα, μπὲς καὶ σὺ στὸ κοπάδι μου» (Εἰς τὸ «Μὴ φοβοῦ ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος»).

Δυστυχῶς δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο στὶς κοινωνίες τῶν ἀν­θρώ­πων νὰ προωθοῦν ἕναν ἱκανὸ ἄντρα μὲ γνώσεις καὶ δυνατότη­τες γιὰ κάποια ὑπεύθυνη καὶ σημαντικὴ θέσι, ἀλλὰ σύντομα νὰ στρέ­φωνται οἱ ἰσχυροὶ ἐναντίον του εἴτε ἀπὸ φθόνο εἴτε διότι δὲν εἶναι τοῦ χεριοῦ τους οὔτε ὑποχωρεῖ στὶς ἀπαιτήσεις τους. αὐτὸ συνέβη καὶ στὸν ἱερὸ Χρυ­σόστομο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος ἀθῷος καὶ ἀφε­λὴς στὸν χαρα­κτῆ­ρα καὶ ἐντελῶς ἀμύητος στὴν κοινωνικὴ καὶ πολι­τικὴ διπλωματία· γι᾿ αὐτὸ μέσα σὲ μία ἑξαετία μόνον ἔπεσε θῦμα τῆς μηχανορραφίας τῶν πο­λιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν παρα­γόντων τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κυριολεκτικῶς ἐξωντώθηκε.

Τὸ 402 (ἢ 403) ἐκδηλώθηκε ὁ φθόνος τοῦ Θεο­φί­λου Ἀλε­ξαν­δρείας καὶ ξεδιπλώθηκε μία συστηματικὴ πολεμικὴ ἐναν­τίον τοῦ ᾿Ιω­άν­νου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό­φι­λο, τὸν Σεβηριανὸ Γαβάλων, τὸν Ἀκά­κιο Βεροίας καὶ κάποιους ἄλ­λους, οἱ ὁποῖοι φρόντισαν μὲ τὴν δι­αβο­λὴ καὶ τὴν συ­κο­φαν­τία νὰ πε­ριπέσῃ ὁ ᾿Ιωάννης στὴν δυσμένεια τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρ­κα­δί­ου καὶ Εὐδοξίας. τὰ γεγονότα ποὺ δια­δρα­μα­τίστηκαν τότε συντά­ρα­ξαν συθέμελα τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν αὐ­το­κρατορία. οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χρυ­σοστόμου μὴ μπορῶντας ἀρχικῶς νὰ βλά­ψουν τὸν ἴδιο ξέσπασαν μὲ μα­νία καὶ ἀπίστευτη βαρβαρότητα ἐναντίον τῶν φίλων καὶ ὑποστηρικτῶν του, προέβησαν σὲ ἐνέργειες βίας καὶ ψυχολογικῆς τρομοκρατίας, καὶ παρώτρυναν τοὺς ὀπαδοὺς καὶ τοὺς μισθοφόρους τους νὰ διαπράξουν ἀκόμη καὶ ὁμαδικὲς δο­λοφονίες. στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας δια­σῴ­ζονται σχε­τι­κὲς μαρτυρίες. τὸ μηναῖον ἰου­λίου στὶς 10 τοῦ μηνὸς μᾶς πληρο­φο­ρεῖ ὅτι «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων μυρίων πα­τέ­ρων (= 10.000 ἀ­σκητῶν), οὓς διὰ πυρὸς θανάτῳ βιαίῳ πα­ρέ­δω­κε Θεό­φιλος ὁ ἐπί­σκοπος Ἀλεξανδρείας, διὰ Ἰσίδωρον τὸν πρε­σβύ­τε­ρον». ὁ ἡγού­μενος ᾿Ισίδωρος ἦταν ἐκ τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ Χρυ­σοστόμου καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἀσκητὲς στὴν Νιτρία τῆς Αἰ­γύπτου ἀντετίθετο στὸν Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ ἔβα­­λαν φωτιὰ στὶς σκῆτες τῶν μοναχῶν.

Τὸ 403 ὁ Θεόφιλος συγκάλεσε σὲ μία περιοχὴ τῆς Χαλκηδόνος ὀ­νό­ματι Δρῦν μία παράνομη σύνοδο μὲ ἀξιώσεις οἰκουμενικῆς, στὴν ὁ­ποία συμ­μετεῖχαν ὁ ἀνιψιός του Κύριλλος, ποὺ μετέ­πει­τα δι­α­δέ­χτη­κε τὸν θεῖό του ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, καὶ κλη­ρι­κοὶ ποὺ εἶχαν καθαιρεθῆ ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο. στὴν σύν­οδο ἐκείνη δί­­κασαν τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἐρήμην, τὸν κατε­δίκασαν, τὸν κα­θῄ­ρεσαν, καὶ στὴν συν­έ­χεια μὲ τὴν βοήθεια τῆς αὐτοκρά­τει­ρας πέ­τυ­χαν νὰ ὁρίσῃ ὁ αὐτο­κρά­το­ρας τὴν ἐκθρόνισί του καὶ τὴν ἐξορία του στὴν Βιθυνία. δὲν πέρασαν ὅμως λίγες ἡμέρες καὶ ἡ θρη­σκόληπτη αὐ­τοκράτειρα, ἐπειδὴ ἔνιωθε τύ­ψεις συνειδήσεως καὶ θορυ­βήθηκε ἀπὸ κάποιους κα­κοὺς οἰωνοὺς ποὺ συνέβησαν στὸ παλάτι, ἔσπευσε νὰ ἀνακαλέσῃ τὸν ᾿Ιωάννη ἀπὸ τὴν ἐξο­ρία καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσῃ στὸν θρόνο του.

Μόλις δύο μῆνες μετὰ τὰ παραπάνω γεγονότα, τὸ 404 πλέον, νέα ψευδοσύνοδος δῆθεν οἰκουμενικὴ συνεκλήθη αὐτὴν τὴν φορὰ στὴν Κων­σταν­τινούπολι, ὅπου πάλι ὁ ᾿Ιωάννης καθῃρέθη καὶ κατα­δι­κάστηκε σὲ ἐ­ξορία. ὁ ἴδιος παρέμενε ὅμως στὴν ἕδρα του, χωρὶς ν᾿ ἀνα­γνωρίζῃ καμμία ἐγκυρότητα στὶς ἀποφάσεις τῶν ἐχθρῶν καὶ συ­κοφαντῶν του, οἱ ὁποῖοι ἀπρόσκλητοι καὶ χωρὶς τὴν ἄδειά του εἶχαν εἰσπηδήσει ἐντὸς τῆς ἐπισκοπῆς του. βλέποντας ὅμως ὅτι ἐξαιτίας του οἱ ἐχθροί του δὲν δί­σταζαν νὰ προχωροῦν ἀκόμη καὶ σὲ σφαγὲς τῶν ἀνθρώπων του, στὶς 20 ἰουνίου 404, ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ λαοῦ ποὺ πε­ριφρουροῦσε νυχθημερὸν τὸ ἐπι­σκοπεῖό του, παραδόθηκε ἑκουσίως καὶ κρυφὰ στοὺς στρατιῶτες ποὺ εἶχαν ἐντολὴ νὰ τὸν συλλάβουν.

Ἀ­μέσως ἐξωρίστηκε στὸν Πόντο καὶ στὴν Ἀρμενία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐξορία συνεχίζει τὸ ποιμαντικό του ἔργο γράφοντας πλῆθος ἐπι­στο­λῶν, μὲ τὶς ὁποῖες συμβουλεύει, ἐνισχύει καὶ παρηγορεῖ τὸ ποίμνιό του, καὶ κυρίως τοὺς συγκρατεῖ νὰ μὴ δημιουργήσουν σχί­σματα καὶ διαι­ρέ­σεις. ἐπειδὴ ἦταν ἀσθενικὸς στὴν ὑγεία του, οἱ ἐ­χθροί του φρόντιζαν νὰ τὸν ταλαιπωροῦν μὲ συνεχεῖς μετα­κινήσεις στὶς πιὸ δυσπρόσιτες καὶ κακοτράχαλες περιοχὲς τῆς αὐτο­κρα­τορίας, γνωρίζοντας ὅτι τελικῶς θὰ ὑποκύψῃ στὶς ἀντίξοες συν­θῆκες τῆς ἐξο­ρίας, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. στὶς διάφορες περιοχὲς ποὺ πήγαινε συνέ­χιζε νὰ κηρύττῃ καὶ νὰ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ κατηχῶντας καὶ βα­πτί­ζον­τας τοὺς εἰδωλολάτρες. σὲ πολ­λοὺς τόπους κλῆρος καὶ λαὸς τὸν ὑποδέχονται μὲ θερμὲς ἐκδη­λώ­σεις, ἀλλὰ σὲ ἄλλες περιοχὲς ἀντι­θέ­τως δέχεται ἐπιθέσεις ἀπὸ ἐχθρούς του ἐπισκόπους. στοὺς δεσμο­φύλακές του εἶχαν ὑποσχεθῆ πρόσθετη ἀ­μοιβή, ἂν πέθαινε ὁ ἐξό­ρι­στος ἱεράρχης, καὶ γι' αὐτὸ συχνὰ τοῦ φέ­ρον­ταν μὲ βάναυσο τρόπο. τρία χρόνια ἀργότερα πέθανε ἀπὸ τὶς κα­κου­χίες στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου στὶς 14 σεπτεμβρίου 407. ὁ θάνατός του λοιπὸν δὲν ὠφει­λόταν σὲ φυσικὰ αἴτια, ἀλλὰ καθαρὰ σὲ ἐγκληματικὴ ἐνέργεια· ἐπρό­κει­το περὶ δολοφονίας.

Οἱ χριστιανοὶ συνέχισαν νὰ τιμοῦν τὸν Χρυσόστομο καὶ μετὰ τὸν θάνατό του ὡς ἅγιο πλέον. μάλιστα ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου καὶ ὁ θαυ­μα­σμὸς γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του συνεχῶς με­γά­λωνε. γι᾿ αὐτὸ στὶς 27 ἰανουαρίου τοῦ 438 τὸ λείψανό του ἐπι­στρέ­φει στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι μὲ λαμπρὴ καὶ συγκινητικὴ τελετή. ἂν καὶ κοιμήθηκε στὶς 14 σε­πτεμ­βρίου, ἡ ἀκολουθία του δὲν ψάλ­λε­ται τότε. τὸ συνα­ξάριον ἐκείνης τῆς ἡμέρας ποὺ ὑπάρχει στὸ μηναῖον σεπτεμ­βρίου μᾶς πληροφορεῖ· «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου ἀρ­χιε­πι­σκό­που Κων­σταντινουπόλεως τοῦ χρυσο­στό­μου· ἐν ταύτῃ γὰρ ἀνε­παύ­σατο, ἀλλὰ διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ τιμίου σταυ­ροῦ μετετέθη ἡ τούτου ἑορτὴ εἰς τὸν νοέμβριον μῆνα». ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 13 νοεμ­βρί­ου καὶ στὶς 27 ἰανουαρίου. κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα ὡρίστηκε νὰ τιμῶν­ται μαζὶ στὶς 30 ἰανουαρίου οἱ «Τρεῖς ἱεράρχες» Βασίλειος Και­σα­ρείας, Γρη­γόριος Ναζιανζηνὸς καὶ ᾿Ιωάννης ὁ χρυσόστομος. ἡ μνήμη τους ἔ­λα­βε τὸν χαρακτῆρα πάν­δη­μης ἑορτῆς, ἐνῷ μέχρι σήμερα εἶναι οἱ ἐπί­ση­μοι προστάτες ἅγιοι τῶν σχολείων καὶ τῶν γραμμάτων.

Ἐφέτος (2007) στὶς 14 σεπτεμβρίου συμπληρώνονται ἀκριβῶς 1600 χρό­νια ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ οἰκουμενικοῦ διδασκάλου καὶ πα­τριάρχου ᾿Ιωάννου Α΄ τοῦ χρυσοστόμου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλο τὸ ἔτος 2007 εἶναι ἀφιερωμένο στὴν μνήμη του μὲ πολλὲς πανη­γύρεις, συνέδρια, ἐκ­δόσεις καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις, ποὺ διοργανώνονται τόσο ἀπὸ τὴν ἐκκλη­σία ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα.

 

 

 

Βιβλιογραφία (ἐνδεικτική)

᾿Ιωάννου ἁγίου τοῦ Χρυσοστόμου, ἔργα (P.G. καὶ Ε.Π.Ε.)

Μηναῖα τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.

Συναξαριστικοὶ βίοι τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν Τριῶν ἱεραρχῶν διάφοροι.

Νικοδήμου ὁσίου τοῦ Ἀθωνίτου, ἔργα (κυρίως οἱ ἑρμηνεῖες στὶς ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης)

Θρησκευτικὴ καὶ ἠθικὴ ἐγκυκλοπαιδεία (Θ.Η.Ε.).

Κωνσταντίνου Γ. Σιαμάκη, φιλολόγου-διδάκτορος θεολογίας, ἔργα (κυρίως Εἰσαγωγὴ καὶ σχόλια στὸν Τόμο Χαρᾶς τοῦ Δοσιθέου ᾿Ιεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1985).

 

 

 

(Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Παράδοσι», τεῦχος 3, σεπτέμβριος-ὀκτώ­βριος 2007, σ. 10 κ.ἑ.)