῾Η διδασκαλία
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ν Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Ν
᾿Ηθικὸς χαρακτὴρ τῆς θεώσεως
1. ῞Οταν ὁ ἄνθρωπος μετέχῃ εἰς τὴν νέαν ζωὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι αὐτονόητον ὅτι ἡ ἠθικὴ ζωή του πρέπει νὰ εἶναι καρπὸς τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Χριστόν. ᾿Εξάλλου ἡ ἠθικὴ ζωὴ ἀποτελεῖ βασικὴν προϋπόθεσιν τῆς θεώσεως ὡς ἀποδοχὴ τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ πρὸς «συνεργίαν».
2. ῾Η ἐπανασύνδεσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἔχει ἄμεσον ἠθικὴν συνέπειαν τὴν ἀποξένωσιν αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Μὲ τὴν θείαν χάριν καὶ τὴν προσωπικήν του συγκατάθεσιν ὁ πιστὸς ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἀπαλάσσεται ἀπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ διαλύει κάθε προτέραν του σχέσιν μὲ τὸν σατανᾶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ἀποδέχεται τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ καὶ συγκατανεύει εἰς αὐτὸ μὲ τὴν ἄσκησιν τῶν ἀρετῶν καὶ προσφέρεται νὰ «πάθῃ» τὴν θέωσιν.
3. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διευκρινίζει ὅτι, ἂν εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὴν κοινωνίαν τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπίσης ἀδύνατον νὰ τύχῃ τῆς σωτηρίας χωρὶς τὴν συμμόρφωσιν τοῦ ὅλου βίου του εἰς τὴν χάριν ποὺ λαμβάνει ἐκ τῶν μυστηρίων. «Τὸ σταυρωθὲν σῶμα τοῦ Χριστοῦ, παρατηρεῖ ὁ Γρηγόριος, παρατιθέμενον εἰς βρῶσιν τῶν πιστῶν δὲν τρέφει μόνον, ἀλλὰ καὶ διδάσκει αὐτοὺς τὴν κοινωνίαν τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν παθημάτων τοῦ σταυρωθέντος· τοῦτο δεικνύει τὴν ὁδὸν τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ὑπακοῆς, τῆς νεκρώσεως τῶν παθῶν καὶ ἐν γένει τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς» (Γεωργίου Μαντζαρίδου, «῾Η περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», σελὶς 66). ῞Ωστε ἡ μετοχὴ εἰς τὰ μυστήρια τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ ἠθικὴ ζωὴ συνθέτουν τὸ μυστήριον τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
4. Εἶναι γεγονὸς ὅμως ὅτι ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ μετέχῃ διὰ τῶν μυστηρίων τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ ἀφθαρσίας, ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ φέρῃ καὶ σῶμα θνητὸν καὶ παθητόν. ᾿Ημπορεῖ νὰ κοινωνῇ τῆς ἀφθαρτοποιοῦ καὶ θεοποιοῦ χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ ζῇ καὶ νὰ κινῆται ἐντὸς τοῦ παρόντος ἁμαρτωλοῦ κόσμου καὶ νὰ δέχεται τὰς ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δυνάμεων. Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἀπαντᾷ ὁ ἅγιος ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει εἰς τὸν διάβολον νὰ προσβάλλῃ τὸν πιστὸν ἐκ τῶν ἔξω, ὥστε αὐτὸς νὰ ἀσκηθῇ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ ἀγαθοεργίαν, καὶ ἔτσι ἡτοιμασμένος πλέον νὰ ὑποδεχθῇ τὴν ἀφθαρσίαν καὶ τὴν θέωσιν κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα. ᾿Αλλὰ καὶ πάλιν, ἐπειδὴ πολλοὶ παρασύρονται ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστίαν καὶ τὴν ἀπάτην τοῦ παρόντος κόσμου, ἔδωσεν ὁ Χριστὸς τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος ἀνακαθαίρεται.
5. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἡ ἀνόρθωσις καὶ ἀνακαίνισις τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπὸ δύο παράγοντας· ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας καὶ ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Μόνον διατηρῶντας ὁ πιστὸς ζῶσαν τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εὑρίσκεται ἐπὶ τῆς ἀσφαλοῦς ὁδοῦ τῆς τελειώσεως καὶ τῆς θεώσεως. Πῶς ὅμως θὰ κατορθώσῃ ὁ ὑπόδουλος τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπος νὰ ταυτίσῃ τὸ θέλημά του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Χρειάζεται νὰ ἀσκηθῇ ἀποτελεσματικὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, ὥστε νὰ ἀπαλλαγῇ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν νοσηράν του κατάστασιν. Μόνην ἀσφαλῆ ὁδὸν θεραπείας ὁ ὅσιος Γρηγόριος βλέπει τὴν μετάνοιαν.
6. ῾Η μετάνοια δὲν εἶναι μία διάθεσις τῆς στιγμῆς, ἓν πρόσκαιρον βίωμα, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς· εἶναι ἡ πορεία ἐπιστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπεμακρύνθη μὲ τὴν ἁμαρτίαν. ῾Η ἐξομολόγησις τῶν ἁμαρτιῶν ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴν τῆς μετανοίας, μὲ αὐτὴν ἄρχεται τὸ στάδιον τῆς ἐναρέτου κατὰ Χριστὸν ζωῆς.
7. Συγκεκριμένως ὁ ἅγιος Γρηγόριος διδάσκει ὅτι ὁ χριστιανὸς ὀφείλει εἰς τὴν ζωήν του νὰ ἐπιδιώκῃ ὡρισμένας βασικὰς ἀρετάς, εἰς τὰς ὁποίας βλέπει νὰ συνοψίζεται ἡ χριστιανικὴ ἠθική. Αἱ ἀρεταὶ αὐταὶ (ἢ αἱ ἐκδηλώσεις των) εἶναι·
– ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι τελεία καὶ νὰ πηγάζῃ ἐξ ὁλοκλήρου τῆς ὑπάρξεως τοῦ πιστοῦ· ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη εἶναι ἡ ῥίζα κάθε ἀρετῆς·
– ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἀπόδειξις αὐτῆς·
– ἡ τιμητικὴ προσκύνησις τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων τῶν ἁγίων (ἴσως μὲ τοῦτο ὁ Γρηγόριος νὰ θέλῃ νὰ τονίσῃ τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπακοὴν εἰς τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν πρᾶξιν τῆς ἐκκλησίας)·
– ἡ τελεία ἀπόρριψις τοῦ ὅρκου· ὁ ὁρκιζόμενος εἶναι παραβάτης θείας ἐντολῆς καὶ διατρέχει πάντοτε τὸν κίνδυνον νὰ παραβῇ τὸν ὅρκον του· ἡ δὲ ἐπιορκία σημαίνει κατ᾿ οὐσίαν ἄρνησιν τοῦ Θεοῦ·
– ὁ ἁγιασμὸς τῆς Κυριακῆς ἡμέρας, ἡ ὁποία εἶναι τύπος τοῦ μέλλοντος (ὀγδόου) αἰῶνος·
– ἡ ἀπόδοσις τιμῆς πρὸς τοὺς γονεῖς, ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν ὅμως ὅτι ἡ πρὸς τοὺς γονεῖς ἀγάπη δὲν ἀποβαίνει εἰς βάρος τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης, εἰδάλλως πρέπει νὰ προτιμηθῇ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν·
– ἡ καθαρότης ἀπὸ κάθε σαρκικὸν μολυσμόν. ᾿Εδῶ ὁ ὅσιος ἐξαίρει τὸ ὕψος τοῦ παρθενικοῦ βίου. ῾Ο γάμος εἶναι μὲν εὐλογημένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὅμως δὲν εἶναι ὁ ἰδανικὸς τρόπος διὰ τὴν τελείωσιν τοῦ ἀνθρώπου, διότι τὸν συνδέει μὲ τὰς βιοτικὰς μερίμνας.
8. ῞Οπως ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐξομοιώνει τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν Θεόν, ἔτσι καὶ ἡ παράβασις τῶν θείων ἐντολῶν τὸν ἐξομοιώνει μὲ τὸν διάβολον. Διὰ τοῦτο ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ὑποτάξῃ τὸ θέλημά του εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ νὰ τὸ ἐπιτύχῃ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀσκήσῃ βίαν ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του.
9. ῾Η ἄσκησις κατ᾿ οὐσίαν εἶναι βίωσις ἀλλὰ καὶ ὑπέρβασις τῆς ὀδύνης ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πτῶσιν τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται εἰς τὴν ὀρθόδοξον ἄσκησιν, ἡ ὁποία γίνεται ὑπὸ τὸ φῶς καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Γενικῶς ἡ νηστεία, ἡ κακοπάθεια, ἡ σιωπή, τὸ πένθος καὶ ὅλαι αἱ στερήσεις καὶ θλίψεις εἰς τὴν ζωὴν τοῦ μοναχοῦ ἔχουν ἐσχατολογικὸν νόημα. ῾Ο μοναχὸς χωρίζεται ἀπὸ τὸν κόσμον, διὰ νὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀφοσιωθῇ ἀπερισπάστως εἰς τὴν ἀδιάλειπτον προσευχὴν καὶ τὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνίαν, καὶ ὄχι ἐπειδὴ μισεῖ τὸν κόσμον. ῾Ο κόσμος ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι καλός· τὸ μισητὸν εἶναι ἡ διαστροφὴ καὶ παράχρησις τοῦ κόσμου λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Βασικὸν στοιχεῖον τῆς ἀσκήσεως εἶναι τὸ πένθος, προερχόμενον ἐκ τῆς συνειδητοποιήσεως τῶν τραγικῶν συνεπειῶν ποὺ ἔχει διὰ τὸν ἄνθρωπον ἡ ἐλευθέρα ἀπομάκρυνσίς του ἀπὸ τὸν Θεόν. Τοῦτο τὸ πένθος τοῦ μοναχοῦ εἶναι γλυκὺ καὶ μακάριον, διότι τὸν προστατεύει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ γεννᾷ μέσα του τὴν χαρά, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν βεβαιότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς. Τοῦτο τὸ χαροποιὸν πένθος, ἡ «χαρμολύπη» κατὰ τὴν ἀσκητικὴν ὁρολογίαν, ἀποτελεῖ ἴσως καὶ τὸ ἐκφραστικώτερον σύμβολον τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς.
10. Μὲ τὴν ἄσκησιν ὁ ἀσκητὴς ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν κακὴν χρῆσιν τῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ δωρεῶν εἰς τὴν φυσικὴν χρῆσιν καὶ μετατρέπει τὸν ἔρωτα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας εἰς ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ μεταστροφὴ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πονηρὰ πάθη εἰς τὴν κατὰ Θεὸν ἕξιν ὀνομάζεται ὑπὸ τῶν ἀσκητικῶν θεολόγων «ἀπάθεια». ῾Ο ὅρος τοῦτος εἰς τὴν ὀρθόδοξον θεολογίαν δηλώνει τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ψυχικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀνθρώπου, ἥ τις διεταράχθη μὲ τὴν εἰσβολὴν τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὴν ἐπαναφορὰν τῶν ψυχικῶν του δυνάμεων εἰς τὴν φυσικήν των λειτουργίαν. Κατὰ τὸν Γρηγόριον μὲ τὴν ἀπάθειαν ὁ ἄνθρωπος φθάνει εἰς τὴν τελείαν ἀγάπην, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ ἀρίστη πνευματικὴ ἕξις δι᾿ αὐτόν.
Φροντιστηριακὴ ἐργασία εἰς τὸ μάθημα τῆς δογματικῆς
τοῦ μαθητοῦ Δ. Μ. τῆς Δ΄ τάξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λυκείου Πατρῶν,
Πάτραι, ἀπρίλιος 1989.
᾿Ηλεκτρονικὴ στοιχειοθεσία· ῾Αγία Παρασκευὴ ᾿Αττικῆς, δεκέμβριος 1998.
Μορφοποίησις καὶ δημοσίευσις διαδικτυακή· ᾿Αθῆναι, ὀκτώβριος 2018.