῾Η διδασκαλία
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ν Τ Ρ Ι Τ Ο Ν
Μυστηριακὸς καὶ ἐκκλησιολογικὸς χαρακτὴρ τῆς θεώσεως
1. Εἴδαμεν εἰς τὸ πρῶτον κεφάλαιον ὅτι κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῶν πατέρων κάθε ἄνθρωπος δύναται ὑποκειμενικῶς νὰ μετάσχῃ τῆς ἀντικειμενικῶς ἐν Χριστῷ συντελεσθείσης θεώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Τοῦτο καθίσταται δυνατὸν μὲ τὴν προσωπικὴν καὶ ἐλευθέραν οἰκείωσιν τῆς προσωπικῆς χάριτος διὰ τῶν μυστηρίων τῆς ἐκκλησίας, δηλαδὴ δι᾿ ἐκείνων τῶν κτιστῶν μέσων τῆς ἐκκλησίας ποὺ παρέχουν στοὺς πιστοὺς τὴν ἄκτιστον χάριν τοῦ Θεοῦ.
2. «῾Η ἄκτιστος καὶ ἀίδιος χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνοικοῦσα εἰς τὸν ἄνθρωπον καθιστᾷ καὶ αὐτὸν ἄναρχον, ἀίδιον καὶ αἰώνιον», δηλαδὴ «καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον θεὸν κατὰ πάντα “πλὴν τῆς κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος”» (Γεωργίου Μαντζαρίδου, «῾Η περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», σελὶς 45). Παρὰ ταῦτα δὲν παραλείπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ ἐπισημάνῃ ὅτι τὰ μυστήρια καμμίαν ὠφέλειαν δὲν ἔχουν διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἂν αὐτὸς ἐμμείνῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Εἶναι δὲ αὐτονόητον ὅτι ἀληθὴς μυστηριακὴ ζωὴ δὲν ὑπάρχει ἄνευ ἠθικῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ. ᾿Ακόμη ὑπάρχει διὰ τὸν μετέχοντα τῶν μυστηρίων πιστὸν ὁ κίνδυνος νὰ ἐκπέσῃ λόγῳ ῥαθυμίας. Διὰ τοῦτο ἐγγύησιν τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ μαρτυρίαν τῆς μακροθυμίας αὐτοῦ ἔχει ὁ πιστὸς μὲ τὴν συχνὴν συμμετοχήν του εἰς τὸ μυστήριον τῆς θείας εὐχαριστίας. Καὶ κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὰ κύρια μυστήρια διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δύο· τὸ ἅγιον βάπτισμα καὶ ἡ θεία εὐχαριστία.
3. Μὲ τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρχεται ἡ προσωπική του συμμετοχὴ εἰς τὴν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνισιν· νεκροῦται ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν· ἐλευθεροῦται ἀπὸ τῶν δεσμῶν τοῦ θανάτου· εἰσέρχεται εἰς τὴν νέαν ζωὴν τῆς χάριτος, ἡ ὁποία προσφέρεται εἰς τὸν ἄνθρωπον μὲ τὴν σφραγῖδα τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ τὴν κοινωνίαν τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου· καθίσταται μέτοχος τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀναμαρτησίας.
4. ῍Αν καὶ ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμμίαν ἐξουσίαν εἰς τὸν βεβαπτισμένον πιστόν, ἐντούτοις ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει τὰς ἔξωθεν προσβολὰς τοῦ πονηροῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ συνεργήσῃ εἰς τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας του. Μὲ τὸ βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἀνακτᾷ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», ὅπως τὸ εἶχε πρὸ τῆς πτώσεως, καὶ τὴν δύναμιν νὰ ἐπιτύχῃ τὴν θέωσιν, ἡ ὁποία εἶχε καταστῆ ἀδύνατος μετὰ τὴν πτῶσιν. ᾿Αλλ᾿ ἡ δυνατότης αὐτὴ προσφέρεται «ἐν σπέρματι», διὰ νὰ καλλιεργηθῇ κατόπιν καὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ πιστοῦ.
5. Διδάσκει ἀκόμη ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὅτι τὸ βάπτισμα ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴν καὶ τὸν δείκτην τῆς μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ. ῾Η νέκρωσις τοῦ βεβαπτισμένου ἀνθρώπου ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ζωή του πρέπει νὰ μαρτυροῦνται συνεχῶς κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του.
6. Δὲν ἀγνοεῖ ἀκόμη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα παρατηρεῖται συχνὰ ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑποτάσσεται καὶ πάλιν εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Αὐτὸ ὅμως εἶναι περισσότερον μεμπτὸν ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἁμαρτίαν τοῦ ᾿Αδάμ· διότι «οὐκ ἴσον πρὸ τῆς πείρας ἐθελῆσαι γεύσασθαι θανασίμου τινὸς βοτάνης, καὶ μετὰ τὸ μαθεῖν διὰ πείρας θανάσιμον οὖσαν ἀπὸ ταύτης ποθεῖν ἐσθίειν· μεμπτέος γὰρ μᾶλλον ὁ μετὰ τὴν πεῖραν σπῶν τοῦ δηλητηρίου καὶ τὸν θάνατον ἀθλίως πρὸς ἑαυτὸν ἐφελκόμενος τοῦ πρὸ τῆς πείρας τοῦτο πράττοντός τε καὶ πάσχοντος» (Γεωργίου Μαντζαρίδου, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω, σελίδες 52-53). Σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωσιν ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται καὶ ἀνακαθαίρεται διὰ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως μόνον.
7. ᾿Εὰν τὸ βάπτισμα παρέχῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν κάθαρσιν τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καὶ τὴν ἀπαρχὴν τῆς μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία εὐχαριστία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐπέκτασιν εἰς τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καὶ τὴν πλήρη ἕνωσιν μετὰ τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν θείαν εὐχαριστίαν, διδάσκει ὁ ἅγιος, ὁ Χριστὸς συνδέεται εἰς μίαν σάρκα μὲ τοὺς πιστούς. ῞Ομως δὲν προσκολλώμεθα μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀναμιγνύμεθα μετὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ· καὶ δὲν γινόμεθα μόνον ἓν σῶμα, ἀλλὰ καὶ ἓν πνεῦμα μετ᾿ αὐτοῦ. ᾿Ασφαλῶς αὐτὴ ἡ διὰ τῆς θείας εὐχαριστίας ἕνωσις κάθε πιστοῦ μὲ τὸν Χριστὸν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὴν ὑποστατικὴν ἕνωσιν τῶν δύο φύσεων (θείας καὶ ἀνθρωπίνης) ἐν τῷ θεανδρικῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ οὔτε πάλιν εἶναι ἁπλῆ ἠθικὴ ἕνωσις· ἡ ἕνωσις εἶναι πραγματική, χωρὶς ὅμως ὁ ἑνούμενος μετὰ τοῦ Χριστοῦ πιστὸς νὰ συνθέτῃ μίαν ὑπόστασιν μετ᾿ αὐτοῦ.
8. Διευκρινίζει ἀκόμη ὁ Γρηγόριος ὅτι ἡ θεία μετάληψις τῶν ἀχράντων μυστηρίων εἶναι ἕνωσις μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ· ἡ ὁποία, ἀφ᾿ ὅτου ἡνώθη μὲ τὸν Θεὸν Λόγον, ἐθεώθη καὶ ἔγινε πηγὴ θεώσεως διὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὴν ἕνωσιν ταύτην ὁ πιστὸς μεταβάλλεται εἰς ναὸν τῆς ἁγίας Τριάδος. Μὲ τὴν ἁγίαν κοινωνίαν ὁ πιστός, ἂν καὶ ζῇ ἐπὶ τῆς γῆς ἐντὸς τοῦ παρόντος αἰῶνος, ἐντούτοις μετέχει τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ καθίσταται πολίτης τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. ῾Επομένως ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἓν μελλοντικὸν γεγονός, ἀλλὰ μία πραγματικότης ποὺ ἄρχεται ἀπὸ τὸν παρόντα βίον καὶ τελειοῦται εἰς τὸν μέλλοντα. ᾿Εξυπακούεται ὅτι ὁ πιστὸς ὑποχρεοῦται νὰ καθάρῃ τὸν ἑαυτόν του, προκειμένου νὰ μετάσχῃ τῆς θείας κοινωνίας, ἀφοῦ μὲ τὸ μυστήριον αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ προσφέρει τὴν θεοποιὸν χάριν του· ἡ δὲ κάθαρσις συντελεῖται μὲ τὸν αὐτοέλεγχον, τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν ἐξομολόγησιν. ᾿Αλλὰ δὲν ἀρκεῖ μόνον τοῦτο. Πρέπει ὁ προσερχόμενος εἰς τὴν θείαν μετάληψιν νὰ ἔχῃ βαθεῖαν πίστιν, διὰ νὰ ἀξιωθῇ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τέλος δὲ δὲν ἀρκεῖ νὰ φροντίζῃ ὁ πιστὸς διὰ τὴν προπαρασκευήν του μόνον διὰ τὴν θείαν κοινωνίαν. Πρέπει ἡ φροντίς του νὰ συνεχίζεται καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτήν. Πρέπει ἡ ὅλη ζωὴ τοῦ πιστοῦ νὰ ἀποτελῇ ἔκφρασιν τῆς μεθέξεως τῆς θεοποιοῦ χάριτος τοῦ Χριστοῦ.
9. ῾Ο ἄμεσος καὶ προσωπικὸς σύνδεσμος κάθε πιστοῦ μὲ τὸν Χριστὸν εἰς ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα συνεπάγεται καὶ τὴν πραγματικὴν κοινωνίαν τῶν πιστῶν μεταξύ των. «Τοιουτοτρόπως οἰκοδομεῖται νέα ἄρρητος καὶ ὑπὲρ φύσιν συγγένεια Χριστοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἡ ἐκκλησία» (ἔνθ᾿ ἀνωτέρω, σελὶς 59). ᾿Επειδὴ σκοπὸς τῆς ἐκκλησίας εἶναι ἡ θέωσις τῶν μελῶν της, ὁ Γρηγόριος χαρακτηρίζει τὴν ἐκκλησίαν ὡς «κοινωνίαν θεώσεως». ᾿Ενδιαφέρουσα παρουσιάζεται ἡ ἄποψις τοῦ ἁγίου ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς κοινωνίας τῶν μυστηρίων καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς συνδεθῇ μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τῆς ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ γνήσιον μέλος αὐτῆς ἀκόμη καὶ εἰς περίπτωσιν διατυπώσεως ἐναντίον του ἐκκλησιαστικῆς ἀφοριστικῆς ἀποφάσεως ἐκ μέρους ἀναξίων ἐκπροσώπων τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Τονίζει ἐπίσης ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας, μολονότι εἶναι πιθανὸν νὰ καλοῦνται ποιμένες καὶ ἀρχιποίμενες, δὲν εἶναι κἂν μέλη τῆς ἐκκλησίας. «Οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί· καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποίμενας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ᾿ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλ᾿ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμνήμεθα» (ἔνθ᾿ ἀνωτέρω, σελὶς 61).
10. Τὸ συμπέρασμα τοῦτο ἐξάγεται ἀπὸ τὴν βασικὴν θέσιν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὅτι μετοχὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν σημαίνει σύνδεσμος μετὰ τῆς ἀληθείας, κοινωνία μετὰ τῆς θείας καὶ θεοποιοῦ χάριτος, ζωὴ ἐντὸς τῆς κοινωνίας τῆς θεώσεως. Διακόπτων ὁ ἄνθρωπος τὸν σύνδεσμόν του μετὰ τῆς ἀληθείας παύει νὰ μετέχῃ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποτελῇ μέλος τῆς ἐκκλησίας. ῾Η μόνη ὁδὸς ἐπιστροφῆς εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τοὺς ἐκπεσόντας εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας.
Φροντιστηριακὴ ἐργασία εἰς τὸ μάθημα τῆς δογματικῆς
τοῦ μαθητοῦ Δ. Μ. τῆς Δ΄ τάξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λυκείου Πατρῶν,
Πάτραι, ἀπρίλιος 1989.
᾿Ηλεκτρονικὴ στοιχειοθεσία· ῾Αγία Παρασκευὴ ᾿Αττικῆς, δεκέμβριος 1998.
Μορφοποίησις καὶ δημοσίευσις διαδικτυακή· ᾿Αθῆναι, ὀκτώβριος 2018.