ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Θέματα πίστεως (δογματικά, συμβολικὰ κ.λπ.) Παναγιώτου Μπούμη, Τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός – Ϛ΄

Τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός (καί τοῦ Υἱοῦ) – Ϛ΄

 

Ἐνστάσεις ἐπί τῶν προτάσεων καί ἀνασκευή τους

 

Στό προηγούμενο τμῆμα (Ε΄) τῆς Μελέτης-Γνωμοδοτήσεώς μας ἐπί τοῦ θέματος τῆς ἐκπορεύσεως-προελεύσεως καί ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴχαμε προαναγγείλει ὅτι ὀφείλουμε νά ἀπαντήσουμε σέ ὁρισμένες ἐνστάσεις, πού ἐνδέχεται νά προβληθοῦν σχετικά μέ τήν πρό­ταση καί διαδικασία προσθήκης ἄρθρου στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἤ ἐκδόσεως σχετικοῦ δογματικοῦ Τόμου-Ὅρου. Οἱ ἐνστάσεις αὐτές, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀναφορά στό θέμα τῆς προελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ (ἤ διά) τοῦ Υἱοῦ καί τῆς καθόδου Του στούς Ἀποστόλους καί τήν Ἐκκλησία (στόν κόσμο), ἴσως δέν εἶναι οἱ μόνες πού μπορεῖ νά προβλη­θοῦν. Ὡστόσο νομίζουμε ὅτι εἶναι οἱ πιό σημαντικές καί πιθανές. Καί γι' αὐτό ἐρχόμαστε στήν ἐξέτασή τους:

 

Α΄ Ἔνσταση

Ἡ πληρότητα τῆς ἐκφράσεως «Τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν»

 

Ἴσως ἰσχυριστεῖ κάποιος: Τί χρειάζεται νά προσθέσουμε στό Σύμ­βολο τῆς Πίστεως (Νικαίας-Κων/πόλως) ἄλλο-νέο ἄρθρο, ἤ τί χρειάζεται νά ἐκθέσουμε ὅρο δογματικό περί τῆς προελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ μετά τήν ἄνοδο τοῦ Ἰησοῦ στόν Πατέρα του καί τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἀποστόλους καί τήν Ἐκκλησία, γιά νά τούς «ὁδηγήσει εἰς τήν ἀλήθειαν πᾶσαν»; Δέν ἀρκεῖ ἡ ἔκφραση «τό λαλῆσαν διά τῶν Προφητῶν», μέσα στήν ὁποία θά συνυπο(νοοῦμε)νο­ήσουμε καί τούς Ἀποστόλους καί ὅλους τούς θεοφόρους καί θεηγόρους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας;

Φυσικά δέν ἀποκλείεται ὅτι μέ τή λέξη προφῆτες μποροῦμε νά ἐννο­οῦμε γενικότερα καί τούς Ἀποστόλους καί ἄλλα ἀποστολικά πρόσωπα. Ἄλλωστε καί στήν Καινή Διαθήκη ἔχουμε χωρία πού μιλοῦν γιά «προ­φῆτες» τῆς μετά Χριστόν ἐποχῆς. Πράγματι: 1) Στό Πράξ. 2,14-18 διαβάζουμε: «Σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς· ἄνδρες Ἰουδαῖοι... τοῦτό ἐστι τό εἰρημένον διά τοῦ προφήτου Ἰωήλ· καί ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπό τοῦ πνεύματός μου ἐπί πᾶσαν σάρκα, καί προφητεύσουσιν οἱ υἱοί ὑμῶν καί αἱ θυγατέρες ὑμῶν... καί προφητεύσουσιν». 2) Στό Πράξ. 15,32: «Ἰούδας τε καί Σίλας, καί αὐτοί προφῆται ὄντες...» 3) Στό Πράξ. 21,9: «Τούτῳ (τῷ Φιλίππῳ) δέ ἦσαν θυγατέρες τέσσαρες προφητεύου­σαι». 4) Στό Α΄ Κορ. 12,28: «Καί οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους...» 5) Στό Ἐφεσ. 2,19-20: «Ἐστέ... οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες ἐπί τῷ θεμε­λίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν...»

Ὅμως φαίνεται ὅτι ἀπό πολλούς ἐπιστήμονες μέ τήν ἔκφραση «τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν» ἐννοοῦνται οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (πρβλ. Κων. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 2004, σελ. 517 ἑξ.). Σ' αὐτό συμφωνοῦν καί μέ τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου λέει ὁ Κύριος: «Πάντες γάρ οἱ Προφῆται καί ὁ Νόμος ἕως Ἰωάννου ἐπρο­φήτευσαν» (Ματθ. 11,13). Ἐπίσης παρατηροῦμε ὅτι οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔκαναν ἀντιδιαστολή μεταξύ προφητῶν καί Ἀποστόλων. Γι' αὐτό καί λένε στό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», πού διαβάζεται στούς ναούς τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν: «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδά­σκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν...» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 205 [244]). Ἕνεκα τούτου νομίζουμε ὅτι τό 8ο ἄρθρο καί μέ τήν ἔκφραση «τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν» ἀναφέρεται στούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ἐξ ἄλλου τό ὅτι λέει τό «λαλῆσαν» καί ὄχι τό «λαλοῦν» εἶναι ἐπι­πλέον μία ἀπόδειξη ὅτι μιλάει εἰδικῶς γιά τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὄχι γιά τούς μ.Χ. ἐποχῆς προφῆτες. Γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά περιόρισαν τή δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμ. Συνόδων στούς «προφῆτες» μόνο πρό τῶν Συνόδων Νικαίας-Κων/πό­λεως, ὁπότε ἔγινε τό Σύμβολο, καί νά δέχτηκαν ὅτι ὕστερα σταματάει ἤ θά σταματοῦσε νά φωτίζει ἄλλους-μεταγενέστερους θεηγόρους ἄνδρες.

Ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ ἀνωτέρω εἶναι καί τό γεγονός ὅτι καί ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφοντας στόν Ἰωάννη Ἀντιοχείας δέχεται ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα λαλεῖ καί διά τῶν «ἁγίων ἡμῶν πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ συνελθόντων κατά καιρούς» καί ὄχι μόνον διά τῶν πρό αὐτῆς. Συγκε­κριμένως, ἀφοῦ προηγουμένως τοῦ γράφει: «Μεμνημένοι τοῦ λέγοντος "μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου" (Παροιμ. 22,28)», προσθέτει σέ ἐνεστῶτα διαρκείας: «Οὐ γάρ ἦσαν αὐτοί οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ὅ ἐκπορεύεται μέν ἐξ αὐτοῦ, ἔστι δέ οὐκ ἀλλότριον τοῦ Υἱοῦ κατά τόν τῆς οὐσίας λόγον» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 147 ὑποσ. 3 [153, ὑποσ. 1]). Ἐάν ἤθελαν λοιπόν νά περιλάβουν καί τούς μετά Χριστόν θεοφόρους ἄνδρες στόν ὅρο προφῆτες, οἱ Πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου θά ἔπρεπε νά ποῦν «τό λαλοῦν διά τῶν προφητῶν», ὄχι «τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν», ἤ ἔστω νά ποῦν «τό λαλῆσαν καί λαλοῦν διά τῶν προφητῶν».

Ἕνεκα τούτων νομίζουμε ὅτι τό 8ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου μέ τήν ἔκφραση «τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν» ἀναφέρεται στούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Περιορίζεται ἐνδεικτικῶς στήν περίοδο τῆς δρά­σεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή. Καί θά μπορού­σαμε νά προσθέσουμε ὅτι συνεπῶς μιλάει εἰδικῶς μόνο γιά τήν ἐκπόρευ­σή Του ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως ἐπίσης μόνο γιά τήν ὁμοουσιότητα καί ὁμο­τιμία Του («συμπροσκυνούμενον»...) πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, κα­θώς γράφει καί ὁ Κύριλλος πρός τόν Ἰωάννη.

Σημείωση: Περισσότερα περί τῆς θέσεως, σχέσεως καί σημασίας τῆς προτάσεως «τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν» ἔχουμε καταγράψει στό Ε΄ τμῆμα τῆς παρούσας γνωμοδοτήσεως (Ἐκκλησία, ἔτ. ΠΘ΄ [2012], τεῦχ. 11, σελ. 773-780).

 

Β΄ Ἔνσταση

Ἡ τελειότητα τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως

 

     Ἀκολούθως ἄλλος μπορεῖ νά προβάλει ὡς ἔνσταση γιά τήν πρό­ταση τῆς προσθήκης ἑνός ἄρθρου στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἤ τῆς θεσπίσεως ἑνός δογματικοῦ ὅρου τό γεγονός ὅτι τό Σύμβολο αὐτό χαρα­κτηρίζεται ὡς τέλειο ἤ ἔστω ὡς σοφό καί σωτήριο καί μάλιστα ἀπό ἐπί­σημες ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς δοῦμε τί λένε οἱ σχετικές ἀποφάσεις:

     Ὁ Ὅρος πίστεως τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμ. Συνόδου, ἀφοῦ προηγουμένως παραθέτει «τά κείμενα τῶν συμβόλων τῆς Α΄ καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου» (ὅπως σημειώνει ὁ Ἰ. Καρμίρης), λέει ἐν συνεχείᾳ: «Ἤρκει μέν οὖν εἰς ἐντελῆ τῆς εὐσεβείας ἐπίγνωσίν τε καί βεβαίωσιν τό σοφόν καί σωτήριον τοῦτο τῆς θείας χάριτος Σύμβολον· περί τε γάρ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκδιδάσκει τό τέλειον, καί τοῦ Κυρίου τήν ἐνανθρώπησιν τοῖς πιστῶς δεχομένοις παρίστησιν . . . » (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 164 [174]).

Ἔτσι ὅπως ἔχει τό κείμενο, μᾶς λέει ὅτι περί τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος διδάσκει τό «τέλειον». Ἀλλά τί σημαίνει αὐτό;

Α΄ ἐκδοχή.

Ἐκδιδάσκει τήν τελειότητα καί τῶν τριῶν προσώ­πων, τή θεία τους φύση, τό ὁμοούσιό τους. Μᾶς διδάσκει καί τονίζει ὅτι καί τά τρία πρόσωπα εἶναι τέλεια. Ὅτι εἶναι ὁ τέλειος Θεός. Ὅτι δηλαδή περί τῶν τριῶν προσώπων καί εἰδικῶς ὡς πρός τήν οὐσία τους (τό ὁμοούσιο) ἐκδιδάσκει τό «τέλειον», ὄχι ὅτι εἶναι τό Σύμβολο τέλειο καί ὁλοκληρωμένο. Ἐκφράζει καί ὑποδεικνύει τό τέλειο, τό ἀληθές, γιά τήν οὐσία τῶν τριῶν προσώπων, γιά τή θεότητά τους.

Ὅτι γιά τό θέμα τῆς οὐσίας ἐκφράζει τό τέλειο, ἀλλά ὄχι ὅτι εἶναι τέλειο ὡς πρός ὅλα τά ἀφορῶντα στήν Ἁγία Τριάδα, φαίνεται καί ἀπό τή συνέχεια τοῦ κειμένου πού λέει-προσθέτει: «...καί τοῦ Κυρίου τήν ἐνανθρώπησιν τοῖς πιστῶς δεχομένοις παρίστησι». Δέν ἀρκεῖται στό «ἐκδιδάσκει τό τέλειον». Ἐνῶ δηλ. προηγουμένως λέει «ἐκδιδάσκει τό τέλειον», στή συνέχεια προβαίνει καί στήν προσθήκη τοῦ «καί τοῦ Κυρίου τήν ἐνανθρώπισιν... παρίστησιν». Κάνει ἑπομένως καί εἰδική προ­σθετική ἀναφορά ὡς πρός τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Ἐπί πλέον μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι αὐτό καθ' αὑτό τό Σύμβολο χα­ρακτηρίζεται «ὡς σοφόν καί σωτήριον», ἐνῶ τό «τέλειον» διδάσκει περί τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί τοῦ ὁμοουσίου αὐτῶν, καί ὅτι αὐτό «ἀρκοῦσε στήν ἐντελή ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας» καί ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας. Αὐτή ἡ ἐκδοχή περί τῆς τελειότητας τῶν τριῶν προσώπων ἐνισχύεται ἀκόμη καί ἀπό αὐτό πού γράφεται στήν «Ἔκθεσιν πίστεως κατά ἀπο­κάλυψιν Γρηγορίου ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας» τοῦ Θαυματουργοῦ. Ἐκεῖ μιλάει καί περί τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ξεχωριστά ὡς «τελείων» καί ὅλων μαζί ὡς «τριάς τελεία» (πρβλ. Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 70, ὑποσ. [67, ὑποσ. 1]).

Αὐτή ἡ ἔννοια-ἐφαρμογή τῆς τελειότητας στά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἰδιαιτέρως ἐνισχύεται καί ἀπό αὐτό πού γράφει τό 382 ἡ ἴδια ἡ Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδος στήν ἐπιστολή της «πρός τούς ἐν Ρώμῃ συνα­θροισθέντας ἐν Συνόδῳ ἐπισκόπους»: «Ταύτην (τήν πίστιν τῆς Νικαίας)... διδάσκουσαν ἡμᾶς: Πιστεύειν εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή θεότητος καί δυνάμεως καί οὐσίας μιᾶς τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πιστευομένης, ὁμοτί­μου τε τῆς ἀξίας καί συναϊδίου τῆς βασιλείας, ἐν τρισί τελειοτάταις ὑπο­στάσεσιν, ἤγουν τρισί τελείοις προσώποις» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 134-135 [131]. Πρβλ. καί σελ. 79 ὑποσ. 2 [76, ὑποσ. 1]). Ἐδῶ ἡ ἐπανάληψη μάλιστα τοῦ «τέλειος» ἐνισχύει τήν παροῦσα ἐκδοχή.

Ὅτι ὄντως μιλάει περί τῆς οὐσίας καί τῆς θεότητας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος φαίνεται καί ἀπό τά ἑξῆς ἐκτός τῶν ἀνωτέρω:

     1) Στόν ὅρο πίστεως τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου διακηρύσσεται ὅτι «τήν περί τῆς τοῦ Πνεύματος οὐσίας παραδοθεῖσαν διδασκαλίαν» τῶν πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου «κυροῖ» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 165 [175]).

     2) Ἀλλά καί ὁ α΄ καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου λέει περί τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου: «οἵ τῇ ὁμογνωμοσύνῃ τῆς πίστεως τό ὁμοούσιον ἡμῖν ἐπί τῶν τριῶν τῆς θεαρχικῆς φύσεως ὑποστάσεων ἀπεκάλυψαν καί διετράνωσαν» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 191 [227]). Καί νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι τό Σύμβολο τῆς Νικαίας εἶχε μόνο τήν πρόταση «Καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα». Πλήν ὅμως τό ἔθεσαν ἔτσι, μέ τή συμπαράθεση αὐτή, στήν ἴδια βαθμίδα θεότητας καί τελειότητας μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό.

Β΄ Ἐκδοχή.       

Βεβαίως μπορεῖ νά ὑπάρξει καί ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἔκ­φραση «ἐκδιδάσκει τό τέλειον» ἐννοεῖ ὅτι τό Σύμβολο (ἐκ)διδάσκει, παραδίδει, τό σωστό, τό ἀσφαλές (πρβλ. Δημ. Δημητράκου, Λεξικόν), αὐτό πού δέν ἔχει λάθη (πρβλ. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικόν), ἤ αὐτό πού εἶ­ναι αὔταρκες καί ἐπαρκές. Ὅτι δηλαδή εἶναι τέλειο ὡς πρός τή διατύ­πωση τῆς οὐσίας ἤ φύσεως τοῦ Θεοῦ, τῆς Τριαδικότητας, ἀλλά καί τῆς ἑνότητας τοῦ Θεοῦ.

Μήπως καί ἡ Τριαδική ἐπίκληση στόν «Τρισάγιο Ὕμνο» «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος» δέν εἶναι τέλεια, ἄν καί εἶναι λίαν ἐπιγραμματική καί συνοπτική; Ἴσως μάλιστα καί γι' αὐτό ὁ πα΄ (81ος) κανόνας τῆς Πενθέκτης μᾶς πληροφορεῖ, λέγοντας: «Ἐπειδήπερ ἔν τισι χώραις μεμαθήκαμεν, ἐν τῷ Τρισαγίῳ ὕμνῳ, ἐν προσθήκης μέρει ἐκφωνεῖσθαι μετά τό Ἅγιος ἀθάνατος, τό, ὁ σταυρωθείς δι' ἡμᾶς, ἐλέησον ἡμᾶς, τοῦτό τ' ὑπό τῶν πάλαι ἁγίων Πατέρων, ὡς τῆς εὐσεβείας ἀλλότριον, ἐκ τοῦ τοιούτου ἀπηλάθη ὕμνου» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 197 [234]. Πρβλ. καί Πηδάλιον, σελ. 291 καί 185, ὑποσ.). Οἱ αὐθαίρετες προσθῆκες εἶναι ἐπιβλαβεῖς.

Εἶναι λοιπόν τέλειο τό Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κων/πόλεως κατά τή διατύπωση. Ἐδῶ ὅμως πρέπει νά διευκρινίσουμε καί τά ἑξῆς: Τό τέλειο δέν δέχεται βελτίωση, γιατί ἡ βελτίωση προϋποθέτει κάτι τό λανθασμένο. Αὔξηση ὅμως καί ἀνάπτυξη ἤ προσθήκη προτάσεων διασαφητικῶν δέχε­ται καί μία τέλεια πρόταση ἀκόμη. Γιατί; Γιατί μπορεῖς νά τήν ἀναλύεις καί νά τήν ἀναπτύσσεις.

Ἡ ἔννοια λοιπόν τοῦ τελείου ἔγκειται στή διατύπωση τοῦ γραφο­μένου, ὄχι στήν πλήρη ἔκθεση τοῦ πιστευομένου ἤ στή λεπτομερέστατη ἀρτιότητα τῆς διακηρύξεως. Ἄρα μᾶλλον μποροῦμε νά (προσ)θέτουμε καί ἄλλες διευκρινιστικές ἤ περαιτέρω προτάσεις σ' ἕνα κείμενο. Ἀλλιῶς δέν θά μπορούσαμε οὔτε στά κηρύγματα-ὁμιλίες νά ἀναπτύσσουμε τά τῆς «πίστεως» στό ἐκκλησίασμα.

Ἄλλωστε τό νά διδάσκει κάτι τό ἄρτιο, τό πλῆρες, τό ὁλοκληρωμένο, ἕνα κείμενο εἶναι μᾶλλον ἀδύνατον. Γιατί, πρῶτον, πῶς εἶναι δυνατόν ἐμεῖς οἱ πεπερασμένοι ἄνθρωποι στήν ἀνθρώπινη γλώσσα νά διατυ­πώσουμε κατά τέλειο (μέ αὐτήν τήν ἔννοια) τρόπο τό τριαδικό δόγμα τῆς Πίστεώς μας; Καί δεύτερον, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐκδιδάξει κατά τέλειο τρόπο ἕνα κείμενο τούς πιστούς καί αὐτοί νά κατανοήσουν καί νά γνωρίσουν τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος πλήρως σ' αὐτή μάλιστα τή ζωή;

Γ΄ Ἐκδοχή.

Τό «τέλειον» ἔχει σχέση καί μέ τό θέμα τῆς «ἐλπίδος» τῆς «σωτηρίας», μέ τήν ἐπαρκή ἤ ἀπαραίτητη γνώση τῆς ἀλήθειας πρός οἰκείωση τῆς σωτηρίας. Τοῦτο φαίνεται καί ἀπό τόν α΄ καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀποδοκιμάζει καί κατακρίνει: α) τόν Μακεδόνιον, ὁ ὁποῖος «δοῦλον τό δεσπόζον» Ἅγιο Πνεῦμα νόμιζε καί ἔτσι κατέληγε στό «ὡς ἄν μή ἐντελές ἡμῖν τό τῆς ἐλπίδος εἴη μυστήριον», καί β) τόν Ἀπολλινάριον «ὅς (= ὁ ὁποῖος) ἄνουν καί ἄψυχον τόν Κύριον ἀνειλη­φέναι (= ἔχει ἀναλάβει) σῶμα δυσσεβῶς ἐξηρεύξατο, ἐντεῦθεν καί οὗτος ἀτελῆ τήν σωτηρίαν ἡμῖν γενέσθαι συλλογιζόμενος» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 191 [227-228]).

Δ΄ Ἐκδοχή.

Ἐκτός ἀπό αὐτές μέ τήν ὕπαρξη τοῦ ρήματος «ἐκδιδάσκω» ἴσως μπορεῖ νά διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι τοῦτο μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι καί κάτι τί ἄλλο εἶναι δυνατόν νά προσθέσουμε στό Σύμβολο Νικαίας-Κων/πόλεως μετά τό ἄρθρο περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά εἶναι τέλειο. Μᾶς ἀφήνει περιθώριο, ἄν δέν μᾶς ὑποκινεῖ, γιά μιά τέτοια πρόσθεση. Καί τοῦτο, ἄν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη καί τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ λέει ὅτι τό Σύμβολο «περί τε γάρ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκδιδάσκει τό τέλειον», ὁ ἴδιος προσθέτει «καί τοῦ Κυρίου τήν ἐνανθρώπησιν... παρίστησιν».

Ἡ ἐκδοχή αὐτή τῆς ὑποδείξεως ἴσως μπορεῖ νά ἐνισχυθεῖ καί ἀπό τό γραφόμενο στόν α΄ καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου. Αὐτός λέει περί τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου: Οἱ Πατέρες τῆς συνόδου αὐτῆς «τῇ ὁμογνω­μοσύνῃ τῆς πίστεως τό ὁμοούσιον ἡμῖν ἐπί τῶν τριῶν τῆς θεαρχικῆς φύ­σεως ὑποστάσεων ἀπεκάλυψάν τε καί διετράνωσαν... τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν καί τό ἅγιον Πνεῦμα προσκυνεῖν μιᾷ προσκυνήσει τούς πιστούς ἀναφανδόν ἐκδιδάξαντες» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 191 [227]). Ἐδῶ τό «ἐκ­διδάξαντες» μπορεῖ βεβαίως νά ἔχει καί ἁπλῶς τήν ἔννοια τοῦ διδάσκω τή συμπροσκύνηση (ὡς συνυπονοούμενον τοῦ ὁμοούσιον), ἀφοῦ στό Σύμβολο τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου ἔχουμε τή διακήρυξη τοῦ ὁμοουσίου καί μέ τήν ἁπλή παράθεση τοῦ «καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα». Ἀλλά μπορεῖ νά ἔχει καί τήν ἔννοια τοῦ ὑποδεικνύω (τοῦ «ὑπέδειξαν», ἔδωσαν βάση) στή Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδο νά ἀναλύσει καί νά προβεῖ στήν προσθήκη (expressis verbis) τοῦ «συμπροσκυνούμενον», ὅπως καί ἔγινε μέ τό ὄγδοο ἄρθρο (πρβλ. Πηδάλιον, σελ. 219).

Συνελόντι εἰπεῖν ὡς προέκταση-συμπέρασμα: Τό Σύμβολο τῆς Πί­στεως γιά ἐκεῖνο πού ἤθελε νά διδάξει, δηλ. νά διδάξει τό ὁμοούσιο τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου διδάσκει τό τέλειο, τό ἀκριβές, τό ὀρθό. Καί αὐτό ἦταν ἀρκε­τό, ἐπαρκές. Ἀλλά συγχρόνως ἐκδιδάσκει-ὑποδεικνύει, γιά νά ἔχουμε τό τέλειο καί πάλι, τί μποροῦμε ἀκόμη νά προσθέσουμε ἀκινδύνως.

Ἄλλωστε θά ἔλεγε κάποιος ὅτι πραγματικά τέλειο εἶναι ἕνα κείμενο: α) καί ὅταν διδάσκει αὐτό πού θέλει νά διδάξει, β) καί ὅταν ὑποδεικνύει καί ἀφήνει περιθώριο καί ὑποκινεῖ νά βροῦν καί ἄλλοι καί νά διδάξουν τό τέλειο[1]. Αὐτό εἶναι τό τέλειο ἀπό κάθε ἄποψη, ἀπό ὅλες τίς πλευρές.

Αὐτό ἴσως ἤθελε νά πεῖ ἔστω ἀσυνειδήτως καί ὁ πατριάρχης Κων/πό­λεως ᾿Ιερεμίας Β΄ πρός τούς Βυρτεμβέργιους Λουθηρανούς θεολόγους, ὅταν χαρακτήριζε ὡς «τέλειον πάντοθεν (= πανταχόθεν, ἀπό ὅλες τίς ἀπόψεις-πλευρές) τῆς εὐσεβείας ἡμῖν σημεῖον» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 93, ὑποσ. 1 [89, ὑποσ. 2]) τό Σύμβολο τῆς πίστεως. Βεβαίως τό «πάντοθεν» ἴσως εἶναι μία ὑπερβολή ἐν συγκρίσει μέ ἐκεῖνο πού λέει ἡ Δ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος. Ἀλλά συγχρόνως δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι τό «πάντοθεν» ἐλέχθη ἀπό ἕνα διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος δέν διεκδικεῖ (καί δέν ἔχει) τό ἀλάθητο, ὅπως τό ἔχει μία Οἰκουμενική Σύνοδος. Εἶναι μία προσωπική του γνώμη, ἡ ὁποία ἴσως ἐπικρατοῦσε καί γενικότερα τότε.

Τά ἴδια ἰσχύουν (τά περί διδάσκω καί ὑποδεικνύω) καί γιά τήν ἄλλη ἔκφραση τοῦ ᾿Ιερεμία πού λέει ὅτι τό Σύμβολο τῆς Νικαίας «τετελείωται δέ ὑπό τῶν ρν΄ (150) ἐν Κωνσταντινουπόλει» Πατέρων (ὅπ. παρ.).

 

Γ΄ Ἔνσταση

Ἡ ἀπαγόρευση προσθήκης

 

Περαιτέρω ἴσως προβάλει κάποιος ἄλλος τήν ἀκόλουθη ἔνσταση-κώλυμα δημιουργίας σχετικοῦ ἄρθρου, ἤ ἀκόμη καί Ὅρου: Οἱ ὑπάρ­χοντες Ὅροι-κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπαγορεύουν κάθε ἀλλα­γή ἤ προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἄς τά ἐρευνήσουμε:

Κατά πρῶτον ἔχουμε τόν α΄ καν. τῆς ἐν Κων/πόλει Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέει γενικότερα: «Ὥρισαν οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθόντες ἅγιοι Πατέρες, μή ἀθετεῖσθαι τήν πίστιν τῶν Πατέρων τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτώ, τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συνελθόντων, ἀλλά μένειν ἐκείνην κυρίαν» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 135 [132]).

Εὐθύς ἀμέσως προξενεῖ ἐντύπωση τό γεγονός ὅτι ὁ κανόνας αὐτός ἀναφέρεται στήν «πίστιν» τῶν ἐν Νικαίᾳ (μάλιστα μέ τόν προσδιορισμό τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτώ) Πατέρων καί ὄχι καί στή δική τους, τ.ἔ. τῆς Κων/πόλεως. Καί ἀκόμη ὅτι μιλάει περί «πίστεως» τῆς Νικαίας καί ὄχι περί Συμβόλου. Ἀλλά ὁ ὅρος «πίστις» ἀναφέρεται κυρίως στό περιε­χόμενο, στήν οὐσία, καί ὄχι στή γραμματική διατύπωση. Καί ἐπί πλέον μιλάει γιά «ἀθέτηση» τῆς πίστεως καί ὄχι γιά προσθήκη στό Σύμβολο.

Ἐν συνεχείᾳ ἔχουμε τόν ζ΄ καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος ὁρίζει παρομοίως: «Τούτων τοίνυν ἀναγνωσθέντων, ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνο­δος, ἑτέραν πίστιν μηδενί ἐξεῖναι προφέρειν ἤ γοῦν συγγράφειν ἤ συν­τιθέναι, παρά τήν ὁρισθεῖσαν παρά τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν ἐν τῇ Νικα­έων συναχθέντων πόλει σύν ἁγίῳ Πνεύματι» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 150 [155]).

Ὅμως, ὅπως εὐχερῶς διαπιστώνουμε, καί ὁ κανόνας αὐτός, καίτοι θεσπίστηκε μετά τή Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδο, μιλάει μόνο γιά τήν «πίστιν» τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καί ὄχι γιά τήν «πίστιν» καί τῆς Β΄ ἐν Κων/πόλει Συνόδου. Αὐτή ἡ παράλειψη καί ἐδῶ, σ' αὐτόν τόν κανόνα, εἶναι τυχαία; Ἤ μήπως μέ τή μνεία μόνο τῆς «πίστεως» τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου μᾶς ἀφήνει περιθώριο γιά κάποια θέσπιση-προσθήκη σ' αὐτά πού συνέταξε-θέσπισε ἡ Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδος; Μήπως δηλ. οἱ Πατέρες τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου εἶχαν συναίσθηση ἤ «διαίσθηση» ὅτι τά λεγόμενα περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν ἦταν ἀκόμη ὁλοκληρωμένα, τά τελευταῖα; Μήπως τ.ἔ. ἔχουμε τελικῶς τό ἐλεύθερο προσθήκης;

Περαιτέρω θά τολμούσαμε νά ἐκφράσουμε καί τήν ἑξῆς σκέψη: Μήπως ὁ ζ΄ κανόνας τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὁρίζει νά μήν ἀνταλλαγεῖ, νά μήν ἀντικατασταθεῖ τό Σύμβολο τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Συνόδου μέ κάποιο ἄλλο, καί γιατί ἐκτός τῶν προηγούμενων λόγων μπορεῖ κάλλιστα νά χρη­σιμεύσει ὡς ὑπόδειγμα (τά σχετικά τ.ἔ. ἄρθρα περί Ἰησοῦ Χριστοῦ) γιά τή σύνταξη καί ἄρθρου ἤ ἄρθρων περί Ἁγίου Πνεύματος, ἀντίστοιχων πρός τά τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου; Τίποτε κατά τή γνώμη μας δέν μποροῦμε νά ἀποκλείσουμε.

Ἴσως θά ἰσχυριζόταν κάποιος, ἀκολουθώντας καί τόν ἀείμνηστο καθηγητή Ἰω. Καρμίρη (ΔΣΜ, σελ. 87 καί 131 [82-83 καί 127]), ὅτι μέ τό χαρακτηρισμό Πίστη Νικαίας ἤ Σύμβολο Νικαίας ἐννοοῦμε καί τό θεσπι­σθέν ὑπό τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου Σύμβολο μαζί. Ὡστόσο τό παράδοξο εἶναι ὅτι καί ἕνας ἄλλος δογματικός Ὅρος (ὁ τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου), ἐκτός τοῦ προαναφερθέντος α΄ καν. τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, δέν ἀρκεῖ­ται νά προσδιορίσει τό Σύμβολο μόνο μέ τή μνημόνευση τῆς πόλεως, τῆς Νικαίας, ἀλλά ἴσως γιά νά μή γίνεται κάποια παρεξήγηση ἤ γενίκευση ἤ σύγχυση προσδιορίζει καί λέει αὐτό πού ἔγινε ἀπό 318 Πατέρες. Κατ' αὐτόν τόν τρόπο μήπως προσδιορίζει καί ἀντιδιαστέλλει σαφῶς τά κείμε­να; Γιά νά δοῦμε.

Πιό συγκεκριμένα: Ἀφοῦ προηγουμένως λένε οἱ Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὅτι τήν «ἀπλανῆ τῶν Πατέρων ἀνανεωσάμενοι πίστιν, τό τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτώ Σύμβολον τοῖς πᾶσι κηρύξαντες» καί ὅτι «οἱ μετά ταῦτα ἐν τῇ μεγάλῃ Κωνσταντινουπόλει συνελθόντες ρν΄ καί αὐτοί τήν αὐτήν ἐπισφραγισάμενοι πίστιν» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 164 [174]), συνεχίζουν: «Ὁρίζομεν τοίνυν, τήν τάξιν καί τούς περί τῆς πίστεως ἅπαντας τύπους φυλάττοντες καί ἡμεῖς τῆς κατ' Ἔφεσον (Γ΄) πάλαι γεγενημένης ἁγίας Συνόδου . . . προλάμπειν μέν τῆς ὀρθῆς καί ἀμωμήτου πίστεως τήν ἔκθεσιν τῶν τιη΄ ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων τῶν ἐν Νι­καίᾳ... κρατεῖν δέ καί τά παρά τῶν ρν΄ ἁγίων Πατέρων ἐν Κωνσταν­τινουπόλει ὁρισθέντα πρός ἀναίρεσιν μέν τῶν τότε φυεισῶν αἱρέσεων, βεβαίωσιν δέ τῆς αὐτῆς καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ἡμῶν πίστεως» (ὅπ. παρ., σελ. 164 [174]). Δηλαδή: α) Οἱ Πατέρες καί ἐδῶ ἐκτός τοῦ ὅτι κάνουν διάκριση καί ἀντιδιαστολή μεταξύ τῆς ἐκθέσεως καί πίστεως τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐπί πλέον δίνουν καί προβάδισμα καί μεγαλύτερη βαρύτητα στό κείμενο τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου. Καί β) Ἄν καί ὁρίζουν «νά κρατοῦν» τά ὁρισθέντα ἀπό τή Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδο, ὅμως δέν ἀπαγορεύουν, τουλάχιστον ρητῶς, κάθε πρόσθεση σ' αὐτά.

Παραλλήλως πολύ διαφωτιστικά εἶναι καί τά κατωτέρω ὁριζόμενα ἀπό τήν ἴδια Σύνοδο: «Ὥρισε (ἡ Δ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος) προηγουμένως τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτώ ἁγίων Πατέρων τήν πίστιν μένειν ἀπαρεγχείρη­τον. Καί διά μέν τούς τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ μαχομένους τήν χρόνοις ὕστερον παρά τῶν ἐπί τῆς βασιλευούσης πόλεως συνελθόντων ἑκατόν πεντήκοντα ἁγίων Πατέρων περί τῆς τοῦ Πνεύματος οὐσίας παρα­δο­θεῖσαν διδασκαλίαν κυροῖ, ἥν ἐκεῖνοι τοῖς πᾶσιν ἐγνώρισαν, οὐχ ὥς τι λεῖπον τοῖς προλαβοῦσιν ἐπεισάγοντες, ἀλλά τήν περί τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος αὐτῶν ἔννοιαν κατά τῶν τήν αὐτοῦ δεσποτείαν ἀθετεῖν πειρω­μένων γραφικαῖς μαρτυρίαις τρανώσαντες» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 165 [174-175]).

Ἄξια ἰδιαίτερης ὑπογραμμίσεως στό τμῆμα αὐτό, ἐκτός τοῦ διαχω­ρισμοῦ τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἶναι τά ἑξῆς:

α) Ὅτι γιά τό κείμενον-«πίστιν» τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὁρίζει ὅτι πρέπει νά μείνει «ἀπαρεγχείρητον».

β) Ὅτι τό κείμενο-«διδασκαλία» τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου μόνο τό (ἐπι)κυρώνει, χωρίς νά ὁρίζει κάτι ἀνάλογο πρός τό τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου.

γ) Ὅτι καί ἡ Α΄ καί ἡ Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδοι ἀναφέρονταν στήν οὐσία εἰδικῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτό τ.ἔ. πού διαπιστώσαμε καί πιό μπρο­στά.

δ) Ὅτι ἡ Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδος «ἐτράνωσε (= ἐξήγησε, ἐνίσχυσε, αὔξη­σε) γραφικαῖς μαρτυρίαις» τά ὑπό τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὁρισθέντα καί περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

ε) Ἴσως στήν ἀξιολόγηση τῶν λεγομένων δέν πρέπει νά παραθεω­ροῦμε καί τήν ἐναλλαγή τῶν ὅρων «ἔκθεσις», «πίστις», «Σύμβολον», «διδασκαλία».

ϛ) Τό «Σύμβολον» ἐννοεῖ κάτι τυποποιημένο, ὅπως καί τό «ἔκθεσις», ἐνῶ τό «πίστις» ἤ «διδασκαλία» ἀναφέρεται περισσότερο στήν οὐσία.

ζ) Τελικά ἐκεῖνο πού πρέπει νά μένει «ἀπαρεγχείρητο» εἶναι ἡ πίστη, ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

η) Πάντως κι ἐδῶ δέν διατυπώνεται κάποια ἀπαγόρευση προσθέσεως στά ὁρισθέντα ἀπό τή Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδο.

Ἀλλά καί ἡ Ϛ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος μᾶλλον τόν ἴδιο δρόμο ἀκολουθεῖ, ὅταν διακηρύττει: «Ἀκαινοτόμητα μέν ἐν πᾶσι τά τῆς εὐσεβείας ἀνανεω­σαμένη θεσπίσματα... καί τό παρά τῶν τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ Πατέ­ρων ἐκτεθέν, καί αὖθις παρά τῶν ἑκατόν πεντήκοντα θεοφρόνως βεβαι­ωθέν, ὅπερ καί αἱ λοιπαί ἅγιαι Σύνοδοι... ἐδέξαντο καί ἐπεκύρωσαν Σύμ­βολον, καί ἡ καθ' ἡμᾶς ἁγία καί οἰκουμενική θεοπνεύστως ἐπεσφράγισε Σύνοδος» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 186 [222]).

Καί ἀπό τή διακήρυξη αὐτή τῆς Ϛ΄ Οἰκουμ. Συνόδου συμπεραίνουμε τά ἑξῆς:

α) Ὅτι καί ἡ Σύνοδος αὐτή διαχωρίζει καί διακρίνει τήν Α΄ ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδο.

β) Ὅτι ἀνανέωσε «ἀκαινοτόμητα» (χωρίς καμμία καινοτομία) τά θεσπίσματα τῆς εὐσέβειας καί πίστεως τῶν προηγούμενων πέντε Οἰκου­μενικῶν Συνόδων.

γ) Ἰδιαίτερη σημασία-βαρύτητα ὅμως δίνει στό Σύμβολο τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμ. Συνόδου, τό ὁποῖο «ἐβεβαιώθη» καί ἀπό τή Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδο. Τό «ἐβεβαιώθη» εἶναι κάτι τό ἀνάλογο μέ τό «ἐτράνωσε» τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου.

δ) Αὐτό τό Σύμβολο «ἐδέξαντο καί ἐπεκύρωσαν» καί οἱ λοιπές Οἰ­κουμενικές Σύνοδοι.

ε) Λέει ὅτι «ἀκαινοτόμητα» ἀνανέωσε τά Οἰκουμενικά θεσπίσματα, λέει δηλ. τί ἔκανε αὐτή, δείχνει τή γραμμή, ἀλλά δέν ἀπαγορεύει κάποια προσθήκη ἤ αὔξηση σ' αὐτά.

ϛ) Τελικά θά λέγαμε ὅτι καί ἡ Ϛ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος, ὅπως καί ἡ Δ΄, δέν ἀποκλείει κάτι τέτοιο γιά τά ἄρθρα τῆς Β΄, ὅπως καί ἰδίως γιά τά ἄρθρα τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου.

Τίς προηγούμενες διαπιστώσεις νομίζουμε ἐνισχύει καί ὁ α΄ καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ γιά τήν «πίστιν» τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὁρίζει «ἀκαινοτόμητόν τε καί ἀπαράτρωτον φυλάτ­τειν», ἀντιθέτως γιά τήν πίστη τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου ἀρκεῖται μόνο στό νά λέει ὅτι τήν «κρατύνομεν, τάς θεολόγους περί τοῦ Ἁγίου Πνεύμα­τος φωνάς ἀσπαζόμενοι» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 191 [227]).

Αὐτές οἱ διαφορετικές διατυπώσεις, οἱ προσδιορισμοί κ.τ.λ. τῶν Ὅρων-κανόνων, εἴτε ἔγιναν ἑκουσίως-ἐνσυνειδήτως ἀπό τούς Πατέρες τῶν Συνόδων, εἴτε ἔγιναν ἀκουσίως-ἀσυνειδήτως, δέν ἔχει μεγάλη σημα­σία. Πάντως ἔγιναν καί ὑπάρχουν. Ἐφ' ὅσον δηλ. ἔχουμε τή θεία Ἐπιστασία κατά τή διατύπωσή τους καί εἶναι ἀλάθητα, δέν ἐκφράζουν μόνο τή γνώμη τῶν Πατέρων, ἀλλά καί τή θέληση τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως καί ἡ ἑρμηνεία τῶν κειμένων αὐτῶν δέν γίνεται μέ τήν ὑποκειμενική μέθοδο, δηλ. δέν ἑρμηνεύονται ὑποθετικῶς τί πιθανόν σκέφτονταν οἱ συντάκτες τους Πατέρες, ἀλλά ἑρμηνεύονται μέ τήν ἀντικειμενική μέθο­δο, δηλ. τί λέει ἀκριβῶς τό θεῖο αὐτό κείμενο[2]. Καί συνεπῶς, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ γνώμη καί τῶν συνταξάντων Πατέρων ἤ ἡ ἑρμηνεία μεταγενέστερων ἐκκλησιαστικῶν προσώπων ἤ μεγάλων καθηγητῶν ἦταν ἡ Ἄλφα, ὅμως τίποτε δέν ἀποκλείει τό ὅτι μποροῦμε νά δώσουμε καί αὐτή τήν Βῆτα ἑρμηνεία πού δίνουμε, ἀρκεῖ νά τήν ἐνθαρρύνει, νά τό ἐπιτρέπει, τό κείμενο καί νά μήν τήν ἀποτρέπει ἤ τήν ἀποθαρρύνει.

Ἑπομένως μέχρι στιγμῆς, μέ τά ἀνωτέρω δεδομένα, δέν φαίνεται νά ὑπάρχει κάποιο ἐμπόδιο ἤ ἀπαγόρευση γιά τήν ἔκδοση κάποιου ὅρου ἤ ἀκόμη καί γιά τήν προσθήκη κάποιου ἄρθρου στό Σύμβολο τῆς Πίστεως σχετικοῦ μέ τήν προέλευση καί τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετά Χριστόν.

Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτήν τήν ἀντιμετώπιση-ἀνασκευή τῆς Γ΄ Ἐνστά­σεως εἰδικῶς γιά τή δυνατότητα προσθήκης-αὐξήσεως στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἔχουμε καί τό παράδειγμα ἀκριβῶς τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ἡ ὁποία διατύπωσε «πλατύτερον» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 81-82 [78]) τό Σύμβολο τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμ. Συνόδου. Πρβλ. καί σελ. 53 [52] καί σελ. 131 [127]. Ἀναλυτικότερα γράφει ἐπ' αὐτοῦ ὁ καθηγητής Ἰω. Καρμίρης (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 81 [78]) καί τό ἑξῆς: «Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἁπλῶς συνεπλήρωσε καί ἀνεμόρφωσε τό Σύμβολον τῆς Νικαίας, ποιησαμένη οὕτως εἰπεῖν δευτέραν τινά ἔκδοσιν αὐτοῦ ἀνατεθεωρημένην καί ἐπηυξημένην καί συμπεπληρωμένην». Ὡστόσο γιά μᾶς τό «ἀνατε­θεωρημένην» εἶναι ἐπικίνδυνο νά λέγεται, γιατί ἐκτός ἀπό τή διασάφηση ἤ συμπλήρωση μπορεῖ νά ἐννοεῖ καί βελτίωση ἤ διόρθωση ὑπαρχόντων σφαλμάτων.

Ἀκόμη πιό χαρακτηριστικά, ἀλλά καί διαφωτιστικά (ἄν καί σέ μερικά σημεῖα λίγο προκλητικά) ὁ Ἰω. Καρμίρης γράφει: «Ὁμοίως δέν εὐσταθεῖ καί ὁ ἕτερος ἐκεῖνος ἰσχυρισμός τοῦ Harnack, καθ' ὅν ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἠδύνατο νά συμπληρώσῃ τό Σύμβολον τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ, ἐπειδή ἐν τῷ α΄ κανόνι αὑτῆς λέγει, "μή ἀθετεῖσθαι τήν πίστιν τῶν Πατέρων τῶν τιη΄, τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συνελθόντων, ἀλλά μένειν ἐκείνην κυρίαν"· διότι προφανῶς διά τούτου ἀπαγορεύεται μόνον ἡ ἀθέτησις καί ἡ ἀλλαγή καί ἡ παραχάραξις τῆς ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς Νικαίας περιλαμβανομένης πίστεως καί διδασκαλίας, οὐχί δέ καί ἡ ἁπλῆ συμπλήρωσις καί βελτίωσις αὐτοῦ. Ἀκριβῶς δέ ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνο­δος, ἐπιδιώκουσα ὅπως μείνῃ κυρία ἡ πίστις τῆς Νικαίας, κατωχύρωσεν αὐτήν διά τινων νέων προσθηκῶν καί βελτιώσεων, ἀναγκαίων πρός ἀπόκρουσιν τῶν ἀπειλουσῶν τήν πίστιν ἐκείνην νέων αἱρέσεων [...] Πρό­κειται λοιπόν ἁπλῶς περί κανονικῆς ἐπεκτάσεως καί ὁλοκληρώσεως καί ἐπικυρώσεως τοῦ Συμβόλου ὑπό Συνόδου Οἰκουμενικῆς. Τοιαύτην τινά συμπλήρωσιν ἐδέχετο καί ὁ Μ. Βασίλειος, ὅστις ὑπεστήριζεν ὅτι κατ' ἀρχήν δέν ἐπετρέποντο προσθῆκαι εἰς τήν πίστιν τῆς Νικαίας, "πλήν τῆς εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον δοξολογίας, διά τό ἐν παραδρομῇ τούς Πατέρας ἡμῶν τούτου τοῦ μέρους ἐπιμνησθῆναι, οὔπω τοῦ κατ' αὐτό ζητήματος τότε κεκινημένου... ἐκτός τοῦ ἐκ προκοπῆς τινα αὔξησιν ἐπιθεωρεῖσθαι τοῖς λεγομένοις, ὅπερ οὐχί μεταβολή ἐστιν ἐκ τοῦ χείρονος πρός τό βέλτιον, ἀλλά συμπλήρωσις τοῦ λείποντος κατά τήν προσθήκην τῆς γνώσεως". Αὐτό ἀκριβῶς καθηκόντως ἔπραξεν ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνο­δος» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 89-90 [85-86]).

Καί ἐδῶ νομίζουμε ὅτι οἱ λέξεις «βελτίωσις» καί «βελτιώσεων» εἶναι ἐπικίνδυνες. Δέν ἀνταποκρίνονται ἄλλωστε πρός τά πράγματα, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τούς λόγους τοῦ Μεγ. Βασιλείου: «Αὔξησιν ἐπιθεωρεῖ­σθαι τοῖς λεγομένοις, ὅπερ οὐχί μεταβολή ἐστιν ἐκ τοῦ χείρονος πρός τό βέλτιον, ἀλλά συμπλήρωσις...»

Ἄς ἐπιτραπεῖ καί σέ μᾶς νά προσθέσουμε στίς ἀνωτέρω παρατη­ρήσεις τοῦ Ἰω. Καρμίρη πρός ἀπόκρουση τοῦ A. Harnack τά ἑξῆς: Ὅτι ἡ Β΄ Οἰκουμ. Σύνοδος ἐπενέβη, τ.ἔ. ἔπραξε αὐτό πού ἔπραξε, ἐπί τοῦ Συμ­βόλου τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου, προτοῦ ὑπάρξει κάποια ἀπαγόρευση μή ἐπεμβάσεως σ' αὐτό ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἴσως μάλιστα αὐτή (ές) οἱ ἀπαγορεύσεις περί «μή ἀθετήσεως», ἤ «ἀπαρεγχειρήτου», ἤ «ἀκαινοτομή­του» καί «ἀπαρατρώτου», ἔγιναν μεταγενέστερα ἀπό τή Β΄ ἤ καί τίς ἑπόμενες, ὅπως εἴδαμε, Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀκριβῶς, γιά νά μή γίνουν καί ἄλλες ἐπεμβάσεις ἤ ἀλλαγές ἤ προσθέσεις στά ἐν λόγῳ ἑπτά ἄρθρα τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου.

Τό ζητούμενο ὅμως ἐδῶ μετά τά ἀνωτέρω ἀκόμη εἶναι, ἐάν οἱ ἀπαγορεύσεις αὐτές μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἰσχύουν καί γιά τίς προσθῆκες ἐπί τῶν ἄρθρων ὀκτώ καί ἑξῆς, καί μάλιστα ἐφ' ὅσον γίνονται ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο; Αὐτό θά τό ἐξετάσουμε καί στή συνέχεια.

 

Δ΄ Ἔνσταση

Ἡ προτίμηση δογματικοῦ ὅρου

 

Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτήν τήν ἔνσταση, μπορεῖ νά προβληθεῖ καί πάλι ὡς ἄλλη ἔνσταση ἡ ὑπόδειξη ἤ πρόταση, κατά τήν ὁποία ἀντί νά προσ­θέσει ἄρθρο στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἡ μέλλουσα Σύνοδος νά προκρίνει τήν ἔκθεση δογματικοῦ ὅρου. Αὐτός μπορεῖ νά περιλαμβάνει καί τό ἤδη ὑπάρχον Σύμβολον τῆς πίστεως καί νά προσθέτει ἀναλυτικῶς ἐκεῖνα, τά ὁποῖα κρίνονται ἀπαραίτητα γιά τό θέμα τῆς προελεύσεως καί ἀπο­στολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετά Χριστόν. Καί νά ἀρκεσθεῖ σ' αὐτό.

Στή λύση αὐτή ἤ τήν ὑπόδειξη προσφέρεται καί τό παράδειγμα προ­γενέστερων Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού πρόσθεσαν ἤ μᾶλλον θέσπισαν σχετικούς Ὅρους πέραν τοῦ Συμβόλου Νικαίας-Κων/πόλεως. Ἔτσι λένε μέν «ἤρκει» τό ἐν λόγῳ ὑπάρχον Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλά γιά λόγους σοβαρούς, π.χ. νέων αἱρετικῶν προκλήσεων, τούς ὁποίους ἀναφέρουν, θεσπίζουν ἕνα λεπτομερέστερο ὅρο δογματικό περί τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί εἰδικῶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκτός ἐκείνων πού περιέχονται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως.

Προτοῦ ὅμως καταφύγουμε στούς ἐν λόγῳ Ὅρους, ἄς ἀναφερθοῦμε εἰσαγωγικῶς στόν «Προσφωνητικό» λόγο τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου πρός τόν αὐτοκράτορα Μαρκιανό, ὅπου οἱ Πατέρες αὐτῆς, αἰτιολογοῦντες τρόπον τινά τήν πράξη τους, διαφωτίζουν καί ἐκεῖνον ἀλλά καί ἐμᾶς λέγοντες: «Εἰ μέν οὖν ἅπαντες τῷ τῆς πίστεως ἠρκοῦντο συνθήματι... ἔδει τούς τῆς Ἐκκλησίας μηδέν τῷ συμβόλῳ προσεπινοεῖν εἰς ἀπόδειξιν· ἐπει­δή δέ πολλοί τῆς εὐθείας... ἐκτρέπονται... ἀνάγκη καί ἡμᾶς... ἀντιτάττειν τόν ἔλεγχον, οὐχ ὥς τι λεῖπον τῇ πίστει καινουργοῦντες... ἀλλ' ὡς τοῖς παρ' ἐκείνων καινοτομουμένοις ἐπινοοῦντες τά πρόσφορα... οὐδέ τῆς πί­στεως ὡς ἀτελῆ παραδραμόντες τήν ἔννοιαν, ἀλλ' αὐτήν ταῖς θεοπνεύ­στοις σαφηνίζοντες ῥήσεσι, καί τῷ τοῦ ὁμοουσίου καλῶς ἐπαγωνιζόμενοι πράγματι...» Καί κατωτέρω προστίθεται εἰδικότερα: «...ἐπειδή περ ἁπλῆν ἡ πίστις (τοῦ Συμβόλου, τό Σύμβολον) τηνικαῦτα τοῦ Πνεύματος τήν διδασκαλίαν ἐξέθετο, οὐδενός οὔπω (= ἀκόμη) περί αὐτοῦ προσερίζοντος (= φιλονεικοῦντος)» καί ἐπειδή στή συνέχεια διάφοροι αἱρετικοί «ἐπί τό Πνεῦμα τήν βλασφημίαν μετήνεγκαν (= μετέφεραν)... καί τήν τοῦ κτίσμα­τος ἐντέλειαν αὐτῷ τολμηρῶς ἐπεφήμισαν... οἱ μετά ταῦτα τῆς ἀληθείας ὑπερασπίζοντες (Πατέρες) τήν αὐτῶν λύμην ταῖς ἀντιμηχαναῖς ἀπεσεί­σαντο, κύριον αὐτό καί Θεόν καί ἐκ Πατρός ἔχον τήν ἐκπόρευσιν κατά τήν τῆς πίστεως διάνοιαν, ἀποφαίνοντες» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 160-161 ὑποσ. 1 [170-171, ὑποσ. 1]).

Μᾶς πληροφοροῦν δηλ. ὅτι, ἐπειδή κατ' ἀρχάς κανένας δέν φιλονι­κοῦσε καί δέν ἀμφισβητοῦσε τή θεότητα καί τό ὁμοούσιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀρκοῦσε ἡ ἀναφορά καί μόνη: «Καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα», ἡ ὁποία ὑπῆρχε στό Σύμβολο τῆς Νικαίας. Καί μόνον ὅταν οἱ διάφοροι αἱ­ρετικοί ἄρχισαν νά ἀμφισβητοῦν καί ἀκόμη περισσότερο νά βλασφημοῦν κατ' αὐτοῦ, τότε οἱ Πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου ἀναγκάστηκαν νά διασαφηνίσουν καί νά «ἀναπτύξουν τή διάνοια τῆς πίστεως (τοῦ Συμ­βό­λου)», πού περιοριζόταν μόνο στήν ἀνωτέρω πρόταση καί νά προσ­θέ­σουν τά: «τό κύριον, καί ζωοποιόν» καί τά λοιπά.

Μετά τά προκαταρκτικά αὐτά τοῦ «Προσφωνητικοῦ Λόγου», πολύ διαφωτιστικά ἀλλά καί ὑποδειγματικά εἶναι καί αὐτά τά ὁποῖα περιλαμ­βάνονται στόν «Ὅρο» τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ἀφοῦ προηγουμένως πα­ρατίθεται τό Σύμβολον Νικαίας-Κων/πόλεως: «Ἤρκει μέν οὖν εἰς ἐντελῆ τῆς εὐσεβείας ἐπίγνωσίν τε καί βεβαίωσιν τό σοφόν καί σωτήριον τοῦτο τῆς θείας χάριτος Σύμβολον... Ἀλλ' ἐπειδή περ οἱ τῆς ἀληθείας ἀθετεῖν ἐπιχειροῦντες τό κήρυγμα διά τῶν οἰκείων αἱρέσεων... καί μίαν εἶναι φύ­σιν τῆς σαρκός καί τῆς θεότητος ἀνοήτως ἀναπλάττοντες, καί παθητήν τοῦ Μονογενοῦς τήν θείαν φύσιν τῇ συγχύσει τερατευόμενοι, διά τοῦτο πᾶσαν αὐτοῖς ἀποκλεῖσαι κατά τῆς ἀληθείας μηχανήν βουλομένη ἡ πα­ροῦσα νῦν αὕτη ἁγία καί μεγάλη καί οἰκουμενική Σύνοδος, τό τοῦ κηρύγματος ἄνωθεν ἀσάλευτον ἐκδιδάσκουσα, ὥρισε προηγουμένως τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτώ ἁγίων Πατέρων τήν πίστιν μένειν ἀπαρεγ­χείρητον...»

Καί στή συνέχεια ἀφοῦ «δέχεται» καί τίς ἐπιστολές μεγάλων Πα­τέρων προσθέτει: «Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι... ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν, υἱόν, κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἕνωσιν, σῳζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ' ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν μονογενῆ, Θεόν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐξεπαίδευσε καί τό τῶν Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 164-165 [174-175]).

Ἄξιο ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ Δ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος, καίτοι παραγγέλλει «τήν πίστιν (τῆς Νικαίας) μένειν ἀπαρεγχείρητον», ὅμως ἐκθέτει Ὅρο διασαφητικό, ὅπου μέσα σ' αὐτόν, παραθέτοντας «ἑρμηνείαν τῶν εὐσεβεῖ ζήλῳ τοῦ σωτηρίου Συμβόλου ποθούντων τήν ἔννοιαν» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 165 [175]), ἀναφέρεται στόν Ἰησοῦ Χρι­στό, περί τοῦ ὁποίου μιλάει τό Σύμβολο τῆς Νικαίας. Καί αὐτό σημαίνει πρόσθεση-αὔξηση, ἔστω μέ ἰδιαίτερο ὅρο. Ἐπίσης ἐδῶ, ἄς μᾶς συγχωρη­θεῖ νά κάνουμε μία παρέκβαση καί νά σημειώσουμε ὅτι μέ τό λεγόμενο στό τέλος τοῦ ἀνωτέρω παραθέματος ἐνισχύεται ἡ ἄποψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό «λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν», πού ἐξετάσαμε πιό μπρο­στά, ἀναφέρεται στούς πρό Χριστοῦ προφῆτες.

Τό ἴδιο παράδειγμα τῆς Δ΄ ἔχουμε καί ἀπό τήν Ϛ΄ Οἰκουμ. Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποφαίνεται, ἀφοῦ προηγουμένως καί αὐτή παραθέτει τό Σύμ­βολο τῆς Πίστεως, καί λέει τά ἑξῆς: «Ἡ ἁγία καί οἰκουμενική Σύνοδος εἶπεν. Ἤρκει μέν εἰς ἐντελῆ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἐπίγνωσίν τε καί βεβαίωσιν τό εὐσεβές καί ὀρθόδοξον τοῦτο τῆς θείας χάριτος Σύμβολον· ἀλλ' ἐπεί οὐκ ἐπαύσατο ἀρχῆθεν τῆς κακίας ὁ ἐφευρέτης (ὁ διάβολος)... οὕτω καί νῦν ὄργανα πρός τήν οἰκείαν αὐτοῦ βούλησιν εὑρηκώς ἐπιτή­δεια (τ.ἔ. αἱρετικούς)... οὐκ ἤργησε δι' αὐτῶν τῷ τῆς Ἐκκλησίας πληρώ­ματι τῆς πλάνης ἐπεγείρειν τά σκάνδαλα... Ἐξήγειρε τοίνυν (γι' αὐτό) Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν τόν πιστόν βασιλέα» καί «διά τῆς καθ' ἡμᾶς θεο­συλλέκτου ταύτης καί ἱερᾶς ὁμηγύρεως τό τῆς Ὀρθοδοξίας ηὗρε τέλειον κήρυγμα» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 186 [222]). Καί ἀφοῦ διακηρύσσει ἡ Σύνοδος ὅτι «ἐδέχθη» καί ὁρισμένες ἐκκλησιαστικοσυνοδικές «ἀναφο­ρές», καθώς καί ὅτι «ἕπεται»-ἀκολουθεῖ τίς προηγούμενες πέντε Οἰκου­μενικές Συνόδους καί τούς ἔγκριτους Πατέρες, στή συνέχεια ἀναλύει-ἀναπτύσσει καί συγχρόνως ὁρίζει τά περί τῶν δύο θελήσεων καί ἐνερ­γειῶν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (ὅπ. παρ., σελ. 187-188 [223-224]).

Καί ἡ Ϛ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος λοιπόν δέν ἀρκεῖται στό περιεκτικό Σύμβολο τῆς Νικαίας, ἀλλά τό ἀναπτύσσει περαιτέρω ἔστω καί διά δογματικοῦ Ὅρου. Αὐτά ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἀπό τούς δογματικούς Ὅρους τους.

Ἀκολούθως παραθέτουμε ὁρισμένες διαφωτιστικές σημειώσεις τοῦ μεγάλου κανονολόγου τῶν νεότερων χρόνων ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ὡς συνέχεια τῶν ἀνωτέρω, ἀλλά καί πρός ἐνίσχυσιν ἤ «τρα­κταϊσμόν» αὐτῶν, καθώς καί αὐτῶν πού θά ἀκολουθήσουν κατωτέρω.

Ἀφοῦ λοιπόν ἀναφέρεται στό τί «εἶπον» καί τί «ἔκαμαν μέ τό ἔργον» (οἱ) Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ τό νά συνθέ­τουν δογματικούς ὅρους ἀντί νά ἀλλάζουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, παρατηρεῖ: «Αὐτήν τήν ἰδίαν σεβασμιότητα τοῦ Συμβόλου τῶν ἐν Νικαίᾳ, καί τοῦτον τόν ὅρον (τόν ζ΄ κανόνα) τῆς γ΄ κατά μίμησιν τῶν ἱερῶν Συνόδων ἔπρεπε νά εὐλαβηθῇ καί ἡ τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησία, καί νά μή προσθέσῃ εἰς αὐτό τήν παράνομον προσθήκην, τήν “καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ”, ἥτις καί μόνη ἤρκεσε νά σχίσῃ τούς Δυτικούς ἀπό τούς Ἀνα­τολικούς, νά διεγείρῃ μεταξύ αὐτῶν πόλεμον ἀγριώτατον, καί νά προξε­νήσῃ τά πολλῶν δακρύων ἄξια καί πανύστατα δεινά, ὅσα ἱστορίαι καί βίβλοι ἀνάγραπτα φέρουσιν. Ἀλλά φασιν οἱ Δυτικοί, ὅτι καθώς ἡ Δευτέρα δέν ἥμαρτε προσθέσασα εἰς τό Σύμβολον τῆς α΄, οὕτως οὐδέ ἡ τῶν Δυτικῶν ἥμαρτεν Ἐκκλησία τήν προσθήκην συγχωρήσασα ταύτην. Ἀλλά ῥητέον, ὅτι ἡ ὁμοιότης αὕτη πάντῃ ἐστίν ἀνόμοιος· ἡ μέν γάρ Δευτέρα Οἰκουμενική τό αὐτό ἀξίωμα τῆς Οἰκουμενικῆς Πρώτης ἔχουσα προσέθηκε, κατά μέν τόν καθ' αὑτό καί κυριώτατον λόγον, διά τί δέν ἦτο ἐμποδισμένον ἀπό προλαβοῦσαν Οἰκουμενικήν Σύνοδον τό νά προσθέσῃ τινάς εἰς τό Σύμβολον [...]· κατά δέ δεύτερον λόγον, καί διά τί αἱ προσθῆ­και ἐκεῖναι ὁποῦ ἡ β΄ ἔκαμεν εἰς τό τῆς α΄ κατά μόνον τάς λέξεις ἦσαν προσθῆκαι, οὐ μήν δέ καί κατά τήν πίστιν, ἀναπτύξεις δέ μᾶλλον τῶν συνεπτυγμένων».

Καί ἐπαναφέρει: «Πλήν ἀγκαλά καί αἱ προσθῆκαι αὗται τῆς β΄ ἀναπτύξεις κυρίως εἰσίν, ὡς ἀπεδείχθη, μ' ὅλον τοῦτο παρανομώτατα ἤθελε τολμήσει νά προσθέσῃ εἰς τό Σύμβολον αὕτη καί τάς ἀναπτύξεις αὐτάς, ἀνίσως προλαβοῦσά τις Οἰκουμενική Σύνοδος ἤθελεν ἐμποδίσει τήν οἱανοῦν προσθήκην ἐν τῷ Συμβόλῳ μετά ἀναθέματος, καθώς τήν ἐμπόδισεν ἡ γ΄ Οἰκουμενική. Ὅθεν ἐκ τοῦ ἀκολούθου παρανομωτάτη καί ὑπό ἀνάθεμά ἐστιν ἡ ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκη τῶν Δυτικῶν, ὄχι μόνον διά τί εἶναι προσθήκη ἐναντία κατά τήν πίστιν, αἰτιατοαίτιον τόν Υἱόν ποιοῦσα, καί δύω ἀρχάς εἰσάγουσα ἐν τῇ θεότητι, καί πλῆθος ἄλλων ἀτόπων, ἀλλά καί διά τί, ἄν καί καθ' ὑπόθεσιν ἀνάπτυξις ἦτο, ὡς αὐτοί θέλουσι, καί προσθήκη μόνον κατά τάς λέξεις, μ' ὅλον τοῦτο δέν ἔπρεπε κατ' οὐδένα τρόπον νά προστεθῇ εἰς τό Σύμβολον, διά τούς ὅρους τόσον τῆς γ΄ ὅσον καί τῶν καθεξῆς Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁποῦ προστάζουν νά φυλαχθῇ πάντῃ ἀναλλοίωτον τό κοινόν Σύμβολον, καί ὁποῦ πᾶσαν τήν ἐν αὐτῷ γενησομένην προσθήκην ὑπό ἀνάθεμα ποιοῦσι».

Ὡστόσο καταλήγει: «Ταῦτα πάντα εἴπομεν περί τοῦ κοινοῦ Συμ­βόλου τῆς πίστεως. Τό δέ νά ἐκθέσῃ τινάς τήν ἑαυτοῦ πίστιν ἐν ἰδίᾳ ὁμο­λογίᾳ (δός δέ εἰπεῖν καί ἰδίῳ Συμβόλῳ), τοῦτο οὐ κεκώλυται, καθ' ὅτι ἀπ' ἀρχῆς, καί μέχρι τῆς σήμερον οἱ Πατέρες περί ὧν ἐπίστευον, ἰδίας ὁμολο­γίας ἔκαμναν, καί μάλιστα οἱ ἐξ αἱρέσεως ἐπιστρέφοντες, καί ἐν ὑποψίαις ὄντες. Δι' ὅ καί ὁ θεῖος Κύριλλος ἐν τῇ πρός Ἀκάκιον τόν Μελιτινῆς Ἐπίσκοπον ἐπιστολῇ ὑπεραπολογεῖται διά τινας Ἐπισκόπους τῆς Φοινί­κης, οἵτινες ἐκατηγορήθησαν, διά τί ἐποίησαν ἔκθεσιν ἰδίου Συμβόλου. Ἀλλά καί ὁ θεῖος Μᾶρκος ὁ Ἐφέσου ἐν τῇ Φλωρεντίᾳ τοῦτο φαίνεται συγχωρῶν. Τά τοιαῦτα ὅμως ἴδια Σύμβολα, καθώς τινες λέγουσι, πρέπει νά ἔχωσι τά ἕξ αὐτά. Α΄. νά μή ἐκπίπτουσι τῆς κοινῆς ὁμολογίας. Β΄. νά μή ἐνοχλοῦσι τό κοινόν Σύμβολον. Γ΄. νά μή βαπτίζεταί τινας εἰς αὐτά. Δ΄. νά μή προσφέρωνται εἰς τούς ἐξ αἱρέσεως ἐπιστρέφοντες Ε΄. νά μή δίδωνται ὡς κοινή πίστις τά ἴδια μαθήματα. Καί Ϛ΄. ἵνα μή τις προστιθείς τι ἤ ἀφαιρέσας ἀπό τό κοινόν Σύμβολον ἴδιον τοῦτο ποιεῖται. (Παρά Δοσιθέῳ ἐν τῇ Δωδεκαβίβλῳ, καί παρ' ἄλλοις)» (Πηδάλιον, σελ. 174-176 ὑποσ.). Τήν τελευταία αὐτή διάκριση κάμνει ὁ ἅγιος Νικόδημος, προφα­νῶς γιατί ἄλλη εἶναι ἡ θέση-αὐθεντία καί ἡ ἐπιρροή τοῦ κοινοῦ Συμβό­λου τῆς Πίστεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἄλλη τῶν προσωπικῶν ὁμολογιῶν ἐπί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Μετά τά ἀνωτέρω ἴσως εἶναι ἀπαραίτητο νά προσθέσουμε καί τήν ἑξῆς ἀξιολογική παρατήρηση: Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι μέ τή διατήρηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί τήν παρεμβολή του στούς ἐκτιθέμενους ἀπό αὐτές δογματικούς Ὅρους ἔδειξαν ὅτι «εὐλαβοῦνται», ὅπως γράφει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος, καί σέβονται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι τοῦ δίνουν μεγαλύτερο κῦρος καί αὐθεντία ἀπό τούς δικούς τους ὅρους. Καί αὐτό εἶναι σωστό, γιατί ὅπως τό Σύμβολο εἶναι ἕνας ὅρος, μία ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔτσι καί οἱ ὅροι εἶναι ἀποφάσεις ἰσοδύναμων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καί ὅπως τό Σύμβολο εἶναι ἀλάθητο, ἔτσι καί οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἀλά­θητοι. Ἀντιθέτως τά πράγματα δείχνουν μᾶλλον ὅτι τό θέτουν σέ ἰσο­τιμία, σέ ἴση μοίρα μέ τούς Ὅρους παρεμβάλλοντάς το μέσα στούς Ὅρους καί ἀνανεώνοντας, ἐπικυρώνοντας καί ἀναπτύσσοντας τό περιεχόμενό του. Ἄλλωστε ὁ Ὅρος ὅλος εἶναι μία ἀνάπτυξη τοῦ Συμ­βόλου τῆς Πίστεως. Ἀλλά καί τό Σύμβολο εἶναι μία συνεπτυγμένη μορφή τῆς ἐν Χριστῷ ἀλήθειας, ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται μέ τούς Ὅρους ὅλων τῶν μετέπειτα Συνόδων.

Ἑπομένως εἴτε στόν Ὅρο προεντάσσουμε τό Σύμβολο, τό ὁποῖο ἀναλύουμε καί ἀναπτύσσουμε ἀκολούθως σ' αὐτόν, εἴτε στό Σύμβολο προσθέτουμε σχετικά ἄρθρα, διασαφητικά, θά ἔλεγε κάποιος ὅτι κατ' οὐσίαν καταλήγουμε στόν ἴδιο παρονομαστή. Μετά τά ἀνωτέρω θά μποροῦσε κανείς νά θέσει τό ἐρώτημα· ἑπομένως τί Ὅρος τί ἄρθρο; Ἤ ἀλλιῶς καί τελικῶς Ὅρος ἤ ἄρθρο ἤ καί τά δύο; Ὅμως, τί θά προκρίνει ἡ Σύνοδος ἀπό θεολογικῆς ἤ ποιμαντικῆς πλευρᾶς ἤ ἀκόμη καί ὁμολογια­κῆς-ἐπικοινωνιακῆς εἶναι θέμα αὐτῆς τῆς Συνόδου καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τελικῶς.

 

Ε΄ Ἔνσταση

Ἡ ἐπιτίμηση τῶν ἐπεμβάσεων

 

Περαιτέρω ἴσως προβληθεῖ μετ' ἐπιμονῆς τό γεγονός ὅτι οἱ Ὅροι-κανόνες ὄχι μόνον ἀπαγορεύουν τίς ἐπεμβάσεις (προσθῆκες, ἀφαιρέσεις κ.τ.τ.) ἀπό τήν παραδοθεῖσα «πίστιν», ἀλλά συγχρόνως καί τιμωροῦν αὐστηρά (μέ καθαίρεση ἤ ἀφορισμό) κάθε χριστιανό, κληρικό ἤ λαϊκό, πού θά ἀποπειραθεῖ νά διαπράξει κάποιο ἀπό τά ἀπαγορευμένα ἐγχειρή­ματα. Πρβλ. τόν ζ΄ καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 150 [155-156]), τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου (ὅπ. παρ., σελ. 166 [175-176]), τόν ιδ΄ ἀναθεματισμό κατά τῶν «τριῶν κεφαλαίων» τῆς Ε΄ Οἰκουμ. Συνόδου (ὅπ. παρ., σελ. 178 [196-197]), τόν Ὅρο πίστεως τῆς Ϛ΄ Οἰκουμ. Συνόδου (ὅπ. παρ., σελ. 188 [224]), τόν α΄ καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου (ὅπ. παρ., σελ. 193 [229]), τόν Ὅρο πίστεως τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου (ὅπ. παρ., σελ. 204 [241-242]).

Πλήν ὅμως πρέπει ἐδῶ νά τονίσουμε ὅτι ἀπαγορεύουν καί τιμωροῦν τόν κάθε κληρικό ἤ λαϊκό καί ὄχι ὁλόκληρη Οἰκουμενική Σύνοδο. Δέν λένε κάτι τέτοιο τουλάχιστον. Ἤδη εἴδαμε ὅτι οἱ Δ΄ καί Ϛ΄ Οἰκουμ. Σύνοδοι συνέθεσαν ὁλόκληρο δογματικό ὅρο, παρ' ὅλο πού λένε «ἤρκει» τό ὑπάρχον Σύμβολον. Δέν μπορεῖ μία Οἰκουμενική Σύνοδος νά δεσμεύει ἄλλη Οἰκουμενική Σύνοδο πού ἐκπροσωπεῖ τήν Ἐκκλησία· ἤ ἀλλιῶς δέν μπορεῖ μία Οἰκουμενική Σύνοδος νά νομοθετεῖ καί νά περιορίζει τήν Ἐκκλησία γιά τά μέτρα πού τυχόν θέλει νά λάβει στό μέλλον. Πολύ περισσότερο δέν μπορεῖ νά τιμωρεῖ αὐτήν.

Γι' αὐτό δέν εἶναι ἄνευ σημασίας τό γεγονός ὅτι ἡ Ζ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος δέν προστάζει τί πρέπει νά κάνουν μεταγενέστερες τυχόν Οἰ­κουμενικές Σύνοδοι, ἀλλά διακηρύσσει τί κάνει αὐτή, δίδουσα ἔτσι τό παράδειγμα μόνον, ὄχι ὅτι δεσμεύει τίς μεταγενέστερες Οἰκουμενικές Συνόδους. Λέει συγκεκριμένως: «Μετά πάσης τοίνυν ἀκριβείας ἐρευνή­σαντές τε καί διασκεψάμενοι, καί τῷ σκοπῷ τῆς ἀληθείας ἀκολουθή­σαντες, οὐδέν ἀφαιροῦμεν, οὐδέν προστίθεμεν, ἀλλά πάντα τά τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀμείωτα διαφυλάττομεν· καί ἑπόμενοι ταῖς ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς ἕξ Συνόδοις... Καί συνελόντες φαμέν· ἁπάσας τάς ἐκ­κλησιαστικάς ἐγγράφως ἤ ἀγράφως τεθεσπισμένας ἡμῖν παραδόσεις ἀ­καινοτομήτως φυλάττομεν» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 203 [239-240]). Ἀξιο­σημείωτα εἶναι τό «ἀμείωτα» (= δέν πειράζουμε τό κῦρος τους καί τήν ἀξία τους) καί τό «ἀκαινοτομήτως (= χωρίς καμμία καινοτομία, χωρίς κανένα νεοτερισμό) φυλάττομεν».

Ἀλλά πέρα ἀπ' αὐτό, τό ὅτι δηλ. δέν ἦταν δυνατόν μία Οἰκουμενική Σύνοδος (ἡ Ἐκκλησία) νά δεσμεύσει μία μεταγενέστερη Οἰκουμενική Σύνοδο (τήν Ἐκκλησία) στό νά προσθέσει, νά διαφωτίσει, νά διδάξει εὐρύτερα τό πλήρωμά της, μᾶς τό ὑποδηλώνει καί ἡ ὕπαρξη τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκονομίας. Τουτέστι δέν μποροῦσε μία Οἰκουμενική Σύνοδος νά ἀπαγορεύσει σέ μία μεταγενέστερη νά θεσπίσει κάτι κατ' οἰκονομία, ὅπως καί ἔχει γίνει. Ἤ γιά νά τό ποῦμε καί ἀλλιῶς: Εἶναι δυνατόν μία μεταγενέστερη Οἰκουμενική Σύνοδος (καί ὄχι μόνο) νά παρεκκλίνει ἀπό τήν τήρηση τοῦ α΄ ἤ β΄ κανόνα-ἀπαγόρευση, κατ' οἰκονομίαν καί πρός χάριν τῆς ὠφέλειας καί τῆς σωτηρίας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί νά θεσπίσει κάποιο νεότερο Ὅρο ἤ ἔστω νεότερο ἄρθρο (ὄχι νεοτερισμό) στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὥστε νά ὠφεληθεῖ καί πάλι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι μία Οἰκουμενική Σύνοδος μπορεῖ νά προσθέσει κάποιο ἤ κά­ποια ἄρθρα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἤ καί νά συνθέσει ὅρους δογμα­τικούς (ὅπως καί κανόνες) πρός ἑρμηνεία καί διευκρίνιση καί ἀνάπτυξη δογματικῶν ἀληθειῶν ἀλαθήτως. Αὐτό δέν ἰσχύει βεβαίως καί γιά τοπική Σύνοδο ἤ καί Γενική, ἡ ὁποία δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἀλάθητη.

Πολύ περισσότερο δέν μπορεῖ νά προσθέσει ἕνας κληρικός ἤ μοναχός ἤ λαϊκός ἤ μία ὁμάδα ἀπ' αὐτούς, γιατί δέν μποροῦν νά διεκδικήσουν τό ἀλάθητο. Οὔτε οἱ ἐπί μέρους κληρικοί-λαϊκοί οὔτε οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες εἶναι ἰσόκυροι πρός μία Οἰκουμενική Σύνοδο καί γι' αὐτό ὀρθῶς ἀπαγορεύουν σ' αὐτούς καί τούς τιμωροῦν γιά τυχόν ἐπεμβάσεις στά ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά κείμενα. Μέ ποιό κῦρος ὀρθώνουν τό ἀνάστημά τους ἀπέναντι στούς θείους καί ἱερούς Ὅρους καί κανόνες;

Βεβαίως, ὅπως δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλει μία Οἰκουμενική Σύνοδος στίς ἑπόμενες τί θά πράξουν, ἔτσι καί κάθε Οἰκουμενική Σύνοδος δέν μπορεῖ νά δογματίσει ἤ νά θεσπίσει κανόνες ἤ Ὅρους ἀντίθετους πρός τίς προη­γούμενες Συνόδους. Δέν μπορεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχει κεφαλή τό Χριστό καί ψυχή-πνεῦμα (καί) τό Ἅγιο Πνεῦμα πού συγκροτεῖ τό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, νά ὁρίζει ἄλλα τή μία φορά καί ἄλλα τήν ἄλλη. Σέ τελευταία ἀνάλυση μᾶλλον αὐτό εἶναι τό ζητούμενο, ἀλλά καί τό τεκμή­ριο τῆς γνησιότητας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων· τό νά μήν ἔρχεται μία Οἰκουμενική Σύνοδος στούς ὅρους καί τούς κανόνες σέ ἀντίθεση μέ μία ἄλλη καί ὄχι στίς τυχόν προσθῆκες, μέ τίς ὁποῖες ἀναπτύσσονται «πλατύ­τερον» τά ἤδη ὁρισθέντα.

Πρός ἐνίσχυση αὐτῆς τῆς ἀπόψεως κατά πρῶτον ἐδῶ παραθέτουμε προκαταρκτικά καί ἕνα διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Μακεδονίου, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Ἰω. Καρμίρη, «κακῶς» ὑποστηρίζεται ὅτι συνεγράφη ἀπό τόν Μέγα Ἀθανάσιο. Σ' αὐτόν τό διάλογο φαίνεται ποιά ἦταν ἡ βούληση τῶν Πατέρων μέ τήν ἀπαγόρευση παραφθορᾶς τῶν ἱερῶν κειμένων καί τῆς «προσθήκης» σ' αὐτά ἤ «ἀφαιρέσεως» ἀπ' αὐτά: «Μακε­δόνιος (ἐρωτᾶ)· Ὑμεῖς γάρ οὐ προστεθήκατε τῇ ἐν Νικαίᾳ; Ὀρθόδοξος (ἀπαντᾶ)· Ἀλλ' οὐκ ἐναντία αὐτῇ. Μακεδόνιος· Ὅμως προστεθήκατε. Ὀρ­θόδοξος· Τά τότε μή ζητηθέντα, ἅ καί νῦν ἡρμήνευσαν οἱ Πατέρες εὐ­σεβῶς...» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 82 [79]). Πρβλ. PG 28,1204.

Ὅτι τελικά ἐκεῖνο πού ἀπαγορεύουν οἱ ὅροι καί οἱ κανόνες θά λέγαμε ἀκόμη καί στίς Οἰκουμενικές Συνόδους δέν εἶναι οἱ προσθῆκες ἤ διευκρινίσεις ἤ διασαφηνίσεις, ἤ οἱ ἁγιογραφικές μαρτυρίες-κατοχυρώ­σεις, ἀλλά οἱ ἐναντιότητες, οἱ ἀντιθέσεις, οἱ ἀντιφάσεις σ' αὐτά πού ἔχουν θεσπίσει ἤ ὁρίσει οἱ προηγούμενες Οἰκουμενικές Σύνοδοι, γίνεται περισσότερο ἀντιληπτό, ὅσο προχωροῦμε πρός τίς τελευταῖες Οἰκουμε­νικές Συνόδους. Ἔτσι στόν ιδ΄ ἀναθεματισμό κατά τῶν «τριῶν κεφα­λαίων» τῆς Ε΄ Οἰκουμ. Συνόδου διαβάζουμε: «Εἴ τις ἐπιχειρήσοι ἐναντία τοῖς παρ' ἡμῶν εὐσεβῶς διατυπωθεῖσι παραδοῦναι... ἀναθεματισθήσεται» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 178 [197]).

Ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά διδάσκει κάποιος τά ἀντίθετα, διαφορετικά, «ἕτερα», ἀπό τά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἴσως διαφαίνεται καί ἀπό αὐτά πού ὁρίζει στόν «Ὅρο» της ἡ Ϛ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος: α) Ὅταν λέει: «Ὁρίζομεν ἑτέραν πίστιν μηδενί ἐξεῖναι προφέρειν...», «ἤ διδάσκειν ἑτέρως» (= διαφορετικά)· καί β) Ὅταν ὑποδεικνύει στά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας: «Τούς δέ τολμῶντας ἤ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν (τό «ἑτέραν» μετά τό οὐσιαστικό πρός ἔξαρση) ἤ προκομίζειν ἤ διδάσκειν ἤ παραδι­δόναι ἕτερον σύμβολον... ἤ καινοφωνίαν, ἤτοι λέξεως ἐφεύρεσιν, πρός ἀνατροπήν εἰσάγειν... ἀναθεματίζεσθαι αὐτούς» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 188 [224]).

Ἡ ἀνωτέρω ἀπαγόρευση δηλώνεται σαφέστερα καί στόν α΄ καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος ὁρίζει: «Εἰ δέ τις τῶν ἁπάντων μή τά προειρημένα τῆς εὐσεβείας δόγματα κρατοῖ καί ἀσπάζοιτο... ἀλλ' ἐξ ἐναντίας ἰέναι τούτων ἐπιχειροῖ, ἔστω ἀνάθεμα» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 193 [228]). Καί ὑπαγορεύεται αὐτή ἡ αὐστηρότητα, γιατί αὐτή ἡ ἀπό­πειρα ἀποτέλεσμα ἔχει τήν καπήλευση καί ἀνατροπή τῆς ἀλήθειας, τοῦ ὀρθοῦ. Γι' αὐτό καί ὁ β΄ καν. τῆς Πενθέκτης ὁρίζει: «... καί μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας ἤ ἀθετεῖν, ἤ ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινων συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ δέ τις ἁλῷ (συλληφθεῖ) κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται...» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 194 [230]).

Ἐπιγραμματικῶς λοιπόν θά λέγαμε: 1) Βελτίωση στούς Ὅρους-κα­νόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν νοεῖται, ἐπιτρέπεται ὅμως ἡ διασάφη­ση, ἡ συμπλήρωση, ἡ προσθήκη, ἡ αὔξηση. Ἡ βελτίωση σημαίνει ὕπαρξη λάθους ἤ ἀτέλειας. 2) Ἡ ἐναντίωση, ἡ ἀντίθεση, ἡ ἀλλοίωση ἀπαγορεύ­εται, ὄχι ὅμως ἡ ἐνίσχυση, ἡ «τράνωση», ἡ αὔξηση, ἡ ἐξήγηση, ἡ ἀνάλυση, ἡ συμπλήρωση, ἡ προσθήκη. 3) Ἡ ἀναθεώρηση ἀποκλείεται, γιατί μπορεῖ νά πάρει καί τήν ἔννοια τῆς βελτιώσεως ἤ διορθώσεως τοῦ κειμένου. 4) Ἡ διόρθωση ἀποκλείεται, γιατί ὑποδηλώνει ὅτι ἡ προηγούμενη Οἰκουμε­νική Σύνοδος εἶχε περιπέσει σέ ἐσφαλμένη διατύπωση, σέ σφάλμα, καί τή διορθώνουμε. 5) Ἐπίσης ἡ ἀντικατάσταση λέξεων ἀποκρούεται ὡς ἐπι­κίνδυνη, γιατί ἡ νέα λέξη μπορεῖ νά μήν εἶναι ἰσοδύναμη πρός τήν προη­γούμενη. 6) Καί βεβαίως, οἱ προσθῆκες, διασαφήσεις ἤ ἀναλύσεις καί αὐξήσεις στούς Ὅρους-κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐπιβάλλον­ται νά γίνονται ἤ νά ἐγκρίνονται ἀπό μία Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὄχι ἀπό μεμονωμένα πρόσωπα ἤ τοπικές συνόδους.

 

Ϛ΄ Ἔνσταση

Ἡ ἐνεργοποίηση τῶν ἐπιτιμήσεων

 

Ἄλλη ἔνσταση ἤ ἔστω ἐρώτημα πού μπορεῖ νά προβληθεῖ εἶναι τό ἑξῆς: Μήπως βάσει τῶν λεγομένων τῶν ἐν λόγῳ Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἐκτός ἱερωσύνης-καθηρημένοι οἱ κληρικοί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι δέχτηκαν, δίδαξαν ἤ καί ἀνέχτηκαν τό Σύμβολο μέ τήν προσθήκη τοῦ Filioque καί τήν ἀλλαγή τοῦ ρήματος; Καί τότε πῶς καί μέ ποιούς θά διεξαχθεῖ ὁ ἀπαραίτητος συνοδικός διάλογος;

Ἐδῶ πρέπει νά δοῦμε τί λένε ἀκριβῶς οἱ ὅροι ἤ οἱ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐπί τοῦ θέματος τῆς καθαιρέσεως. Ἐξαγγέλλουν ὅτι εἶναι αὐτοδικαίως καί αὐτομάτως καθηρημένοι μέ τίς ἐν λόγῳ δογματικές (ὅρους) ἤ κανονικές (κανόνες) ἀποφάσεις οἱ ἐν λόγῳ κληρι­κοί ἤ πρέπει νά γίνει σύνοδος, γιά νά ἐφαρμοστοῦν καί νά ἀποφασι­στοῦν τά δέοντα; Καί πιό συγκεκριμένα οἱ σχετικές ἀποφάσεις λένε «ἀφορίζουμε ἤ καθαιροῦμε» κάθε ἕνα πού παρεκτρέπεται ἤ θά παρεκτρα­πεῖ, ἤ λένε «νά ἀφορίζεται ἤ νά καθαιρεῖται», «ἀφοριζέσθω» ἤ «καθαιρείσθω» ἤ «ἀνάθεμα ἔστω» καί τά τούτοις ὅμοια;

Ἄς δοῦμε μερικούς ἀπό τούς ἤδη γνωστούς μας ὅρους-κανόνες. Ἔτσι ὁ ζ΄ καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου δέν τιμωρεῖ αὐτομάτως τούς τολμῶντες «συντιθέναι πίστιν ἑτέραν», ἀλλά ὁρίζει «ἀλλοτρίους εἶναι... τούς κληρι­κούς τοῦ κλήρου», τούς δέ λαϊκούς «ἀναθεματίζεσθαι» ἤ «ἀναθεματι­ζέσθω» τόν καθένα ἀπό αὐτούς (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 150 [155-156]). Ἐπίσης ὁ ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὁρίζει παρομοίως, λέγοντας: «Εἰ μέν εἶεν ἐπίσκοποι ἤ κληρικοί, ἀλλοτρίους εἶναι... τοῦ κλήρου, εἰ δέ μονάζοντες ἤ λαϊκοί εἶεν, ἀναθεματίζεσθαι αὐτούς» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 166 [176]). Παρομοίως ἡ Ε΄ Οἰκουμ. Σύνοδος στούς 14 ἀναθεματισμούς της κατά τῶν «τριῶν κεφαλαίων» ἐπανειλημμένως καταλήγει μέ τό «ἀνάθεμα ἔστω», στόν δέ τελευταῖο ἀναθεματισμό μέ τό «ὁ ἐπίσκοπος ἤ κληρικός» «γυμνωθήσεται (μέλλων) τῆς ἐπισκοπῆς ἤ τοῦ κλήρου», ὁ δέ «μοναχός ἤ λαϊκός, ἀναθεματισθήσεται» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 174-178 [193-197]). Ἑπομένως ὁρίζεται τί πρέπει νά γίνεται καί ὄχι ὅτι αὐτομά­τως καί αὐτοδικαίως καθαιροῦνται ἤ ἀναθεματίζονται. Ὡσαύτως στόν Ὅρο Πίστεως τῆς Ϛ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὁρίζεται: «Τούς δέ τολμῶντας ἤ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν ἤ προκομίζειν ἤ διδάσκειν ἤ παραδιδόναι ἕτε­ρον σύμβολον... πρός ἀνατροπήν... τούτους, εἰ μέν ἐπίσκοποι εἶεν ἤ κληρι­κοί, ἀλλοτρίους εἶναι... τοῦ κλήρου, εἰ δέ μονάζοντες εἶεν ἤ λαϊκοί, ἀνα­θεματίζεσθαι αὐτούς» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 188 [224]). Ὁρίζει καί αὐτή ἡ Σύνοδος τί πρέπει νά γίνεται, ὄχι ὅτι πραγματοποιήθηκε τό ἐν λόγῳ ἐπιτίμιο αὐτομάτως, αὐτοδικαίως.

Ἐπιπλέον στόν α΄ καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου καί μάλιστα στό τέλος του διαβάζουμε: «Εἰ δέ τις τῶν ἁπάντων μή τά προειρημένα τῆς εὐσεβείας δόγματα κρατοῖ [...] ἀλλ' ἐξ ἐναντίας ἰέναι τούτων ἐπιχειροῖ, ἔστω ἀνάθεμα». Μέ αὐτό δέν λέει ὅτι εἶναι ἀναθεματισμένος ἀπό τή στιγμή τῆς θεσπίσεως τοῦ κανόνα, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐνισχύεται καί ἀπό τό ἐν συνεχείᾳ λεγόμενο: «...καί τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου ὡς ἀλλό­τριος ἐξωθείσθω καί ἐκπιπτέσθω (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 193 [229]). Ἀκόμη καί ὁ πα΄ (81ος) καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι «ἀναθεματίζει» αὐτούς πού συνεχίζουν νά παραδέ­χονται τήν προσθήκη τοῦ «ὁ σταυρωθείς δι' ἡμᾶς» μετά τό «ἅγιος ἀθά­νατος» στόν τρισάγιο ὕμνο εὐθύς, αὐτομάτως, μέ τή θέσπιση τοῦ κανόνα, ὅμως στήν πραγματικότητα «προστάζει» τό «καθαιρεῖσθαι» γιά κληρι­κούς καί «ἀφορίζεσθαι» διά μοναχούς-λαϊκούς (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 197 [234]). Στήν προκειμένη περίπτωση κατ' ἀρχάς, κατά τή γνώμη μας, ἐκθέτει ὁ κανόνας τί κάνει ἡ Σύνοδος γενικῶς, θεωρητικῶς, σάν μία πλη­ροφορία-ἀρχή περί γενικῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν. Στή συνέχεια ὅμως, ἐξειδικεύοντας ἀπό κανονικῆς πλευρᾶς τά πράγματα, διατάζει τί πρέπει νά γίνεται στήν πράξη καί στήν κάθε περίπτωση.

Τά ἀνωτέρω διακρίνονται ἴσως καλλίτερα στήν ἀπάντηση πού ἔδω­σαν οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου στούς βασιλεῖς Κωνσταντίνο τόν Ϛ΄ καί τή μητέρα του Εἰρήνη, ὅταν τούς ρώτησαν νά πληροφορηθοῦν («ἐπύθοντο»), ἐάν ὁ ὅρος πίστεως τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου διακηρύχθηκε «κατά συναίνεσιν πάντων» τῶν μελῶν της. Στήν ἀπάντησή τους οἱ Πατέρες μεταξύ ἄλλων εἶπαν ἐν πρώτοις: «Ἡμεῖς τούς προστιθέντας τι ἤ ἀφαιροῦντας ἐκ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀναθεματίζομεν». Καί ἀκο­λούθως καταλήγουν: «Εἴ τις πᾶσαν παράδοσιν ἐκκλησιαστικήν ἔγγρα­φον ἤ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα ἔστω» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 204-205 [241-242]). Προφανῶς στήν πρώτη περίπτωση ἀναφέρουν οἱ Πατέρες τί γενικῶς πράττουν: Ὅτι δηλ. «ἀναθεματίζομεν» τούς παρεκτρεπόμενους καί ἐπιχειροῦντας κάποια ἀνατροπή. Ἐνῶ στή δεύτερη λένε τί πρέπει νά ἐπιβάλλεται, ὅταν κάποιος ἀθετεῖ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δηλ. μία ὑπόδειξη ἤ προσταγή καί ὄχι ἀπόφαση συνοδική-δικαστική αὐτοδίκαιη καί τελεσίδικη. Νομίζουμε ὅτι ἡ ἄποψη αὐτή ἐνισχύεται καί ἀπό τά ἀκόλουθα:

α) Δέν ἀπάντησαν οἱ Πατέρες στούς βασιλεῖς «ἀνεθεματίσαμεν», αὐτό τ.ἔ. πράξαμε, ἀλλά τούς πληροφόρησαν ὅτι «ἀναθεματίζομεν», τούς εἶπαν δηλ. τί συνήθως πράττουν.

β) Ἐξ ἄλλου πρό τοῦ «ἀναθεματίζομεν» οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου λένε: «Οἱ μή οὕτως ἔχοντες, ἀνάθεμα ἔστωσαν· οἱ μή οὕτω φρονοῦντες ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ἐκδιωχθήτωσαν». Ὁρίζουν τ.ἔ. τί πρέπει νά γίνεται.

γ) Ἐπίσης πρέπει νά προσεχθεῖ καί τό γεγονός ὅτι αὐτό τό «ἀναθεμα­τίζομεν» περιέχεται σέ ἀπάντηση πρός τούς βασιλεῖς καί περιλαμβάνεται στά Πρακτικά τῶν ζ΄ καί η΄ συνεδριῶν τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου καί ὄχι στόν Ὅρο Πίστεως, τ.ἔ. στήν ἐπίσημη ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ἀλλά τά Πρα­κτικά δέν ἀνακοινώνονται ἐπισήμως στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἕνας ἀναθεματισμός, ἄν δέν κοινοποιηθεῖ, δέν ἔχει νόημα. Ἔτσι οὔτε ἐπικυροῦται οὔτε ἔχει πρακτικά ἀποτελέσματα.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει καί «πέραν πάσης ἀντιλογίας» εἶναι καί τό γεγονός ὅτι καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος παρομοίως μέ τίς μνημονευθεῖσες προηγούμενες στό δικό της Ὅρο ὁρίζει: «Τούς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἤ διδάσκειν ἤ κατά τούς ἐναγεῖς αἱρετικούς τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἀθετεῖν καί καινοτομίαν τινά ἐπινοεῖν... ἐπισκόπους μέν ὄντας ἤ κληρικούς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δέ ἤ λαϊκούς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι» (Καρμίρη, ΔΣΜ, σελ. 204 [241]).

Κατόπιν τούτων νομίζουμε ὅτι δέν εἶναι αὐτοδικαίως-αὐτομάτως ἀφορισμένοι ἤ καθηρημένοι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ κληρικοί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι δέχτηκαν ἤ ἀνέχτηκαν τήν ἀλλαγή τοῦ ρήματος «ἐκπορεύεται» καί τήν προσθήκη τοῦ Filioque στό Σύμβολο τῆς πίστεως.

Ἐδῶ κλείνουμε μέ τίς σημειώσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιο­ρείτη, ὁ ὁποῖος παραθέτει τά ἑξῆς πολύ διαφωτιστικά: «Πρέπει νά ἠξεύ­ρωμεν, ὅτι τά ἐπιτίμια ὁποῦ διορίζουν οἱ Κανόνες, ἤγουν τό «καθαιρείσθω», τό «ἀφοριζέσθω» καί τό «ἀνάθεμα ἔστω», αὐτά, κατά τήν γραμματικήν τέχνην, εἶναι γ΄ προσώπου προστακτικοῦ, μή παρόντος. Εἰς τό ὁποῖον διά νά μεταδοθῇ ἡ προσταγή αὕτη, ἐξ ἀνάγκης χρειάζεται νά εἶναι β΄ πρόσωπον παρόν... Ὅθεν σφάλλουσι μεγάλως ἐκεῖνοι οἱ ἀνόητοι ὁποῦ λέγουσιν, ὅτι εἰς τούς παρόντας καιρούς ὅλοι οἱ παρά κανόνας χειροτονηθέντες ἱερωμένοι, εἶναι ἐνεργείᾳ καθῃρημένοι. Ἱεροκα­τήγορος γλῶσσα εἶναι ἐκείνη ὁποῦ ἀνοήτως τά τοιαῦτα λόγια φλυαρεῖ, μή νοοῦσα, ὅτι ἡ προσταγή τῶν Κανόνων, χωρίς τήν ἔμπρακτον ἐνέρ­γειαν τοῦ β΄ προσώπου, ἤτοι τῆς συνόδου, εἶναι ἀτέλεστος, ἀμέσως καί πρό κρίσεως μή ἐνεργοῦσα καθ' ἑαυτήν» (Πηδάλιον, σελ. 4-5).

 

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

(Διά ταῦτα)

 

Ἐμεῖς μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ αὐτά εἴχαμε νά παρατηρήσουμε στὰ Α΄-Δ΄ Μέρη καί νά προτείνουμε ἀμέσως στό Ε΄ Μέρος ἤ ἐμμέσως στό Ϛ΄ Μέρος τῆς παρούσης γνωμοδοτήσεως-μελέτης ἐξ ἀφορμῆς τῆς «Διασαφή­σεως τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου. Ὡστόσο στή θεολογική καί ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἀλλά καί σέ μία Πανορθόδοξη ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐναπόκειται νά ἀποφασίσει τό δέον στά καθέκαστα γενέσθαι.

 

Παν. Ἰ. Μπούμης

Ὁμότ. Καθηγητής Παν/μίου Ἀθηνῶν

 

Περιοδικὸ «Ἐκκλησία», ἔτ. Ϟ΄ [2013], τεῦχ. 2, σελ. 118-129.

 



[1] Τήν ἄποψη αὐτή ἐνισχύει καί ἡ γνώμη τοῦ καθηγητῆ τῆς Νομικῆς K. Engisch, ὁποῖος παρατηρεῖ: «Πολύ εὔστοχα λέει Andre Gide στό ἔργο του Paludes: "...ἐκεῖνο πού μέ ἐνδιαφέρει περισσότερο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού πρόσθεσα χωρίς νά τό ξέρωαὐτό τό μέρος τοῦ ἀσυνειδήτου πού θά ἤθελα νά τό ὀνομάσω μέρος τοῦ Θεοῦ... Ἄς περιμένουμε τήν ἀποκάλυψη πραγμάτων ἀπό παντοῦ, τήν ἀποκάλυψη τῶν ἔργων μας ἀπό τό Κοινό"» (K. Engisch, Εἰσαγωγή στή νομική σκέψη, Μτφρ. Δ. Σπινέλλη, Ἔκδ. Μορφωτικό Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1981, σελ. 108). Σύμφωνα μέ τή θεω­ρία-ἀρχή αὐτή καί ἐπειδή ἐκτός τῶν ἄλλων τά δογματικο-κανονικά κείμενα ἐκφρά­ζουν καί τή βούληση τοῦ Θεοῦ (πού εἶναι ἀνεξιχνίαστη), γι' αὐτό δέν μποροῦμε νά ἀποκλείσουμε τίς διάφορες ἀπόψεις-ἐκδοχές.

[2] Πρβλ. Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Ἀθήνα 20003, σελ. 76 ἑξ.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Σημείωσις «Συμβολῆς».

Εὐχαριστοῦμε τὸν σεβαστό μας καθηγητὴ κ. Παναγιώτη Μπούμη, διότι μᾶς παρεχώρησε πρὸς ἀναδημοσίευσι στὸν παρόντα διαδικτυακὸ χῶρο ὁλόκληρη τὴν ἐργασία του «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρὸς (καὶ τοῦ Υἱοῦ)», ἡ ὁποία ἔχει δημοσιευθῆ στὸ παρελθὸν καὶ αὐτοτελῶς ὡς ἀνάτυπο τοῦ περι­οδικοῦ «᾿Εκκλησία». εὐχαριστοῦμε ἐπίσης καὶ τὸν ἐκλεκτὸ συνάδελφο καὶ ἀξιόλογο συνερ­γάτη τῆς «Συμβολῆς» Μιχαὴλ Γαλενιανό, δρα φιλοσοφίας καὶ θεολογίας, διότι χωρὶς τὸν δικό του κόπο καὶ τὴν δική του οὐσιαστικὴ τεχνικὴ βοήθεια δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ ἡ ἀναδημοσίευσι ὁλόκληρης τῆς ἐργα­σίας λόγῳ τῆς ἐκτάσεώς της.

῾Η ἐν λόγῳ μελέτη περιέχει ἀσφαλῶς σημαντικὲς παρατηρήσεις καὶ σπουδαῖες ἐπισημάνσεις τοῦ πολιοῦ καθηγητοῦ γιὰ τὴν κατανόησι τῆς σημασίας τοῦ «φιλιόκβε», ὥστε κυρίως νὰ διευκολύνῃ στὸ νὰ ἀντιληφθῇ ἑκάστη πλευρὰ τὴν διδασκα­λία τῆς ἄλλης, συμβάλλοντας οὐσιαστικὰ στὸν διάλογο μεταξύ των. ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπητός μας καθηγητὴς σὲ προσωπική μας ἐπικοινωνία μαζί του μᾶς ἐξέφρασε τὶς ἐπιφυλάξεις του, μήπως τυχὸν παρεξηγη­θοῦν ἀπὸ κάποιους ἀναγνῶστες τῆς ἱστοσελίδος ὡρισμένες φράσεις του, τὶς ὁποῖες διετύπωσε τρόπον τινὰ «οἰκονομικῶς» ἀποβλέπον­τας στὴν πιθανὴ προώθησι καὶ ἐπιτυχῆ ἐξέλιξι τοῦ διαλόγου ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως ὑπὸ τὶς καλλίτερες καὶ ὀρθότερες προϋποθέσεις, καὶ ἀκολούθως μήπως παρεξηγήσουν καὶ τὸν σκοπὸ δημοσιεύσεως τοῦ κειμέ­νου του ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα τῆς «Συμβολῆς», γι᾿ αὐτὸ διευκρινίζουμε τὰ ἑξῆς.

1. ᾿Ισχύουν καὶ ἐδῶ κατ᾿ ἀναλογίαν ὅσα γράφει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς στὴν ἐν λόγῳ μελέτη του γιὰ κάποιες ἀπόψεις τοῦ πατριάρχου ᾿Ιερεμίου· «Ἀλλὰ συγχρόνως δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ “πάντοθεν” ἐλέχθη ἀπό ἕναν διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος δὲν διεκδικεῖ (καὶ δὲν ἔχει) τὸ ἀλάθητο, ὅπως τὸ ἔχει μία οἰκουμενική Σύνοδος. εἶναι μία προσωπική του γνώμη, ἡ ὁποία ἴσως ἐπικρατοῦσε καὶ γενικώτερα τότε» (6ο μέρος, β΄ ἔν­στασις).

2. Συνεπῶς ἡ ἐργασία τοῦ πολυσεβάστου καθηγη­τοῦ παρατίθεται πρὸς ἐνημέρωσιν τοῦ κοινοῦ καὶ χάριν τοῦ ἐπιστημονικοῦ διαλόγου. οἱ περιεχό­μενες στὴν ἐργασία ἀπόψεις του παρατίθενται ὄχι μὲ τὴν ἀξίωσι τοῦ ἀλαθήτου, ἀλλὰ ὡς προσωπικὲς γνῶμες ἑνὸς ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας σὲ ἑλληνικὸ πανεπιστήμιο, γνῶμες ἀπολύτως καὶ κατὰ πάντα σεβαστές, ἀλλὰ ὄχι ὑποχρεωτικὰ καὶ ἀπὸ ὅλους ἀποδεκτὲς ὡς δόγματα τῆς ὀρθοδόξου ᾿Εκκλησίας.

3. ῞Οσα μέλη ἐπιθυμοῦν νὰ σχολιάσουν κάποια σημεῖα τῆς ἐν λόγῳ ἐργασίας, ἀφοῦ ὁ συγγραφεὺς ἄλλωστε δὲν διεκδικεῖ τὸ ἀλάθητον καὶ θέτει ὁ ἴδιος τὰ γραφόμενά του ὑπὸ τὴν κρίσιν τῶν ἀναγνωστῶν καὶ κυρίως τῆς ἐκκλησίας, μποροῦν φυσικὰ νὰ τὸ πράξουν στὸ ἀντίστοιχο θέμα τῶν «Διαλόγων τῆς Συμβολῆς» (http://www.symbole.gr/forum/viewtopic.php?f=48&t=1542).

4. Τέλος ὑπενθυμίζουμε καὶ τὸ 4ο ἄρθρο τοῦ κανονισμοῦ λειτουργίας τοῦ παρόντος διαδικτυακοῦ χώρου: Γιὰ τὰ κείμενα καὶ τὸ λοιπὸ ὑλικὸ ποὺ προβάλλονται στὸν πα­ρόν­τα ἱ­στο­χῶρο ἰσχύουν οἱ ἴδιες βασικὲς ἀρχὲς ποὺ διέπουν καὶ τὴν ἔκδοσι τῆς «Συμ­βολῆς» (῞Οροι συνεργασίας – δημοσιεύσεις).  στόχος μας εἶναι σὲ κάθε περίπτωσι τὸ περιεχόμενο τῆς­­στο­σελίδος νὰ εἶναι σοβαρὸ καὶ ὠφέλιμο καὶ ὅπου εἶναι δυνατὸν νὰ τη­ροῦν­­ται ἐπιστημονικὲς ἀρχές (ἀλήθεια, ἀκρίβεια, σαφήνεια, πληρότης, ἔ­ρευ­να, ἐπαλήθευσι, ἐνημέρωσι, γνῶσι, πρωτοτυπία, παραπομπὴ σὲ πηγές, κ.λπ.).  γιὰ τὰ ἐνυπόγραφα κείμενα τὴν ὅποια εὐθύνη φέρουν οἱ συγγραφεῖς των, ἐνῷ δημοσίευσι παρουσίασι ἑνὸς κειμένου δὲν ὑποδηλώνει καὶ ἀποδοχὴ τῶν γνωμῶν τοῦ συγγραφέως ἐκ μέρους τῆς συντακτικῆς ἐπιτροπῆς τῶν ἰδιοκτητῶν διαχειριστῶν καὶ συνεργατῶν τῆς «Συμβολῆς».  ὅπου ἐπισημανθοῦν σφάλματα ὀφειλόμενα σὲ δική μας ὑπαιτιότητα, θὰ καταβληθῇ κάθε δυνατὴ προσ­πάθεια γιὰ τὴν διόρθωσί τους.  ὡστόσο τὰ στοιχεῖα καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ ἐμπεριέχονται στὸν παρόντα ἱστότοπο παρέχονται χωρὶς καμμία ἀπο­λύτως ἐγγύησι γιὰ τὴν ὀρθότητα καὶ τὴν ἀκρίβειά τους, καὶ ὁ ἐπισκέπτης τὰ χρη­σι­μοποιεῖ ἀποκλειστικῶς μὲ δική του εὐθύνη.