ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Θέματα πίστεως (δογματικά, συμβολικὰ κ.λπ.) Παναγιώτου Μπούμη, Τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός – Δ΄

 

Τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός (καί τοῦ Υἱοῦ) – Δ΄

 

«Τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον

καί ἐκ [ἤ διά] τοῦ Υἱοῦ προερχόμενον»

 

Στό προηγούμενο Τμῆμα τῆς ἴδιας Γνωμοδοτήσεως («Ἐκκλησία», ἔτ. ΠΘ΄ [2012], τεῦχ. 6, σελ. 368-375) κάναμε λόγο γιά κάποια ἤ κάποιες παγίδες, στίς ὁποῖες εἶναι δυνατόν νά περιέπεσαν ἤ νά περιπέσουν καί πολλοί ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ἤ θεολογικούς παράγοντες τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Μιά τέτοια ἐπικίνδυνη παγίδα ἀποτελεῖται ἤ μᾶλλον στήνεται ἀπό ἕναν ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνο συλλογισμό. Καί ἐξηγούμαστε: Εἴπαμε γίνεται δεκτό, ἐκ μέρους τῶν Δυτικῶν, ὅτι τό procedere-προϊέναι εἶναι γενικότερο τοῦ ἐκπορεύεσθαι. Βάσει αὐτῆς τῆς προτάσεως μπορεῖ κάποιος νά παρασυρθεῖ καί νά ἰσχυριστεῖ καί τό ἑξῆς: Ἐφ' ὅσον τό procedere εἶναι γενικότερο τοῦ ἐκπορεύεσθαι, ἄρα τό procedere περιλαμ­βάνει καί περιέχει καί τό ἐκπορεύεσθαι. Ἑπομένως καί ὁ Υἱός, στόν ὁποῖο ἀναφέρεται τό procedere, (κατ)έχει καί τή δυνατότητα ἤ ἰδιότητα τῆς ἐκπορεύσεως. Καί συνεπῶς τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἀπό τόν Υἱό.

Ὡστόσο αὐτός ὁ συλλογισμός, ὁ ἀνθρώπινος, κατά τή γνώμη μας, ἀποτελεῖ μία κρυφή παγίδα, γιατί μπορεῖ νά ὁδηγήσει τελικῶς σέ ἀθέλητες διαφωνίες, σέ ἀντιφάσεις καί σέ ἀντεγκλήσεις μεταξύ διαφόρων πλευρῶν διαφορετικῶν μάλιστα νοοτροπιῶν. Ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο πιθανόν νά ὑποκρύπτεται καί σέ ἤδη ὑπάρχουσες γνῶμες-ἀπόψεις, καί μεγάλων ἀκόμη Πατέρων καί τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλη­σίας, οἱ ὁποῖες ἐκλαμβάνονται ἀναλόγως ἀπό τούς νεότερους θεολόγους, εἴτε μέ τήν ἔννοια μόνο τοῦ «γενικότερος» εἴτε καί μέ τήν ἐμπεριεχόμενη στό προϊέναι-procedere εἰδικότερη ἔννοια τοῦ ἐκπορεύεσθαι.

Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτήν τήν παγίδα μιά ἄλλη παγίδα, ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνη, μπορεῖ νά εἶναι καί ἡ ταύτιση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ἤ μέ τούς λόγους, μέ τίς ἐνέργειες καί τίς δω­ρεές Του. Αὐτή ἡ παγίδα μάλιστα γίνεται πιό ἐπικίνδυνη, ὅταν ἐνισχύ­εται καί μέ μιά ἄλλη παγίδα: Τήν ἀπομονωμένη καί ἐλλιπή παράθεση-ἀνάγνωση βιβλικῶν ἤ πατερικῶν κειμένων. Ἀναμφισβητήτως, ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν αἰτίες διαφωνιῶν, διαστάσεων, διχοστασιῶν καί διαιρέσεων, πολλές φορές, ἐπαναλαμβάνουμε, χωρίς νά τό ἀντιλαμβανόμαστε.

Γι' αὐτό, ἐν συνεχείᾳ τῶν ἀνωτέρω καί ἐν συνεπείᾳ μέ αὐτά, νομίζουμε ὅτι πρέπει νά διερευνηθοῦν καί νά διευκρινιστοῦν, νά ἐπιση­μανθοῦν καί νά ἐπανεκτιμηθοῦν, ἤ ἀκόμη καί νά ἐπανα(δια)τυπωθοῦν καί ὁρισμένες θεολογικές-δογματικές θέσεις ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καί συγγραφέων, γιατί ὄχι καί τοπικῶν-γενικῶν Συνόδων. Τέτοιες θέσεις συνοπτικῶς ἤ καί ἀναλυτικῶς, εὐτυχῶς, ἀναφέρονται στήν ἐν λόγῳ «Διασάφησιν», ἡ ὁποία ἔτσι διευκολύνει τή σχετική ἔρευνα καί ἐξέταση.

Ἀρχίζουμε μέ τή διευκρίνιση ὁρισμένων πατερικῶν ρήσεων, ἐπει­δή, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, δέν ἔχουν ἐκτιμηθεῖ ἐπαρκῶς καί ὀρθῶς, ἀλλά καί κυρίως γιατί μᾶς βοηθοῦν νά ἐκτιμήσουμε τά πράγματα ὀρθό­τερα ἐμεῖς οἱ νεότεροι. Περιττόν νά λεχθεῖ ὅτι ἡ παροῦσα ἐξέταση ἐπιχει­ρεῖται κατά τή σειρά παραθέσεώς τους στήν ἐν λόγῳ «Διασάφησιν».

1) Ἡ «Διασάφησις» στή σελ. 5 παραθέτει μία γνώμη Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος λέει: «Πνεῦμα ἅγιον ἀληθῶς τό Πνεῦμα προϊόν μέν τοῦ Πατρός, οὐχ υἱικῶς δέ, οὐδέ γάρ γεννητῶς, ἀλλ' ἐκπορευτῶς» (Λόγος 39,12, Sources Chrétiennes 358, σελ. 175).

Ὅπως παρατηροῦμε, Γρηγόριος Θεολόγος δέν ἀρκεῖται στή λέξη «προϊόν», ἀλλά τήν προέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσδιορίζει ἐπαρκῶς μέ τή λέξη «ἐκπορευτῶς» (τοῦ Πατρός), πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι θέλει νά τονίσει ὄχι μόνο τήν προέλευση γενικῶς, ἀλλά τήν «ἐκπόρευ­σιν» εἰδικῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Βλέπουμε δηλαδή ὅτι ἀντιδιαστέλλει τήν ἔννοια τοῦ προϊέναι, ἡ ὁποία εἶναι γενικότερη καί περιλαμβάνει ἀκόμη καί τήν ἔννοια τοῦ γεννᾶσθαι («γεννητῶς», προκειμένου περί τοῦ Υἱοῦ) ἀπό τήν ἔννοια τοῦ ἐκπορεύεσθαι («ἐκπορευτῶς», προκειμένου περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) καί ἡ ὁποία ἀντιστοιχεῖ πρός τήν ἔννοια τοῦ γεννᾶσθαι. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό προϊέναι ἤ τό procedere τό ἐκλαμβάνει μέ τή γενικότερη ἔννοια καί ἀκόμη σημαίνει ὅτι τό ρῆμα αὐτό μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ καί περί τοῦ Υἱοῦ ἀντί τοῦ «ἐκ πατρός γεννηθέντα» στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (Νικαί­ας-Κων/πόλεως). Ἀλλά νομίζουμε ὅτι αὐτό δέν τό ἐπιχειρεῖ καμμία πλευ­ρά. Μένει καί ἀρκεῖται στό «γεννηθέντα». Αὐτό εἶναι καί μιά ὑπόδειξη πρός ὅλους μας ὡς πρός τήν ὑποχρέωσή μας νά εἴμαστε προσηλωμένοι στά οἰκουμενικῶς-αὐθεντικῶς παραδεδομένα καί στό θέμα τῆς ἐκπορεύ­σεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

2) Στή σελ. 7 παρατίθεται ἡ ἑξῆς γνώμη τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολο­γητοῦ: «Τό γάρ Πνεῦμα τό Ἅγιον ὥσπερ φύσει κατ' οὐσίαν ὑπάρχει τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, οὕτως καί τοῦ Υἱοῦ φύσει κατ' οὐσίαν ἐστίν, (καί προσθέτει:) ὡς ἐκ τοῦ Πατρός οὐσιωδῶς, δι' Υἱοῦ γεννηθέντος ἀφρά­στως ἐκπορευόμενον» (Quaestiones ad Thalassium, LXIII, PG 90,672C).

Κατ' ἀρχάς ἐδῶ πρέπει νά διευκρινίσουμε τό ἑξῆς: Ὅταν ὁ Μάξι­μος λέει «δι' Υἱοῦ γεννηθέντος», ἐννοεῖ «διά τοῦ Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγεννή­θη», ἐκπορεύεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ὄχι ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα γεννή­θηκε διά τοῦ Υἱοῦ. Τ.ἔ. ἔχουμε τελικῶς τή φράση «ἐκ τοῦ Πατρός οὐσιωδῶς . . . δι' (διά μέσου τοῦ) Υἱοῦ . . . ἐκπορευόμενον».

Ἐπίσης ὁ Μάξιμος λέει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι καί τοῦ Υἱοῦ «φύσει κατ' οὐσίαν», ἐπειδή εἶναι τῆς ἴδιας οὐσίας ὄχι μόνον μέ τόν Πατέρα, ἀλλά καί μέ τόν Υἱό. Ἀλλ' ἐκτός αὐτοῦ εἶναι καί τοῦ Υἱοῦ, γιατί ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα «οὐσιωδῶς», ἀλλά διά μέσου τοῦ Υἱοῦ.Ἔχουμε δύο βασικούς λόγους, γιά νά θεωρεῖται καί νά λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ, χωρίς ὅμως νά ἐκπορεύεται ἀπό αὐτόν. Ἡ «οὐσιώδης ἐκπόρευσις» ἀναφέρεται στόν Πατέρα.

Ἐξ ἄλλου διδάσκει ὁ Μάξιμος «ἀφράστως» ἐκπορευόμενον. Ἴσως δέν πρέπει σ' αὐτό τό θέμα νά πολυπραγμονοῦμε, γιατί δέν μποροῦμε νά τό κατανοήσουμε πλήρως καί ἑπομένως νά τό ἐκφράσουμε ἀπολύτως. Θά ἀρκούμαστε στά αὐθεντικῶς παραδεδομένα.

3) Τό προηγούμενο χωρίο τοῦ Μαξίμου διδάσκει κάτι ἀνάλογο πρός αὐτό πού ἀναφέρεται στή σελ. 7 καί πού γράφει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Λέγω ἔχων (ὁ Πατήρ) ἐξ ἑαυτοῦ τόν αὐτοῦ λόγον, καί διά τοῦ Λόγου αὐτοῦ ἐξ ἑαυτοῦ τό Πνεῦμα αὐτοῦ ἐκπορευόμενον» (Διάλο­γος κατά Μανιχαίων, 5, PG 94,1512B . . . Βλ. ἐπίσης PG 94, 848-849A).

Ὑπογραμμίζουμε τήν πρόθεση «διά» (τοῦ Λόγου).

4) Ἡ «Διασάφησις» στή σελ. 7 ἀναφέρει καί αὐτό πού σαφέστερα διατύπωσε ὁ Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως ἐνώπιον τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου: «Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό κύριον καί ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός δι' Υἱοῦ ἐκπορευόμενον» (Mansi, XII, 1122D).

5) Ἡ «Διασάφησις» (σελ. 9) λέει συνοπτικῶς: «Ἐν τῷ μεταξύ (πρό τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου) ἐπί τῇ βάσει προηγουμένης λατινικῆς θεολογι­κῆς παραδόσεως, Πατέρες τῆς Δύσεως, ὡς οἱ Ἅγιοι Ἱλάριος, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος καί Λέων ὁ Μέγας, εἶχον ὁμολογήσει ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα προέρχεται (procedit) αἰωνίως ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ».

Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι χρησιμοποιεῖ τή λέξη αἰωνίως καί ὄχι προαιωνίως. Τό προαιωνίως σημαίνει τό ἀχρόνως, ἐνῶ τό αἰωνίως μπορεῖ νά ἔχει καί χρονική ἀφετηρία, νά σημαίνει τ. ἔ. τό ἐν χρόνῳ μέχρι βεβαίως συντελείας τῶν αἰώνων. Ἐάν αὐτό θέλει ἡ «Διασάφησις» νά ἐκφράσει, τότε τό «προέρχεται» (procedit) πού χρησιμοποιεῖ δέν ἀναφέρεται τόσο στήν προαιώνια ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσο στήν ἐν χρόνῳ μετά τήν Πεντηκοστή προέλευσή Του. Ὁπότε, τότε μπορεῖ νά γίνει δεκτό τό ὅτι προέρχεται καί «ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ». Ὡστόσο αὐτά θέλουν μιά κατηγορηματική καί σαφή διασάφηση καί ἐπιβεβαίωση. Τά ἐκλαμβάνει ἡ «Διασάφησις» πράγματι μέ αὐτήν τήν ἔννοια, τ. ἔ. μέ τή γενικότερη ἔννοια τοῦ προέρχεται (procedit), ἤ τά ὑπολαμβάνει καί μέ τήν εἰδικότερη ἔννοια, τ. ἔ. τήν ἔννοια τοῦ ἐκπορεύεσθαι; Ἐπισημαίνουμε αὐτά μέ ἐπιφύλαξη καί θεωρεῖται μιά τέτοια διασάφηση ἀπαραίτητη, γιατί...

6) Μετά τά ἀνωτέρω περί τῆς αἰωνίου προελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ» κάπως ἀόριστα, ἀλλά καί πάλι ἐπιγραμματικά ὑποσημειώνει ἡ «Διασάφησις» (σελ. 9, ὑπ. 2) στήν ἐν λόγῳ συνοπτική θεώρηση: «Ὁ Τερτυλλιανός ἔθεσε τά θεμέλια τῆς τρια­δικῆς θεολογίας εἰς τήν λατινικήν παράδοσιν ἐπί τῇ βάσει τῆς οὐσιώδους μεταδόσεως τοῦ Πατρός εἰς τόν Υἱόν καί διά τοῦ Υἱοῦ εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα».

Καί θά ἔλεγε κανείς, μέχρις ἐδῶ ἔχει καλῶς. Ἀλλά τήν ἐπιγραμμα­τική αὐτή διατύπωση τή στηρίζει στό ἑξῆς παράθεμα ἀπό τόν Τερτυλ­λιανό, ὅπως τό μεταφέρει στά ἑλληνικά: «Ὁ Χριστός λέγει περί τοῦ Πνεύματος: "ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται" (Ἰωάν. ις΄ 14), ὅπως ἐκεῖνος ἐκ τοῦ Πατρός... [Adv. Praxeam, XXV, 1-2, (PL 2,188A) ]». Ὡστόσο στό παρά­θεμα αὐτό ἀπό τό χωρίο τοῦ Ἰω. 16,14 παραλείπεται ἡ συνέχεια, τό «καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν». Παρατίθεται τ. ἔ. ἐλλιπές τό χωρίο. Ὅμως ἡ συνέχεια αὐτή εἶναι διαφωτιστική καί ἀποφασιστική γιά τόν προσδιορισμό, τοῦ τί θά λάβει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Προφανῶς μιλάει γιά τά λόγια-λόγους τοῦ Ἰησοῦ καί ὄχι γιά τή θεία οὐσία. Τοῦτο καθίσταται σαφές, ἄν ἀνατρέ­ξουμε καί στά συμφραζόμενα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς λέει στούς μαθητές Του: «Ἔτι πολλά ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ' οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. Ὅταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγή­σει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν· οὐ γάρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἄν ἀκούσῃ λαλήσει, καί τά ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. Ἐκεῖνος ἐμέ δοξά­σει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν. Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πα­τήρ ἐμά ἐστι· διά τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (Ἰω. 16,12-15).

Ἑπομένως δέν φαίνεται νά ἔχει σταθερό ἔρεισμα οὔτε τό συμπέ­ρασμα τῆς «Διασαφήσεως» (ἤ καί τοῦ Τερτυλλιανοῦ;), σύμφωνα μέ τό ὁποῖο στή συνέχεια (σελ. 9, ὑπ. 2) παρατηρεῖ: «Τήν μετάδοσιν αὐτήν τοῦ θείου ὁμοουσίου κατά τήν τριαδικήν τάξιν ἐκφράζει (ὁ Τερτυλλιανός;) διά τοῦ ρήματος procedere [αὐτόθι, (= Adv. Praxeam), VII, 6 (PL 2,161-162) ]».

Ὅτι δέν πρόκειται περί μεταδόσεως τῆς θείας οὐσίας, ἀλλά περί τῶν ἀποκαλυπτομένων ἀληθειῶν, ἀποδεικνύεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος λέει «ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται», δηλ. στό μέλλον θά λάβει. Καί μέχρι τότε, στό παρελθόν, τί γινόταν; Δέν κατ(εῖχε) τή θεία οὐσία;

Παρομοίως διαφωτιστικό σχετικῶς εἶναι καί τό λεγόμενο στό ἑπόμενο χωρίο ἀπό τόν Κύριο: «Διά τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (Ἰω. 16,15). Λαμβάνει καί θά ἀναγγείλει. Πάλι λαμβάνει λόγους τώρα πού «μένει» καί «ἀναπαύεται» σέ μένα (στόν Ἰη­σοῦ Χριστό) καί θά τούς ἀναγγείλει στό προσεχές μέλλον. Καί μέ τό ρ. ἀναγγέλλω ἐννοοῦνται λόγοι, ὄχι οὐσία.

Ἑπομένως ἔχει γίνει κάποια παρανόηση ἤ παρερμηνεία ἀπό τόν Τερτυλλιανό ἤ τή «Διασάφησιν». Ἐμεῖς νομίζουμε πάντως ὅτι ὁ Τερτυλ­λιανός στό Adv. Praxeam (κεφ. VII) τό procedere τό ἔχει γιά τούς λόγους-τά λόγια (sermones), ἔστω ἀσυνειδήτως, καί μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἀπέδωσαν τήν ἔννοια τῆς μεταδόσεως τῆς θείας οὐσίας.

7) Καί τό λέμε αὐτό, γιατί κάποια ἀνάλογη παρανόηση ἤ παρερ­μηνεία παρατηρεῖται στή «Διασάφησιν» σχετικά καί μέ τά λεγόμενα ἀπό τόν ἅγιο Ἱλάριο. Συγκεκριμένως ἡ «Διασάφησις» προσθέτει ἀκολούθως (σελ. 9, ὑπ. 2): «Ἡ ἴδια αὐτή θεολογία ἀνευρίσκεται καί εἰς τόν Ἅγιον Ἱλάριον de Poitiers, ὁ ὁποῖος λέγει πρός τόν Πατέρα: "Εἴθε ν' ἀποκτήσω τό Πνεῦμά σου, τό ὁποῖον ἔχει τήν ἀρχήν ἐκ σοῦ διά τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ σου" [De Trinitate, XII, (57), PL 10, 471(-472)]».

Ἐδῶ (ὅπως παρατίθεται στά ἑλληνικά) νομίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος Ἱλά­ριος πολύ καλά ἐννοεῖ – καί θέλει – καί εὔχεται: Νά ἀποκτήσει τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἔχει τήν ἀρχή του στόν Πατέρα, καί νά τό ἀποκτήσει διά (διά μέσου) τοῦ μονογενοῦς Του Υἱοῦ. Καί δέν ἐννοεῖ ὅτι ἔχει τήν ἀρχήν τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ.

Ἐπίσης κανένα πρόβλημα δέν δημιουργεῖ οὔτε ἡ ὀρθή ἀνάγνωση τοῦ ἄλλου χωρίου τοῦ ἁγίου Ἱλαρίου (Βλ. «Διασάφησιν», σελ. 9-10, ὑπ. 2): «Ἐάν πιστεύωμεν ὅτι ὑπάρχει διαφορά τοῦ (χωρίου) ἐκ τοῦ Υἱοῦ λαμβάνειν (Ἰωάν. ις΄ 15) ἀπό τοῦ (χωρίου) ἐκπορεύεσθαι παρά τοῦ Πατρός (Ἰωάν. ιε΄ 26), εἶναι (ἐμόν· πάντως) βέβαιον ὅτι εἶναι ἕν καί τό αὐτό τό λαμβάνειν ἐκ τοῦ Υἱοῦ καί τό λαμβάνειν ἐκ τοῦ Πατρός (αὐτόθι, VIII,20, PL 10,251A)».

Ἔχουμε τήν ἄποψη ὅτι καί ἀπό τά δύο αὐτά χωρία νοεῖται ἡ πρός ἐμᾶς ἄφιξη (ἐρχομός) καί παράδοση, ἤ ἀλλιῶς ἡ ἐκ μέρους μας λήψη καί ἀπόκτηση (τῆς δωρεᾶς) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συγκεκριμένως καί ἐν χρό­νῳ, καί δέν νοεῖται ἡ ἀέναη καί ἄχρονη ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός. Θά λέγαμε μάλιστα ὅτι τό «λαμβάνειν ἤ ἀποκτᾶν» ἐμεῖς ἀντιστοιχεῖ ἤ μᾶλλον ἀνταποκρίνεται (καί συντονίζεται) στό προϊέναι-προέρχεσθαι πρός ἐμᾶς, καί δέν ἀνταποκρίνεται στό ἐκπορεύεσθαι, τ. ἔ. στό γεγονός τῆς μεταδόσεως τῆς θείας οὐσίας μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος (ἀπό τόν Πατέρα στόν Υἱό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα). Δηλα­δή ὁ ἅγιος Ἱλάριος δέν μιλάει περί τῆς ἐκπορεύσεως τῆς θείας οὐσίας, ἀλλά περί τῆς λήψεως-ἀποκτήσεως (τῆς δωρεᾶς) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό ἐμᾶς. Θά λέγαμε ἀκόμη ὅτι τόν ἅγιο Ἱλάριο δέν τόν ἐνδιαφέρει ἐδῶ ἀπό ποῦ πηγάζει-ἐκπορεύεται εἰδικῶς, τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τοῦ ἀρκεῖ (πρβλ. τό «ἕν καί τό αὐτό...»), τόν ἐνδιαφέρει, τό νά προέρχεται καί ἐκ τοῦ ἤ διά μέσου τοῦ Υἱοῦ καί νά τό λαμβάνει ἤ ἀποκτᾶ ἀπό Αὐτόν. Καί τοῦτο, γιά νά ἔχει τή γνησιότητα, τήν ἀσφάλεια, τό βέβαιο (τῆς δωρεᾶς) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σημείωση: Καί σήμερα ὅσοι χριστιανοί θέλουν μέ σιγουριά νά λαμβάνουν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τίς δωρεές του πρέπει νά τό λαμβάνουν διά μέσου Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ καί διά τῆς Ἐκκλησίας Του, τῆς ὁποίας εἶναι κεφαλή. Δέν μποροῦμε νά ἀγνοοῦμε ἤ νά ὑποτιμοῦμε τό σεσαρ­κωμένο Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τό ρόλο Του, οὔτε τήν ἀποστολικῶς, συνοδικῶς καί ἱεραρχικῶς δομημένη Ἐκκλησία Του.

Ἴσως κάποιος φανατικός Ρωμαιοκαθολικός, ἤ καί κάποιος ἄλλος, ἰσχυριστεῖ ὅτι ὁ Ἱλάριος δέν λέει ἐπακριβῶς αὐτά, ὅπως τά ἀποδίδει ἡ «Διασάφησις». Αὐτό θά λέγαμε δέν ἐνδιαφέρει ἰδιαιτέρως τούς Ὀρθοδό­ξους στό σύγχρονο θεολογικό διάλογο, ἐφ' ὅσον αὐτό εἶναι τό νόημά τους. Γι' αὐτούς ἀρκεῖ τό γεγονός ὅτι αὐτά τά χωρία ἤ λόγους, ὅπως παρατίθενται, τά δέχονται οἱ σύγχρονοι ἐπιφανεῖς δυτικοί θεολόγοι (τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου).

8) Φυσικά, ἐάν τά δέχονται πραγματικῶς καί ὄχι φαινομενικῶς-ἐπιφανειακῶς. Καί διατυπώνουμε αὐτήν τήν ὑπόθεση-ἐπιφύλαξη, γιατί πιό κάτω ἡ «Διασάφησις» καί ἐν ἀντιθέσει μέ αὐτούς τούς λόγους τοῦ ἁγίου Ἱλαρίου γράφει (σελ. 10-11), ὅπως ἔχουμε ἀναφέρει καί προηγου­μένως: «Ἡ ἑλληνική ἐκπόρευσις δέν σημαίνει παρά τήν αἰτιατήν σχέσιν ὡς πρός τόν μοναδικόν Πατέρα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄναρχος ἀρχή τῆς Τριά­δος. Ἐνῶ ἡ λατινική processio εἶναι γενικώτερος ὅρος, σημαίνων τήν μετάδοσιν (communicatio) τῆς ὁμοουσίου θεότητος τοῦ Πατρός πρός τόν Υἱόν, καί τοῦ Πατρός διά καί μετά τοῦ Υἱοῦ πρός τό Ἅγιον Πνεῦμα».

Ἡ τελευταία πρόταση ἴσως δέν θά προκαλοῦσε τόσο τήν προσοχή ἑνός ὀρθοδόξου καί τή σχετική ἀνησυχία ἤ σχολιασμό του, ἄν στό κείμενο ἐκτός τοῦ «διά», τό ὁποῖο εἶναι σύμφωνο καί μέ τίς ἀπόψεις τῶν προηγουμένων Πατέρων ὡς πρός τήν προέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν προσετίθετο καί τό «μετά». Δέν ἀρκέστηκε ἡ «Διασάφησις» δηλαδή νά πεῖ «τήν μετάδοσιν τῆς ὁμοουσίου θεότητος... τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ πρός τό Ἅγιον Πνεῦμα», ἀλλά μετά (ὕστερα ἀπό) τό «διά» πρόσ­θεσε τό «καί μετά» τοῦ Υἱοῦ, τ. ἔ. τή συμμετοχή καί τή σύμπραξη καί τοῦ Υἱοῦ στή μετάδοση (καί χορήγηση;) τῆς ὁμοουσίου Θεότητος στό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ὡστόσο νομίζουμε ὅτι καί ἐδῶ ἡ αἰτία (τοῦ προβληματισμοῦ) γι' αὐτήν τή διατύπωση ἔγκειται καί στήν ἐλλιπή ἀνάγνωση τοῦ χωρίου Ἰω. 16,14 καί στή μονομερή ἴσως ἄποψη ὅτι τό χωρίο αὐτό μιλάει γιά τή θεία οὐσία καί ὄχι γιά τούς λόγους τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ (τ. ἔ. γιά θεῖες ἐνέργειες).

Ἐξ ἄλλου θά μποροῦσε νά τεθεῖ τό ἐρώτημα, γιατί προκειμένου περί τοῦ Υἱοῦ μιλάει ἡ «Διασάφησις» γιά μετάδοση «τῆς ὁμοουσίου θεότητος τοῦ Πατρός πρός τόν Υἱόν», χωρίς νά παρεμβάλλει καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ προκειμένου περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρεμβάλλει καί τόν Υἱό; Καί ἡ ἀπορία αὐτή ἑνός ἀναγνώστη εἶναι ἀρκετά δικαιολο­γημένη, γιατί ἔρχεται σέ ἀντίθεση καί πρός ἐκεῖνο πού λέει στίς σελ. 20-21 ἡ ἴδια ἡ «Διασάφησις»: «Ὁ Πατήρ ἐξαποστέλλει τόν Υἱόν αὐτοῦ (Γαλ. δ΄ 4), ὅταν ἡ Μαρία συλλαμβάνει αὐτόν διά τῆς ἐπελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Λκ α΄ 35)». Δηλαδή ἐδῶ διαφαίνεται καί μία μεσολάβη­ση-παρεμβολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσχέτως πῶς ἐννοεῖται καί ἑρμη­νεύεται. (Θά δοῦμε ἐπ' αὐτοῦ καί πιό κάτω).

Ἐν πάσῃ περιπτώσει μπορεῖ ἀκόμη ὁ ἀναγνώστης νά διερωτηθεῖ, καί δικαίως: Γιατί ἡ «Διασάφησις» ἐδῶ ἐπεξηγοῦσα τό processio μιλάει μᾶλλον μονομερῶς γιά «μετάδοση» τῆς ὁμοουσίου ἀπό τόν Πατέρα θεό­τητος πρός τά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τ. ἔ. γιά γέννηση ἤ γιά ἐκπόρευση; Καί γιατί δέν μιλάει καί γιά τή διαδικασία τοῦ πρός ἐμᾶς ἐρχομοῦ τῶν προσώπων αὐτῶν τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ τῶν δωρεῶν τους, ἐφ' ὅσον πράγματι τό processio εἶναι γενικότερο τοῦ ἐκπόρευσις ;

9) Συναφῶς, διαφωτιστικῶς καί ἐπικουρικῶς πρέπει νά προσεχθεῖ καί τό ἑξῆς χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, τό ὁποῖο παρατί­θεται στή «Διασάφησιν», σελ. 13: «Τό Ἅγιον Πνεῦμα πρόεισι δέ καί ἐκ Πατρός καί Υἱοῦ...»

Κατ' ἀρχάς θά λέγαμε ὅτι καλλίτερα καί πιό κατανοητό θά ἦταν, ἄν παρετίθετο τό χωρίο ὁλόκληρο, ὅπως ἔχει, τουτέστιν: «Ὅτε τοίνυν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐν ἡμῖν γενόμενον, συμμόρφους ἀποδεικνύει Θεοῦ, πρόεισι δέ καί ἐκ Πατρός καί Υἱοῦ». Μᾶς δηλώνει δηλαδή ἐκεῖνο πού ἔχουμε γράψει ὅτι προέρχεται καί ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό καί ἔρχεται σέ μᾶς. Ἐδῶ ὁ Κύριλλος δέν μιλάει περί τῆς ἀρχῆς καί ἐκπο­ρεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περί τῆς ὁποίας ἴσως θέλει νά μιλήσει ἡ «Διασάφησις», ἀλλά περί τῆς σέ μᾶς ἀφίξεώς του («γενόμενον»), προερ­χόμενον ἐκ μέρους τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ.

Πρέπει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι καί μέ αὐτόν τόν τρόπο τῆς προε­λεύσεως ὁ ἅγιος Κύριλλος θέλει νά τονίσει καί τό γεγονός ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τῆς ἴδιας θείας φύσεως καί οὐσίας μέ τά ἄλλα δύο πρόσω­πα, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Γι' αὐτό ὁ ἅγιος Κύριλλος προσθέτει στό ἀνωτέρω χωρίο «πρόδηλον ὅτι τῆς θείας ἐστίν οὐσίας» (ἡ “Διασάφησις” ἔχει φύσεως) «καί τό Ἅγιον Πνεῦμα». Καί ἐπεξηγεῖ χαρακτηριστικά καί πολύ προσεκτικά: «οὐσιωδῶς ἐν αὐτῇ καί ἐξ αὐτῆς προϊόν» (PG 75,585A), τ. ἔ. ἀπό αὐτήν τήν κοινή φύση καί οὐσία προέρχεται. Ὡστόσο δέν λέει ὅτι ἐκπορεύεται ἀπό τά πρόσωπα, τ. ἔ. καί ἀπό τά δύο πρόσωπα καί τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Δέν μιλάει περί τῶν ἰδιαιτέρων ἰδιωμάτων τῶν προσώπων, ἀλλά τονίζει τό θέμα τοῦ ὁμοουσίου αὐτῶν, τῆς ὁμο­ουσιότητάς τους.

Ἰδιαιτέρως ἐπίσης πρέπει νά προσεχθεῖ καί νά τονιστεῖ ὅτι χρησι­μοποιεῖται ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο τό γενικότερο ρῆμα «πρόεισι» καί ὄχι τό «ἐκπορεύεται», πού εἶναι εἰδικότερο καί κυριολεκτεῖται γιά τό προσω­πικό ἰδίωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τ. ἔ. τήν ἐκπόρευσή Του ἀπό τόν Πατέρα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει φαίνεται ὅτι δέν ἀντιτίθεται ὁ Κύριλλος στό Filioque, ὅταν συνοδεύεται μέ τό προϊέναι τ. ἔ. μέ τή γενι­κότερη ἔννοια τῆς καί πρός ἐμᾶς ἐλεύσεως («ἐν ἡμῖν γενόμενον») καί ὄχι μέ τό ἐκπορεύεσθαι, τ. ἔ. μέ τήν ἰδιαίτερη προσωπική καί εἰδικότερη ἔν­νοια τῆς ἀπό τόν Πατέρα μόνο ἐκπορεύσεως καί ἀφετηρίας.

10) Ἐν συνεχείᾳ ἐρχόμαστε σ' αὐτό πού γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί μεταφέρει ἡ «Διασάφησις» (σελ. 13, ὑποσ. 4): «Καί ὥσπερ ὁ Υἱός λέγει “πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ ἐμά ἐστιν” (Ἰωάν. ιϛ΄ 15), οὕτω ταῦτα πάντα διά τοῦ Υἱοῦ εὑρήσομεν ὄντα καί ἐν τῷ Πνεύματι (Ἐπιστολή πρός Σεραπίωνα, ΙΙΙ, 1, 33, PG 26,625B)».

Κατ' ἀρχάς ἐδῶ πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χρησιμοποιεῖ ἐμφαντικῶς τήν πρόθεση «διά» («διά τοῦ Υἱοῦ») καί δέν ἔχει τήν πρόθεση «ἐκ». Ἑπομένως καί ἐάν στό «πάντα ὅσα» ἤ «ταῦτα πάντα» συνυπονοήσουμε καί τή θεία οὐσία, δέν δημιουργεῖται κανένα πρόβλημα. Ἀξίζει ὅμως τόν κόπο νά μεταφέρουμε καί τή συνέχεια τοῦ ἀνωτέρω χωρίου πρός ἐπικύρωση καί πολλῶν ἄλλων προηγουμένως καί μέχρι τώρα λεχθέντων: «Καί ὡς ὁ Πατήρ ἔδειξε τόν Υἱόν λέγων, "Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα", οὕτω τοῦ Υἱοῦ ἐστί τό Πνεῦμα· "Ἐξαπέστειλε γάρ", φησίν ὁ Ἀπόστολος, "τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν κράζον· Ἀββά, ὁ Πατήρ". Καί τό παράδοξον, ὥσπερ ὁ Υἱός λέγει, Τά ἐμά τοῦ Πατρός ἐστιν, οὕτω τοῦ Πατρός ἐστι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅπερ τοῦ Υἱοῦ εἴρηται. Αὐτός μέν γάρ ὁ Υἱός λέγει· "Ὅταν ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ"».

Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό λεγόμενο ὑπό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: «Καί τό παράδοξον, ὥσπερ ὁ Υἱός λέγει, Τά ἐμά τοῦ Πατρός ἐστιν, οὕτω τοῦ Πατρός ἐστι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅπερ τοῦ Υἱοῦ εἴρηται». Εἶναι σά νά βεβαιώνει ὁ Υἱός-Λόγος: «(Ὅσα) Ὅ,τι ἔχω ἐγώ, εἶναι τοῦ Πατρός, ἔτσι τοῦ Πατρός εἶναι (καί) τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο (ἤ, ἄν καί) ἔχει λεχθεῖ ὅτι εἶναι τοῦ Υἱοῦ». Ἐνισχύονται μέ αὐτήν τήν περικοπή ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἔχουν εἰπω­θεῖ στό προηγούμενο τμῆμα Γ΄ τῆς γνωμοδοτήσεως. Ἰδιαιτέρως ὑπογραμ­μίζουμε τίς ἐκφράσεις: «οὕτω τοῦ Υἱοῦ ἐστί τό Πνεῦμα» καί «οὕτω τοῦ Πατρός ἐστι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅπερ τοῦ Υἱοῦ εἴρηται».

Ἀλλά καί ἀκόμη πιό κάτω ὁ Μέγας Ἀθανάσιος προσθέτει χαρα­κτη­ριστικῶς: «Οὐκοῦν εἰ ὁ Υἱός διά τήν πρός τόν Πατέρα ἰδιότητα, καί διά τό εἶναι αὐτοῦ τῆς οὐσίας ἴδιον γέννημα, οὐκ ἔστι κτίσμα, ἀλλ' ὁμο­ούσιος τοῦ Πατρός· οὕτως οὐκ ἄν εἴη οὐδέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον κτίσμα, ἀλλά καί ἀσεβής ὁ λέγων τοῦτο, διά τήν πρός τόν Υἱόν ἰδιότητα αὐτοῦ, καί ὅτι ἐξ αὐτοῦ δίδοται πᾶσι, καί ἅ ἔχει τοῦ Υἱοῦ ἐστίν» (PG 26,625C – 628A).

Ἐνισχύονται δηλαδή μέ αὐτήν τήν περικοπή καί αὐτά πού ἔχουν εἰπωθεῖ ἐπανειλημμένως σέ προηγούμενες παρατηρήσεις. Καί πρέπει νά παρατηρηθεῖ ὅτι ἐδῶ πού χρησιμοποιεῖ τήν πρόθεση «ἐκ» («ἐξ αὐτοῦ») ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τήν χρησιμοποιεῖ, ἐπειδή μιλάει γιά «μετάδοση» αὐτοῦ (τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) σ' ὅλους τούς ἀνθρώπους, καθώς καί γιά ἐκεῖνα (τά λόγια), τά ὁποῖα ἔχει (παραλάβει) ἀπό τόν Υἱό, καί ὄχι γιά τήν ἐκπό­ρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ τήν ἔκφραση, λοιπόν, «ἐξ αὐτοῦ (τοῦ Υἱοῦ) δίδοται (τό Ἅγιον Πνεῦμα πᾶσι (καί ἀνθρώποις)» καθίσταται ἐμφανές ὅτι μιλάει γιά «μετάδοση» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή γενική καί ἐν χρόνῳ ἔννοια («πᾶσιν ἀνθρώποις», ἐφ' ὅσον δηλαδή ὑπάρχουν ἄνθρωποι) καί ὄχι γιά τήν προαιώνιο καί πρό ἀκόμη τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο ἄλλωστε καί τονίζει μέ τό νά λέει πιό πάνω: «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται».

Ἔτσι φαίνεται ὅτι οὔτε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀντιτίθεται στό filioque, ὅταν συνοδεύεται μέ τό δίδοται ἤ μέ τό ἀντίστοιχο πρός αὐτό ρῆμα, προέρχεται (procedit), καί ὄχι μέ τό ἐκπορεύεται, ὅπως ἴσως νομίζουν μερικοί.

11) Στή σελ. 13 ἡ «Διασάφησις» λέει: «Κατά τόν Ζ΄ αἰῶνα, οἱ Βυ­ζαντινοί ἐνωχλήθησαν ἀπό τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως τοῦ Πάπα, τήν περιέχουσαν τό Filioque σχετικῶς μέ τήν processio τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν μετέφραζον ἀνακριβῶς μέ τόν ὅρον ἐκπόρευσις».

Οἱ Βυζαντινοί μετέφραζαν ἤ οἱ περί τόν Πάπα; Μήπως δηλαδὴ οἱ Λατῖνοι μετέφραζαν πρῶτοι τόν ὅρο «ἐκπόρευσις» μέ τόν ὅρο processio στό Ἰω. 15,26; Καί ὄχι μόνο τόν ὅρο «ἐκπόρευσις», ἀλλά μήπως καί τόν ὅρο «γέννησις» τόν ἀντικαθιστᾶ μέ τόν ὅρο processio ἡ Λατινική Θεολογία; Λέει συγκεκριμένως ἡ «Διασάφησις» (σελ. 11, ὑπ. 3): «Κατά τόν ἴδιον (κατά τόν Θωμᾶ Ἀκυινάτην), ὅπως καί καθ' ὅλην αὐτήν τήν λατινικήν θεολογίαν, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο processio διά τόν Υἱόν ὡς καί διά τό Πνεῦμα "ἡ γέννησις εἶναι processio, ἡ ὁποία θέτει τό θεῖον πρόσωπον ἐν κατοχῇ τῆς θείας φύσεως" (Summa Theologica, Ia, q. 43, a. 2, c)».

Καί ἐπί πλέον, ἄν κατηγοροῦνται οἱ Βυζαντινοί ὅτι «ἀνακριβῶς» μετέφραζαν «τήν processio τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... μέ τόν ὅρον ἐκπό­ρευσις», τί πρέπει νά ποῦμε γιά τούς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι προέβησαν στήν ἀνάλογη ἀπόδοση ἀκόμη καί στήν Καινή Διαθήκη;

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ποιός πρῶτος καί ποιός δεύτερος δέν ἔχει μεγάλη σημασία ἐπί τοῦ προκειμένου. Σημασία ἔχει ὅτι χαρακτηρίζεται καί ἀπό τή «Διασάφησιν» τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου «ἀνακριβής» ἡ ἀπόδοση τοῦ ὅρου processio μέ τόν ὅρο «ἐκπόρευσις»· καί φυσικά καί τό ἀντίθετο. Κατόπιν τούτου νομίζουμε ὅτι ἕνα ἀκόμη ἀποφασιστικό βῆμα γιά τήν προσέγγιση τῶν δύο Θεολογιῶν, Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς, καί τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, εἶναι, ὅπως προελέχθη, ἡ ἀντικατά­σταση στή λατινική Καινή Διαθήκη καί στό χωρίο Ἰω. 15,26 τοῦ ρήματος procedere (ἤ exiene) μέ ρῆμα πού νά ἀποδίδει ἀκριβέστερα, ἄν ὄχι ἀκριβῶς, τό ἐκπορεύεσθαι.

12) Στή σελ. 14 τῆς «Διασαφήσεως» γίνεται ἐπίκληση καί τοῦ ἁγί­ου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος γράφει σέ Ἐπιστολή του: «Καί τό μέν πρῶτον, συμφώνους παρήγαγον χρήσεις τῶν Ρωμαίων πατέρων· ἔτι γε μήν καί Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας . . . ἐξ ὧν, οὐκ αἰτίαν τόν Υἱόν ποιοῦντας τοῦ Πνεύματος, σφᾶς αὐτούς ἀπέδειξαν· μίαν γάρ ἴσασιν Υἱοῦ καί Πνεύματος τόν Πατέρα αἰτίαν· τοῦ μέν κατά τήν γέννησιν· τοῦ δέ, κατά τήν ἐκπόρευσιν· ἀλλ' ἵνα τό δι' αὐτοῦ προϊέναι δηλώσωσι· καί ταύτῃ τό συναφές τῆς οὐσίας καί ἀπαράλλακτον παραστήσωσι» (Ἐπι­στολή πρός Μαρῖνον Κύπρου, PG 91,136A-B)».

Ἐδῶ καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μᾶς ἐπαναλαμβάνει καί ἔτσι ἐπικυρώνει τό ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι ὁ Υἱός, ὅπως εἶναι καί ἡ αἰτία τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ. Καί προσθέτει ὅτι μέ αὐτή τή διατύπωση θέλουν οἱ προγενέστεροι Ρω­μαῖοι Πατέρες καί ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν μίαν αἰτίαν καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, τόν Πατέρα, νά ποῦν δύο πράγ­ματα: α) Νά δηλώσουν τό «προϊέναι διά τοῦ Υἱοῦ», ὄχι τό «ἐκπορεύε­σθαι ἐξ Αὐτοῦ», καί β) κοντά σ' αὐτό νά περιγράψουν «τό συναφές καί ἀπαράλλακτον» τῆς οὐσίας μεταξύ τῶν τριῶν προσώπων, καί ὄχι ὅτι «ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι πηγή» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἴσως θέλει νά καταλήξει ἡ «Διασάφησις».

Πάντως ἡ διατύπωση-ἑρμηνεία(;) τῆς «Διασαφήσεως» (σελ. 13-14), ὅτι «Ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι πηγή ὁμοούσιος τοῦ προϊέναι τοῦ ἰδίου αὐτοῦ Πνεύματος», μᾶλλον συγχέει τά πράγματα, κατά τήν ἄποψή μας. Πάει νά ταυτίσει τό «πηγή» (ἐκπόρευσις) μέ τό «προϊέναι» πού εἶναι γενικότερο.

13) Ἀκολούθως ἄς ἐπιτραπεῖ νά παραθέσουμε καί μία, κατά τή γνώμη μας, ἀντίφαση μεταξύ δύο (τοπικῶν) Γενικῶν Συνόδων τῆς Ρωμαι­οκαθολικῆς Ἐκκλησίας, στηριζόμενοι στό κείμενο τῆς «Διασαφήσεως» (σελ. 15). Ἔτσι ἡ «Διασάφησις» παραθέτει τό ἑξῆς ἐδάφιο ἀπό τήν ἐν Λατερανῷ Δ΄ Σύνοδον τοῦ 1215: «Οὕτως, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό προϊόν ἐκ τῶν δύο, εἶναι μία καί μόνη πραγματικότης (DS 805)».

Καί ἐνῶ παραθέτει αὐτήν τή «δογματική» Ὁμολογία («ὡμολογήθη δογματικῶς», λέει ἡ Διασάφησις, σελ. 14), ἀμέσως μετά προσθέτει: «Τῷ 1274, ἡ ἐν Λυῶνι Β΄ σύνοδος ὡμολόγησεν ὅτι "τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, οὐχί ὡς ἐκ δύο ἀρχῶν, ἀλλ' ὡς ἐκ μιᾶς μόνης ἀρχῆς (tamquam ex uno principio)" (DS 850)».

Γιατί ἡ μία Σύνοδος χρησιμοποιεῖ ὀρθῶς τό «προϊέναι» καί ἡ ἄλλη τό «ἐκπορεύεσθαι»; Καί γιατί ἡ δεύτερη ἑνώνει(;) σέ μία ἀρχή Πατέρα καί Υἱό; Ἔτσι δέν συγχέονται καί οἱ ἔννοιες καί τά ρήματα; Μήπως αὐτό ὀφείλεται καί στήν κρυπτόμενη παγίδα τοῦ «προϊέναι»;

14) Καί ὄχι μόνο αὐτό. Ἀλλά στή συνέχεια ἡ «Διασάφησις» (σελ. 15-16) ἐπιπροσθέτει τμῆμα ἀπό τήν «Κατήχηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία «ἑρμηνεύει τήν διατύπωσιν ταύτην (τῆς Β΄ Λυῶνος) εἰς τόν ἀρ. 248 ὡς ἑξῆς»: «Ἡ αἰωνία τάξις τῶν θείων προσώπων ἐν τῇ ὁμοουσίῳ αὐτῶν κοινωνίᾳ συνεπάγεται ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἡ πρώτη "ἀρχή τοῦ Πνεύματος ὡς ἀρχή" ἄνευ ἀρχῆς (DS 1331), ἀλλ' ἐπίσης ὡς Πατήρ τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ εἶναι μετ' αὐτοῦ "ἡ μοναδική ἀρχή ἐκ τῆς ὁποίας ἐκπο­ρεύεται τό "Ἅγιον Πνεῦμα" (Β΄ ἐν Λυῶνι σύνοδος, DS 850)».

Ὡστόσο καί ἐδῶ μᾶλλον ἐμφανίζονται συγκεχυμένα τά πράγματα. Ἀφοῦ «ὁ Πατήρ εἶναι ἡ πρώτη ἀρχή τοῦ Πνεύματος», πῶς «ἐπίσης... εἶναι μετ' αὐτοῦ (τοῦ Υἱοῦ) ἡ μοναδική ἀρχή ἐκ τῆς ὁποίας ἐκπορεύεται τό Ἅγιον Πνεῦμα»; Ἤ εἶναι ἡ ἀρχή ἤ δέν εἶναι. Καί ἄλλο ἐρώτημα: Ὑπάρχει καί πρώτη καί δεύτερη ἀρχή; καί μάλιστα μοναδική; Τότε ἡ πρώτη τί εἶναι; Ἄλλο ἄν ὡς δεύτερη ἀρχή ἐννοεῖ τό «προϊέναι» ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά τότε δέν ἔπρεπε νά χρησιμοποιεῖ τό «ἐκπορεύεται», τό ὁποῖο ἀνήκει στήν πρώτη ἀρχή, στόν Πατέρα. Μήπως καί αὐτό ὀφείλεται στή γνωστή παγίδα;

15) Εἴπαμε προηγουμένως ὅτι ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας χρησιμοποιεῖ τό ρῆμα «προϊέναι» καί θέλει νά ἐκφράσει τήν ταυτότητα τῆς θείας οὐσίας Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, καί γι' αὐτό δέν διστάζει νά πεῖ ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα «πρόεισι καί ἐκ Πατρός καί Υἱοῦ», ὄχι «ἐκπορεύεται», καθώς καί νά δεχθεῖ τό ὅτι «οὐσιωδῶς ἐν αὐτῇ (τῇ θείᾳ οὐσίᾳ) καί ἐξ αὐτῆς προϊόν». Σ' αὐτές δηλονότι τίς ἐκφράσεις δέν ἀνα­φέρεται στίς ἰδιαιτερότητες «ἀγεννησίας», «γεννήσεως» καί «ἐκπορεύσε­ως» τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά στήν ταυτότητα τῆς οὐσίας τους. Αὐτό καί ὅτι ἀντιδιαστέλλει οὐσία ἀπό ἰδιότητες μποροῦμε νά τό παρακολουθήσουμε καί στό ἑξῆς χωρίο τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας πού παραθέτει ἡ «Διασάφησις» στή σελ. 18, ὑποσ. 8: «Ἐν δέ τῷ Υἱῷ φυσικῶς τε καί οὐσιωδῶς διῆκον παρά Πατρός τό Πνεῦμα (ἐδῶ παραλείπεται ἡ συνέχεια "δι' οὗ τά πάντα χρίων ἁγιάζει") (Thesaurus, XXXIV, PG 75,577A)».

Στό χωρίο αὐτό ἡ δυνατότητα παραπλανήσεως ἕνεκα τῆς προθέσεως «ἐν» («ἐν δέ τῷ Υἱῷ») ἐξουδετερώνεται μέ τή χρησιμοποίηση τοῦ ρήματος «διῆκον» (= διερχόμενον), τό ὁποῖο, ἄν δέν εἶναι πιό ἰσχυρό, πάντως εἶναι ἐξ ἴσου διαφωτιστικό μέ τό «προϊέναι διά». Ὥστε, εἴτε ποῦμε «διῆ­κον ἐν τῷ Υἱῷ», εἴτε ποῦμε «προϊόν διά τοῦ Υἱοῦ», λέμε τό ἴδιο. Καί μπο­ρεῖ φυσιολογικά καί κανονικά νά διήκει-διέρχεται, γιατί εἶναι τῆς ἴδιας οὐσίας. Καί πρέπει ἐπίσης νά ὑπογραμμιστεῖ καί ἡ ἔκφραση «παρά Πατρός» τό Πνεῦμα διήκει = διέρχεται στόν Υἱό, ἀλλά ἐκπορεύεται «παρά Πατρός». Πρβλ. τό Ἰω. 15,26. Διήκει στόν («ἐν τῷ») Υἱό, δέν ἐκπορεύεται ὅμως ἀπό τόν Υἱό. Ἡ ὕπαρξη τοῦ «ἐν» (= ἐντός) στήν ἔκ­φραση «ἐν τῷ Υἱῷ» ἴσως ἐνθυμίζει σέ μᾶς καί τό «μένειν ἤ ἀναπαύεται», γιά τό ὁποῖο ἔχει γίνει λόγος πιό μπροστά (στό Γ΄ τμῆμα). Πρβλ. Ἰω. 1,32-33. Πολλές φορές ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας εἶναι τόσο πυκνός στά νοήματά του καί συνεπτυγμένος στίς προτάσεις του, πού ἀπαιτεῖται ἐνδελεχής ἀνάλυση.

16) Στή σελ. 18, ὑποσ. 9 ἡ «Διασάφησις» ἀναφέρει μία χαρακτηριστι­κή γνώμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὁ ὁποῖος γράφει: «Τό δέ Ἅγιον Πνεῦμα καί ἐκ τοῦ Πατρός λέγεται, καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ εἶναι προσμαρ­τυρεῖται. "Εἰ γάρ τίς Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, φησίν ὁ Ἅγιος Παῦλος, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ" (Ρωμ. η΄ 9). Οὐκοῦν τό μέν Πνεῦμα ἐκ τοῦ Θεοῦ, καί (τοῦ) Θεοῦ Πνεῦμά ἐστιν. Ὁ δέ Υἱός ἐκ Θεοῦ ὤν, οὐκέτι καί Πνεύματος, οὔτε ἐστίν οὔτε λέγεται· οὐδέ ἀναστρέφει ἡ σχετική ἀκολουθία αὕτη (Fragmentum in orationem dominicam)». Καί σημειώνει ἡ «Διασάφησις» ὅτι τό χωρίο αὐτό ἀναφέρεται «ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, PG 46,1109 BC».

Ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά λάβουμε ὑπ' ὄψη μας ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέει «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ εἶναι» καί δέν λέει καί «ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι», τ. ἔ. ὅτι ἔχει τήν ὕπαρξή του. Δέν προσμαρτυρεῖται ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ὀφεί­λει τήν ὕπαρξή του στόν Υἱό. Καί φυσικά οὔτε τήν ἐκπόρευσή του. Ἀλλά μόνο λέει εἶναι «ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἐξ ἄλλου καί ἡ ὕπαρξη τῆς προθέσεως «πρός» στήν ἀρχή τοῦ ρήμα­τος «προσμαρτυρεῖται» μήπως ὑποδηλώνει κάποιο δευτερογενές καί ἐπιπρόσθετο «εἶναι»;

Ἐδῶ ἐπί πλέον πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ λόγος εἶναι περί τῶν ἰδιω­μάτων τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὄχι περί τῆς οὐσίας αὐτῶν. Τοῦτο καταφαίνεται, ἄν παραθέσουμε καί ἀνατρέξουμε καί σέ ἕνα προη­γούμενο ἀπόσπασμα τοῦ ἴδιου κειμένου, ὅπου ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει: «Κοινοῦ δέ ὄντος τῷ Υἱῷ καί τῷ Πνεύματι τοῦ μή ἀγεννήτως εἶναι, ὡς ἄν μή τις σύγχυσις περί τό ὑποκείμενον θεωρηθείη, πάλιν ἔστιν ἄμικτον τήν ἐν τοῖς ἰδιώμασιν αὐτῶν διαφοράν ἐξευρεῖν, ὡς ἄν (= ἔτσι ὥστε) καί τό κοινόν φυλαχθείη, καί τό ἴδιον μή συγχυθείη. Ὁ γάρ μονογενής Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός παρά τῆς ἁγίας Γραφῆς ὀνομάζεται, καί μέχρι τούτου ὁ λόγος ἵστησιν (= παριστᾶ) αὐτῷ τό ἰδίωμα» (PG 46,1109B).

Περαιτέρω ἐπίσης πρέπει νά παρατηρηθεῖ ὅτι τό παρατιθέμενο ἀπό τή «Διασάφησιν» χωρίο τοῦ Νύσσης λέει: Τό Ἅγιον Πνεῦμα «εἶναι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Πρέπει ὅμως συγχρόνως νά σημειωθεῖ ὅτι τό ρῆμα «εἶναι» εἶναι γενικότερο τοῦ ἐκπορεύεσθαι, ὅπως καί τό ρ. προϊέναι. Τοῦτο ὑποδεικνύεται καί ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Νύσσης γράφει: «Ὅ τε γάρ (= διότι καί ὁ) Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός ἐξῆλθεν (πρβλ. τό προϊέναι), καθώς φησιν ἡ Γραφή, καί τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Θεοῦ καί παρά [τοῦ] Πατρός ἐκπορεύεται» (PG 46, 1109AB).

Μετά ἀπ' αὐτά εὐχερές εἶναι νά δεχθοῦμε καί τήν ἄποψη ὅτι ὀρθή εἶναι ἡ γραφή χωρίς τό «ἐκ» πρό τοῦ Υἱοῦ, ὅπως καταλήγει καί ὁ Werner Jäger1. Ἑπομένως ἡ γνήσια γραφή τοῦ Γρηγορίου Νύσσης μᾶλλον εἶναι ἡ ἑξῆς: «...Τό ἅγιον Πνεῦμα καί ἐκ τοῦ Πατρός λέγεται καί [ἐκ] τοῦ Υἱοῦ εἶναι προσμαρτυρεῖται». Καταφαίνεται πάντως ὅτι ὁ Νύσσης ἄλλη διά­σταση καί περιεχόμενο δίνει στό ρῆμα «εἶναι» καί ἄλλη στό «ἐκπορεύ­εσθαι». Λέει δηλαδή ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι, τ. ἔ. ὅτι προέρχεται καί ἀπό τόν Υἱό, ἀλλά ὄχι ὅτι ἐκπορεύεται ἀπό Αὐτόν. Ἐνισχύονται τελι­κῶς ἐκεῖνα πού λέχθηκαν στό Γ΄ Τμῆμα τῆς γνωμοδοτήσεως αὐτῆς.

17) Ἀκόμη καί τό στήν ἴδια ὑποσημείωση (σελ. 18, ὑποσ. 9) τῆς Διασαφήσεως χωρίο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τήν ἴδια διδασκαλία περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀκολουθεῖ. Τοῦτο λέει: «Ὥσπερ ἐστίν αἴτιος τοῦ Λόγου ὁ Νοῦς [ὁ Πατήρ], οὕτω καί τοῦ Πνεύματος, διά μέσου τοῦ Λόγου. Καί ὥσπερ οὐ δυνάμεθα εἰπεῖν τόν λόγον [τόν φωνητικόν λόγον] εἶναι τῆς φωνῆς [τῆς πνοῆς], οὕτως οὐδέ τόν Υἱόν λέγειν τοῦ Πνεύματος (Quaestiones et dubia, PG 90,813B)». Σ' αὐτό πρέπει νά προσεχθοῦν τά ἑξῆς: Ὅταν λέει «Ὥσπερ ἐστίν αἴτιος τοῦ Λόγου ὁ Νοῦς [ὁ Πατήρ], οὕτως καί τοῦ Πνεύματος (πάλιν ὁ Νοῦς, ὁ Πατήρ, εἶναι αἴτιος) διά μέσου τοῦ Λόγου», τ. ἔ. διά τοῦ Λόγου, διά τοῦ Υἱοῦ, ὄχι μετά τοῦ Υἱοῦ. Τό «διά μέσου» ἰσοδυναμεῖ μέ τό «διά» καί ὄχι μέ τό «μετά» (μαζί).

18) Ἄλλο σημεῖο πού μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς μία ἀντίφαση, ἡ ὁποία ὑπάρχει στή «Διασάφησιν» εἶναι τό ἑξῆς: Στή σελ. 20-21 γράφεται ὅτι «Ὁ Πατήρ ἐξαποστέλλει τόν Υἱόν αὐτοῦ (Γαλ. δ΄ 4), ὅταν ἡ Μαρία συλλαμ­βάνει αὐτόν διά τῆς ἐπελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Λκ α΄ 35)».

Τό ἐρώτημα πού μπορεῖ νά προβληθεῖ εὐθύς ἀμέσως εἶναι τό ἑξῆς: Ἡ παρθένος Μαρία συλλαμβάνει διά τῆς ἐπελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἤ κατά (ἤ ἀκόμη μετά) τήν ἐπέλευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τί πρεσβεύει ἀκριβῶς ἡ «Διασάφησις»; Δηλαδή πρέπει νά προσεχθεῖ καλά ὅτι τό σχετικό χωρίο Λουκ. 1,35 λέει: «Ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ (τῇ Μαριάμ), Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ». «Ἐπί σέ» ἐπελεύσεται καί ὄχι «ἐν σοί». Ὑπενθυμίζεται ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «ἐχωρήθη ἐν σαρκί». Ἡ θεία φύση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου καί ἡ ἀνθρώπινη φύση (τοῦ Ἰησοῦ) ἀπό τή Θεοτόκο ἑνώθηκαν. Ὁ «Λόγος σάρξ ἐγένετο», ὄχι τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀκόμη πρέπει νά προσεχθεῖ ὅτι τό χωρίο λέει: «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται» καί ὄχι «τό Πνεῦμα τό ἅγιον». Ὁ καθηγητής Παν. Τρεμ­πέλας, μεταφέροντας καί ἀπόψεις ξένων νεότερων ἑρμηνευτῶν (ὅπως τῶν M. J. Lagrange, F. Godet καί J. Owen), γράφει: «Καί ἡ ἀπουσία τοῦ ἄρθρου ἐνταῦθα δηλοῖ, ὅτι πρόκειται περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶλλον ὡς πνοῆς δημιουργοῦ παρά ὡς προσώπου θείου. Καί ἡ ἔννοια λοιπόν εἶναι: Ἁγία δύναμις δημιουργός»2. Ἴσως στήν ἄποψη αὐτή τούς παρωθεῖ καί τό ἐν συνεχείᾳ στό χωρίο τοῦ Λουκᾶ 1,35 λεγόμενο: «Καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι».

Δέν παραλείπει ὁ Παν. Τρεμπέλας ὅμως νά παραθέσει καί τήν ἄποψη τοῦ καθηγητῆ Ν. Δαμαλᾶ, ὁ ὁποῖος ἐννοεῖ «τό τρίτον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπερ ὑπερφυσικῶς καί παντοδυνάμως ἐνήργησε», καί τήν ὁποία ἄποψη χαρακτηρίζει ὡς «σοβαρωτέρα» τῆς προηγουμένης.

Ὡστόσο ἔχουμε καί τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὁ ὁποῖος εἴδαμε νά λέει: «Ὁ δέ Υἱός ἐκ Θεοῦ ὤν, οὐκέτι καί Πνεύματος, οὔτε ἐστίν οὔτε λέγεται» (PG 46,1109C). Ὡσαύτως καί ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅπως εἴδαμε, λέει: «Καί ὥσπερ οὐ δυνάμεθα εἰπεῖν τόν λόγον εἶναι τῆς φωνῆς, οὕτως οὐδέ τόν Υἱόν λέγειν τοῦ Πνεύματος» (PG 90, 813B).

Μετά ἀπό ὅλα αὐτά προφανῶς ἔχει δίκαιο ὁ καθηγητής Παν. Τρεμ­πέλας, ὅταν καταλήγει στό συμπέρασμα καί λέει: «Ὁ σχηματισμός τοῦ παιδίου Ἰησοῦ ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς παρθένου ἀποτελεῖ μυστήριον»3, καί μάλιστα «μέγα» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 3,16).

Σχετικῶς ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς προειδοποιεῖ: «Τοσοῦτον μέν οἶδεν ἡ θεόπνευστος Γραφή τῆς ἐπιγνώσεως τό ἀπέραντον, τοσοῦτον δέ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τό τῶν θείων μυστηρίων ἐν τῷ παρόντι ἀνέφικτον... ἄχρις ἄν ἔλθῃ τό τέλειον, ὅτε τό ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Ἀσκητικά. Περί πίστεως, PG 31,684A). Καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός στήν Ἐγκύκλιό του «Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκο­μένοις Ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς» (1440-1) διακηρύσσει: «Καί ἡμεῖς μέν μετά τοῦ φιλοσόφου καί μάρτυρος Ἰουστίνου (PG 6,1224), ὡς ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός, οὕτω καί τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρός λέγομεν· οὗτοι δέ μετά τῶν Λατίνων, τόν μέν Υἱόν ἀμέσως, τό δέ Πνεῦμα ἐμμέσως ἐκ τοῦ Πατρός λέγουσιν. Καί ἡμεῖς μέν μετά τοῦ Δαμασκηνοῦ (PG 94,824) καί τῶν Πατέρων ἁπάντων, τήν διαφοράν γεννήσεως καί ἐκπορεύσεως ἀγνοεῖν ὁμολογοῦμεν· οὗτοι δέ μετά τοῦ Θωμᾶ καί τῶν Λατίνων, τῷ ἐμμέσῳ καί ἀμέσῳ διαφέρειν φασί τάς προόδους»4.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ – ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ

 

Ἀρχίζουμε τήν παράθεση τῶν συμπερασμάτων μέ ἀφετηρία-ἀφορμή τή διαπίστωση ὅτι ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου εἶναι μυστήριο.

1) Πράγματι γενικότερα θά λέγαμε ὅτι μυστήριο εἶναι ἡ ὅλη θεία Οἰκονομία (Γέννηση Ἰησοῦ, Βάπτιση, Σταύρωση, Ἀνάσταση, Ἀνάληψη καί ἡ Πεντηκοστή) γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων (πρβλ. τό Α΄ Τιμ. 3,16). Ἀφοῦ ὅμως εἶναι μυστήριο, σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά τό κατανοήσουμε πλήρως καί ἄρα οὔτε νά τό ἐκφράσουμε ἀκινδύνως μέ δικούς μας ὅρους καί περιγραφές. Ἑπομένως εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀκολουθοῦμε καί νά υἱοθετοῦμε, ἄν ὄχι καί νά περιοριζόμαστε καί νά χρησιμοποιοῦμε τούς ὅρους καί τίς προτάσεις πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἁγία Γραφή. Τό πολύ πολύ νά χρησιμοποιοῦμε καί λέξεις ἤ φράσεις ἰσο­πλατεῖς, ἰσοβαθεῖς καί ἰσοβαρεῖς μέ ἐκεῖνες πού χρησιμοποιεῖ ἡ θεόπνευ­στη Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία περιέχει καί μᾶς παραδίδει τήν ἀποκε­καλυμ­μένη ἀλήθεια, τήν πιστευόμενη καί τήν ἔστω μή πλήρως κατανοούμενη στή ζωή αὐτή. Κάθε ἑκούσια ἤ ἀκούσια χρησιμοποίηση ἄλλων λέξεων καί ὅρων, ἀκόμη καί συνωνύμων, περικλείει τόν κίνδυνο παρεκκλίσεων καί ἐμπλοκῆς σέ ἐσφαλμένες διατυπώσεις, ἤ ἐπιπροσθέτως καί σέ κακο­δοξίες ἤ καί αἱρέσεις, ἐφ' ὅσον βέβαια ἐπιμένουμε καί ἐμμένουμε σ' αὐτές.

2) Ἐφ' ὅσον ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, κατά πρῶτον ἀπαραίτητο καί ἐπιβεβλημένο καθίσταται στή μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπό τό πρω­τότυπο εἴτε στή Νέα Ἑλληνική γλώσσα εἴτε σέ ἄλλες γλῶσσες νά ἀκριβο­λογοῦμε καί νά ἀποδίδουμε ὀρθῶς καί πλήρως τό νόημα τῶν λέξεων-ὅρων-προτάσεων τοῦ πρωτοτύπου μέ τίς ἀντίστοιχες λέξεις τῶν γλωσσῶν αὐτῶν.

Ὡστόσο στή δογματική-θεολογική ἀνάπτυξη καί διατύπωση τῶν θείων καί ἀποκεκαλυμμένων ἀληθειῶν, ὅπως καί τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἤ τῶν ἄλλων ὅρων ἤ κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού εἶναι καί ἕνα εἶδος ἑρμηνείας ἤ ἐφαρμογῆς τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἔχουμε μία μεγαλύτερη ἐλευθερία κινήσεως καί ἐπιλογῆς λέξεων. Δηλαδή μποροῦμε νά παραφράζουμε τά κείμενα αὐτά καί μέ περισ­σότερες λέξεις, ὥστε νά ἀποδίδεται πλήρως τό νόημά τους, ἰδίως ὅταν δέν εἶναι δυνατόν νά ἀκριβολογοῦμε μέ τίς συγκεκριμένες ἀντίστοιχες λέξεις.

3) Τά ἀνωτέρω ἔχουν ὡς συνέπεια καί μᾶς παρέχουν τό δικαίωμα νά προσθέσουμε καί τά ἑξῆς: Ὅταν ἀπαγγέλλουμε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως (Νικαίας-Κων/πόλεως) στά ἑλληνικά καί ἐννοοῦμε καί ὁμολογοῦμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τήν ἀρχή του καί τήν αἰτία του, τήν πηγή του, στόν Θεό-Πατέρα, ὅτι δηλαδή ἐκπορεύεται προαιωνίως καί ἀιδίως μόνο ἀπό τόν Πατέρα, τότε (θά) περιοριζόμαστε σ' αὐτό πού θέσπισαν ἡ Α΄ καί ἡ Β΄ Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Θά λέμε: «Τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον».

Ὅταν ὅμως ἀπαγγέλλεται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως στά λατινικά, ὅταν δηλ. χρησιμοποιεῖται τό γενικότερο «προϊέναι»-procedere, ἀντί τοῦ εἰδικοῦ ἐκπορεύεται, τότε φαίνεται ὅτι προστίθεται καί τό Filioque, ἐπειδή πράγματι τό Ἅγιο Πνεῦμα προέρχεται(-ἐξέρχεται πρός τούς ἀνθρώπους) καί ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό, σύμφωνα μέ ἐκεῖνα πού διαπιστώσαμε στό χωρίο Γαλ. 4,6 (στό Γ΄ Τμῆμα) καί ἀπό τίς γνῶμες τῶν Πατέρων (στό παρόν Δ΄).

4) Μετά ἀπ' αὐτά θά τολμούσαμε, μέ κάποια ἐπιφύλαξη, νά διατυ­πώσουμε τό ἑξῆς: Ἴσως δικαιολογοῦνταν ἤ δικαιολογοῦνται ὅσοι θεο­λόγοι καί πιστοί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας δέχθηκαν ἤ ἀνέχθηκαν τελι­κῶς τήν εἰσαγωγή καί ἐκφώνηση καί τοῦ Filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως κατά τή λατρεία τους: α) ἐφ' ὅσον δέχονται ὅτι ἐσφαλμένως ἔχει χρησι­μοποιηθεῖ τό procedentem ἀντί τοῦ ἐκπορευόμενον καί στήν Ἁγία Γραφή καί β) ἐφ' ὅσον βεβαίως τό procedentem τό ἐκλαμβάνουν μόνον μέ τή γενικότερη ἔννοια τοῦ προϊέναι ἤ ἐξέρχεσθαι καί δέν συνυπονοοῦν καί τήν εἰδική ἔννοια τοῦ ἐκπορεύεσθαι.

Παρά ταῦτα ἡ προσθήκη αὐτή μέσα στό ὄγδοο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως δημιουργεῖ μία ἀσυνέπεια καί ἀνακολουθία πρός ἐκεῖνα πού δογμάτισαν καί ὅρισαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐξασθενεῖ ἤ ἐξουδετερώνει τή δικαιολόγηση αὐτή. Γι' αὐτό ἴσως χρειασθεῖ νά ὑποδειχθεῖ μία ὀρθότερη καί κανονικότερη διέξοδος στό θέμα μας. Αὐτό θά ἐπιχειρηθεῖ μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ στό ἑπόμενο τμῆ­μα καί βῆμα.

5) Βεβαίως τά πράγματα ἔχουν ἤ παίρνουν αὐτήν τήν εὐχάριστη τροπή, ἐφ' ὅσον γίνονται δεκτές καί οἱ γνῶμες Ἀνατολικῶν καί Δυτικῶν Πατέρων. Τό σημαντικό καί ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι οἱ γνῶμες αὐτές ἔχουν προβληθεῖ στή «Διασάφησιν». Καί δέν ἀπομένει παρά ἡ ὀρθή καί συνεπής κατανόησή τους καί ἐκ μέρους τῆς Ἀνατολῆς καί ἐκ μέρους τῆς Δύσεως. Πάντως, ἐφ' ὅσον οἱ Δυτικοί συμφωνοῦν σ' αὐτά τά χωρία, καί πρέπει, ἀφοῦ αὐτοί μᾶς τά ὑπενθύμισαν καί τά πρόβαλαν μέ τή «Διασά­φησιν», νομίζουμε ὅτι ἡ ἑνότητα Ἀνατολῆς καί Δύσεως, πρέπει νά ὑπολανθάνει, τ. ἔ. νά ὑφίσταται σέ λανθάνουσα κατάσταση, ἤ νά ὑπο­φώσκει.

Πλήν ὅμως δέν μποροῦμε νά ἐπαναπαυόμαστε στήν ἀνεπιτυχή ἀντι­κατάσταση τοῦ ὅρου «ἐκπορευόμενον» μέ τό procedentem καί τή βεβια­σμένη προσθήκη τοῦ Filioque. Ὅπως ἐπίσης δέν μποροῦμε νά ἀποκλεί­σουμε καί τό ἐνδεχόμενο μιᾶς ὑποκρυπτόμενης ἀναζητήσεως ὡς πρός τό θέμα τῆς διατυπώσεως καί ὁμολογίας τῆς προελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος καί ἐκ (διά) τοῦ Υἱοῦ κατά τήν μετά Χριστόν ἐποχή.

6) Ἄλλο συμπέρασμα, στό ὁποῖο ὁδηγούμαστε εἶναι ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος, ὅπως καί ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διαφυλάσσουν καί συγκρατοῦν τήν ἀλήθεια: Ἐφ' ὅσον, ὅταν ἐκφωνεῖται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως στά ἑλληνικά μέ τό «ἐκπορεύεται» περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποδίδεται ἐνσυνειδήτως στόν Πατέρα ἡ ἐκπόρευσις καί ὄχι καί στόν Υἱό, ἐνῶ, ὅταν ἐκφωνεῖται στά Λατινικά μέ τό procedere (= προϊέναι), τότε τίθεται καί τό Filioque, γιατί, ὅπως εἴδαμε, προέρχεται καί ἀπό τόν Υἱό, τοῦτο σημαίνει ὅτι τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας δέν λα­θεύει. Ἤ ἀλλιῶς, ἀγρυπνεῖ καί ἀπαιτεῖ τή σωστή διατύπωση τῆς ἀλή­θειας.

Ἀντιθέτως δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ τοπικές Σύνοδοι, ἀκόμη καί οἱ γενικές (allgemeine) –ἐξαιροῦνται οἱ Οἰκουμενικές– εἶναι ἀλάθητες, ὅταν βλέπουμε δύο πολυάριθμες γενικές Συνόδους, ὅπως τοῦ Λατερανοῦ καί τῆς Λυῶνος, νά διατυπώνουν ἀντιφατικές προτάσεις.

7) Μετά τά ὅσα διαπιστώνουμε μέ ἀφορμή ὅσα ἔχουν γραφτεῖ καί ὁμολογηθεῖ στή «Διασάφησιν», ἔχουμε τήν ταπεινή γνώμη ὅτι μποροῦμε νά καταλήξουμε καί στό ἑξῆς συμπέρασμα: Ὅτι ἡ ἀνάθεση ἐκ μέρους τοῦ Πάπα Ἰωάννου-Παύλου Β΄ ἔμπροσθεν τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαί­ου Α΄ τό 1995 στό Ποντιφικό Συμβούλιο συντάξεως καί ἐκδόσεως αὐτῆς εἶναι γεγονός ἀνάλογο τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, πού ἔλαβε χώραν τό 1965 ἀπό τούς Προκαθημένους Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας Ἀθηναγόρα Α΄ καί Παῦλον Ϛ΄.

Βεβαίως αὐτό ἐξαρτᾶται καί ἀπό τό ἄν μένουν ἑδραῖοι καί σταθεροί οἱ Δυτικοί σ' αὐτά πού ἐκφράζουν στή «Διασάφησιν», γενικῶς, καθώς καί ἄν δέχονται εἰδικῶς τίς γνῶμες τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι θεολόγησαν ὀρθῶς καί τίς ὁποῖες φιλο­ξενοῦν στό κείμενο αὐτό. Ἀλλιῶς δέν θά εἶχε καί κανένα νόημα νά τίς παραθέτουν. Καί αὐτές πάντως συμβάλλουν ἀποφασιστικῶς στήν προώ­θηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καί τήν κανονική πορεία της πρός τά μέλλοντα, ὅπως θά διαπιστωθεῖ καί προσεχῶς.

 

Παναγ. Ἰ. Μπούμης

Ὁμότ. Καθηγητής Παν/μίου Ἀθηνῶν

 

Περιοδικὸ «Ἐκκλησία», ἔτ. ΠΘ΄ [2012], τεῦχ. 8, σελ. 482-491.

 

 

 

1 Werner Jäger, Gregor von Nyssa's Lehre vom Heiligen Geist, Leiden 1966, σελ. 134. Πρβλ. Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, αἵρεσις τοῦ Filioque, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1972, σελ. 380-381.

2 Παν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, Ἀθῆναι 1952, σελ. 55.

3 Ὅπ. παρ., σελ. 55.

4 Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, Ἐν Ἀθήναις 19521, σελ. 360 [Ἐν Ἀθήναις 19602, σελ. 428].