ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Χριστιανικὴ ἀρχαιολογία Ἄθως πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν [2011]

Τὸ ὄρος Ἄθως πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν

 

τοῦ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου*

symbole@mail.com

 

῾Ο ἀρχαῖος Ἄθως

 

Πάντοτε σὲ ὅλους τοὺς ἀρχαίους καὶ προϊστορικοὺς λαοὺς ὑ­πῆρχε ἕνα ζεῦγος ἀνωτάτων θεῶν, ποὺ ἦταν θεοποιήσεις τῶν δύο με­γα­λει­τέρων οὐ­ρα­νί­ων σωμάτων κατὰ τὴν ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων, τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης. ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὰ ὀνόματα ποὺ ἐλάμβανε τὸ μυθικὸ αὐ­τὸ θεϊκὸ ζεῦγος ἀνὰ ἐποχὲς περιοχὲς φυλὲς καὶ γλῶσσες, ἕνα ὄνομα ἢ προσ­ωνύμιο στὸ ἀρσενικὸ γένος ἦταν γιὰ τὸν θεὸ ἥλιο καὶ τὸ ἴδιο στὸν ἀν­τί­στοιχο τύπο τοῦ θηλυκοῦ γένους ἦταν γιὰ τὴν θεὰ σελήνη. ἔτσι ἔχουμε τὰ πελασγικὰ ζεύγη ᾿Αμύκλας καὶ Μυκήνη (ἢ ΜύκονοςΜυκάλη), Πάλ­λας καὶ Παλλήνη (ἢ Παλλάς), Ἄθως καὶ ᾿Αθήνη (ἢ ᾿Αθηναίη᾿Αθηνᾶ), τὸ αἰ­γυπτιακὸ ζεῦγος Ὄ­σι­ρις καὶ Ἶσις, τὰ ἑλληνικὰ Ζεὺς καὶ ᾿Αστερία, ᾿Απόλ­λων καὶ Δάφνη, ῞Η­λι­ος καὶ Σελήνη, καὶ ἄλλα. σὲ μεταγενέστερες φάσεις κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐπί­θε­τα ἢ προσω­νύ­μια ἔγιναν κύρια ὀνόματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρήχθησαν νέ­ες θεότητες, ποὺ ἦσαν παραλλαγὲς τῶν δύο ἀνω­τά­των· ἔτσι ὁ ἑλ­λη­νικὸς Ζεὺς-῞Ηλιος κάποια στιγμὴ τριχοτομήθηκε ὡς Ζεὺς Ποσειδάων καὶ ᾿Αίδης. γι᾿ αὐτὸ σήμερα οἱ ἀρχαιολόγοι σὲ κάποια ἀγάλ­μα­τα ἀρχαίων θε­ῶν δὲν μπο­ροῦν νὰ ξεχωρίσουν ἂν πρόκειται γιὰ τὸν Πο­­σει­δῶνα ἢ τὸν Δία· ἀρχι­κῶς ἐπρόκειτο γιὰ τὸν ἴδιο ἀνώτατο θεό, ἀναλόγως ἂν βρί­σκε­ται στὸν οὐ­ρανὸ ἢ στὴν θάλασσα ἢ στὸν κάτω κό­σμο. τὸ ὄνομα Ἄθως λοιπὸν εἶναι προ­ελ­λη­νικὸ πελασγικό, ἀρσενικὸς τύπος τοῦ ὀνόματος ᾿Αθηνᾶ, καὶ προτοῦ γίνῃ κύριο ὄ­νο­μα, ἦταν προσωνύμιο τοῦ ἀνω­τά­του θεοῦ τῶν προϊστορικῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. τὸ ὅτι δόθηκε σὰν γε­ωγραφικὸ ὄνομα στὴν ἀνα­το­λικὴ ἄκρη τῆς Χαλκιδικῆς δείχνει ὅτι σ᾿ αὐτὴν τὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Πελασγῶν ὑπῆρχε ἰδιαίτερος τόπος λατρείας τοῦ ἀνωτάτου θεοῦ τους ἌθωΠάλλα, προφανῶς μεγάλος ναός, προσκύνημα μὲ ἱερὰ δάση καὶ βω­μούς, μὲ ἱερὸ ὄρος, ἱερὲς λίμνες καὶ ποταμοὺς καὶ μὲ ἱερὸ πέλαγος. ἀφιέ­ρωσαν τὴν περιοχὴ αὐτὴ στὸν ἀνώτατο θεό τους λόγῳ τοῦ ὑψηλότατου ὄ­ρους (2033 μέτρα). τὸ ὅτι ἡ δυτικὴ ἄκρη τῆς Χαλκιδικῆς, ποὺ σήμερα λέγεται Κασ­σάν­δρα, στὴν ἀρ­χαιότητα λεγόταν Παλλήνη, ση­μαί­νει ὅτι ἦταν ἀντίστοιχος τόπος λατρείας ἀφιερωμένος στὴν σύζυγο τοῦ Ἄθω, τὴν ἀνωτάτη θεὰ ᾿ΑθήνηΠαλλήνη. τὰ ὀνόματα (προσωνύμια) αὐτὰ ὡς προελληνικὰ εἶναι ἀ­γνώ­στου σημασίας.

 

Τὸ ὄρος Ἄθως (φωτογραφία ἀπὸ τὸ διαδίκτυο).


῾Η ἀρχαία μυθολογία ὅ­πως δι­α­μορ­φώθηκε μετὰ τὴν κάθοδο τῶν ῾Ελ­λή­νων (᾿Αχαιῶν καὶ Δωριέων), διέσωσε τὴν παράδοσι ὅτι ὁ Ἄ­θως ἦταν ἕνας «γί­γας» (δη­λαδὴ θεὸς τῶν προελλήνων κατοίκων), ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τὰ τὴν γι­γαν­τομαχία ἔρρηξε ἐναντίον τοῦ Ποσειδῶνος ἕναν με­γά­λο βρά­χο, ὁ ὁ­ποῖος σήμερα εἶναι τὸ ὅρος Ἄθως, ἐνῷ σὲ ἄλλη παραλλαγὴ τοῦ ἴ­διου μύ­θου, ὁ Ποσειδῶν εἶναι αὐτὸς ποὺ ῥήχνει τὸν βράχο καὶ κατα­πλα­κώ­νει τὸν γίγαν­τα Ἄθω. ὁ μῦθος ἀντικατοπτρίζει τὶς μάχες μεταξὺ Πε­λα­σγῶν καὶ ῾Ελλή­νων, οἱ δὲ θεοὶ τῶν κατακτητῶν ῾Ελλήνων νικοῦν καὶ ἐξ­ον­τώνουν ἢ κατα­διώ­κουν τοὺς θεοὺς τῶν παλαιοτέρων κα­τοίκων Πε­λα­σγῶν· ὁ ἀνώ­τα­τος θεὸς τῶν ῾Ελλήνων ΖεὺςΠοσειδῶν παίρ­νει τὴν θέσι τοῦ ἀνω­τά­του θεοῦ τῶν προελλήνων Ἄθω (γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχουν μαρτυρίες καὶ ἀρχαι­ο­λο­γικὰ εὑ­ρήματα γιὰ ναοὺς τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ποσει­δῶνος στὴν περιοχή), ὁ δὲ Ἄθως ἀπὸ ἀνώτατος θεὸς ὑποβαθμίζεται σὲ δευτερεύουσα θεότητα («γί­γας»), ὅ­πως ἀκριβῶς οἱ λάτρεις του ὑποδου­λώ­θηκαν στοὺς λάτρεις τοῦ νι­κητοῦ θε­οῦ. ἐν τέλει εἶ­ναι φανερὸ ὅτι ἡ περι­ο­χὴ αὐτὴ ἦταν περί­φη­μος καὶ ἐπί­ζη­λος τόπος λα­τρείας τοῦ θείου ἀπὸ τὰ βαθιὰ προϊστο­ρι­κὰ χρό­νια.

 

 

 

 

 

 

Χάρτης τοῦ 1903 ποὺ δείχνει τὴν γνωστὴ ἢ πι­θανὴ θέσι ἀρχαίων πόλεων στὸν προ­χρι­στια­νικὸ Ἄθω («᾿Ακτή»).

 

 

 

 

 

 

Στοὺς ἱστορικοὺς χρόνους ὅλο τὸ γεωγραφικὸ τμῆμα («πόδι») τοῦ Ἄθω λεγόταν ᾿Ακτή, δηλαδὴ χερσόνησος. οἱ ἀρχαῖες πόλεις τῆς περιοχῆς, ποὺ μνη­μονεύονται στὶς πη­γές, εἶναι οἱ ἑ­ξῆς· Σάνη (ἀποικία Ἀνδρίων), Δίον (πε­­λασγικὴ πόλι, ἀποικία τῶν Ἐ­ρε­τριέων, κατὰ μία ἄποψι στὸν χῶρο τῆς μονῆς Βατοπεδίου), ᾿Ολό­φυξος᾿Ολόφυξις (πε­λα­σγι­κὴ πόλι ποὺ βρι­σκό­ταν στὴν ἀνα­το­λικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου, πιθανὸν στὴν περιοχὴ τῆς μονῆς ᾿Εσφιγμένου), Ἀκρό­θῳ­ονἌθωσαἌθως᾿Ακράθως (πελασγικὴ πόλι ποὺ βρισκόταν σὲ με­γά­λο ὑ­ψό­με­τρο πρὸς τὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ ὄρους Ἄθω), Θυσσός (πελασγικὴ πό­λι, ἀ­ποι­κία Χαλ­κι­δέων), Κλεωναί (πελασγικὴ πόλι, ἐπίσης ἀποικία Χαλκι­δέ­ων· τοπο­θε­τεῖ­ται κοντὰ στὴν σημερινὴ μονὴ Ξηροποτάμου), Ἄκανθος (κον­τὰ στὴν διώ­ρυ­γα τοῦ Ξέρ­ξου· ταυ­τίζεται μὲ τὴ μεσαι­ω­νικὴ Ἐρισσό), Χα­ραδρίαΧα­ρα­δρούς (πι­θανῶς ἐκεῖ ὅπου ἀνεγέρθηκε ἡ μονὴ Βατο­πε­δί­ου ἢ κατὰ ἄλλους στὴν Δάφνη), Χρυσῆ (πε­λα­σγι­κὴ πό­λι, ἀποι­κία τῶν Λημνίων, ἀνάμεσα στὶς μονὲς Ἐσφιγμένου καὶ Χι­λαν­­δα­ρίου, πλάι στὸν ἀρσανᾶ τῆς δεύτερης). σὲ με­τα­γε­νέστερους χρό­νους (περὶ τὴν ῥω­μαϊκὴ κατάκτησι) ἀναφέρονται ἐπίσης ἡ Οὐρα­νού­πολις (ποὺ μᾶλ­λον χτί­στηκε στὰ ἐρεί­πια τῆς Σάνης), τὸ Παλαι­ώ­ρι­ον, καὶ ἡ Ἀπολλωνία. ἄλλες ἀπὸ αὐτὲς τὶς πόλεις καταστράφηκαν στὴν ἐ­ποχὴ τῶν Περ­σικῶν πο­λέ­μων, ἄλλες ἀπὸ τὸν Φίλιππο Β΄ τῆς Μακεδονίας καὶ ἄλλες διατηρήθηκαν μέχρι τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες. ὅπως εἶπα ἤδη καὶ ὅπως φαί­νε­ται καὶ ἀπὸ κάποια ὀνό­μα­τά τους, στὴν περιοχὴ λατρεύον­ταν πελασγικὲς θρᾳ­κι­κὲς καὶ ἑλληνικὲς θεότητες· ὁ ἀνώτατος θεὸς τῶν Πελασγῶν Ἄθως (ἢ Πάλλας), τὸν ὁποῖο ἀντικατέστησε ἀργότερα ὁ ἀ­νώ­τατος θεὸς τῶν ῾Ελ­λή­νων Ζεύς (᾿Αθῷος Ζεύς), ὁ ὁποῖος ἀργότερα λα­τρεύ­τηκε καὶ μὲ τὶς πα­ραλ­λαγὲς του σὲ χω­ριστοὺς θεοὺς ὡς Ποσειδῶν καὶ ᾿Α­πόλλων· ἐπίσης οἱ θεοὶ Διό­νυσος, Ἡ­ρα­κλῆς, Νηρεύς, ὁ τιτὰν Κρεῖος ἢ Κριός (πατέρας σύμ­φω­να μὲ κά­ποιους μύθους τοῦ Ἄθω ἢ Πάλλαντος), οἱ θεὲς Παλλήνη, Ἀφροδίτη, Οὐ­ρα­νία, Ἄρ­τε­μις, Δήμητρα, καὶ ἄλλες.

 

 

῾Ο χριστιανικὸς μοναχισμὸς στὴν χερσόνησο τοῦ Ἄθω

 

Τὸ ὅτι τὸ πρῶτο κοινόβιο τῆς ᾿Αθωνικῆς πολιτείας ἱ­δρύ­θηκε μετὰ τὰ μέ­σα τοῦ 10ου αἰῶνος δὲν σημαίνει ὅτι πιὸ πρὶν δὲν ὑπῆρχε μοναχισμὸς στὸν Ἄ­θωνα· ὑπῆρχαν ἀπὸ παλαιότερα (ἴσως ἀπὸ τὸν 7ο ἢ 8ο αἰῶνα) μο­να­χοί, οἱ ὁποῖοι ἀρχικὰ δὲν ζοῦσαν κοινοβιακὰ οὔτε ἦσαν ὠργανωμένοι ὅ­λοι μα­ζὶ σὲ μία κοινότητα συνεργασίας, ἀλλὰ ζοῦσαν μεμονωμένα σὰν ἐ­ρη­μῖ­τες, ἀ­σκη­τὲς καὶ ἀνα­χω­ρητές. ἐπειδὴ ὁ μονα­στι­κὸς πλη­θυ­σμὸς τῆς εὐ­ρύτερης περιοχῆς στα­διακῶς αὐξήθηκε καὶ ἐ­πε­κτά­θηκε, ἄρχι­σαν οἱ μο­να­χοὶ νὰ συγκεντρώνωνται πρὸς τὸ νότιο ἄκρο τῆς ἀθωνι­κῆς χερ­σο­νή­σου, ὁπότε δημιουργήθηκαν κελλιὰ καὶ λαῦρες (ἐρημιτικὸς καὶ κοι­νο­τικὸς μο­να­χι­­σμός), τὸ δὲ 842 ἀναφέρεται ὅτι μοναχοὶ τοῦ Ἄθω ἔλα­βαν μέ­ρος στὴν σύν­οδο τῆς Κων­σταν­τι­νου­­πόλεως γιὰ τὴν ἀποκατά­στασι τῶν εἰ­κό­νων, ἐνῷ τὸ 874 τὸ χρυ­σό­βουλ­λον τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Α´ ἀ­να­­φέ­ρεται στὸν μοναχισμὸ τῆς Χαλ­κι­δι­κῆς. στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος ἡ χερ­σό­νησος τοῦ Ἄθω εἶχε καταστῆ χῶ­ρος ἀσκήσεως καὶ μοναστικῆς βιοτῆς (πε­ρίπου ὅπως εἶναι σήμερα τὰ Μετέωρα). ἂν καὶ συναντοῦμε ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα προσπάθειες περιορισμοῦ τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου στὴν ἀθω­νικὴ χερσόνησο, ἐντούτοις δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη ἑνιαῖος γεω­γρα­φι­κὸς τό­πος ἀ­ποκλειστικῶς γιὰ τοὺς μοναχούς, ἀλλὰ τοὐλάχιστον μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος ζοῦσαν σὲ ἐλεύθερες περιοχὲς μεταξὺ τῶν μονα­στικῶν τόπων καὶ ὁλό­κληρες ὁμάδες ποι­μένων, ἀγροτῶν, ἐργατῶν, ἐμπό­ρων, οἰκοδόμων, ναυτῶν, δούλων, καὶ ἄλλων λαϊκῶν, μαζὶ μὲ τὶς οἰκο­γέ­νειές των.

 

᾿Ασκητήρια στὸ ῞Αγιον Ὄρος. φω­τογράφισι Δ.Β.Σ., ὀκτώ­βρι­ος 1989.

ἡ φωτογραφία δη­μο­σι­εύεται γιὰ πρώτη φο­ρά.


῾Η μονὴ Με­γί­στης Λαύρας εἶναι τὸ ἀρχαιότερο κοι­νό­βιο μονα­στῆρι τῆς ᾿Αθωνικῆς πο­λι­τείας καὶ ἱδρύθηκε τὸ 963. λίγα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, τὸ 972, συντάχτηκε τὸ 1ο τυ­πι­κὸν (= καταστατικὸ) τοῦ ῾Αγίου Ὄ­ρους, στὸ ὁποῖο ἀναφέρονται 58 μοναστικὰ καθιδρύματα. τὸ 1046 συντάχτηκε τὸ 2ο τυπικὸν (τὸ κα­λού­μενο καὶ τυπικὸν τοῦ Μονο­μά­χου, ἐπειδὴ ἐξεδόθη ἀπὸ τὸν αὐτο­κρά­τορα Κων­σταντῖνο Θ΄ τὸν Μονο­μάχο), στὸ ὁποῖο ἀναφέρον­ται 180 μοναστικὰ ἱδρύματα, ἐνῷ λίγα χρόνια ἀργότερα ἔχουν μειωθῆ σὲ 125· σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀριθμοὺς ὅμως πρέπει νὰ νοηθοῦν ὅτι προσμετρῶνται καὶ τὰ κελλιὰ τῶν λαυρῶν καὶ τὰ ἐρημητήρια. πολ­λὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς μο­νὲς κα­τα­στρά­φηκαν κα­τὰ τοὺς αἰῶνες 13ο καὶ 14ο ἀπὸ ἐπι­δρο­μὲς Φράγ­γων καὶ ἄλ­λων πει­ρα­τῶν καὶ λῃστῶν, ὥστε στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰ­ῶνος εἶ­χαν ἀπομεί­νει 25 μονές. τὸ 1394 συν­­τάχτηκε τὸ 3ο τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄ­ρους καὶ τὸ 1406 τὸ 4ο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀπαγορεύθηκε ἐπισήμως ἡ εἴ­σοδος γυ­ναικῶν σ᾿ αὐτό (ἡ ἀπαγόρευσις αὐτὴ προϋπῆρχε ὡς ἐθιμικὸ δίκαιο ἀπὸ αἰώνων). τὴν πε­ρί­ο­δο 1453-1912 ἡ ἁ­γι­ο­ρειτικὴ χερσό­νη­σος βρί­σκεται κάτω ἀπὸ τὸν τουρ­κικὸ ζυ­γό, καὶ τότε συντάχτηκαν τὸ 5ο τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄ­ρους (1575), τὸ 6ο (1782), καὶ τὸ 7ο (1810) μὲ τὸ ὁ­ποῖο ὁ πατριάρχης Γρη­γό­ριος Ε΄ καθι­έ­ρω­σε καὶ παγίωσε ὡς θεσμικὸ διοι­κη­τικὸ ὄργανο τῆς μονα­στι­κῆς πολιτείας τὴν «ἱερὰ κοι­νό­τητα». τὸ 1924, λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἀ­πε­λευ­θέρωσι, συν­τά­χτη­κε ὁ κα­τα­στατικὸς χάρτης τοῦ ῾Αγίου Ὄρους. σή­με­ρα ἡ ᾿Αθωνικὴ πο­λι­τεία ἀκολουθεῖ τὶς βασικὲς δι­α­τάξεις τοῦ 7ου τυπι­κοῦ καὶ τὸν κατα­στα­τι­κὸ χάρτη τοῦ 1924.

 

 

Δημοσιεύτηκε στὸν «᾿Εκκλησιολόγο» (Πατρῶν) στὶς 12/11/2011

 

 

 

* ῾Ο Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης (www.symbole.gr) εἶναι διδάκτωρ τῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν (μουσι­κολόγος-τυπικολόγος), διπλωματοῦχος βυζαντινῆς μουσικῆς, φιλόλογος ἐ­πιμελητὴς ἐκδό­σεων, πτυχιοῦχος κοινωνικῆς θεολογίας, ἀπόφοιτος τῆς 4ης τάξεως τοῦ ἐκ­κλησιαστικοῦ λυκείου Πατρῶν, καὶ συγγραφεύς· ἀρθρογραφεῖ ἀπὸ τὸ 1985 σὲ ἔντυπα καὶ ἀπὸ τὸ 2001 στὸ διαδίκτυο.