Τὸ ὄρος Ἄθως πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν
τοῦ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου*
symbole@mail.com
῾Ο ἀρχαῖος Ἄθως
Πάντοτε σὲ ὅλους τοὺς ἀρχαίους καὶ προϊστορικοὺς λαοὺς ὑπῆρχε ἕνα ζεῦγος ἀνωτάτων θεῶν, ποὺ ἦταν θεοποιήσεις τῶν δύο μεγαλειτέρων οὐρανίων σωμάτων κατὰ τὴν ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων, τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης. ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὰ ὀνόματα ποὺ ἐλάμβανε τὸ μυθικὸ αὐτὸ θεϊκὸ ζεῦγος ἀνὰ ἐποχὲς περιοχὲς φυλὲς καὶ γλῶσσες, ἕνα ὄνομα ἢ προσωνύμιο στὸ ἀρσενικὸ γένος ἦταν γιὰ τὸν θεὸ ἥλιο καὶ τὸ ἴδιο στὸν ἀντίστοιχο τύπο τοῦ θηλυκοῦ γένους ἦταν γιὰ τὴν θεὰ σελήνη. ἔτσι ἔχουμε τὰ πελασγικὰ ζεύγη ᾿Αμύκλας καὶ Μυκήνη (ἢ Μύκονος ἢ Μυκάλη), Πάλλας καὶ Παλλήνη (ἢ Παλλάς), Ἄθως καὶ ᾿Αθήνη (ἢ ᾿Αθηναίη ἢ ᾿Αθηνᾶ), τὸ αἰγυπτιακὸ ζεῦγος Ὄσιρις καὶ Ἶσις, τὰ ἑλληνικὰ Ζεὺς καὶ ᾿Αστερία, ᾿Απόλλων καὶ Δάφνη, ῞Ηλιος καὶ Σελήνη, καὶ ἄλλα. σὲ μεταγενέστερες φάσεις κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐπίθετα ἢ προσωνύμια ἔγιναν κύρια ὀνόματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρήχθησαν νέες θεότητες, ποὺ ἦσαν παραλλαγὲς τῶν δύο ἀνωτάτων· ἔτσι ὁ ἑλληνικὸς Ζεὺς-῞Ηλιος κάποια στιγμὴ τριχοτομήθηκε ὡς Ζεὺς Ποσειδάων καὶ ᾿Αίδης. γι᾿ αὐτὸ σήμερα οἱ ἀρχαιολόγοι σὲ κάποια ἀγάλματα ἀρχαίων θεῶν δὲν μποροῦν νὰ ξεχωρίσουν ἂν πρόκειται γιὰ τὸν Ποσειδῶνα ἢ τὸν Δία· ἀρχικῶς ἐπρόκειτο γιὰ τὸν ἴδιο ἀνώτατο θεό, ἀναλόγως ἂν βρίσκεται στὸν οὐρανὸ ἢ στὴν θάλασσα ἢ στὸν κάτω κόσμο. τὸ ὄνομα Ἄθως λοιπὸν εἶναι προελληνικὸ πελασγικό, ἀρσενικὸς τύπος τοῦ ὀνόματος ᾿Αθηνᾶ, καὶ προτοῦ γίνῃ κύριο ὄνομα, ἦταν προσωνύμιο τοῦ ἀνωτάτου θεοῦ τῶν προϊστορικῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. τὸ ὅτι δόθηκε σὰν γεωγραφικὸ ὄνομα στὴν ἀνατολικὴ ἄκρη τῆς Χαλκιδικῆς δείχνει ὅτι σ᾿ αὐτὴν τὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Πελασγῶν ὑπῆρχε ἰδιαίτερος τόπος λατρείας τοῦ ἀνωτάτου θεοῦ τους Ἄθω ἢ Πάλλα, προφανῶς μεγάλος ναός, προσκύνημα μὲ ἱερὰ δάση καὶ βωμούς, μὲ ἱερὸ ὄρος, ἱερὲς λίμνες καὶ ποταμοὺς καὶ μὲ ἱερὸ πέλαγος. ἀφιέρωσαν τὴν περιοχὴ αὐτὴ στὸν ἀνώτατο θεό τους λόγῳ τοῦ ὑψηλότατου ὄρους (2033 μέτρα). τὸ ὅτι ἡ δυτικὴ ἄκρη τῆς Χαλκιδικῆς, ποὺ σήμερα λέγεται Κασσάνδρα, στὴν ἀρχαιότητα λεγόταν Παλλήνη, σημαίνει ὅτι ἦταν ἀντίστοιχος τόπος λατρείας ἀφιερωμένος στὴν σύζυγο τοῦ Ἄθω, τὴν ἀνωτάτη θεὰ ᾿Αθήνη ἢ Παλλήνη. τὰ ὀνόματα (προσωνύμια) αὐτὰ ὡς προελληνικὰ εἶναι ἀγνώστου σημασίας.
Τὸ ὄρος Ἄθως (φωτογραφία ἀπὸ τὸ διαδίκτυο).
῾Η ἀρχαία μυθολογία ὅπως διαμορφώθηκε μετὰ τὴν κάθοδο τῶν ῾Ελλήνων (᾿Αχαιῶν καὶ Δωριέων), διέσωσε τὴν παράδοσι ὅτι ὁ Ἄθως ἦταν ἕνας «γίγας» (δηλαδὴ θεὸς τῶν προελλήνων κατοίκων), ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν γιγαντομαχία ἔρρηξε ἐναντίον τοῦ Ποσειδῶνος ἕναν μεγάλο βράχο, ὁ ὁποῖος σήμερα εἶναι τὸ ὅρος Ἄθως, ἐνῷ σὲ ἄλλη παραλλαγὴ τοῦ ἴδιου μύθου, ὁ Ποσειδῶν εἶναι αὐτὸς ποὺ ῥήχνει τὸν βράχο καὶ καταπλακώνει τὸν γίγαντα Ἄθω. ὁ μῦθος ἀντικατοπτρίζει τὶς μάχες μεταξὺ Πελασγῶν καὶ ῾Ελλήνων, οἱ δὲ θεοὶ τῶν κατακτητῶν ῾Ελλήνων νικοῦν καὶ ἐξοντώνουν ἢ καταδιώκουν τοὺς θεοὺς τῶν παλαιοτέρων κατοίκων Πελασγῶν· ὁ ἀνώτατος θεὸς τῶν ῾Ελλήνων Ζεὺς ἢ Ποσειδῶν παίρνει τὴν θέσι τοῦ ἀνωτάτου θεοῦ τῶν προελλήνων Ἄθω (γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχουν μαρτυρίες καὶ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα γιὰ ναοὺς τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ποσειδῶνος στὴν περιοχή), ὁ δὲ Ἄθως ἀπὸ ἀνώτατος θεὸς ὑποβαθμίζεται σὲ δευτερεύουσα θεότητα («γίγας»), ὅπως ἀκριβῶς οἱ λάτρεις του ὑποδουλώθηκαν στοὺς λάτρεις τοῦ νικητοῦ θεοῦ. ἐν τέλει εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἦταν περίφημος καὶ ἐπίζηλος τόπος λατρείας τοῦ θείου ἀπὸ τὰ βαθιὰ προϊστορικὰ χρόνια.
Χάρτης τοῦ 1903 ποὺ δείχνει τὴν γνωστὴ ἢ πιθανὴ θέσι ἀρχαίων πόλεων στὸν προχριστιανικὸ Ἄθω («᾿Ακτή»).
Στοὺς ἱστορικοὺς χρόνους ὅλο τὸ γεωγραφικὸ τμῆμα («πόδι») τοῦ Ἄθω λεγόταν ᾿Ακτή, δηλαδὴ χερσόνησος. οἱ ἀρχαῖες πόλεις τῆς περιοχῆς, ποὺ μνημονεύονται στὶς πηγές, εἶναι οἱ ἑξῆς· Σάνη (ἀποικία Ἀνδρίων), Δίον (πελασγικὴ πόλι, ἀποικία τῶν Ἐρετριέων, κατὰ μία ἄποψι στὸν χῶρο τῆς μονῆς Βατοπεδίου), ᾿Ολόφυξος ἢ ᾿Ολόφυξις (πελασγικὴ πόλι ποὺ βρισκόταν στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου, πιθανὸν στὴν περιοχὴ τῆς μονῆς ᾿Εσφιγμένου), Ἀκρόθῳον ἢ Ἄθωσα ἢ Ἄθως ἢ ᾿Ακράθως (πελασγικὴ πόλι ποὺ βρισκόταν σὲ μεγάλο ὑψόμετρο πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Ἄθω), Θυσσός (πελασγικὴ πόλι, ἀποικία Χαλκιδέων), Κλεωναί (πελασγικὴ πόλι, ἐπίσης ἀποικία Χαλκιδέων· τοποθετεῖται κοντὰ στὴν σημερινὴ μονὴ Ξηροποτάμου), Ἄκανθος (κοντὰ στὴν διώρυγα τοῦ Ξέρξου· ταυτίζεται μὲ τὴ μεσαιωνικὴ Ἐρισσό), Χαραδρία ἢ Χαραδρούς (πιθανῶς ἐκεῖ ὅπου ἀνεγέρθηκε ἡ μονὴ Βατοπεδίου ἢ κατὰ ἄλλους στὴν Δάφνη), Χρυσῆ (πελασγικὴ πόλι, ἀποικία τῶν Λημνίων, ἀνάμεσα στὶς μονὲς Ἐσφιγμένου καὶ Χιλανδαρίου, πλάι στὸν ἀρσανᾶ τῆς δεύτερης). σὲ μεταγενέστερους χρόνους (περὶ τὴν ῥωμαϊκὴ κατάκτησι) ἀναφέρονται ἐπίσης ἡ Οὐρανούπολις (ποὺ μᾶλλον χτίστηκε στὰ ἐρείπια τῆς Σάνης), τὸ Παλαιώριον, καὶ ἡ Ἀπολλωνία. ἄλλες ἀπὸ αὐτὲς τὶς πόλεις καταστράφηκαν στὴν ἐποχὴ τῶν Περσικῶν πολέμων, ἄλλες ἀπὸ τὸν Φίλιππο Β΄ τῆς Μακεδονίας καὶ ἄλλες διατηρήθηκαν μέχρι τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες. ὅπως εἶπα ἤδη καὶ ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ κάποια ὀνόματά τους, στὴν περιοχὴ λατρεύονταν πελασγικὲς θρᾳκικὲς καὶ ἑλληνικὲς θεότητες· ὁ ἀνώτατος θεὸς τῶν Πελασγῶν Ἄθως (ἢ Πάλλας), τὸν ὁποῖο ἀντικατέστησε ἀργότερα ὁ ἀνώτατος θεὸς τῶν ῾Ελλήνων Ζεύς (᾿Αθῷος Ζεύς), ὁ ὁποῖος ἀργότερα λατρεύτηκε καὶ μὲ τὶς παραλλαγὲς του σὲ χωριστοὺς θεοὺς ὡς Ποσειδῶν καὶ ᾿Απόλλων· ἐπίσης οἱ θεοὶ Διόνυσος, Ἡρακλῆς, Νηρεύς, ὁ τιτὰν Κρεῖος ἢ Κριός (πατέρας σύμφωνα μὲ κάποιους μύθους τοῦ Ἄθω ἢ Πάλλαντος), οἱ θεὲς Παλλήνη, Ἀφροδίτη, Οὐρανία, Ἄρτεμις, Δήμητρα, καὶ ἄλλες.
῾Ο χριστιανικὸς μοναχισμὸς στὴν χερσόνησο τοῦ Ἄθω
Τὸ ὅτι τὸ πρῶτο κοινόβιο τῆς ᾿Αθωνικῆς πολιτείας ἱδρύθηκε μετὰ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος δὲν σημαίνει ὅτι πιὸ πρὶν δὲν ὑπῆρχε μοναχισμὸς στὸν Ἄθωνα· ὑπῆρχαν ἀπὸ παλαιότερα (ἴσως ἀπὸ τὸν 7ο ἢ 8ο αἰῶνα) μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἀρχικὰ δὲν ζοῦσαν κοινοβιακὰ οὔτε ἦσαν ὠργανωμένοι ὅλοι μαζὶ σὲ μία κοινότητα συνεργασίας, ἀλλὰ ζοῦσαν μεμονωμένα σὰν ἐρημῖτες, ἀσκητὲς καὶ ἀναχωρητές. ἐπειδὴ ὁ μοναστικὸς πληθυσμὸς τῆς εὐρύτερης περιοχῆς σταδιακῶς αὐξήθηκε καὶ ἐπεκτάθηκε, ἄρχισαν οἱ μοναχοὶ νὰ συγκεντρώνωνται πρὸς τὸ νότιο ἄκρο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, ὁπότε δημιουργήθηκαν κελλιὰ καὶ λαῦρες (ἐρημιτικὸς καὶ κοινοτικὸς μοναχισμός), τὸ δὲ 842 ἀναφέρεται ὅτι μοναχοὶ τοῦ Ἄθω ἔλαβαν μέρος στὴν σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῶν εἰκόνων, ἐνῷ τὸ 874 τὸ χρυσόβουλλον τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Α´ ἀναφέρεται στὸν μοναχισμὸ τῆς Χαλκιδικῆς. στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω εἶχε καταστῆ χῶρος ἀσκήσεως καὶ μοναστικῆς βιοτῆς (περίπου ὅπως εἶναι σήμερα τὰ Μετέωρα). ἂν καὶ συναντοῦμε ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα προσπάθειες περιορισμοῦ τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου στὴν ἀθωνικὴ χερσόνησο, ἐντούτοις δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη ἑνιαῖος γεωγραφικὸς τόπος ἀποκλειστικῶς γιὰ τοὺς μοναχούς, ἀλλὰ τοὐλάχιστον μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος ζοῦσαν σὲ ἐλεύθερες περιοχὲς μεταξὺ τῶν μοναστικῶν τόπων καὶ ὁλόκληρες ὁμάδες ποιμένων, ἀγροτῶν, ἐργατῶν, ἐμπόρων, οἰκοδόμων, ναυτῶν, δούλων, καὶ ἄλλων λαϊκῶν, μαζὶ μὲ τὶς οἰκογένειές των.
᾿Ασκητήρια στὸ ῞Αγιον Ὄρος. φωτογράφισι Δ.Β.Σ., ὀκτώβριος 1989.
ἡ φωτογραφία δημοσιεύεται γιὰ πρώτη φορά.
῾Η μονὴ Μεγίστης Λαύρας εἶναι τὸ ἀρχαιότερο κοινόβιο μοναστῆρι τῆς ᾿Αθωνικῆς πολιτείας καὶ ἱδρύθηκε τὸ 963. λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸ 972, συντάχτηκε τὸ 1ο τυπικὸν (= καταστατικὸ) τοῦ ῾Αγίου Ὄρους, στὸ ὁποῖο ἀναφέρονται 58 μοναστικὰ καθιδρύματα. τὸ 1046 συντάχτηκε τὸ 2ο τυπικὸν (τὸ καλούμενο καὶ τυπικὸν τοῦ Μονομάχου, ἐπειδὴ ἐξεδόθη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ΄ τὸν Μονομάχο), στὸ ὁποῖο ἀναφέρονται 180 μοναστικὰ ἱδρύματα, ἐνῷ λίγα χρόνια ἀργότερα ἔχουν μειωθῆ σὲ 125· σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀριθμοὺς ὅμως πρέπει νὰ νοηθοῦν ὅτι προσμετρῶνται καὶ τὰ κελλιὰ τῶν λαυρῶν καὶ τὰ ἐρημητήρια. πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς μονὲς καταστράφηκαν κατὰ τοὺς αἰῶνες 13ο καὶ 14ο ἀπὸ ἐπιδρομὲς Φράγγων καὶ ἄλλων πειρατῶν καὶ λῃστῶν, ὥστε στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνος εἶχαν ἀπομείνει 25 μονές. τὸ 1394 συντάχτηκε τὸ 3ο τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὸ 1406 τὸ 4ο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀπαγορεύθηκε ἐπισήμως ἡ εἴσοδος γυναικῶν σ᾿ αὐτό (ἡ ἀπαγόρευσις αὐτὴ προϋπῆρχε ὡς ἐθιμικὸ δίκαιο ἀπὸ αἰώνων). τὴν περίοδο 1453-1912 ἡ ἁγιορειτικὴ χερσόνησος βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό, καὶ τότε συντάχτηκαν τὸ 5ο τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1575), τὸ 6ο (1782), καὶ τὸ 7ο (1810) μὲ τὸ ὁποῖο ὁ πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ καθιέρωσε καὶ παγίωσε ὡς θεσμικὸ διοικητικὸ ὄργανο τῆς μοναστικῆς πολιτείας τὴν «ἱερὰ κοινότητα». τὸ 1924, λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι, συντάχτηκε ὁ καταστατικὸς χάρτης τοῦ ῾Αγίου Ὄρους. σήμερα ἡ ᾿Αθωνικὴ πολιτεία ἀκολουθεῖ τὶς βασικὲς διατάξεις τοῦ 7ου τυπικοῦ καὶ τὸν καταστατικὸ χάρτη τοῦ 1924.
Δημοσιεύτηκε στὸν «᾿Εκκλησιολόγο» (Πατρῶν) στὶς 12/11/2011
* ῾Ο Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης (www.symbole.gr) εἶναι διδάκτωρ τῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν (μουσικολόγος-τυπικολόγος), διπλωματοῦχος βυζαντινῆς μουσικῆς, φιλόλογος ἐπιμελητὴς ἐκδόσεων, πτυχιοῦχος κοινωνικῆς θεολογίας, ἀπόφοιτος τῆς 4ης τάξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λυκείου Πατρῶν, καὶ συγγραφεύς· ἀρθρογραφεῖ ἀπὸ τὸ 1985 σὲ ἔντυπα καὶ ἀπὸ τὸ 2001 στὸ διαδίκτυο.