ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς ᾿Αναφορὲς σὲ πρόσωπα τῆς ἐκκλησίας Φιλάρετος Κωνσταντακόπουλος, ἀρχιμανδρίτης (1956-2011) ᾿Αναμνήσεις ἀπὸ τὸν μακαριστὸ ἀρχιμανδρίτη Φιλάρετο

 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΦΙΛΑΡΕΤΟ

 

§1. Δὲν θυμοῦμαι πότε ἀκριβῶς ἦρθε στὴν Πάτρα ὁ μακαριστὸς Φι­λά­ρετος, ἀλλὰ θὰ ἦταν πιθανὸν περὶ τὸ 1985, μετὰ ποὺ πῆρε ἀπολυτήριο ἀπὸ τὴν μητρό­πολι ᾿Ε­λασσόνος καὶ ἐπέστρεψε στὴν «μονὴ τῆς μετανοίας του», στὴν ῾Αγία Λαύρα Καλαβρύτων. καὶ ὁ τότε ἡγούμενος Ἄνθιμος (Δημακό­που­λος) τὸν ἔστειλε ὡς οἰκονόμο στὸ μετόχι τῆς μονῆς στὴν Πάτρα, στὸν ἱερὸ ναὸ ἁγίου ᾿Αλε­ξίου, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ῞Ελληνος Στρα­τιώ­του, λίγο πιὸ δί­πλα ἀπὸ τὴν διασταύρωσι μὲ τὴν ὁδὸ ῾Αγίας Σοφίας (ἡ ὁδὸς ῾Α­γί­ας Σο­φίας εἶναι κάθοδος· κατεβαίνοντας ὅλο εὐθεῖα περνᾶμε τὸν ναὸ τῆς ἁγίας Σοφί­ας καὶ τὴν παρακείμενη πλατεῖα, καὶ στὰ ἑπόμενα φα­νά­ρια εἶναι ἡ δια­σταύρωσι μὲ τὴν ὁδὸ ῞Ελ­ληνος Στρατιώτου· στρίβουμε ἀ­ρι­στερά, καὶ μόλις λί­γα μέτρα πιὸ πέρα, στ᾿ ἀ­ρι­στε­ρά μας, εἶναι ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου ᾿Αλε­ξίου). ὁ ναὸς φυσικὰ δὲν εἶναι ἐνορι­α­κός, ἀλλὰ βρίσκεται ἀνά­με­σα σὲ δύο μεγάλες ἐνορίες τῶν Πατρῶν, στὴν ἐνορία τῆς ἁγίας Σο­φίας καὶ στὴν ἐνορί­α τοῦ ἁγίου Διονυ­σίου τοῦ Ζακυνθηνοῦ. οἱ δύο αὐτὲς ἐνο­ρί­ες εἶναι οἱ «ἐ­νο­ρίες μου» στὴν Πάτρα, ἐκεῖ ὅπου ἔζησα καὶ ἀνετρά­φην ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶς ἀπὸ 8½ ἕως 20 ἐτῶν. σπίτι δικό μας δὲν εἴχαμε, ἀλλὰ νοικιά­ζα­με, γι᾿ αὐτὸ πολ­λὲς φορὲς ἡ πατρική μου οἰκογένεια μετακόμιζε σὲ δι­άφορα σπί­τια μὲ καλλίτερο ἐνοίκιο ἢ καλ­λίτερες συν­θῆκες διαβιώσεως, ἀλλὰ πάντοτε στὴν περιοχὴ αὐ­τῶν τῶν δύο ἐνοριῶν. στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Διο­νυσίου βα­πτί­­στη­κε ὁ κατὰ μία δεκα­ε­τία μικρότερος ἀδερφός μου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἄγ­γε­λος. κατὰ μία ὡ­ραία σύμπτωσι δέκα χρόνια νωρί­τε­ρα ἐγὼ εἶχα βαπτι­στῆ στὸν ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν (δη­λα­δὴ τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γα­βριὴλ) τοῦ ᾿Ανα­το­λι­κοῦ (ἢ Αἰτωλικοῦ) καὶ εἶχα λάβει τὸ ὄ­νομα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ζα­κυν­θηνοῦ. ἐπειδὴ τὰ πε­ρισσότερα σπί­τια ποὺ νοι­κιά­ζαμε ἦταν πιὸ κοντὰ στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Σο­φίας, ἐκεῖ ἐκ­κλη­σί­α­ζα τὶς περισσό­τερες φόρες, πή­γαι­να κατηχητικό, ἐξωμο­λογούμην, διδάχτηκα τὰ πρῶ­τα μαθή­ματα ἐκκλη­σια­στικῆς μουσικῆς, συμ­με­τεῖ­χα στὴν ἐν­ο­ριακὴ χο­ρῳ­δία καὶ στὴν νεανικὴ συντροφιά, ἀργότερα ἔψελνα σὲ καθη­με­ρι­νοὺς ἑ­σπε­­ρι­νοὺς καὶ βοηθοῦσα στὶς διάφορες ἀκολουθίες. γενικῶς ἡ ἐκ­κλη­σία ἦταν τὸ δεύτερο σπίτι μου, κάποιες φορὲς μάλιστα πιὸ οἰκεῖο ἀπὸ τὸ πα­τρι­κό μου σπίτι. στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Διονυσίου πήγαινα λιγώτερο συ­χνά, ἀλλὰ πάν­τως πήγαινα ἀρκετὲς φορές, γιὰ νὰ «συν­αν­τῶ» ἄλλωστε καὶ τὸν προ­στά­τη μου ἅγιο.

§2. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ μακαριστοῦ Φιλαρέτου ἦ­ταν ᾿Αναστάσιος καὶ τὸ ἐπώνυμό του Κωνσταντακόπουλος. ὅταν ἦρθε στὴν Πάτρα, φρόντι­σε ἀ­μέ­σως νὰ ἀνακαινίσῃ τὸν ναό, ὁ ὁποῖος ἦταν κάπως παραμελημένος, δι­ό­τι μᾶλλον δὲν εἶχε μόνιμο ἐφημέριο, δηλαδὴ δὲν ἔμενε ἐκεῖ κάποιος ἀπὸ τὸ μοναστῆ­ρι, τὸ ὁποῖο ἄλλωστε ὑπέφερε ἀπὸ λειψανδρία. ὁ ναὸς καθα­ρί­στη­κε, βάφτηκε καὶ ἐπιδιωρθώθηκε ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικά, διακο­σμή­θη­κε, μπῆ­­καν νέες εἰκόνες, ὅπου μποροῦσαν νὰ μποῦν, ἢ διάφορα σχέδια στοὺς τοίχους καὶ στοὺς κίονες, καὶ γενικῶς ἄλλαξε ἡ ὄψι του ῥιζικῶς· ὁ χῶρος ἀνα­καινί­στηκε, ὠμόρφυνε, ἔγινε πιὸ «ζεστός», πιὸ φιλόξενος. ὁ μα­κα­­ρι­στὸς Φιλάρετος περιποιήθηκε καὶ ἐνίσχυσε ἕναν ἐξωτερικὸ πρόναο, ποὺ προ­ϋπῆρχε, καὶ τοποθέτησε ἐκεῖ τὸ παγκάρι τῶν κεριῶν καὶ τὰ κη­ρο­πή­για· μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐλευ­θε­ρώ­θηκε πολύτιμος χῶρος στὸν κυρίως ναό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πλέον ἔδειχνε μεγα­λεί­τερος καὶ πιὸ ἄνετος. ἰδιαι­τέρως φρόν­τισε τὸ ἱερὸ μὲ ντουλάπια, ῥάφια καὶ ἄλλες νέες ξύλινες κατασκευές, τὸ ὁποῖο ἐ­πί­σης ἔγινε πιὸ ὡραῖο καὶ ἄνετο, ὥστε στὰ συλλεί­τουργα νὰ μὴ στρι­μώχνωνται οἱ ἱερεῖς. γε­νικῶς στὸν Φιλάρετο ἄρεσε ἡ τάξις καὶ ἡ κα­θα­ριό­τητα καὶ ἤθελε τὸ κάθε τὶ νὰ εἶναι τακτοποιημένο στὴν θέσι του.

§3. Ἦταν πράγματι φιλάρετος ἀλλὰ καὶ φιλακόλουθος, γι᾿ αὐτὸ ἔβαλε ἕνα πρόγραμμα τακτικῶν ἀ­κο­­λουθιῶν στὸν ναό, ὅπου φυσικὰ τὸ λειτουρ­γι­κὸ τυπικὸ ἐτηρεῖτο μὲ ἀ­κρί­­βεια καὶ εὐ­λάβεια. καθιέρωσε ἐπίσης νὰ γί­νε­ται μία φορὰ τὸ μῆνα ἀ­γρυ­πνία. οἱ κάτοικοι τῶν Πατρῶν ἀνέκαθεν εὐ­λα­βοῦνταν τὸν ἅγιο ᾿Αλέξιο καὶ σέ­βονταν τὸν ναό του. ἀλλὰ ἡ προσέ­λευ­σις τοῦ νέου ἱερομονάχου, ὁ ἤ­πιος χαρακτῆράς του, τὸ ἦθός του, ἡ προσή­νειά του, ἡ πνευματικότητά του, ἡ αὐστηρότητά του στὴν τήρησι τῶν ἐκ­κλησιαστικῶν θεσμίων, ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς συνανθρώπους του, τὸ ἐνάρετο καὶ φιλακόλουθο πνεῦμά του καὶ πολλὰ ἄλλα στοιχεῖα, ποὺ πα­ρα­λεί­­πω, ἔκαμαν τὸ μικρὸ μετόχιο σημαντικὸ κέντρο πνευ­ματικῆς καὶ λει­τουρ­γικῆς ζωῆς γιὰ πολ­λοὺς ἀν­θρώπους κάθε ἡλικίας. ἰδιαιτέρως ὅμως πολ­λοὶ νέοι ἄνθρωποι, φοιτητές, καλλίφωνοι ψάλτες, οἰκο­γε­νειάρχες, συν­ει­­δητοὶ χρι­στια­νοί, πνευ­μα­τικὰ τέ­κνα τοῦ Φιλαρέτου καὶ ἄλ­λοι δὲν ἔχαναν σχεδὸν καμμία ἀγρυ­πνία. πολ­λοὶ ἦσαν ἐπίσης ἐκεῖνοι ποὺ ἔτρεξαν κάτω ἀπὸ τὸ πετρα­χῆ­λι τοῦ ταπεινοῦ πα­πα-Φιλάρετου, ὄχι μόνον γιὰ νὰ βροῦν ἀνα­κού­φισι ἀπὸ τὰ κρί­μα­τά τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ λά­βουν σωστὲς κα­τευ­θύν­σεις γιὰ τὴν πνευ­ματική τους πο­ρεία. μὲ λίγα λόγια δημιουργήθηκε ἕνα ἐκκλη­σια­στικὸ φυτώριο, ποὺ ἀνα­θέρ­μανε τὴν λει­τουρ­γι­κὴ καὶ πνευμα­τι­κὴ ζωὴ τῶν Πα­τρῶν καὶ ἐνίσχυσε τὸν ἐκκλησιαστικὸ προσ­ανατολισμὸ νέων ἀν­θρώ­πων.

§4. Θυμοῦμαι ὅτι ὡς ἀρι­στε­ρὸ ψάλτη εἶχε ἕνα πνευματικοπαῖδί του, νέο παλληκάρι, στὴν ἡλικία μου περίπου, τὸν Κώστα, ὁ ὁποῖος σήμερα εἶ­ναι ἱερεὺς στὴν Πάτρα. ἐπίσης πολλὲς φορὲς σὰν τρίτος ψάλτης ἢ σὰν ἀν­τι­κα­τα­στάτης τοῦ Κώστα ἐξυ­πη­ρε­τοῦσε ὁ Ματ­θαῖος Μπαρούσης, ἀρχιμαν­δρίτης σήμερα σὲ κάποιο νησὶ καὶ κατὰ σάρ­κα ἀδελφὸς τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Μπα­ρούση, ἡγουμένου τῆς μο­νῆς Χρυσοποδαριτίσσης στὰ Νε­ζε­­ρὰ Πατρῶν. θυμοῦμαι ἀκόμη τὸν Σπύ­ρο Γκουρβέλο καὶ τὸν ἀδελφό του ᾿Αλέξανδρο, ση­μερινὸ ἀρχι­μαν­δρίτη ᾿Αμβρόσιο, ἱεροκήρυκα τῆς μητροπό­λε­ως Πατρῶν. στὸν ἅγιο ᾿Α­λέ­­ξιο ἦταν συνέχεια καὶ ὁ ᾿Ανδρέας Μα­κρυ­γιάν­νης, ἀνιψιὸς τοῦ μακαρι­στοῦ ᾿Αθωνίτου μοναχοῦ Παναρέτου (Παναγιώτου) Μακρυ­γιάν­νη· ὅταν ὁ Φιλάρετος τὸ 1993 ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς ῾Αγίας Λαύ­ρας Κα­λα­βρύτων, ὁ ᾿Ανδρέας τὸν ἀκολούθησε καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα ᾿Αλέ­ξιος. ἐκεῖ γνώρισα ἐπίσης καὶ τὸν τότε φοιτητὴ Θωμᾶ Ντούσκα ἀπὸ τὴν Πρέ­βεζα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστῆρι τοῦ προ­φή­τη ᾿Ηλία Πρεβέζης μὲ τὸ ὄνομα Συμεών· μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἦταν διάκονος, καὶ δὲν ξέρω μήπως ἐν τῷ μεταξὺ ἔχει χειροτονηθῆ καὶ ἱε­ρεύς. ὅλοι αὐτοὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀκόμη, ποὺ τώρα δὲν μὲ βοηθάει ἡ μνή­μη μου νὰ τοὺς ἀνα­φέ­ρω, συμμετεῖχαν συχνότατα στὶς ἀγρυπνίες καὶ στὶς ἄλ­λες ἀκο­λουθίες ποὺ ἐτελοῦντο στὸ μετόχιο. ὑπάρχει ἠχογραφημένο ὑλι­κὸ ἀπὸ τό­τε, καὶ ἤδη ἔχω δημο­σι­εύ­σει κάποια τμήματα στὴν ἱστοσελίδα τῆς «Συμ­βο­λῆς» καὶ στοὺς «δια­λό­γους» αὐτῆς, ἐν καιρῷ δὲ θὰ δη­μο­σι­ευ­θοῦν καὶ ἄλλα.

§5. ῾Ο μακαριστὸς Φιλάρετος ἦταν ταπεινός, ἀλλὰ καὶ αὐστηρός, ἰδίως στὸ νὰ ὑπάρχῃ μία τάξι μέσα στὴν ἐκκλησία. κάποιες φορὲς ἀναγκαζόταν νὰ κάμῃ παρατηρήσεις σὲ ἀνθρώπους τοῦ ἐκκλησιάσματος, ὅταν διεπί­στω­νε ὑπερβολικὲς συμπεριφορὲς ἢ ἀνοίκειες πρωτοβουλίες. οἱ περισσότεροι χρι­­στιανοὶ σήμερα μπο­ρεῖ νὰ πιστεύουν, μπορεῖ νὰ ἔχουν εὐλάβεια, μπορεῖ νὰ ἔχουν ἀγαθὲς προθέσεις, εἶναι ὅμως γεγονὸς ὅτι στὴν οὐσία εἶναι ἀκα­τή­χητοι καὶ ὡς πρὸς τὴν Βίβλο καὶ ὡς πρὸς τὴν πίστι τους καὶ ὡς πρὸς τὴν λει­τουργικὴ ζωή. ἔτσι μπορεῖ νὰ νομίζουν ὅτι εἶ­ναι σωστὸ πρᾶγμα καὶ δεῖγ­μα εὐλαβείας νὰ πράξουν τὸ α ἢ τὸ β, χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζουν πράγ­μα­τι τοὺς θεολογικοὺς ἢ λειτουργικοὺς κανόνες τῆς ἐκκλησίας. οἱ περισ­σό­τεροι ἱερεῖς πάλι εἴτε βρίσκονται σὲ παρόμοια ἄγνοια ἢ σύγχυσι εἴτε δὲν θέλουν νὰ «κακοκαρδίσουν» τὸν πιστὸ καὶ δὲν τὸν ἐνημερώνουν γιὰ τὸ τυ­χὸν λάθος. αὐτὸ μετὰ γίνεται μία συνήθεια, μία καθιερωμένη πρᾶξι, καὶ φτά­νουμε στὸ σημεῖο πολλοὶ νὰ νομίζουν τὸ λάθος γιὰ σωστὸ καὶ τὸ σω­στὸ γιὰ ἀνευλάβεια! ἔτσι σήμερα πολλοὶ πιστοὶ μπο­ρεῖ νὰ ζη­τή­σουν νὰ τε­λε­σθοῦν ἀκολουθίες κατὰ παράβασιν τοῦ τυπικοῦ ἢ νὰ νομίζουν ὅτι ἔχουν δικαίωμα νὰ ὑποδεικνύουν τοῦ ἱερέως τί θὰ κάμῃ σὲ κά­ποια τελετὴ ἢ μέ­σα στὸ ἱερὸ καὶ ἄλλα παρόμοια. ἔτσι ὁ κόσμος συνηθίζει νὰ κάνῃ καὶ νὰ ζη­τᾷ στραβὰ πράγματα θεωρῶντάς τα σωστά, καὶ οὐσιαστικὰ πα­ρα­μέ­νει ἀκατήχητος καὶ ἀκατάρτιστος. δημιουργεῖται λοιπὸν ἕνας φαῦ­λος κύ­κλος ποὺ διαιωνίζει στραβὲς συνήθειες καὶ νοοτροπίες. ὁ μακαρι­στὸς ἱε­ρο­μό­να­χος τέτοια κρούσματα τὰ ἔκοβε ἐξ ἀρχῆς καὶ δὲν τὰ ἄφηνε νὰ ἀνα­πτυ­χθοῦν. θυμοῦμαι, μία φορὰ ἦρθε μία κυρία στὸν ναὸ κρατῶντας ἕνα μπου­κάλι λάδι, γιὰ νὰ τὸ προσφέρῃ γιὰ τὰ καντήλια· συνηθισμένη ὅμως ἀ­πὸ τὴν προηγούμενη κατάστασι πρὸ Φιλαρέτου, ὅταν ὁ ἅγιος ᾿Α­λέ­ξιος ἦ­ταν κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο «ἀμπέλι ξέφραγο», πλησιάζει μία εἰκό­να καὶ προσ­πα­θεῖ νὰ βάλῃ μέσα στὸ καντῆλι λάδι ἀπὸ τὸ μπουκάλι ποὺ κρα­τοῦ­σε. ἀ­στρα­πιαῖα ἀνοίγει ἡ πλαϊνὴ θύρα τοῦ ἱεροῦ, ἐμφανίζεται ὁ Φιλάρετος καὶ τῆς λέει σὲ αὐστηρὸ τόνο· «Τί κάνεις ἐκεῖ; ποιόν ῥώτησες, γιὰ νὰ βά­λῃς λάδι στὸ καντῆλι;» σαστισμένη ἡ γυναῖκα ἀπαντᾷ· «Δὲν κά­νω κάτι κα­κό· λίγο λάδι θέλω νὰ βάλω». ὁ Φιλάρετος τῆς λέει πάλι· «Φύ­γε ἀπὸ κεῖ! δὲν εἶναι δική σου δουλειὰ αὐτό. ἂν θέλῃς, δῶσε τὸ μπου­κάλι στὸν νε­ωκόρο. αὐτὸς ξέρει πότε θὰ βάλῃ λάδι στὰ καντήλια. τώρα εἶναι γε­μᾶ­τα, κι ἂν ῥή­ξουμε κι ἄλλο, θὰ πέσῃ τὸ λάδι στὸ πάτωμα». ἀνέφερα ἕνα ἁ­πλὸ πα­ρά­δειγμα ποὺ θυμήθηκα. πολὺ δὲ περισσότερο δὲν δεχόταν ἄλλα πράγ­μα­τα, παρα­δείγ­μα­τος χάριν νὰ κά­μῃ κάποιος πιστὸς μία λειτουργία καὶ νὰ ζητήσῃ νὰ ψαλοῦν καὶ τὰ ἀπο­λυ­τί­κια διαφόρων ἁγίων ποὺ εὐλα­βεῖται, χωρὶς νὰ εἶναι ἡ μνήμη τους, ἢ νὰ ζη­τή­σῃ νὰ ποῦν οἱ ψάλτες διά­φορα με­γα­λυνάρια· ἢ νὰ πάῃ κάποια κυρία καὶ νὰ ζητήσῃ νὰ τοποθε­τη­θοῦν πάνω στὴν ἁγία τρά­πε­ζα καὶ μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸ ἀρτοφόριο καὶ τὸν τίμιο σταυ­ρὸ διάφορες εἰ­κόνες ἁγίων ἢ –ἀκόμα χειρότερα– φωτο­γρα­φίες συγ­χρό­νων γεροντάδων! τέτοια πράγματα οὔτε ποὺ τολμοῦσαν νὰ τὰ ζητή­σουν ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Φι­λά­ρετο. σήμερα δυσ­τυχῶς τὰ κάνουν αὐτὰ ἀ­κόμη καὶ ἱερεῖς, καὶ δὲν βρί­­σκε­ται κανείς, οὔτε ἐπίσκοπος οὔτε θεολόγος οὔτε πνευματικός, νὰ τοὺς πῇ ὅτι αὐτό, τὸ νὰ τοποθετοῦν δηλαδὴ πάνω στὴν ἁγία τράπεζα εἰ­κόνες ἁγίων ἢ φωτο­γρα­φίες γεροντάδων ἢ ἄλλα ἀν­τι­κεί­μενα, καὶ μά­λι­στα κατὰ τὴν ὥρα τῆς φρι­κτῆς ἱερουργίας, ὄχι μόνον δὲν εἶναι εὐσεβὲς καὶ θε­άρεστο, ἀλλὰ ἀπα­γο­ρεύεται αὐστηρῶς, δείχνει δὲ καὶ εἰδωλολατρικὴ νοο­τροπία, ποὺ εἶναι θεο­μί­σητη. διότι τὴν λειτουργία τὴν τε­λοῦμε καὶ τὴν προσφέ­ρου­με ἀποκλει­στι­κὰ καὶ μόνον στὸν Κύριο, τὸν μόνο λατρευτὸ θεὸ τῶν χριστιανῶν· δὲν τὴν προσφέρουμε σὲ κανέναν ἅγιο καὶ σὲ κανέναν γέροντα καὶ δὲν λα­τρεύ­ουμε κανέναν ἄλλον πλὴν τοῦ ἐν τρι­άδι θεοῦ μας.

§6. ᾿Ιδιαίτερα αὐστηρὸς ἦταν ὁ μακαριστὸς ἀπέναντι στὶς γυναῖκες, σὲ ση­μεῖο ποὺ ἔτρεμαν μὴν ἀνοίξῃ τὴν θύρα τοῦ ἱεροῦ καὶ τὶς κατσαδιάσῃ. μοῦ ἔλεγε μάλιστα μία φορὰ ὅτι στὶς γυναῖκες δὲν πρέπει νὰ δίνῃ κανεὶς θάρ­ρος, διότι μετὰ παίρνουν ἀέρα καὶ θέλουν νὰ γίνεται τὸ δικό τους μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ κάνουν ὅ,τι τοὺς καπνίσῃ. μὲ τὴν αὐστηρότητά του εἶχε ἐπιβάλει μία τάξι καὶ ἕναν σεβασμὸ μέσα στὸν ναό. καὶ πρᾶγμα παρά­ξενο, ἐνῷ ἡ νοοτροπία τῶν περισσοτέρων ἱερέων εἶναι νὰ ὑποχωροῦν «κατ᾿ οἰκονομίαν» στὸ θέλημα τῶν πιστῶν, γιὰ νὰ τοὺς κρατοῦν κοντὰ στὴν ἐκ­κλη­σία –ὅπως ἰσχυρίζονται–, στὸ μετόχιο τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξίου ὅσο πιὸ αὐ­στη­ρὸς ἦταν ὁ Φιλάρετος, τόσο ὁ ναὸς γέμιζε ἀπὸ κόσμο! καὶ ἂς μὴ νο­μί­σῃ κανεὶς ὅτι, ἐπειδὴ ἦταν αὐστηρὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξι, ἦταν καὶ ἀπόκοσμος ἢ ἀντικοινωνικός. κάθε ἄλλο. ἦταν πάντοτε ταπεινὸς καὶ κα­τα­­δεκτικὸς μὲ τὸν συνομιλητή του, ὅμως χωρὶς ψεύτικες ταπει­νο­λογίες καὶ ταπεινοσχημίες. σὲ κοίταζε κατὰ πρόσωπο μὲ βλέμμα ἁπλὸ καὶ καθαρό, χω­ρὶς ἔπαρσι ἢ περιφρόνησι, χωρὶς νὰ σοῦ δημιουργῇ τὴν ἐντύπωσι ὅτι τὸν ἐνο­χλεῖς ἢ τοῦ «τρῶς τὴν ὥρα». γενικῶς ὅποιος τὸν πλησίαζε, ἄντρας ἢ γυ­ναῖκα, νέος ἢ γέρος, πλούσιος ἢ φτωχός, ὑγιὴς ἢ ἄρρωστος, δὲν ἔνιωθε ἄ­βο­λα οὔτε παρείσακτος.

§7. Δὲν θὰ παραλείψω νὰ ἀναφέρω ὅτι, ἂν οἱ πιστοὶ τῶν Πατρῶν χαί­ρον­ταν γιὰ τὸν νέο ἱερομόναχο ποὺ ἦρθε στὴν πόλι τους καὶ ἐκτιμοῦσαν τὸ ἦθός του καὶ τὶς ἀρετές του, ἐντούτοις τὰ αἰσθήματα αὐτὰ δὲν τὰ συμ­με­ρίζονταν καὶ ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῆς πόλεως. ὑπῆρχαν κάποιοι ποὺ ἐφθόνησαν τὸν Φιλάρετο ὅσο δὲν πήγαινε ἄλλο καὶ τοῦ εἶχαν στήσει ἀκήρυκτο πό­λε­μο. αὐτὰ βέβαια τὰ ἔμαθα ἀπὸ ἄλλους καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο, διότι ἐγὼ προσωπικῶς δὲν συνάν­τη­σα ἱερέα μὲ τέτοια συμπεριφορά. ὁ Φι­λά­ρετος, κα­θόσον γνω­ρίζω τοὐ­λά­χιστον, δὲν εἶχε δώσει καμμία ἀφορμή, γιὰ νὰ ἔ­χουν ἄλλοι ἱερεῖς παρά­πονο ἀπὸ τὴν συμπεριφορά του. κάποιοι ὅμως τὸν φθονοῦσαν, διότι εἶχε συγ­κεν­τρώ­σει πολὺν κόσμο στὸ με­τό­χιο, καὶ ἰδί­ως νέους ἀνθρώπους· τὸ δὲ ἄμεμπτο ἦθός του, τὸ αὐστηρὸ καὶ φιλα­κό­λου­θο πνεῦμά του, ὁ ἀφιλο­χρή­ματος βίος του καὶ ὁ ἀσυμ­βίβαστος χαρακτῆράς του κυριολε­κτι­κὰ τοὺς «χά­λαγαν τὴν πιάτσα». ὁ Φιλάρετος ἤξερε ποιοί ἦσαν αὐτοὶ καὶ μάθαινε γιὰ τὶς ἐνέρ­γει­ές τους καὶ τὴν ἐμπαθῆ τους γνώμη, ἀλλὰ ἀντιμετώπισε τὸ θέμα μὲ πνευ­ματικὴ ἀνωτερότητα καὶ χωρὶς ἴχνος θυμοῦ ἢ προσωπικῆς πι­κρίας. ἔλεγε· «Δὲν πειράζει· ἐγὼ θὰ πάω στὴν πανήγυρι τοῦ ναοῦ τους» ἢ «στὸν ἑόρτιο ἑσπερινό, καὶ θὰ τιμήσω καὶ τὸν ἅγιό τους καὶ αὐτούς».

§8. ῾Ο Φιλάρετος ἦταν καλὸς ἐξομολόγος, καὶ ὡς ἐκ τούτου γρήγορα οἱ ἐξομολογούμενοι σ᾿ αὐτὸν αὐξήθηκαν πολύ, ὅπως ἤδη ἀνέφερα. μεταξὺ αὐ­τῶν ἦταν καὶ ἕνας ἡλικιωμένος κύριος, ποὺ θὰ ἦταν πάνω ἀπὸ 85 μᾶλ­λον, καὶ τὸ σπίτι του βρισκόταν σχεδὸν δίπλα στὸν ἅγιο ᾿Αλέξιο. τὸν εἶχα γνω­ρί­σει καὶ μιλούσαμε συχνά, κανὰ δυὸ φορὲς μάλιστα εἶχα πάει καὶ στὸ σπίτι του. νομίζω πὼς τὸν ἔλεγαν Παναγιώτη ἢ Δημήτρη, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ 25 χρόνια δὲν θυμοῦμαι καλά· ἂς προτιμήσουμε τὸ «κὺρ Παναγιώ­της». μοῦ ἐξιστοροῦσε πολλὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωή του, ἀλλὰ δὲν σκέ­φτηκα τότε νὰ τὰ καταγράψω. ἦταν ἀπὸ κά­ποιο κοντινὸ χωριὸ τῶν Πατρῶν, ἀλλὰ σὲ μικρὴ ἡλικία, περίπου 13 ἐτῶν, ἀναγκάστηκε λόγῳ τῆς μεγάλης φτώχειας νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ νὰ πάῃ στὴν πόλι (μᾶλ­λον στὴν Πάτρα), γιὰ νὰ δουλέψῃ. ἀγνοοῦσε βασικὰ πράγματα καὶ ἀγω­νι­ζόταν νὰ ἐπιβιώσῃ. μιὰ φορὰ εἶχε πάρει μπακαλιάρο νὰ φτιάξῃ γιὰ φα­γη­τό, ἀλλὰ δὲν ἤξερε ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸν ξαλμυρίσῃ πρῶτα. ὅταν δοκί­μασε τὸ ψάρι, δὲν τρωγόταν· ἀναρωτιό­ταν τί νὰ κάμῃ, καὶ σκέφτηκε νὰ ῥήξῃ στὸ φαγητὸ ζάχαρη! τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ τὸ πετάξῃ καὶ νὰ μείνῃ νηστικός! ἦταν ὅμως ἕνας πολὺ πιστὸς ἄν­θρωπος καὶ ἁγνὸς χριστιανός. ὅταν ἔγινε ἡ ἐπιστράτευσι γιὰ τὴν Μικρὰ ᾿Α­σία, ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ του μάζε­ψε ὅλα τὰ παλληκάρια ποὺ θὰ στρατεύ­ον­ταν καὶ ἔκαμε παράκλησι στὴν παναγία, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν ζωντανὰ στὴν πατρίδα τους. νομίζω ὅτι ὅσα πῆγαν στὴν παράκλησι πράγματι ἐπέστρεψαν. ὁ Παναγιώτης παρα­κα­λοῦ­σε τὸν Κύ­ριο νὰ μὴ σκοτώσῃ ἄνθρωπο καὶ νὰ μὴν πιάσῃ ὅπλο στὰ χέρια του. πράγ­ματι στὸν στρατὸ τοῦ ἔδωσαν μία θέσι (καὶ πάλι δὲν θυμοῦμε τί ἀ­κρι­βῶς· μᾶλλον ἀνεφοδιασμοῦ), ποὺ δὲν χρειαζόταν νὰ ἔχῃ ὅπλο. ἐξε­στρά­τευσε κα­νο­νικὰ στὸ μέτωπο, στὴν πρώτη γραμμὴ κιόλας, ἀλλὰ ὁ θεὸς εἶχε ἀ­κούσει τὴν προσευχὴ τοῦ πιστοῦ δούλου του καὶ τὸν προστάτευε, ὥστε νὰ μὴ σκοτώσῃ οὔτε νὰ τὸν σκοτώσουν, παρ᾿ ὅλο ποὺ βρισκόταν στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν μαχῶν! μοῦ ἔλεγε ὅτι μία φορὰ σὲ μία τρομερὴ μάχη ἕνας Τοῦρκος πλησίασε τὸν λοχαγό του πισώπλατα καὶ τὸν σημάδευε. ὁ Πα­ναγιώτης φω­νά­ζει· «Κὺρ λοχαγέ, προσέξτε πίσω σας!» γυρνάει ὁ λοχα­γός, προλα­βαί­νει νὰ πυροβολήσῃ πρῶτος καὶ σκοτώνει τὸν Τοῦρκο στρα­τιώτη. πάει τότε ὁ Παναγιώτης καὶ παίρνει τὸ ὅπλο τοῦ σκοτωμένου, διότι ἤθελε μέσα στὸν πόλεμο νὰ ἔχῃ κάτι νὰ ἀμυνθῇ. τότε ὁ λοχαγὸς τοῦ λέει μὲ εὐγνωμοσύνη· «Ἄσ᾿ το κάτω αὐτό· δὲν σοῦ χρειάζεται». ὁ Παναγιώτης πε­τά­ει τὸ ὅπλο καὶ βάζει τὰ κλάματα! τὸν πλησιάζει ὁ λοχαγὸς καὶ τὸν ῥω­τάει· «Τί ἔχεις;» καὶ ὁ Παναγιώτης τοῦ διηγεῖται γιὰ τὴν θερμὴ παρά­κλη­σι πρὸς τὸν Κύριο νὰ μὴν πιάσῃ ὅπλο καὶ νὰ μὴν ἀφαιρέσῃ ζωὴ ἀν­θρώπου καὶ πῶς ὁ Κύριος μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ (καὶ καθ᾿ ὅλη τὴν διάρ­κεια τῆς ἐκστρατείας) τὸν προστάτευε μέσα στὶς μάχες. ὅταν ὁ λοχαγὸς τοῦ φώναξε νὰ πετάξῃ τὸ ὅπλο, διότι δὲν τὸ χρει­ά­ζεται, δὲν τὰ ἤξερε αὐ­τά· καὶ πράγματι μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου δὲν ἔπιασε ὅπλο, ὄχι γιατί τὸ ἀρνήθηκε, ἀλλὰ διότι δὲν χρειάστηκε! ὅταν μετὰ κατέρρευσε τὸ μέ­τω­πο, ὁ Παναγιώτης περπάτησε ὅλη τὴν ἀπόστασι ἀπὸ τὸν Σαγγάριο ποταμὸ μέχρι τὰ μικρασιατικὰ παράλια περνῶντας μέσα ἀπὸ τὴν ῾Αλμυρὴ ἔρημο. οἱ ῞Ελληνες στρατιῶτες, διότι συντεταγμένος ἑλ­λη­νικὸς στρατὸς δὲν ὑπῆρχε πλέον, ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν δίψα καὶ τὶς κα­κουχίες. ὁ Παναγιώτης κάποια στιγμὴ μέσα στὴν ἔρημο εἶδε ἕνα φίδι, τὸ σκότωσε καὶ τὸ ἔκοψε σὲ μικρὰ κομμάτια, ποὺ τὰ κουβαλοῦσε στὴν τσέπη του· ἦταν τόσο φοβερὸ τὸ μαρ­τύ­ριο τῆς δίψας, ὥστε ἔβαζε ἕνα ἕνα τὰ κομ­μάτια τοῦ φιδιοῦ στὸ στόμα του καὶ ἀπομυζοῦσε τοὺς ἐλά­χιστους χυμούς, καὶ ἔτσι μπόρεσε νὰ περάσῃ τὴν ἔρημο, νὰ φτάσῃ στὰ παράλια καὶ νὰ βρῇ τρόπο διαφυγῆς καὶ ἐπι­στρο­φῆς στὴν ῾Ελλάδα! στὸν τιτάνιο αὐτὸν ἀγῶνά του γιὰ ἐπιβίωσι μο­να­δι­κό του στήριγμα εἶχε τὴν βοήθεια τοῦ θεοῦ, στὰ χέρια τοῦ ὁποίου εἶχε ἐν­αποθέσει τὴν ζωή του καὶ ὅλες τὶς ἐλπίδες του, καθὼς διέθετε ἀκλόνητη πίστι καὶ θερμὴ προσευχή. ἀργότερα ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Πάτρα, ἔκαμε οἰκογένεια καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο. παρέμεινε συνειδητὸς χριστιανός, τακτικὸς στὸν ἐκκλησιασμό, σταθερὸς στὴν πίστι του καὶ στὶς ἀρχές του μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα. μὲ τα­πεί­νωσι ὁ κὺρ Παναγιώτης ἐμπιστεύτηκε τὴν πνευματική του ζωὴ στὸ πετραχῆλι τοῦ κατὰ πολὺ νεω­τέρου του ἀρχιμανδρίτου Φιλαρέτου, καὶ ἦταν ἱκανοποιημένος καὶ ἀνα­παυ­μένος. θεωροῦσε τὸν Φιλάρετο πολὺ ἐνάρετο καὶ καλὸ κληρικό. ἀλλὰ καὶ ὁ Φιλάρετος σεβόταν τὸν κὺρ Παναγιώτη καὶ τὸν ἐθαύμαζε γιὰ τὴν πί­στι του, τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του, τὴν ἁπλότητά του, τὴν τιμιότητά του, καὶ τὸν πατριωτισμό του· μοῦ εἶπε μάλιστα μία μέρα· «῞Οταν ἦρθε καὶ ἐξωμολογήθηκε σ᾿ ἐμένα γιὰ πρώτη φορὰ ὁ κὺρ Πανα­γιώ­της, ντρά­πη­κα πάρα πολύ!» ἐννοῶντας ὅτι εἶχε ἐνώπιόν του ὡς ἐξομολογούμενο ἕναν τόσο πιστὸ καὶ συνεπῆ χριστιανό, ποὺ εἶχε φτάσει σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, ἀλλὰ ἦταν ἀφανὴς καὶ ταπεινός. καὶ ὁ ἴδιος ὁ Φιλάρετος δὲν ἦταν μόνον κα­λὸς ἐξομολόγος, ἀλλὰ καὶ ἐξωμολογεῖτο τακτικά, χωρὶς νὰ ἔχῃ κάτι στραβὲς καὶ ἀντιβιβλικὲς ἰδέες πλανεμένων κληρικῶν ὅτι τάχα ὁ ἐξομο­λό­γος δὲν χρειάζεται νὰ ἐξομολογῆται. κατὰ τὸ διάστημα ποὺ ἔμενε στὴν Πάτρα ἐξωμολογεῖτο συνήθως στὸν ἀρχιμανδρίτη Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου, ἱεροκήρυκα τῆς μητροπόλεως Πα­τρῶν καὶ προηγούμενο τῆς μονῆς Γηρο­κο­μείου, τὸν ὁποῖο ἐκτιμοῦσε καὶ σεβόταν πολύ. στὸν ἴδιο πνευματικὸ ἐξω­μο­λογούμην καὶ ἐγώ, καὶ μάλιστα ἔχω γράψει μία σειρὰ ἄρθρων γι᾿ αὐτόν, ποὺ δημοσιεύτηκαν στὴν «Συμ­βολὴ» (τεύχη 3-11). ὁ μακαριστὸς Φιλά­ρε­τος ἐνίοτε καλοῦσε τὸν ἀρχι­μαν­δρίτη Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου στὴν πα­νή­γυρι τοῦ μετοχίου τὴν 17η μαρ­τί­ου, συνήθως στὸν ἑόρτιο ἑσπερινό, γιὰ νὰ ἐκφωνήσῃ καὶ τὴν κατάλληλη πανηγυρικὴ ὁμιλία.

§9. Γιὰ τὶς ἀκολουθίες ποὺ γίνονταν στὸν ναὸ ὁ Φιλάρετος μεριμνοῦσε, ὥστε νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν «Τάξι» τοῦ ἀειμνήστου Γεωργίου Μπεκα­τώ­ρου. ἐκεῖ γνώρισα καὶ ἐγὼ τὴν σπουδαία αὐτὴ ἐτήσια ἔκδοσι τοῦ τυ­πι­κοῦ καὶ ὠφελήθηκα πολὺ ἀπὸ τὴν χρῆσί της. μετὰ τὴν 3η λυκείου ἐπὶ δύο χρόνια πήγαινα καθημερινῶς στὸ μετόχι τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ τελού­σαμε τὸν ὄρθρο (καὶ τὴν λει­τουργία, ἂν ὑ­πῆρχε), τὸν ἑσπερινό, καὶ τὸ ἀπό­δει­πνο. τὸν πρῶτο καιρό, ἂν ἦταν ἁπλὴ καθημερινή, χωρὶς λειτουργία, στὸν ὄρθρο ἤμασταν συνήθως ἐμεῖς οἱ δύο καὶ ὁ νεωκόρος. ἂν γινόταν λει­τουργία, ὑπῆρχε καὶ ἐκκλησίασμα καὶ ἐρχόταν νὰ ψάλῃ ὁ Κώστας ἢ ὁ Ματθαῖος. σιγὰ σιγὰ ὅμως τὸ ἔμαθαν καὶ ἄλ­λοι, ὥστε ἀκόμη καὶ τὶς ἁπλὲς καθημερινὲς νὰ ὑπάρχουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ ὄρθρου κάποιοι πιστοί, συνή­θως λίγες ἡλικιωμένες κυρίες. τότε καθιε­ρώ­σα­με νὰ τελῆται καθημε­ρι­νῶς σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου καὶ τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο, στὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς συμμετεῖχαν καὶ διά­φοροι γνω­στοὶ τοῦ Φιλαρέτου, ποὺ τύχαινε νὰ τοὺς φιλοξενῇ, ἢ καὶ δι­κοί μου φίλοι καὶ συμμαθητές. ἂν ποτὲ ἔλειπα καὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλος νὰ βοηθήσῃ στὸ ἀπόδειπνον, οἱ εὐσεβεῖς γερόντισσες ἀνα­λάμβαναν ἐκεῖνες νὰ ἀναγνώ­σουν τοὺς ψαλμοὺς τῆς ἀκολουθίας, τοὺς ὁποίους εἶχαν μάθει ἀπ᾿ ἔξω. καὶ ὅταν ἀργότερα ὁ Φιλάρετος ἐξελέγη ἡ­γού­μενος τῆς Λαύρας καὶ ἔφυγε, πάλι ἐκεῖνες συνέχισαν νὰ τελοῦν κάθε βράδυ τὸ ἀπόδειπνο· τὸ συνεχίζουν δὲ μέχρι σήμερα, διότι ὅταν πρὸς τὸ τέλος τοῦ 2010 ἔτυχε νὰ περάσω ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾿Αλέξιο, μὲ πολλὴ συγκίνησι εἶδα καμμιὰ δεκαριὰ γερόντισσες νὰ διαβάζουν τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο. καὶ μάλιστα τὸ τελοῦν ἀκολουθῶντας τὴν ὑπόδειξι τοῦ τυπικοῦ τῆς λαύρας τοῦ ἁγίου Σάββα· «Δεῖ δὲ τὸν ἐκκλησιάρχην καὶ τοῦτο σκοπεῖν ἀκριβῶς, ἵνα, ὅταν τὰ ἀπόδειπνα ἀπολύωσιν, ὑπάρχῃ ἀκμὴν ἡμέρας, ἤγουν πρὸ τοῦ συνοψιασμοῦ» (κεφ. 31).

§10. Τὸ 1986 τέσσερις φίλοι ἀποφασίσαμε νὰ φτιάξωμε μία χριστια­νι­κὴ ὁμάδα μὲ νέους τῆς ἡλικίας μας μὲ σκοπὸ 1ον) νὰ εἶναι μία ὁμάδα πα­ρεμβάσεως στὴν κοινωνικὴ πραγματικότητα, 2ον) νὰ ἀντιμετωπίσωμε τὶς αἱρέσεις στὴν Πάτρα καὶ νὰ ἐνημερώσωμε καὶ ἄλλους, καὶ 3ον) νὰ ἐκ­δώσωμε ἕνα νεανικὸ περιοδικό. στὴν ἐπιθυμία μας αὐτὴ ὡδηγηθήκαμε καὶ ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία ποὺ συν­αν­τήσαμε τότε ἀπὸ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς φορεῖς (ἱερεῖς, ἐνορίες, κατηχητικὲς ὁμάδες) γιὰ τὸ θέμα τῶν αἱρέσεων. ἐ­συ­ζη­τήσαμε ἀρκετὰ αὐτὴν τὴν ἰδέα μας καὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν ἀεί­μνηστο Φιλά­ρετο, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ εἶχε ἀγωνιστικὸ φρόνημα, δέχτηκε νὰ μᾶς βοηθήσῃ, νὰ εἶναι σύμβουλος στὴν ὁμάδα μας καὶ νὰ συγ­κεν­τρω­νώ­μαστε στὸ σπίτι ποὺ ἦταν δίπλα στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξίου καὶ ὅπου ἔμενε ὁ ἴδιος. συντάξαμε ἕνα κατα­στατικὸ τῆς ὁμάδος, τὴν ὁποία τὴν ἐβα­πτίσαμε «῾Ομάδα δράσεως νέων», ἐνῷ στὸ περιοδικὸ ἐδώσαμε τὸ ὄνομα «Νεανικὸς ἀγῶνας». πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ σύμβουλος τῆς ὁμάδος στὰ δύο περί­που χρόνια λειτουργίας της ἦταν φυσικὰ ὁ μακαριστὸς Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐχάρισε καὶ πολλὰ μικρὰ βιβλία ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη του. στὶς συγκεντρώσεις ποὺ ἐκάναμε ὁ Φιλάρετος παρευρισκόταν, ἂν εὐκαι­ροῦ­σε· μὲ ὑπομονὴ καὶ καλωσύνη ἄκουγε τὰ ὅσα λέγαμε, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐπενέ­βαινε· σπανίως μᾶς ἔλεγε τὴν γνώμη του ἐντελῶς συμβουλευτικά, ἀλλὰ ἡ ἐνθάρυνσί του καὶ ἡ βοήθειά του, ἀκόμη καὶ ἡ οἰκονομικὴ ἐνίσχυσι γιὰ τὰ ἔξοδα τοῦ περιοδικοῦ ἦταν πάντοτε οὐσιαστικά.

§11. Θυμοῦμαι ὅτι τὸ σπίτι δίπλα στὸν ῞Αγιο ᾿Αλέξιο εἶχε ἕνα μικρὸ σα­­λόνι μὲ τζάκι, ὅπου τὸν χειμῶνα ἔκαιγαν ὡραῖα χοντρὰ κούτσουρα, καὶ μετὰ τὴν κυριακάτικη λειτουργία ἢ τὶς ἀγρυπνίες μα­ζευόμασταν ὅσοι βοη­θούσαμε στὸ ψαλτῆρι, πιάναμε τὴν συζήτησι καὶ παράλληλα παίρναμε κά­ποιο κέρασμα, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, δίπλες, καὶ ἄλλα παρόμοια, ἀναλόγως ἂν ἦταν περίοδος νηστείας ἢ ὄχι· γιὰ τὸ καλοκαῖρι μιὰ μεγάλη φέτα καρπούζι ἢ πεπόνι καὶ ἄλλα φροῦτα τῆς ἐποχῆς εἶχαν τὴν τιμητική τους. κάποτε μᾶς εἶπε ὁ Φιλάρετος ὅτι σκεφτόταν νὰ ἀνοίξῃ ἕνα βιβλι­ο­πω­λεῖο δίπλα στὸν ναό, διότι στὴν περιοχὴ δὲν ὑπῆρχε χριστιανικὸ βι­βλι­οπωλεῖο· ὅποιος ἤθελε κάτι ἔπρεπε νὰ πάῃ στὸ κέντρο τῆς πόλεως ἢ πιὸ πέρα πρὸς τὸν ἅγιο ᾿Ανδρέα, ποὺ ὑπῆρχαν τρία χριστιανικὰ βιβλιοπωλεῖα, τῆς «Ζωῆς», τοῦ «Σωτῆρος» καὶ τοῦ Βαγενᾶ. διετύπωσα τὴν ἄποψι νὰ μὴν τὸ ὀνομάσῃ χριστιανικὸ βιβλι­ο­πωλεῖο ἀλλὰ «ἔκθεσι χριστιανικοῦ βιβλίου», ὅπως καὶ ἔγινε. μία ἄλλη φορὰ εἶχα ῥωτήσει τὸν μα­καριστὸ Φι­λά­ρετο πῶς ἔγινε ἱερεύς· ἂν ἀπὸ μικρὸς ἤθελε νὰ ἱερωθῇ ἢ νὰ γίνῃ μονα­χός. μοῦ ἀπάντησε ὅτι, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδί, δὲν ἤξερε ἀπὸ μοναχισμὸ καὶ τέτοια· τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμοῦσε ἦταν νὰ γίνῃ παπᾶς καὶ νὰ ὑπηρετῇ τὸν θεὸ καὶ τὴν ἐκκλησία του. ἀργότερα ἔμαθε ὅτι, γιὰ νὰ γίνῃ κανεὶς πα­πᾶς ἄγαμος, εἶναι ὑποχρεωτικὸ –γιὰ τὴν ἐκκλησία τῆς ῾Ελλάδος τοὐλά­χιστον– νὰ ἀνήκῃ στὸ μοναχολόγιο κάποιου μονα­στη­ριοῦ· μετὰ πῆγε στὴν ἱερατικὴ σχολὴ καὶ ὕστερα σπού­δασε θεολογία στὸ πανεπιστήμιο ᾿Αθηνῶν. σήμερα γνωρίζω ὅτι τὸ νὰ ὑποχρεώνεται νὰ καρῇ πρῶτα μοναχὸς ὅ­ποιος θέ­λει νὰ γί­νῃ ἄγαμος ἱε­ρεὺς σὲ ἐνορία εἶναι διάταξι νεω­τε­ριστικὴ καὶ τε­λεί­ως ἀν­τι­βιβλικὴ ἀντι­κα­νονικὴ καὶ ἀντιπα­ρα­δο­σιακὴ πρὸς ζημία καὶ τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῆς ἐκκλησίας γενικώτερα· θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν ἐντελῶς προ­αιρετικὸ θέμα. ὁ Φι­λάρετος πάντως ὄχι μόνον ἐκάρη μοναχός, παρ᾿ ὅτι δὲν τὸ εἶχε ἐπι­θυ­μή­σει ἀπὸ μικρός, ἀλλὰ εὐτυχῶς δὲν τὸ εἶδε καθόλου σὰν μία τυπικὴ ὑποχρέωσι· γεμᾶτος πίστι, μὲ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ στὶς ἐπιταγὲς τῆς ἐκκλησίας, ἦταν σωστὸς μοναχὸς σὲ ὅλα· καὶ τὸν ἀ­ξίωσε ὁ θεὸς νὰ γίνῃ καὶ ἡγούμενος τὸ 1993, πετυχημένος στὰ διοικητικὰ καὶ πνευματικά, πολὺ ἀ­γαπητὸς καὶ σεβαστὸς στὸν λαό, καὶ ἐπάνδρωσε μὲ νέα ἀδελφότητα τὴν ῾Αγία Λαύρα Κα­λαβρύτων, ποὺ κινδύνευε ἀπὸ λει­ψαν­δρία.

§12. ῾Ο Φιλάρετος ὑπῆρξε μέγας εὐεργέτης πολλῶν ἀνθρώπων στὴν Πά­τρα, καὶ νομίζω ὅτι πάντοτε εὐεργετοῦσε τοὺς συνανθρώπους του σὲ ὅλη του τὴν ζωή· ἀλλὰ τὶς εὐεργεσίες του τὶς κρατοῦσε μυστικές, καὶ πολ­λὰ εἶ­ναι αὐτὰ ποὺ θὰ μάθουμε ἀργότερα. ἕνα ἀπὸ τὰ νέα παιδιὰ ποὺ σύ­χνα­ζαν τότε στὸν ἅγιο ᾿Αλέξιο, βοη­θοῦσε δὲ καὶ στὸ ἀναλόγιο, ἦταν μα­θη­τὴς τῆς 3ης λυκείου· ἀγαποῦσε τὰ γράμματα καὶ εἶχε ζῆλο νὰ σπουδάσῃ θεο­λο­γία. στὸ σχολεῖο ἦταν καλὸς μαθητής, ἂν καὶ δὲν ἔκανε φροντιστήριο σὲ κανένα ἀπολύτως μάθη­μα, διότι ἡ οἰκογένειά του ἦταν πολὺ φτωχή· τὰ κα­τά­φερνε μὲ προσωπικὴ πολύωρη μελέτη. στὴν 3η λυκείου ὅμως ὑπῆρχε καὶ τὸ μά­θημα τῶν λατινικῶν. ἡ φιλόλογος ποὺ εἶχε ἀναλάβει αὐτὸ τὸ μά­θη­μα δὲν εἶχε καμμία ἀπο­λύ­τως διάθεσι νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν διδασκαλία· θεωροῦσε δεδομένο ὅτι ὅλοι οἱ μαθητὲς πηγαίνουν σὲ φροντιστήρια καὶ μα­θαίνουν ἐ­κεῖ τὰ λα­τι­νι­κά, ὁπότε ἕκανε μία ὑποτυπώδη παράδοσι καὶ ἐξέτασι, ἀνα­κοίνωνε τὸ πα­ρακάτω μάθημα, ἔβαζε καὶ κανὰ δυὸ ἀσκήσεις, ἔτσι γιὰ τοὺς τύπους, «γιὰ τὰ μάτια», γιὰ νὰ δικαιολογῇ τὴν ὕπαρξί της καὶ νὰ κοροϊ­δεύῃ τοὺς μα­θη­τές, τοὺς γονεῖς καὶ τὸ κράτος ποὺ τὴν μι­σθο­δοτοῦσε καὶ μᾶλλον τὴν μι­σθο­δοτεῖ ἀκόμη. ἐνδιαφερόταν ὅμως πολὺ γιὰ θεατρικὰ ἔρ­γα καὶ ἄλλες «πολιτιστικὲς» ἐκδηλώσεις, διότι αὐτὰ ἀνα­βαθ­μίζουν τὸν ῥό­λο τοῦ σχο­λείου καὶ ἀνεβάζουν τὴν ποιότητα τῆς παρε­χο­μέ­νης ἐκπαι­δεύ­σεως· ἐνῷ ἡ διδασκαλία, ἡ προσφορὰ γνώσεως, τὸ νὰ καλ­λι­ερ­­γήσῃς στοὺς μαθητὲς ἐνδιαφέρον καὶ ἀγάπη καὶ ὄρεξι γιὰ μάθησι σπου­δὲς καὶ πρόοδο εἶναι τόσο «μπανὰλ» καὶ παρῳχημένα πράγματα! ἡ συγ­κε­κριμένη καθη­γή­τρια, ἂν καὶ νέα στὴν ἡλικία καὶ πιθανὸν χωρὶς προηγού­μενη διδακτικὴ ἐμπειρία, ἐρχόταν καθημερινῶς στὸ σχολεῖο βαμμένη, μα­κι­γιαρισμένη καὶ κοκεταρισμένη μὲ ἐπιμέλεια, σὲ σημεῖο ποὺ τὴν σχολίαζαν ὅλες οἱ μαθή­τριες. εἶχε γίνει ἀκόμη γνωστὸ ὅτι ἦταν καὶ πολὺ γλεντζοῦ καὶ σχεδὸν κάθε βράδυ πήγαινε στὰ διάφορα λαϊκὰ κέντρα καὶ ξενυ­χτά­δικα τῆς περι­ο­χῆς μαζὶ μὲ τὸν ἄντρα της, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσης καθηγητὴς ἄλ­λης εἰδι­κότητος στὸ ἴδιο λύκειο, ἀλλὰ δὲν φαινόταν γιὰ ἄνθρωπος τοῦ γλεντιοῦ καὶ τοῦ ξενυχτιοῦ. κατὰ τ᾿ ἄλλα ἡ ἐν λόγῳ φιλόλογος γιὰ τὸν μο­ναδικὸ σὲ μία τάξι 22 ἀτόμων μαθητή της ποὺ δὲν πήγαινε φροντιστήριο, δὲν ἔ­δειξε κανένα ἀπολύτως ἐνδιαφέρον, καμμία σημασία, δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν πα­ραμικρὴ βοήθεια οὔτε μία ἁπλὴ ὑπόδειξι· τὸν ἄφησε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι... γιατί νὰ χαλάσῃ τὴν ζαχαρένια της ἄλ­λωσ­τε; ὁ μαθητὴς τῆς ἱστορίας μας φυσικὰ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβῃ ἀπὸ τὰ λατινικὰ γρῦ, στὰ διαγωνίσματα ἔγραψε χάλια καὶ στὸ 1ο τρίμηνο πῆρε κάτω ἀπὸ τὴν βάσι. τὸ παιδὶ ἔβλεπε ὅλα τὰ ὄνειρά του γιὰ σπουδὲς νὰ γκρεμίζωνται· ὁ θεὸς ὅμως μεριμνοῦσε· καὶ φώτισε τὸν φύλακα ἄγγελό του ἀρχιμανδρίτη Φι­λά­ρετο νὰ ῥωτήσῃ μιὰ μέρα τὸ παιδὶ γιὰ τὰ μαθήματά του. κι αὐτὸ τοῦ εἶπε γιὰ πρώτη φορὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπιζε καὶ ὅτι δὲν εὐελπιστοῦσε νὰ σπουδάσῃ. τότε στὸν Φιλάρετο ἐξωμολογεῖτο μία φιλόλογος ὀνόματι ῾Ελένη, ποὺ ἦταν ὄχι μόνο πιστὴ χριστιανὴ ἀλλὰ καὶ δεινὴ λατινίστρια· γνώριζε τὰ λατινικὰ ἀπταίστως, καὶ παρ᾿ ὅτι γεροντο­κόρη μιᾶς κάποιας ἡλικίας, ἦταν εὐγενικὸς καλόκαρδος καὶ καλωσυνᾶτος ἄν­θρωπος καὶ ἰδιαί­τερα φι­λο­μαθής, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ τε­λειο­ποιοῦσε τὰ γαλλικά της καὶ ἑ­τοι­μαζόταν νὰ πάρῃ κάποιο δίπλωμα σ᾿ αὐ­τὴν τὴν γλῶσσα, ἀφοῦ ἡ ἄρι­στη γνῶσι τῶν λατινικῶν τὴν διευκόλυνε πολὺ στὴν ἐκμάθησι τῶν λα­τι­­νο­γε­νῶν γλωσσῶν. μὲ ζῆλο φροντίδα καὶ ἐπιμέλεια ἀνέλαβε τὸν φτωχὸ μαθητὴ ἀπὸ τὸν ἰανουάριο μῆνα καὶ χωρὶς καμμία ἀπολύτως ἀμοιβὴ τοῦ ἔκαμε ἰδιαίτερα μαθήματα λατινικῶν. καὶ μέσα σὲ λίγους μῆνες, μέχρι τὸ τέλος μαΐου, τοῦ εἶχε μάθει ὅλο τὸ βιβλίο τῶν λατι­νι­κῶν, καὶ μετάφρασι καὶ λεξιλόγιο καὶ τυπολογικὸ καὶ συντακτικό! καὶ κατὰ τὶς πανελλήνιες ἐξετάσεις τὸ παιδὶ ἀρίστευσε στὰ λατινικὰ πρὸς δόξαν θεοῦ καὶ ἔπαινον τῶν πιστῶν ἀνθρώπων του καὶ πρὸς αἰσχύ­νην τῆς ἀκατονόμαστης ἐκείνης καθηγήτριας τοῦ σχολείου. ἔτσι χάρις στὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν μέ­ρι­μνα τοῦ μακαριστοῦ Φιλαρέτου καὶ χάρις στὴν φιλαν­θρωπία καὶ τὴν ἱκα­νό­τητα τῆς κυρίας ῾Ελένης ἐκεῖνος ὁ νέος μπό­ρεσε νὰ σπουδάσῃ καὶ νὰ αἰσθάνεται παν­το­τινὴ εὐγνωμοσύνη γιὰ τοὺς δύο εὐεργέτες του. μετὰ τὴν θεολογία ὁ νέος ἐκεῖνος συμπλήρωσε τὶς σπουδές του καὶ σὲ ἄλλες ἐπιστῆμες, ἀργό­τερα δέ, ὥριμος ἄντρας πλέον, προχώρησε στὴν ἐκπό­νησι διδακτορικοῦ. ὁ ἀ­οί­διμος φιλάνθρωπος καὶ ἐνάρετος Φιλάρετος ἐκοι­μήθη στὶς 30 ἰουνίου 2011. μόλις λίγες ἡμέρες μετὰ ἡ διδακτορικὴ ἐργα­σία τοῦ εὐεργετηθέντος ἀν­δρὸς ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο μὲ ἄριστα· δὲν πρόλαβε νὰ ἀναγ­γείλῃ ὁ ἴδιος τὸ χαρούμενο νέο στὸν Φιλάρετο, ἀλλὰ εἶναι βέβαιο ὅτι ἐκεῖ­νος τὸ ἔμαθε καὶ χάρηκε.



Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης

   ᾿Αθῆναι, 22/7/2011