ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ
ΤΗΣ ΨΑΛΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Π
Παναγιώτης Χρυσάφης ὁ νέος. μαθητὴς τοῦ Γεωργίου ῾Ραιδεστηνοῦ Α΄ καὶ πρωτοψάλτης τοῦ πατριαρχείου κατὰ τὸ διάστημα 1655-1682 περίπου.
Πανάρετος μοναχὸς Φιλοθεΐτης. βλέπε Μακρυγιάννης Πανάρετος.
Παπαδόπουλος Γεώργιος (1862-1938). εἶχε τὸ ὀφφίκιο τοῦ μεγάλου πρωτεκδίκου τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, ὑπῆρξε γραμματεὺς καὶ δραστήριο μέλος τοῦ «Ἐκκλησιαστικοῦ μουσικοῦ συλλόγου» καὶ διευθυντὴς τῆς μουσικῆς σχολῆς τοῦ ἴδιου συλλόγου, εἶχε ἔντονη καὶ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὰ μουσικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς του, ἦταν σύγχρονος τοῦ Γεωργίου Βιολάκη καὶ σὲ πολλὰ θέματα συνεργάτης του, γι᾿ αὐτὸ οἱ πληροφορίες ποὺ μᾶς παρέχει γιὰ τὸν ἐν λόγῳ πρωτοψάλτη εἶναι πολύτιμες καὶ ἔγκυρες. ὁ Γεώργιος Παπαδόπουλος εἶναι γνωστὸς κυρίως γιὰ τὶς ἱστορικῆς φύσεως συγγραφές του «Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς παρ᾿ ἡμῖν ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς», «῾Ιστορικὴ ἐπισκόπησις τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς». καὶ «Λεξικὸν τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς». ἔγραψε ἐπίσης «Περὶ γρηγοριανῆς μουσικῆς» καὶ ἕναν παρακλητικὸ κανόνα στὴν Θεοτόκο.
Παπαδόπουλος Εὐστράτιος. γεννήθηκε τὸ 1846 στὸ Κοντοσκάλι Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀρίστους μαθητὲς τοῦ πρωτοψάλτου Γεωργίου ῾Ραιδεστηνοῦ. διετέλεσε πρωτοψάλτης στὸν ναὸ τῶν Εἰσοδίων τοῦ Πέραν ἀπὸ τὸ 1877 ὣς τὸ 1909. ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησιαστικὴ μουσικὴ γνώριζε καὶ τὴν εὐρωπαϊκὴ καὶ τὴν ἀραβοπερσική. πέθανε στὶς 11 Μαΐου 1909 σὲ ἡλικία 63 ἐτῶν.
Παπαδόπουλος Φιλόθεος. σύγχρονος ᾿Αθωνίτης ἱερομόναχος, ποὺ γεννήθηκε τὸ 1963 στὴν Ἀθήνα καὶ ἔλαβε τὸ βαπτιστικὸ Γεώργιος· εἶναι γιὸς τοῦ ὁμοτίμου καθηγητοῦ τῆς θεολογικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου. ἔλαβε τὸ πτυχίο τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐνῷ παράλληλα πραγματοποίησε ἀξιόλογες σπουδὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ εὐρωπαϊκὴ μουσική. τὸ 1985, νέος ἀκόμη, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔκτοτε ἐγκαταβιώνει στὴν μονὴ Δοχειαρίου ῾Αγίου Ὅρους, ὅπου ἀναδεικνύει ψάλλοντας τὸ ἰδιοπρόσωπο μουσικό του τάλαντο.
Παπαθεοδώρου Ἀγαθάγγελος (βαπτιστικὸν ᾿Ιωάννης). ἐγεννήθη τῷ 1885 ἐν ᾿Αρκαδιουπόλει (Λουλὲ Μπουργὰζ) τῆς ἀνατολικῆ Θρᾴκης. ἐσπούδασεν ἐν 'Αδριανουπόλει καὶ ἐν τῇ θεολογικῇ σχoλῇ Χάλκης, ἐξ ἧς ἀπεφοίτησεν ἀριστοῦχος κατὰ τὸ 1909. διεκρίνετο ἐπὶ µουσικαῖς γνώσεσι, καλλιφωνίᾳ καὶ συγγραφικῇ δεξιότητι. διετέλεσεν ἄλλοτε πρωτοψάλτης τοῦ ἐν Πέραν ναοῦ τῆς ἁγίας Τριάδος, ἦτο δὲ μαθητὴς τοῦ πρωτοψάλτου Ἀδριανουπόλεως Δηµητρίου Ἀφεντάκη. ἐπίσης ὑπηρέτησεν ἐπὶ 15ετίαν ὡς διάκoνoς καὶ καθηγητὴς μέσης ἐκπαιδεύσεως. τῷ 1924 ἐχειροτονήθη πρεσβύτερος καὶ ὑπηρέτησεν ὡς προϊστάµενος εἰς τὸν ἐν Γαλατᾷ ἱστορικὸν ναὸν ἁγίου Ἰωάννου τῶν Χίων. ὑπηρετῶν ἐν τῇ θέσει ταύτῃ ἐξελέγη κατ' Ἀπρίλιον τοῦ 1926 τιτουλάριος ἐπίσκοπος ᾿Ελαίας (παλαιᾶς ἐπισκοπῆς ἐν Αἰολίδι Μικράς ᾿Ασίας), καὶ ἐπόπτης πάντων τῶν ναῶν τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως. κατ᾿ Ὀκτώβριον τοῦ 1943 ἐξελέγη µητροπολίτης Κυδωνιῶν, μητροπόλεως στερηθείσης τοῦ ποιµνίου της ἕνεκα τῆς µικρασιατικῆς καταστροφῆς τοῦ 1922. παραµένων πάντοτε ἐν Κωνσταντινουπόλει εἰργάσθη ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν ὡς µέλος τῆς ἱερᾶς συνόδου τοῦ οἰκουµενικοῦ πατριαρχείου, ἠσχολήθη δὲ συγχρόνως µὲ τὴν δηµοσιογραφίαν καὶ µὲ τὴν συστηµατικὴν µελέτην τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων κλασσικῶν συγγραφέων καὶ τῶν πατερικῶν κειµένων. αἱ σπουδαιότεραι συγγραφικαὶ ἐργασίαι του ἀφοροῦν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ. ἔγραψεν ἐν τῷ «῾Ηµερολογίῳ» τοῦ Σταύρου Ζερβοπούλου τοῦ ἔτους 1935 (σελ. 143-148) «Περὶ ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς», εἰς ἀθηναϊκὰ περιοδικὰ «Περὶ τῶν ἐν Θρᾴκῃ µουσικῶν» καὶ «Περὶ τῆς ἐν Ἑλλάδι µουσικῆς κινήσεως» ἐν τῇ Ἀπογευµατινῇ (ἔτος Ξ΄ ἀρ. 2293). πάσχων ἀνιάτως ἀπὸ χρόνου µακροῦ ἀπέθανεν ἐν Κωνσταντινουπόλει κατ᾿ ἰούλιον τοῦ 1960.
Παπαμιχαὴλ Βασίλειος, σύγχρονος δεξιὸς ψάλτης καὶ μουσικοδιδάσκαλος στὴν ᾿Αλεξανδρούπολι.
Παπαντωνίου ᾿Αμφιλόχιος. σύγχρονος ᾿Αθωνίτης ἱερομόναχος, ποὺ γεννήθηκε τὸ 1961 στὸ Στεφάνι Κορινθίας· εἶναι γιὸς τοῦ ἱερέα Ἰωάννη Παπαντωνίου καὶ ἔλαβε ὡς βαπτιστικὸ τὸ ὄνομα Θεοφάνης. ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν ῾Ριζάρειο ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ ᾿Αθηνῶν, ὅπου καὶ διδάχθηκε ἀρχικὰ τὴν μουσικὴ ἀπὸ τὸν Δημήτριο Παναγιωτόπουλο Κοῦρο. τελειοποίησε τὶς μουσικές του σπουδὲς μὲ τὸν Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου στὸ Μετόχι τοῦ παναγίου Τάφου στὴν Ἀθήνα καὶ ἀργότερα μὲ τὸν Διονύσιο Φιρφιρῆ στὸ ῞Αγιον Ὄρος. ἐκάρη μοναχὸς στὴν μονὴ Προυσοῦ Εὐρυτανίας τὸ 1980, ἀλλὰ ἀμέσως ἔπειτα ἐγκαταστάθηκε στὴν μονὴ Δοχειαρίου ῾Αγίου Ὅρους, ὅπου συνέψαλλε μὲ τὸν ἱερομόναχο ᾿Aντίπα Σκανδαλάκη, πάντοτε σὲ ἀπόλυτη ἁρμονία καὶ ταύτισι. ἔχει ὕφος λιτὸν καὶ ἀπέριττον, ἐνῷ ἔχει ἐντρυφήσει καὶ στὴν μουσικὴ παλαιογραφία.
Παππᾶς Γ. Νικόλαος. ψάλτης καὶ μουσικοδιδάσκαλος τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἐν ᾿Αθήναις. γεννήθηκε στὴν Σίφνο τὸ 1888, γνώριζε προσωπικὰ τὸν πρωτοψάλτη Γεώργιο Βιολάκη ἐν ζωῇ, καὶ εἶχε ἀλληλογραφία μαζί του ὡς συμπατριώτης του (Σίφνιος). τὸ 1904 σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν ἦταν ὁ πρῶτος μαθητὴς τοῦ Κωνσταντίνου Ψάχου στὴν νεοσύστατη σχολὴ βυζαντινῆς μουσικῆς τοῦ ᾠδείου ᾿Αθηνῶν, ἀπὸ ὅπου ἀπεφοίτησε τὸ 1909 μὲ ἄριστα καὶ εἰδικὸ βραβεῖο, καὶ ἀμέσως προσελήφθη στὸ ἴδιο ᾠδεῖο ὡς βοηθὸς τοῦ Κ. Ψάχου. στὴν θέσι αὐτὴ παρέμεινε μέχρι τὸ 1919, ὁπότε μετὰ τὴν ἀποχώρησι τοῦ Ψάχου ἀνέλαβε τὴν θέσι του στὸ ᾠδεῖο, ὅπου παρέμεινε μὲ ἐπιτυχία ἐπὶ δεκαετίες μέχρι τὸν θάνατό του. παράλληλα εἶχε σπουδάσει νομικά. ἀπὸ τὸν ἰούλιο τοῦ 1910 ἦταν πρωτοψάλτης στὸν ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς ὁδοῦ ᾿Ακαδημίας, ἀπὸ τὸν αὔγουστο τοῦ 1911 καθηγητὴς μουσικῆς στὸ Διδασκαλεῖο ᾿Αθηνῶν, ἐνῷ διακρίθηκε καὶ ὡς χοράρχης πολυμελῶν βυζαντινῶν χορῶν. τὸ 1951 ἔγραψε λεπτομερὲς ἐπετειακὸ ἄρθρο ἐπὶ τῇ συμπληρώσει τεσσαρακονταετίας ἀπὸ τῆς κοιμήσεως τοῦ Γεωργίου Βιολάκη. μεταξὺ τῶν μαθητῶν του ἀναφέρονται καὶ οἱ Βασίλειος Κατσιφῆς, Κωνσταντῖνος Δ. Καλοκύρης, ᾿Αντώνιος Μπελούσης, Χρῖστος Παρασκευαϊδης (ὁ μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος ᾿Αθηνῶν Χριστόδουλος), Σπυρίδων Περιστέρης, Σάββας Σάββας, καὶ ἄλλοι. πέθανε στὴν ᾿Αθήνα τὸ 1957.
Παρασκευαΐδης Δοσίθεος. ἐγεννήθη εἰς τὴν ᾿Αττάλειαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἐν ἔτει 1912· πέντε ἐτῶν ἐτυφλώθη ἀπὸ μηνιγγίτιδα· ἦλθεν εἰς ᾿Αθήνας ὡς πρόσφυξ τῷ 1922. ἐπεδόθη εἰς τὴν ἐκμάθησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς «βυζαντινῆς» μουσικῆς καὶ ἀνέλαβε θέσιν ἱεροψάλτου εἰς τὸν ναὸν τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου Νέας Ἰωνίας Ἀθηνῶν. κατόπιν ἀνῆλθεν εἰς Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐμόνασεν ἐπὶ 9 ἔτη εἰς τὰ Κατουνάκια. ἀπεβίωσε τῇ κυριακῇ τῶν βαΐων τοῦ ἔτους 1991. μεταξὺ ἄλλων ὑπάρχουν ἐκδεδομένα καὶ τὰ ἑξῆς ἔργα του· «Λειτουργικά» (περιλαμβάνει μαθήματα τῆς θείας λειτουργίας, ἔκδοσις 2α, 1990), «᾿Οκτάηχον ἑβδομαδάριον» (τὰ καθ᾿ ἡμέραν κατανυκτικά, μαρτυρικὰ καὶ θεοτοκία τῆς παρακλητικῆς, ἔκδοσις 1995), «Μικρὰ Ὀκτώηχος» (2α ἔκδοσις, 1992). «Παραλειπόμενα τοῦ Τριωδίου» (1989).
Παυλίδης Μιχαήλ. γεννήθηκε στὴν Χίο τὸ 1840, ἀλλὰ ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν Κωνσταντινούπολι· κοιμήθηκε στὸ Κανδύλλιο Βοσπόρου τὸ 1894. ἦταν μαθητὴς τοῦ Σωτηρίου Βλαχοπούλου, τοῦ Γεωργίου Ραιδεστηνοῦ Β΄ καὶ τοῦ λαμπαδαρίου Νικολάου Στογιάννη, τοῦ ὁποίου διετέλεσε β΄ δομέστικος στὸν πατριαρχικὸ ναό (1872-1881). ἦταν λαμπρὸς ἐκτελεστὴς τῆς ψαλμῳδίας ἀλλὰ καὶ εἰδήμων τῆς μουσικῆς θεωρίας. ἀνέδειξε πολλοὺς μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Εὐστάθιο Βιγγόπουλο, λαμπαδάριο τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας τὴν περίοδο 1917-1938.
Πέτρος ὁ Βυζάντιος (ὁ ἐπικαλούμενος φυγᾶς). μαθητὴς κυρίως τοῦ Πέτρου τοῦ Πελοποννησίου καὶ δευτερευόντως τοῦ πρωτοψάλτου ᾿Ιακώβου, τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχτηκε. διετέλεσε δομέστικος (περίπου 1771-1789), λαμπαδάριος (1789-1800) καὶ τέλος πρωτοψάλτης (1800-1805 περίπου) τῆς μεγάλης ἐκκλησίας. ἡ μακρόχρονη ψαλτική του δρᾶσι συνυπάρχει μὲ τὴν διδακτικὴ καὶ κυρίως μὲ τὴν λαμπρὴ ἐπίδοσι στὸν χῶρο τῆς μελοποιίας καὶ στὶς ἐξηγήσεις τῶν παλαιῶν μελῶν, καθὼς κατέγραψε τὸ σύντομο εἱρμολογικὸ μέλος καὶ ἐξήγησε πολλὰ μαθήματα ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραφὴ συνεχίζοντας τὸ ἔργο ποὺ ἄφησε ἀνολοκλήρωτο ὁ δάσκαλός του Πέτρος Πελοποννήσιος λόγῳ τοῦ πρόωρου θανάτου του. κατ᾿ ἀρχὴν στὸν τομέα τῆς συνθέσεως συμπλήρωσε τὰ δύο γνωστὰ βιβλία τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου, τὸ ἀναστασιματάριο μελοποιώντας τὰ κεκραγάρια μὲ τὴν παρεπόμενη στιχολογία ποὺ ἔλειπαν, καὶ τὸ εἱρμολόγιο τῶν καταβασιῶν προσθέτοντας εἱρμοὺς κανόνων διαφόρων ἑορτῶν. ὁ ἴδιος ἐπίσης τόνισε ἐξ ὑπαρχῆς ἕνα σύντομο ἀναστασιματάριο, τὸ δὲ κυριώτερο γιὰ πρώτη φορὰ τὸ σύντομο εἱρμολόγιο (πρώτη δημοσίευσι, Κωνσταντινούπολις 1825). ἔχει μελοποιήσει ἀκόμη καὶ πολλὰ μέλη τῆς παπαδικῆς, ὅπως κοινωνικὰ τῶν κυριακῶν (τρεῖς στάσεις) καὶ ὡρισμένα τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὀκτὼ χερουβικὰ κατ᾿ ἦχον, δοξολογίες, δύο θεοτοκία, ὀκτὼ τιμιωτέρες κατ᾿ ἦχον, τὸν νεκρώσιμο ἄμωμο, καὶ μερικὰ ἄλλα. οἱ συνθέσεις του διακρίνονται γιὰ τὸ ἁπλὸ καὶ ἀπέριττο ὕφος, ἐνῷ ὁ ἴδιος ἔψαλλεν «εἰς τὸ εὔτακτον μᾶλλον ἀφορῶν καὶ εἰς τὸ εὔρυθμον τῆς ψαλμῳδίας», ὅπως σημειώνει ὁ Χρύσανθος («Θεωρητικὸν Μέγα», σ. ΙΙΙΙ). ἡ ἐπίδοσί του ὑπῆρξε μεγάλη ἐπίσης στὶς ἐξηγήσεις καὶ στὴν ἀντιγραφὴ τῶν χειρογράφων. στὸ ζήτημα τῶν ἐξηγήσεων ἀκολούθησε τὸ ἀναλυτικὸ γραφικὸ σύστημα τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου, τὸ ὁποῖο ἁπλοποίησε ἀκόμη περισσότερο, καὶ μὲ αὐτὸ ἐξήγησε πολλὰ ἀπὸ τὰ παλαιὰ καὶ νεώτερα μέλη (π.χ. τὸ Ἄνωθεν οἱ προφῆται (ἦχος βαρὺς) τοῦ Κουκουζέλη, τὸ παλαιὸ μέλος Τῇ ὑπερμάχῳ (ἦχος πλ. δ΄) τοῦ Κλαδᾶ, τὸ ὀκτάηχο Θεοτόκε παρθένε τοῦ Πέτρου Μπερεκέτη, καὶ πολλὰ ἄλλα). αὐτόγραφά του σῴζονται πάρα πολλά, χρονολογημένα συνήθως μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1773-1806, καὶ ἄλλα ἀχρόνιστα. ἔχει ἀντιγράψει σὲ πολλαπλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀντίτυπα ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου (τὸ εἱρμολόγιο, τὸ δοξαστάριο, τὸ ἀναστασιματάριο), τὸ δικό του σύντομο εἱρμολόγιο, τὸ δοξαστάριο τοῦ Ἰακώβου πρωτοψάλτου, ὅπως ἐπίσης καὶ πολυάριθμες ἀνθολογίες τῆς νέας παπαδικῆς. μὲ τὴν ψαλτικὴ καὶ διδακτική του δρᾶσι, τὸ συνθετικό, ἐξηγηματικὸ καὶ ἀντιγραφικό του ἔργο, ὁ Πέτρος ὁ Βυζάντιος παραμένει ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς μουσικοὺς στὴ δεύτερη μεγάλη περίοδο ἀκμῆς (1770-1820) τοῦ νεώτερου ἐκκλησιαστικοῦ μέλους. «διά τινα σφάλματα ἐξώσθη τοῦ κλήρου καὶ ἔφυγεν εἰς Χερσῶνα καὶ ἐκεῖθεν εἰς ᾿Ιάσιον, ὅπου καὶ ἀναξιοπαθῶν ἐτελεύτησε κατὰ τὸ 1808».
Πέτρος Γεωργίου ὁ Βυζάντιος. γεννήθηκε περὶ τὸ 1780-1785, ἦταν μαθητὴς τῶν ἐφευρετῶν τῆς νέας μεθόδου, ἔψαλε σὲ διάφορους ναοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ τὸ 1821 διορίστηκε πρωτοψάλτης τοῦ ἐν Τήνῳ ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας. τὸ 1830 ἦρθε στὴν ᾿Αθήνα, ὅπου ἔψαλλε σὲ διάφορους ναοὺς οἰκειοθελῶς χωρὶς ἀμοιβή. τὸ 1831 τὸν κάλεσαν νὰ ἀναλάβῃ λαμπαδάριος τῆς μεγάλης ἐκκλησίας μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ λαμπαδαρίου ᾿Αντωνίου, ἀλλὰ ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε. ὁ θάνατος τὸν βρῆκε στὴν ᾿Αθήνα ὑπέργηρο τὸ 1875.
Πέτρος ὁ ᾿Εφέσιος. γεννήθηκε στὸ Κουσάντασι τῆς Ἐφέσου (γι᾿ αὐτὸ καὶ Ἐφέσιος). ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ τὸ Βουκουρέστι κατὰ τὸ 1ο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνος. ἦταν μαθητὴς τῶν τριῶν διδασκάλων (Χρυσάνθου, Γρηγορίου, καὶ Χουρμουζίου), σπουδαῖος μουσικός, γνωστὸς κυρίως ὡς ἐπιμελητὴς καὶ ἐκδότης τῶν πρώτων μουσικῶν βιβλίων. ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν σύνθεσι διαφόρων μουσικῶν ἔργων, ἐκ τῶν ὁποίων σπουδαιότερο εἶναι ὁ ὀκτώηχος πολυέλεος Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, λαμπρὸ καὶ πρωτότυπο μέλος. ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πρῶτα ἔντυπα μουσικὰ βιβλία, τὸ Ἀναστασιματάριον καὶ τὸ Δoξαστάριoν τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου (Βουκουρέστι 1820), ἔχει ἐκδώσει καὶ μία προσωπικὴ ἀνθολογία μὲ μέλη τοῦ ὄρθρου (Βουκουρέστιον 1830), ἄγνωστην ὣς πρόσφατα στὴν βιβλιογραφία (βλέπε Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμῆ, «Ὁ Ἐρανιστής», τόμος 18, 1986, σ. 149-150). ἡ μεγάλη σημασία της ἔγκειται στὸν τρόπο ἐκτυπώσεως (ἕνα εἶδος «φωτοτυπικῆς» παραγωγῆς) καὶ στὶς ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσες καὶ ἀναλυτικώτατες προσωπικὲς ἐξηγήσεις καὶ συνθέσεις τοῦ ἴδιου. ὁ Πέτρος ὁ Ἐφέσιος παρὰ τὸ περιωρισμένο ἔργο του παραμένει παντοῦ ὡς συνθέτης, ὡς ἐκδότης καὶ ὡς ἐξηγητὴς ῥιζοσπαστικὸς καὶ πρωτότυπος.
Πέτρος Μπερεκέτης. Ὁ σπουδαιότερος, μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο τὸν Πελοποννήσιο, ἐκκλησιαστικὸς συνθέτης μετὰ τὴν ἅλωσι. ἀκμάζει περίπου κατὰ τὰ ἔτη 1680-1710/1715. ἔχει ἐπισημανθῆ αὐτόγραφό του (μονῆς Σινά, ἀρ. χφ 1449) μὲ χρονολογημένη πρώιμη δρᾶσι (1682), ἐνῷ σὲ ἄλλο νεώτερο χειρόγραφο (μονῆ lβήρων, ἀρ. 327, γύρω στὸ 1790, φ 69r) ἀναφέρεται ῥητῶς ὅτι «ἤκμαζε κατὰ τὸ ͵αχπζ΄ [1687]». ἦταν μαθητὴς τοῦ ᾿Αθωνίτου μοναχοῦ Δαμιανοῦ τοῦ Βατοπεδηνοῦ καὶ πρωτοψάλτης τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου στὰ Ὑψωμαθειὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως (συνοικία καραμανλήδων τῆς Καππαδοκίας). ὑπῆρξε ὁ «λαϊκώτερος» ἐκκλησιαστικὸς συνθέτης τῆς τουρκοκρατίας. τὸ ἔργο του, ῥιζοσπαστικὸ καὶ πρωτότυπο στὸ σύνολό του, ἐκφράζει τὸ ἠδὺ καὶ τὸ ἔντεχνο σὲ ἀπαράμιλλο βαθμό. τὰ «ἅπαντά» του, κωδικοποιημένα ἀρκετὰ ἐνωρὶς (1708 καὶ ἑξῆς) σὲ μία συλλογή, ἀπέκτησαν γρήγορα μεγάλη διάδοσι. ἔχει μελοποιήσει δύο πολυελέους, ἀργὰ πασαπνοάρια τοῦ ὄρθρου καὶ τιμιωτέρες κατ' ἦχον, ἐπίσης ὀκτὼ κατ' ἦχον δοξολογίες μὲ ἀνάλογα ᾀσματικά, ἕναν πολυχρονισμὸ στὸν μέγα Πέτρο τῆς ῾Ρωσίας, ἀκόμη προκείμενα, χερουβικά, κοινωνικὰ πολυάριθμα τῶν κυριακῶν, τῆς ἑβδομάδος καὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ, θεοτοκία, πολλὰ μαθήματα, κρατήματα, καὶ ἄλλα. τὸ ἀριστούργημά του παραμένει τὸ γνωστὸ ὀκτάηχο «Θεοτόκε παρθένε», μέλος πολὺ δημοφιλές, μὲ μελῳδικὸ πλοῦτο καὶ ἔντεχνη κλασσικὴ δομὴ στὴ σύνθεσι. ἀριστουργηματικὸ ἐπίσης καὶ εὑρηματικὸ στὴ σύλληψι εἶναι καὶ ἕνα ἄλλο ὀκτάηχο, ἄγνωστο αὐτό, ὁ οἶκος «Ψάλλοντές σου τὸν τόκον», τὸ μεγαλείτερο σὲ ἔκτασι μέχρι στιγμῆς μέλος στὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς (διαρκεῖ 2 ὧρες καὶ 18 λεπτά). ὁ Πέτρος Μπερεκέτης εὐδοκίμησε κατ᾿ ἐξοχὴν στὸ νέο εἶδος τῶν καλοφωνικῶν εἱρμῶν (τόσο ποὺ ἔχει ὀνομασθῆ «πατὴρ τῶν καλοφωνικῶν εἱρμῶν»). Πολυάριθμοι καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἤχους, συχνὰ ὑπὸ τὴν ἔνδειξι «πάνυ ἔντεχνοι καὶ ἡδύτατοι», οἱ καλοφωνικοί του εἱρμοὶ εἶναι πράγματι μέλη πολὺ ἔντεχνα καὶ μελῳδικά, ὅπου ὁ πλοῦτος τῆς ἐμπνεύσεως συναγωνίζεται συχνὰ τὴν λιτότητα καὶ τὴν αὐστηρὴ δομὴ τῆς μουσικῆς φόρμας. ἀνεξάρτητοι ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν ἁπάντων του, εἶχαν ἐπίσης πολὺ μεγάλη διάδοσι, καταχωρισμένοι συνήθως, μέχρι τὴν συγκρότησι τοῦ καλοφωνικοῦ εἱρμολογίου, σὲ ξεχωριστὴ ἑνότητα στὸ τέλος τῶν ἀνθολογιῶν τῆς παπαδικῆς. τὰ ἅπαντα τοῦ Μπερεκέτη ἔχουν μεταγραφῆ στὴ νέα μέθοδο καὶ ἀπὸ τὸν Γρηγόριο πρωτοψάλτη (1817-1818, ΕΒΕ/ΜΠΤ 744 καὶ 754) καὶ ἀπὸ τὸν Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα (1837, ΕΒΕ/ΜΠΤ 712) καὶ παρέμεναν στὸ σύνολό τους ἀνέκδοτα, μέχρι ποὺ τὸ 1996 καὶ τὸ 1998 ἐκδόθηκε τὸ 1ο καὶ 2ο μέρος ἀπὸ τὴν μεταγραφὴ τοῦ Γρηγορίου. οἱ καλοφωνικοὶ εἱρμοὶ βρίσκονται συγκεντρωμένοι στὸ καλοφωνικὸ εἱρμολόγιο, συλλογὴ ποὺ συγκροτήθηκε ὡς ἀνεξάρτητο μουσικὸ βιβλίο πρὸς τὸ τέλος τοῦ 18ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος.
Πέτρος Πελοποννήσιος. ἀκμάζει περίπου κατὰ τὰ ἔτη 1760-1777. διετέλεσε δομέστικος στὸν πατριαρχικὸ ναὸ τὴν περίοδο 1764-1770 καὶ λαμπαδάριος τοῦ Δανιὴλ ἀπὸ τὸ 1770 μέχρι τὸν θάνατό του, ποὺ τοποθετεῖται τὸ 1777 (ἢ 1778), ἂν καὶ τὸ 2009 ἐπισημάνθηκε σημείωσι σὲ χειρόγραφο ποὺ μεταθέτει τὴν ἀπώλεια τῆς μουσικῆς αὐτῆς ἰδιοφυΐας λίγα χρόνια νωρίτερα τὸ 1775 (πρόκειται γιὰ τὸν κώδικα τῆς μονῆς Σταυρουπόλεως Βουκουρεστίου ms 48 τοῦ ἔτους 1775, φ. 235r). δίδαξε τὴν παπαδικὴ καὶ τὸ στιχηράριον στὴν μουσικὴ σχολὴ ποὺ ἱδρύθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1776 μαζὶ μὲ τὸν δομέστικο τότε ᾿Ιάκωβο. πρόκειται γιὰ τὸ στιχηράριον τοῦ νέου συντόμου στιχηραρικοῦ μέλους, τὸ ὁποῖο δημιούργησαν καὶ καθιέρωσαν ὁ Δανιὴλ καὶ ὁ Πέτρος. ἡ σπουδαιότερη ἰδιότητά του ὑπῆρξεν ἐκείνη τῆς συνθέσεως. ἐργαζόμενος «ἡμέρας καὶ νυκτὸς» (ὅπως σημειώνει ὁ Χρύσανθος) δημιούργησε σὲ μικρὸ διάστημα χρόνου (πέθανε περίπου σὲ ἡλικία 47 ἐτῶν) ἔργο πολύπλευρο καὶ ἀπὸ κάθε ἄποψη μεγαλόπνοο καὶ συστηματικό. κατ᾿ ἀρχὴν ἐμελοποίησε στὸν νέο (καὶ συντομώτερο) τρόπο ὅλα σχεδὸν τὰ παλαιὰ μουσικὰ βιβλία· τὸ ἀναστασιματάριo (ἀργὸ καὶ σύντομο), τὸ εἱρμολόγιο τῶν καταβασιῶν καὶ γιὰ πρώτη φορὰ αὐτοτελῶς τὸ δoξαστάριo, τὰ ὁποῖα ἔχουν συντεθῆ ὅλα σχεδὸν τὴν ἴδια ἐποχὴ (περίπου στὴν δεκαετία 1765-1775). τὰ βιβλία αὐτὰ εἶχαν μεγάλη διάδοσι, ἀντικατέστησαν γρήγορα στὴν πρᾶξι τὰ παλαιότερα, μεταφράστηκαν στὸ νέο σύστημα καὶ ὑπῆρξαν ἀπὸ τὰ πρῶτα ποὺ τυπώθηκαν (1820 καὶ ἑξῆς), ἐνῷ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι καὶ σήμερα σὲ μεγάλη χρῆσι (κυρίως τὸ ἀναστασιματάριo). ἐκαλλιέργησε ἐπίσης, μὲ ἰδιαίτερη μάλιστα ἐμμονὴ καὶ σὲ μεγάλη ποικιλία, καὶ τὸ λεγόμενο παπαδικὸ μέλος. ἐτόνισε (πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς μουσικῆς) πολλὰ σύντομα μέλη, ὅπως τὰ ἀντίφωνα, τὰ τοῦ ἀποδείπνου καὶ τοῦ «μεγάλου κανόνος», τὰ μεγαλυνάρια τοῦ μεγάλου σαββάτου, τὰ τυπικά, τὰ τριαδικά τοῦ ὄρθρου, καὶ ἄλλα. ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα ἔργα του τὰ πιὸ γνωστὰ εἶναι οἱ δοξολογίες, ἀργοσύντομες καὶ σύντομες κατ' ἦχον, τρεῖς στάσεις κοινωνικῶν τῶν κυριακῶν, ἐπίσης τὰ κοινωνικὰ τῆς ἑβδομάδος καὶ πολλὰ διαφόρων ἑορτῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, δύο στάσεις χερουβικῶν καὶ ἄλλες δύο στάσεις χερουβικῶν τῆς ἑβδομάδος (σύντομα), ἀκόμη πασαπνοάρια τοῦ ὄρθρου, ὁ πολυέλεος Δοῦλοι Κύριον σὲ ἤχους πλ α΄ καὶ βαρύ, τὰ ἰδιόμελα τῶν ἀποστίχων τῶν κυριακῶν τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς, τὸ γνωστὸ μέλος «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις» (ἦχος πλ δ΄) τῆς μεγάλης τρίτης, τὰ δύο λαμπρὰ κρατήματα τῶν καλοφωνικῶν εἱρμῶν σὲ ἦχο α΄ ἐκ τοῦ Κε καὶ γ΄, καὶ ἄλλα. ἐδῶ πρέπει ἀκόμη νὰ ἀναφερθοῦν δύο ἄλλες σπουδαῖες δραστηριότητες τοῦ Πέτρου λαμπαδαρίου. ἡ πρώτη εἶναι ἡ μεγάλη καὶ οὐσιαστικὴ συμβολή του στὴν ἁπλοποίησι τοῦ παραδοσιακοῦ γραφικοῦ συστήματος. συνεχίζοντας τὴν προσπάθεια τῶν παλαιοτέρων (Μπαλασίου καὶ Ἰωάννου πρωτοψάλτου) ἐπινόησε ἕνα πιὸ ἁπλὸ καὶ πιὸ ἀναλυτικὸ σύστημα μουσικῆς γραφῆς, τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε ἡ βάση γιὰ τὴν παραπέρα ἀκόμη ἁπλοποίησι τῶν μεταγενεστέρων. σὲ αὐτὴν τὴν ἁπλοποιημένη παρασημαντικὴ μετέγραψε καὶ ἐξήγησε ὅσα παλαιὰ μαθήματα χρησιμοποιοῦνταν στὶς ἡμέρες του, κατέγραψε μέλη εἴτε νεώτερα εἴτε παλαιότερα μὲν ἀλλὰ μὴ καταγεγραμμένα μέχρι τότε, ὅπως σύντομα στιχηραρικὰ καὶ εἱρμολογικά, καὶ σ' αὐτὴν συνέθεσε ὁ ἴδιος τὰ μέλη του. τὸ ἐξηγηματικὸ ἔργο τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου εἶναι τὸ ἴδιο μεγάλο σὲ σπουδαιότητα, ὅσο καὶ τὸ πρωτότυπο. μὲ τὸ σημαντικὸ ἔργο του ὁ Πέτρος Πελοποννήσιος ἔγινε ἡ γέφυρα ποὺ ἑνώνει τὴν ἀρχαία παρασημαντικὴ μὲ τὴν νέα μέθοδο τῶν τριῶν διδασκάλων. ἡ δεύτερη σημαντικὴ δραστηριότητά του εἶναι ἡ ἐνασχόλησι μὲ τὴν «ἐξωτερικὴ» (μὴ ἐκκλησιαστικὴ) μουσική. ἡ παράδοσι ἀποδίδει στὸν Πέτρο τὴν σύνθεσι μιᾶς ἀνθολογίας ᾀσμάτων ἐξωτερικῆς μουσικῆς (μὲ μακάμια, πεστέδες καὶ πεσρέφια) καὶ ποὺ πιθανώτατα εἶναι αὐτὴ ποὺ σῴζεται σήμερα στὴν συλλογὴ Γριτσάνη (Ζάκυνθος), θεωρούμενη μάλιστα αὐτόγραφη (ἀρ. χφ 1). αὐτόγραφα τοῦ Πέτρου εἶναι ἴσως καὶ δύο ἄλλα χειρόγραφα τῆς ἴδιας συλλογῆς (ἀρ. 2 καὶ 3). ὁ Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος μὲ τὸ πλούσιο, ῥιζοσπαστικὸ καὶ καινοτόμο ἔργο του, τὸ ἰδιοφυές, πηγαῖο μουσικό του τάλαντο καὶ τὴν ἀκάματη δραστηριότητά του ἀποτελεῖ τὴν μεγαλείτερη τομὴ στὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μετὰ τὴν ἅλωσι καὶ ὣς τὶς ἡμέρες μας, σφραγίζοντας ἀνεξίτηλα ὅλο τὸ νεώτερο ἐκκλησιαστικὸ μέλος.
Πέτρος Συμεὼν Ἁγιοταφίτης (1781-1861). ἦταν μαθητὴς τοῦ πρωτοψάλτου Μανουὴλ τοῦ Βυζαντίου (†21 Ἰουνίου 1819) καὶ τοῦ Γεωργίου τοῦ Κρητός, σύγχρονος τῶν τριῶν διδασκάλων. ἐξήγησε διάφορα μαθήματα ἀπὸ τὴν παλαιὰ στὴν νέα μέθοδο, ἐνῷ μελοποίησε ἰδιόμελα, δοξαστικά, χερουβικὰ καὶ ἄλλα μαθήματα. πέθανε στὶς 27 δεκεμβρίου 1861 σὲ ἡλικία 80 ἐτῶν. μεταξὺ τῶν μαθητῶν του ἦσαν οἱ Γεώργιος ῾Ρύσιος ἱερεύς, Στέφανος Μωυσιάδης, Ἀλέξανδρος ὁ Βυζάντιος, Ἰωάννης Καββάδας, ἴσως καὶ ὁ Νικόλαος Γεωργίου πρωτοψάλτης Σμύρνης.
Πουλάκης Νικόλαος. γεννήθηκε στὴν Χίο τὸ 1810 καὶ πέθανε τὸ 1889. ἦταν περίφημος πρωτοψάλτης στὴν πατρίδα του, ἐθεωρεῖτο σημαντικὸς μουσικοδιδάσκαλος καὶ ἦταν μαθητὴς τῶν τριῶν διδασκάλων τῆς νέας παρασημαντικῆς. μελοποίησε ἀρκετὰ ἔργα.