ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ
ΤΗΣ ΨΑΛΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Β
Βαϊνόγλου Εὐαγγελινὸς (ἢ σπανιώτερα Ἀγγελινὸς) Σκοπελίτης. ἀξιόλογος μελουργὸς τοῦ 18ου αἰῶνος. τὰ ἔργα του (κοινωνικὰ καὶ χερουβικὰ) ἀνθολογοῦνται συχνὰ στὶς µουσικὲς πηγὲς καὶ ἐντοπίζονται στὶς ἀνὰ τὴν ὑφήλιο βιβλιοθῆκες. ἔχουν ἐντοπισθῆ ἑπτὰ αὐτόγραφοι μουσικοὶ κώδικές του, ποὺ καλύπτουν τὸ διάστημα τῶν ἐτῶν 1721-1748, καὶ στοὺς ὁποίους αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «υἱὸς Παναγιώτου Βαϊνόγλου ἐκ τῆς περιφήμου νήσου Σκοπέλου», ἐνῷ φαίνεται ὅτι διατηρεῖ σχέσεις μὲ τὴν μονὴ Ἰβήρων. διετέλεσε πρωτοψάλτης καὶ νοτάριος τῆς ἐπισκοπῆς Σκοπέλου.
Βαϊνόγλου Παναγιώτης Σκοπελίτης. πατέρας τοῦ προαναφερθέντος Βαϊνόγλου Εὐαγγελινοῦ, ποὺ πρέπει νὰ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος μέχρι τὰ µέσα τοῦ 18ου. σὲ δύο ἀθωνικὰ µουσικὰ χειρόγραφα παραδίδεται µία μελοποίησις γιὰ τὸν τίµιο προδροµο σὲ ἦχο πρῶτο «Τί σὲ καλέσωμεν, προφῆτα...» µὲ τὴν ἀναγραφὴ «Παναγιώτου ᾿Ιβαμόγλου (ἢ ᾿Ιβανόγλου) Σκοπελίτου». κατὰ τὸν μουσικολόγο Κωνσταντῖνο Χ. Καραγκούνη πρόκειται γιὰ ἐσφαλµένη ἀντιγραφὴ καὶ ὁ μελοποιὸς εἶναι ὁ Παναγιώτης Βαϊνόγλου.
Βαλασιάδης Βασίλειος. ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἀλεξάνδρου Μαργαριτόπουλου καὶ διετέλεσε ψάλτης τοῦ ναοῦ ἁγίου Ὀνουφρίου Ἰωλκοῦ πρὸ τοῦ 1940.
Βάλλας Πέτρος. ἀναφέρεται ὡς ἀριστερὸς ψάλτης τοῦ ναοῦ Μεταµορφώσεως Βόλου κατὰ τὸ 2ο ἥμισυ τοῦ 20οῦ αἰῶνος.
Βαλληνδρᾶς Νικόδημος. γεννήθηκε τὸ 1918 καὶ σπούδασε στὴν Ἀθήνα. ἐνωρὶς ἐντάχθηκε στὶς τάξεις τοῦ κλήρου· διάκονος τὸ 1939, πρεσβύτερος καὶ ἀρχιμανδρίτης τὸ 1944, στὴν συνέχεια μητροπολίτης Ζιχνῶν καὶ Νευροκοπίου (1965-1974), καὶ τέλος μητροπολίτης Πατρῶν (1974-2005). ἐκοιμήθη ἐν ᾿Αθήναις στὶς 17 νοεμβρίου 2008. ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς λογιωτέρους ἱεράρχες τῆς παλαιοτέρας γενεᾶς. ὡς ἐκκλησιαστικὸς μουσικὸς ἦταν μία ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα περίπτωσι. λειτουργικὸς ἀρχιερεύς, ψάλτης ἡδύφωνος καὶ ἀρχαιοπρεπής, ἀκόμη ἱκανὸς συνθέτης, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιόλογους τῆς ἐποχῆς μας. στὰ πρῶτα νεανικά του χρόνια ἄσκησε τὴν ψαλτικὴ τέχνη σὲ πολλοὺς ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν. οἱ δυνατότητές του κάλυπταν ὅλο τὸ φάσμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ῥεπερτορίου, ὑπερεῖχε ὡστόσο σὲ ὅσα μέλη διατηροῦνται ἐνεργὰ καὶ ζωντανὰ στὴν λειτουργικὴ πρᾶξι. τὸ ἑρμηνευτικό του ἰδίωμα ἦταν διανθισμένο μὲ πολλὰ ἐξπρεσιονιστικὰ στοιχεῖα καὶ συνέκλινε σὲ ὕφος ἔλλογο, πειθαρχημένο καὶ ὁμοιογενές. ἀπὸ μίαν ἄποψι παρέπεμπε στὸ κλῖμα τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου καὶ τῆς κωνσταντινουπόλεως γενικώτερα, πρᾶγμα εὐεξήγητο, ἀφοῦ ὁ κυριώτερος δάσκαλός του ὑπῆρξεν ὁ Γρηγόριος Βαλληνδρᾶς (θεῖος ἐκ πατρός), ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ ὀνομαστοῦ πρωτοψάλτη τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας Ἰακώβου Ναυπλιώτη. ὁ μητροπολίτης Νικόδημος Βαλληνδρᾶς στοιχεῖται ἀνάμεσα στοὺς μεγάλους παραδοσιακοὺς ψάλτες τοῦ 20οῦ αἰῶνος (μαζὶ μὲ τὸν Θρασύβουλο Στανίτσα, τὸν μοναχὸ Διονύσιο Φιρφιρῆ καὶ ἄλλους), συνεχίζοντας μάλιστα τὴν παλαιὰ παράδοσι τῶν ἱερωμένων μουσικῶν (τοῦ Μπαλασίου καὶ τοῦ μητροπολίτη Γερμανοῦ τοῦ Νέων Πατρῶν. ἠχογραφημένες ἐκτελέσεις του· 1) μεγάλος ἀριθμὸς καλοφωνικῶν εἱρμῶν, 2) τὰ ἰδιόμελα τῶν κυριακῶν τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς τοῦ Ἰακώβου πρωτοψάλτου, 3) ὁλόκληρο τὸ εἱρμολόγιο τῶν καταβασιῶν τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου μὲ ὅ,τι αὐτὸ περιέχει στὴν 1η του ἔκδοσι τοῦ 1825, 4) ὁ ἐκτενὴς πoλυέλεος τοῦ Πέτρου Μπερεκέτη Λόγον ἀγαθόν σὲ ἦχο δ΄, 5) τὰ ἀνοιξαντάρια, τὸ Μακάριος ἀνὴρ καὶ ἄλλες ὀκτάηχες συνθέσεις τοῦ ἰδίου, 6) τὸ ὀκτάηχον θεοτοκίο ῾Ρόδον τὸ ἀμάραντον τοῦ Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος καὶ τοῦ Νικολάου Γεωργίου πρωτοψάλτου Σμύρνης, 7) τὸ ἐπίσης ὀκτάηχο Θεοτόκε παρθένε τοῦ Πέτρου Μπερεκέτη, 8) διάφορες προσωπικὲς συνθέσεις ὅπως ἰδιόμελα, δοξαστικά, μέλη τοῦ Νικολάου Γεωργίου πρωτοψάλτου Σμύρνης, δύναμις τρισαγίων ᾿Ιωάννου Παλάση καὶ Νηλέως Καμαράδου σὲ προσαρμογὲς τοῦ ἰδίου, καὶ τὰ μεγάλα προκείμενα, 9) τέλος διάφορες φυσικὲς ἠχογραφήσεις ἐν ὥρᾳ ἀκολουθίας ποὺ διασῴζονται σὲ ἰδιωτικὲς μουσικὲς συλλογές. ὅλες του οἱ ἐκτελέσεις καὶ κυρίως ὅσες ἔγιναν μὲ ἐπαγγελματικὴ ἠχοληψία διακρίνονται ἀπὸ ἀκρίβεια, ἱεροπρέπεια καὶ ἕνα καθαρὰ ἐκκλησιαστικὸ μεγαλόπρεπο ὕφος. Μάλιστα μὲ τὶς πιὸ σύγχρονες ἠχογραφήσεις του ὁ μητροπολίτης Νικόδημος Βαλληνδρᾶς κληροδότησε τὴν ζῶσα λειτουργικὴ καὶ ψαλτικὴ πρᾶξι στοὺς νεωτέρους.
Βαλλιάδης Κωνσταντῖνος. γεννήθηκε τὸν νοέμβριο τοῦ 1833 στὴν Χίο, ὅπου σὲ ἡλικία 11 ἐτῶν διδάχτηκε τὴν μουσικὴ ἀπὸ τὸν πρωτοψάλτη τῆς Χίου Νικόλαο Πουλάκη. τὸ 1848 διετέλεσε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα κανονάρχης τοῦ Γεωργίου Βιολάκη. ὁ Κωνσταντῖνος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ φοίτησε στὴν θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης (1852-1857). γιὰ λόγους ὑγείας πῆγε καὶ στὴν Ἀθήνα τὸν σεπτέμβριο τοῦ 1859, ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του στὸ ἐκεῖ πανεπιστήμιο μέχρι τὸ 1862. κατόπιν μετέβη στὸ ἐξωτερικό, ὅπου σπούδασε κυρίως βιβλικὲς μελέτες καὶ ἐκκλησιαστικὴ ῥητορική (Στρασβοῦργο 1868-1870, Ἑλβετία 8 μῆνες, Χαϊδελβέργη 1 ἔτος, Βουδαπέστη καὶ Βιέννη). ἐξελέγη μητροπολίτης Μυτιλήνης τὸ 1876, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὰ τακτικὰ κηρύγματά του, γιὰ τὴν βαθιὰ γνῶσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ ὡς ἀπαράμιλλος γνώστης καὶ τηρητὴς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ. συνέβαλε στὴν ἔκδοσι τοῦ σημερινοῦ τυπικοῦ τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας ὡς μέλος τῆς συνοδικῆς ἐπιτροπῆς, ἀλλὰ καὶ στὴν ἔκδοσι τοῦ «ὡρολογίου» καὶ τοῦ ἱερατικοῦ. τὸ 1893 μετετέθη στὴν μητρόπολι Ἐφέσου, ἐνῷ στὶς 2 Ἀπριλίου 1897 ἐξελέγη οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὡς Κωνσταντῖνος Ε΄. τὸ 1898 ὥρισε συνοδικὴ ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν ἔκδοσι τῆς Καινῆς Διαθήκης, μὲ τοὺς μητροπολῖτες Σάρδεων Μιχαήλ, καὶ Σταυρουπόλεως Ἀπόστολο, καὶ εἰσηγητὴ τὸν καθηγητὴ Βασίλειο Ἀντωνιάδη. «σκοπὸν προέθετο ἡ ἔκδοσις αὕτη τὴν κατὰ τὸ ἑνὸν ἀποκατάστασιν τοῦ ἀρχαιοτέρου κειμένου τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, καὶ μάλιστα τῆς ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως». ἡ ἔκδοσις αὐτὴ πραγματοποιήθηκε τελικὰ μετὰ τὴν παραίτησι τοῦ Κωνσταντίνου Ε΄ τὸ 1904, μὲ δαπάνες ὅμως τοῦ ἴδιου τοῦ πρῴην πατριάρχου καὶ ἄλλων φιλοχρίστων, καὶ ἀπὸ τότε ἀποτελεῖ τὴν ἐπίσημη πατριαρχικὴ ἔκδοσι τῆς Καινῆς Διαθήκης μέχρι σήμερα. ἔδωσε ὤθησι στὸ κήρυγμα κηρύττοντας ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ τοποθετῶντας ἱκανοὺς ἱεροκήρυκες. λόγῳ τοῦ ἐνδιαφέροντός του γιὰ τὴν «βυζαντινὴ» μουσικὴ ἀνασυνέστησε τὸν ἐκκλησιαστικὸ μουσικὸ σύλλογο, ἵδρυσε μουσικὴ σχολὴ καὶ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἔκδοσι μουσικοῦ περιοδικοῦ. κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχείας του ἀνεφάνησαν διάφορα ζητήματα, ὅπως τὸ ἁγιορειτικό, τὸ σκοπιακό, τὸ κρητικό, τὸ ἀλεξανδρινό, τὸ ἀντιοχειανὸ καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀντιοχειανό, διότι ἐπὶ Κωνσταντίνου Ε´ τὰ δύο πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα εἶχαν διακόψει τὶς σχέσεις τους. ἐπίσης ὁ Κωνσταντῖνος Ε´ ἔδωσε στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος ὤθησι στὸν διάλογο μὲ τοὺς ἀγγλικανούς. τὸ 1901 ξέσπασε μία ἐκκλησιαστικὴ κρίσι, ἡ ὁποία τὸν ἀνάγκασε νὰ ἀποσυρθῆ (χωρὶς νὰ ὑποβάλη παραίτησι) ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὴν μεγάλη παρασκευὴ 30 μαρτίου 1901, καὶ νὰ διανύσῃ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του ἰδιωτεύων, ἐγκατεστημένος σὲ κάποια οἰκία στὴν Χάλκη, ὅπου ἀπεβίωσε στὶς 28 φεβρουαρίου τοῦ 1914. χαρακτηρίστηκε λόγιος, ἀξιοπρεπής, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος ἱεράρχης.
Βλαχόπουλος Σωτήριος. Κωνσταντινουπολίτης μουσικὸς καὶ ψάλτης, μαθητὴς τοῦ Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, γνωστὸς κυρίως ὡς συνθέτης καλοφωνικῶν εἱρμῶν (Ἀγαθαγγέλου Κυριαζίδου, «Ἐν ἄνθος τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς», Κωνσταντινούπολις 1896, σ. 395-423). ἔχει συνθέσει ἐπίσης «ἑλληνικὰ καὶ τουρκικὰ» τραγούδια, τὰ ὁποῖα ἐξέδωσεν ὁ ἴδιος μὲ τὸν τίτλο «Ἁρμονία» (Κωνσταντινούπολις 1848). φαίνεται ὅτι ἀνήκει στοὺς εἰσηγητὲς ὀθνείων στοιχείων στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, τάσι ποὺ παρουσιάζεται ἔντονα κυρίως στὸ β΄ μισὸ τοῦ 19ου αἰῶνος. ὁ σωτήριος Βλαχόπουλος ἀπεβίωσε τὸ 1870.
Βόλτος Γεώργιος. μαθητὴς τοῦ Γεωργίου Βιολάκη. διετέλεσε δομέστικος καὶ λαμπαδάριος στὸν ἅγιο ᾿Ιωάννη τῶν Χίων στὸν Γαλατᾶ Κωνσταντινουπόλεως, πρωτοψάλτης Μεγάλου ῾Ρεύματος τὸ 1863 καὶ Βόλου τὸ 1875.
Βουλδῆ Γεωργία. καθηγήτρια βυζαντινῆς καὶ εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς στὴν δημόσια ἐκπαίδευσι καὶ σὲ ᾠδεῖα, γεννηθεῖσα στὸ ᾿Αγρίνιο τὸ 1958. μαθήτρια τοῦ Μανόλη Χατζημάρκου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε πτυχίο καὶ δίπλωμα βυζαντινῆς μουσικῆς μὲ διάκρισι. ἔχει ἀσχοληθῆ μὲ διάφορα μουσικὰ θέματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχει γράψει κατὰ καιρούς, καὶ ἔχει ἐκδώσει φωνοταινίες της μὲ ὕμνους.