1. Βίβλος Κείμενον τῆς Βίβλου Πῶς δημιουργήθηκε ἡ ἔκδοσι Νέστλε καὶ γιατί προωθήθηκε

 

Πῶς δημιουργήθηκε ἡ ἔκδοσι Νέστλε

 

καὶ γιατί προωθήθηκε

 

 

Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου

δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν

πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας

(www.symbole.gr)

 

Στὸν πανεπιστημιακὸ χῶρο τόσο τοῦ ἐξωτερικοῦ ὅσο καὶ στὶς δύο θεο­λογικὲς σχολὲς τῆς χώρας μας ἔχει ἐπικρατήσει νὰ χρη­σιμοποιῆται ὡς κεί­μενο τῆς Και­νῆς Διαθήκης αὐτὸ ποὺ δημοσιεύεται στὴν γνωστὴ ἔκδοσι τῶν Νέ­στλε-῎Αλαντ καὶ ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν γερμανικὴ «Βιβλικὴ ἑταιρεία». καὶ τοῦτο, διότι τὸ κείμενο τῆς συγ­κε­κριμένης ἐκδό­σεως θεω­ρεῖ­ται «κρι­τι­κό», καὶ μάλιστα ἐπιστημονικώτερο ἀρ­τιώ­τερο ἀκρι­βέ­στερο καὶ σωστότερο ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Παραδεδεγμένο κείμενο (ἢ Κοι­νὴ ἔκ­δοσι, textus receptus) καὶ ἄλλες ὅμοιες ἐκδόσεις ποὺ παρα­σκευ­ά­στηκαν ἀπὸ ξένους καὶ ἑτερο­δόξους «θεολό­γους»· ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι ὅτι πολλοὶ νομίζουν πὼς ἡ ἔκδοσι τῶν Νέ­στλε-῎Αλαντ ὑπερ­τερεῖ ἐπί­σης καὶ ἀπὸ τὴν μοναδικὴ ὀρθόδοξη κρι­τικὴ ἔκ­δο­σι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ αὐθεντικοῦ κειμένου, ποὺ ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Βασίλειο ᾿Αντωνιάδη καὶ τοὺς συνεργάτες του μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1899-1903, ἐκδόθηκε τὸ 1904 ἀπὸ τὸ οἰκου­μενικὸ πατριαρχεῖο, ἐ­πανεκδόθηκε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ 1912 καὶ ἐπανεκδίδεται μέχρι σήμερα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς ῾Ελλάδος καὶ ἄλλους ἐκδότες.

Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀντιληφθοῦμε ποιά ἀπὸ τὶς δύο ἐκδόσεις, τοῦ Νέστλε [= τοῦ προτεσταντικοῦ χώρου] ἢ τοῦ ᾿Αντωνιάδου [= τῆς ὀρθοδό­ξου ἐκκλησίας], εἶναι πιὸ σωστὴ ἀπὸ ἐπιστημονικῆς (φιλολογικῆς καὶ θε­ολογικῆς) ἀπόψεως, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ δοῦμε κά­ποια ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν δημι­ουρ­γία, τὴν προέλευσι καὶ τὶς ἐπανεκ­δό­σεις τοῦ κειμένου Νέ­στλε. τὶς ἀπα­ραί­τητες πληροφορίες μᾶς τὶς δίνουν οἱ ἴ­διοι οἱ συν­τε­λεσταὶ συνεργάται καὶ συν­ε­χισταὶ τοῦ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε, ὁ γιός του ῎Ερβιν Νέ­στλε καὶ ὁ Κοὺρτ ῎Αλαντ, σὲ σχετικὲς εἰσαγωγές των. παραθέτω ἐν μετα­φράσει ἀποσπάσματα τόσο ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ῎Ερ­βιν Νέστλε στὴν 16η ἔκδοσι τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Και­νῆς Δια­θή­κης (Στουτγάρδη Γερμα­νίας 1936, καὶ φωτογραφικὴ ἀνατύπω­σι ἀπὸ τὴν ἀμερικανικὴ Βιβλικὴ ἑ­ταιρεία, Νέα ῾Υόρκη, Η.Π.Α.), ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Κοὺρτ ῎Αλαντ στὴν 26η ἔκδοσι (γερ­μανικὴ Βιβλι­κὴ ἑταιρεία, Στουτ­γάρ­δη 1979, 4η ἀνα­τύπωσι 1981). ὅπως θὰ δοῦμε ἐν συνεχείᾳ, οἱ δύο συνερ­γά­ται συμπίπτουν σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς πλη­ρο­φορίες ποὺ μᾶς δίδουν.

Γράφει ὁ ῎Ερβιν Νέστλε (εἰσαγωγὴ 16ης ἐκδόσεως, ἀνατύπωσις Νέας ῾Υόρ­κης 1936, σελίδες 4*-6*· ἡ ἴδια εἰσαγωγὴ διατηρεῖται μέχρι τὴν 25η ἔκδοσι τοῦ ἔτους 1967).

῾Η παροῦσα ἔκδοσι τσέπης τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς Καινῆς Διαθήκης ἐμφα­νί­στηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1898 ἐκδεδομένη ἀπὸ τὸν πατέρα μου δρα ῎Εμπερχαρντ Νέ­στλε (1851-1913). εἶχε κάμει σκοπό του τὸ νὰ προσφέ­ρῃ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης τοῦ 19ου αἰῶνος, ἀντικα­θιστῶντας τὶς ἀκόμη εὐρέως διαδεδομένες φτηνὲς ἐκδόσεις τοῦ λεγομέ­νου Παραδεδεγμένου κειμένου (textus receptus), τὸ ὁποῖο φτάνει πίσω στὸν ῎Ερασμο. ὡς ἐκ τούτου [ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε] ἀπέ­φυ­γε ἐπιμελῶς νὰ δώσῃ μία παραλ­λαγὴ τοῦ κειμένου ἐξαρτώμενη ἀπο­κλει­στικῶς ἀπὸ τὴν δική του, καὶ ἄρα ὑπο­κει­μενική, κριτικὴ ἐξέτασι τῶν διαφό­ρων ἐκ­δοχῶν, ἀλλὰ πῆρε ὡς βάσι τὶς με­γάλες ἐπιστημονικὲς ἐκδόσεις τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπὸ τὸν Τίσενντορφ (Λει­ψίας) καὶ ἀπὸ τοὺς Γουέστκοτ καὶ Χόρτ. γιὰ νὰ ἔχῃ μία πλειονοψηφία σ᾿ ἐκεῖνες τὶς περιπτώσεις ὅπου οἱ δύο αὐτὲς ἐκδό­σεις διέφεραν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, χρησιμοποίησε ταυ­τοχρόνως τὴν ἔκδοσι τοῦ Γουέιμουθ καί, παρο­μοί­ως μὲ τὸν Γουέιμουθ (ὁ ὁποῖος ἐπί­σης παρασκεύασε ἕνα κείμενο ὅπως προ­έκυπτε μέσα ἀπὸ ὅ­λες τὶς ἐκδόσεις ποὺ χρησιμοποίησε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ 1550 [μέχρι τὴν ἐπο­χή του]), τοπο­θέ­τησε ἐντὸς τοῦ κειμένου του ἀντι­στοί­χως ἐκείνην τὴν ἐκ­δο­χὴ ποὺ ὑποστηρι­ζό­ταν ἀπὸ τὶς δύο ἐκ τῶν τριῶν ἐκδό­σε­ων ἤ, ὅπου καὶ οἱ τρεῖς διέφεραν ἐντελῶς, τὴν «μέση ἀνάγνωσι», παραπέμποντας τὶς ἄλλες στὶς ὑποσημειώσεις. ἀπὸ τὴν τρίτη ἔκ­δοσι καὶ ἑξῆς ἀντὶ τοῦ Γουέιμουθ χρη­σιμοποίησε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τὴν ἔκδοσι τοῦ Β. Βάις [Λειψία, 3 τόμοι, 1894-1900], ἡ ὁποία ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀποπερατωθῆ, καὶ ἔτσι ἑπομένως τὸ κείμενο ἀπαρτίστηκε προερχόμενο ἀπὸ τὰ HTW [δηλαδὴ τὶς ἐκδόσεις Γου­έστ­κοτ-Χόρτ, Τί­σενντορφ, καὶ Βάις] καὶ ἔτσι παρέμεινε.

Αὐτὴ ἡ σύγκρισι τῶν τριῶν κορυ­φαί­ων ἐκδόσεων παρήγαγε ἕνα κεί­μενο μὲ τὸν πιὸ ἀντικειμενικὸ –ὅσο εἶναι δυνα­τὸν– χαρα­κτῆρα, τὸ ὁποῖο ἔκτοτε γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θεμελιώνει μία συνεχῶς αὐ­ξα­νό­με­νη κυκλοφορία, καὶ τὸ 1904 τὸ ἀνέ­λα­βε ἡ Βιβλικὴ ἑ­ται­ρεία Βρετανίας καὶ ἐξωτε­ρι­κοῦ στὸ Λονδῖνο πρὸς ἀντικατάστασι τοῦ Παρα­δε­δεγ­μέ­νου κειμένου, καὶ ἀπὸ τότε ἀπο­τέ­λεσε τὴν βάσι τῶν μεταφράσεών της γιὰ τοὺς ἱεραποστολικοὺς χώρους.

.........................................

῾Ο πατέρας μου εἶχε σχεδιάσει μία με­γάλη ἀναδιαμόρφωσι τῆς ἐκ­δόσεώς του, μὲ μία ἀνάμιξι τῶν δύο σειρῶν ἀ­να­γνώσεων καὶ λοιπά, γιὰ νὰ ἀκολου­θή­σῃ τὴν ἐμφάνισι τοῦ κειμένου τοῦ Χέρμαν φὸν Ζόντεν, ἀλλὰ πέθανε (στὶς 9 μαρτίου 1913), προτοῦ ἐκδοθῇ. κα­τὰ τὴν διάρ­κεια τοῦ πολέμου καὶ στὴν μεταπολεμικὴ περίοδο καθὼς ἤμουν ἐν­­τε­ταλ­μένος ἀπὸ τὴν Βιβλικὴ ἑταιρεία Στουτγάρδης μὲ τὴν συνέχισι τῆς ἐκ­δόσεως, ἀπο­φάσισα νὰ περιοριστῶ πρὸς τὸ παρὸν στὸ νὰ ἀναλά­βω ἁπλὲς διορ­θώσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες μοῦ ἐπέ­στησαν τὴν προσοχὴ πολλοὶ ἐπιστή­μο­νες καὶ κληρικοί, καὶ τὶς ὁποῖες ὣς ἕνα σημεῖο εὐγνωμόνως ἀναγνωρίζω.

῾Ο Κοὺρτ ῎Αλαντ γράφει τὰ ἀκόλουθα (εἰσαγωγὴ 26ης ἐκδόσεως, ἐ­πανέκδ. 1981· μετα­φρά­ζω ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ εἰσαγωγή, σελίδες 39*-40*).

῞Οταν ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε παρή­γα­γε τὴν πρώτη ἔκδοσι τῆς ἑλληνι­κῆς Και­νῆς Διαθήκης τὸ 1898, δὲν μποροῦ­σαν νὰ φαν­ταστοῦν οὔτε αὐ­τὸς οὔτε ἡ χορηγὸς Βιβλικὴ ἑταιρεία Βυρτεμ­βέρ­γης τὸ πλῆρες μέ­γε­θος αὐτοῦ ποὺ εἶχε ξεκινήσει. ἂν καὶ τὸ Πα­ρα­δεδεγ­μένο κείμενο μπο­ροῦσε ἀκόμη νὰ δι­εκ­δικήσῃ μία πλατιὰ σειρὰ ὑπερα­σπι­στῶν, ἡ ἐπι­στημονικὴ ἔ­ρευνα τοῦ 19ου αἰ­ῶ­νος εἶ­χε τελειωτικῶς καταδείξει ὅτι αὐτὸ εἶναι ὁ πιὸ φτωχὸς τύπος τοῦ καινοδιαθηκικοῦ κει­μέ­νου. οἱ μεγαλεί­τε­ρες ἐκδόσεις στὸν χῶρο ἦσαν ἐκεῖνες τοῦ Τίσενντορφ (ἀπὸ τὸ 1841 στὴν editio octava critica maior τοῦ 1869-1872), τοῦ Τρέγκελς (1857-1872), καὶ τῶν Γουέ­στκοτ-Χόρτ (1881). ἀλλὰ διεθ­νῶς τὸ κατὰ πολὺ πιὸ δημοφιλὲς κεί­με­νο ποὺ χρη­σι­μοποιόταν στὸ πανε­πι­στή­μιο, στὴν ἐκ­κλη­σία, καὶ στὸ σχολεῖο ἦταν ἀκόμη κά­ποια ἔκδοσι τοῦ Παρα­δεδεγμένου κειμένου, κα­θόσον ἦταν τὸ μοναδικὸ ποὺ διενέμετο ἐπὶ παρα­δείγ­ματι ἀπὸ τὴν Βιβλικὴ ἑταιρεία Βρε­τα­νίας καὶ ἐξωτερικοῦ μέχρι τὸ 1904. ἡ βασιλεία τοῦ Παραδε­δεγ­μέ­νου κειμένου δὲν τελείωσε ἐντε­λῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν περιοχὴ μέχρι τὴν ἐμφάνισι τῆς ἐκδόσεως τοῦ Νέστλε.

῾Ο ῎Εμπερχαρντ Νέστλε παρακινή­θηκε ἀπὸ πρακτικοὺς παράγον­­τες στὴν κατα­σκευ­ τῆς δικῆς του ἑλληνικῆς Καινῆς Δια­θήκης. ἐπιθυ­μοῦ­σε νὰ κά­μῃ διαθέσιμο στὸ κοινὸ τὸ κείμενο, στὸ ὁποῖο εἶχε καταλή­ξει ἐπι­στημονικὴ κοινότης τοῦ 19ου αἰῶνος. γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ πῆρε ὡς βάσι του τὶς ἐκ­δόσεις τοῦ Τίσενντορφ, τῶν Γουέστ­κοτ-Χόρτ, καὶ τοῦ Γου­έιμουθ (1886· ἀπὸ τὸ 1901 τελευταία ἀντικατα­στά­θηκε ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ Βερνάρδου Βάις, 1894-1900), καὶ μὲ μία σύγκρισι αὐ­τῶν τῶν τρι­ῶν ἐκδόσεων κατα­σκεύ­ασε ἕνα κείμενο πλει­ο­νοψηφίας· ὅπου οἱ ἐκδόσεις δι­έφεραν, συμφωνία τῶν δύο ὥριζε τὸ κείμενο, δὲ ἀνά­γνωσι τῆς τρίτης το­ποθετήθηκε στὸ ­πόμνη­μα. ὅταν οἱ τρεῖς ἐκ­δό­σεις διέφεραν τε­­λείως, Νέστλε θὰ ἐνστερνίζετο μία συμ­βι­βαστικὴ λύσι. αὐτὴ μέθοδος δὲν ἦταν νέα. τὸ 1873 ἐμφανίστηκε Καινὴ Διαθήκη τοῦ Κέιμ­πριτζ γιὰ τὰ σχο­λεῖα καὶ τὰ κολλέγια μὲ ἕνα κείμενο βασι­σμένο στὶς ἐκδόσεις τοῦ Τί­σενντορφ καὶ τοῦ Τρέγκελς. ἀλλὰ σ᾿ ­κεί­νην κα­θοριστικὸς παράγων σὲ μιὰ ­πι­λο­γὴ ἦταν τὸ Παραδεδεγμένο κείμενο ( ­κό­μη, ἂν ἦταν ἀπα­ραίτητο, κῶδιξ Λάν­τσμαν Σιναϊτικὸς κῶδιξ). ἐπιπλέον λεπτολό­γος προ­σοχὴ μὲ τὴν ὁποία Νέστλε ἑτοίμασε τὴν ἔκδοσί του, κατα­γρά­φοντας στὸ ὑπό­μνημά της τὶς ­ναγνώσεις τῶν ἐκδόσεων ποὺ χρησι­­μο­ποί­ησε ­κόμη καὶ στὶς ἐλα­χι­στό­τατες δια­φορές τους, δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι σφάλ­μα. ἐξ ἀρχῆς ῎Εμπερ­χαρντ Νέ­στλε εἶχε ξεκινήσει νὰ δείχνῃ τὶς ἀνα­γνώ­σεις τῶν καινοδιαθηκικῶν χειρο­γρά­φων (εἰ­δι­κῶς τοῦ κώδικος Bezae Canta­brigiensis) σὲ ἕνα δεύτερο καὶ συνήθως πο­λὺ σύντομο ὑπό­μνη­μα. κα­τόπιν γιός του ῎Ερβιν Νέ­στλε ἀνταποκρι­νό­μενος στὶς προτά­σεις ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὴν Deutsche Neutesta­ment­ler­ta­gung καὶ ­κο­λουθῶντας τὶς ἀρχὲς ποὺ προτά­θη­καν δημιούργησε στὴν 13η ἔκδοσι τοῦ 1927 τὸ σύγχρονο «Νέστλε» μὲ τὸ κρι­­τι­κό του ὑπόμνημα, τὸ ὁποῖο διατη­ρεῖ τὶς ἀναγνώσεις τῶν τριῶν προανα­φερ­θεισῶν ἐκ­δόσεων (μαζὶ μὲ ἐκεῖνες τοῦ φὸν Ζόντεν), ἀλ­λὰ ἐκθέτει μὲ πιὸ ἔν­τονο τρόπο τὴν μαρ­τυρία τῶν χει­ρο­γράφων, τῶν μεταφράσεων καὶ τῶν ἐκ­κλησιαστικῶν πατέρων. αὐτὸ τὸ ὑπό­μνημα ἔγινε πλέον τόσο περιεκτικό, ποὺ ἐπέτρεπε στὸν χρήστη νὰ σχη­­μα­τί­σῃ μία ἀνεξάρτητη γνώμη ἐπὶ τοῦ κει­μένου, δια­φέ­ροντας ἐνί­ο­τε ἀπὸ τὰ ­πο­τελέσματα τῆς πλει­ο­νο­ψη­φού­σης ἀρ­χῆς καὶ κάπο­τε ἀντι­κα­θι­στῶντάς την ἀπὸ τὴν ἐπι­­στη­μονικὴ συμ­φω­νία. οἱ πλη­­ρο­φορίες σ᾿ αὐτὸ δι­αρ­­κῶς ἐπεκτεί­νονταν ἀπὸ τὸν ῎Ερβιν Νέστλε μὲ τὴν ἴδια φροντίδα ποὺ πα­τέρας του εἶχε δείξει στὶς προηγού­μενες ἐκδόσεις, ἀλλὰ (καὶ αὐτὸ ἦταν ἀδυναμία του) εἶχε πα­ραχθῆ ­πο­κλει­στι­κῶς ­πὸ τὰ κρι­τικὰ ­πο­­μνή­μα­τα ἄλ­λων ἐκδό­σεων. Κοὺρτ ῎Αλαντ ἔγι­νε γιὰ πρώτη φορὰ συνεργάτης σ᾿ αὐτὴν τὴν δουλειὰ στὴν 21η ἔκδοσί της τοῦ 1952· ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἄρχισε νὰ ἀν­τι­παραβάλλῃ τὶς μαρτυρίες τοῦ ­πομνή­μα­τος ἔναντι τῶν ἀρχικῶν πη­γῶν, ἰδιαι­τέ­ρως δὲ νὰ εἰσάγῃ τὶς ἀνα­γνώσεις τῶν νεω­στὶ ἀνακαλυφθέντων πα­πύρων.

Αὐτὸ τὸ «Νέστλε», ὅπως νωρὶς ὠνο­μά­στηκε ἀπὸ τὸ κοινό,... γρήγορα ­γινε ἕνα εἶδος νέου Παραδεδεγμένου κειμένου, δίπλα στὸ ὁποῖο οἱ ἄλ­λες ἐκδόσεις τσέπης ἔπαιζαν ἕναν σχε­τι­κῶς ὑποδεέστερο ῥόλο...

᾿Απὸ τὶς παραπάνω πληροφορίες γί­νε­ται φανερὸ ὅτι ἡ ἔκδοσι αὐτὴ δὲν εἶ­ναι καθόλου κριτική, ἀλλὰ ἕνα συμ­πί­λη­μα ἀπὸ ἄλλες κριτικὲς ἐκδόσεις. μία πα­ρόμοια ἐργασία εἶ­χε κάνει πιὸ πρὶν ὁ ᾿Εγγλέζος Γουέι­μουθ τὸ 1886, ὅταν ἐξέ­δω­σε μιὰ Καινὴ Διαθήκη υἱ­ο­θετῶντας ἐκεῖ­­νες τὶς γραφὲς στὶς ὁποῖες συμ­φω­νοῦσαν οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς βιβλι­κὲς ἐκδόσεις ποὺ εἶχαν γίνει ἀπὸ τὸ 1550 μέ­χρι τὶς ἡμέρες του. τὸ 1898 ὅμως ὁ ῎Ε­μπερ­χαρντ Νέ­στλε «ἐνήργησε» πιὸ «ἐπι­­στη­μονικά». πῆρε τὶς κριτικὲς ἐκ­δόσεις τοῦ Τί­σενντορφ (1841 καὶ 1869-1872) καὶ τῶν Γουέστκοτ-Χόρτ (1881), εἶχε καὶ τὴν βοή­θει­α ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ Γουέιμουθ καὶ πα­ρα­σκεύασε τὸ δικό του «κριτικὸ» κείμενο ἀ­κο­λου­θῶν­τας τὶς ἑξῆς «ἐπιστημονικὲς» ἀρ­χές·

α) παραθέτει τὸ κείμενο τῶν τριῶν προ­ει­ρημένων ἐκδόσεων, ὅπου αὐτὲς συμφωνοῦν μεταξύ τους·

β) ὅπου συμφωνοῦν οἱ δύο ἀπὸ τὶς τρεῖς ἐκδόσεις, ἀκολουθεῖ τὶς δύο καὶ ἀ­ναφέρει σὲ ὑποσημείωσι τὴν γραφὴ τῆς 3ης·

γ) ὅπου διαφέρουν καὶ οἱ τρεῖς ἐκ­δό­σεις μεταξύ τους, ἀναλαμβάνει ῥυθ­μι­­στι­κὸ ῥόλο ἴδιος Νέστλε, εἴτε ἀκο­λου­θῶντας τὴν ἔκδοσι τοῦ Γουέιμουθ (ἢ τοῦ Βάις καὶ ἀρ­γότερα τὴν ἔκδοσι τοῦ Ζόν­τεν) εἴτε ἐπι­λέ­γον­τας ἴδιος μία συμ­βιβαστικὴ λύσι –στη­ρι­ζόμενος πάν­τοτε καὶ ἀποκλει­στικῶς στὶς προ­ανα­φερ­θεῖσες ἐκδόσεις ποὺ ἀν­τι­γράφει– καὶ ξεμπερδεύει! ὄχι θὰ κάτσῃ νὰ σκάσῃ ἐ­λέγχοντας χει­ρόγραφα καὶ ἄλλες τέτοιες λε­πτομέ­ρειες!

᾿Εδῶ μπορεῖ νὰ παρατηρήσῃ κανεὶς μία παράδοξη ἀντίφασι· ἀπὸ τὴν μιὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε ἀπέ­φυ­γε ἐπιμελῶς νὰ δώσῃ μία παραλ­λαγὴ τοῦ κειμένου ἐξαρτώμενη ἀπο­κλει­στικῶς ἀπὸ τὴν δική του κριτικὴ ἐξέτασι τῶν διαφό­ρων ἐκδοχῶν, διότι κάτι τέτοιο θὰ ἦταν τά­χα ὑπο­κει­μενικὴ ἐργασία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη γράφουν ὅτι, ὅπου καὶ οἱ τρεῖς ἐκδόσεις ποὺ εἶχε σὰν βάσι του διέφεραν ἐντελῶς μεταξύ των, τότε ὁ ἴδιος ὁ Νέστλε ἐνστερνίζετο μία συμ­βι­βαστικὴ λύσι, χωρὶς νὰ τεκμηριώνῃ τὴν λύσι του ἢ ἄποψί του στὶς πηγές, δηλαδὴ τὰ χειρόγραφα! αὐτὸ τὸ τελευ­ταῖο ἀλήθεια δὲν εἶναι ὑποκειμενικὸ καὶ ἐπιστημονικὰ αὐθαίρετο; φαίνε­ται λοιπὸν ὅτι γιὰ τοὺς δημιουργοὺς αὐτῆς τῆς ἐκδόσεως δὲν ἔχει καμμία σημασία ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐργασίας μπορεῖ νὰ προκύψῃ κάποιος ἀνύπαρκτος γραμ­ματικῶς καὶ γλωσ­σικῶς τύπος ἢ νὰ δη­μιουργηθῇ κεί­μενο ἐντελῶς ἀμάρ­τυρο σὲ ὅλα τὰ βι­βλι­κὰ χειρόγραφα τοῦ κόσμου· ση­μα­σία ἔχει ἡ γνήσια «κριτικὴ» μέ­θοδος τοῦ Νέ­στλε καὶ ὁ βέρος «ἐπιστημονικὸς» τρό­πος ἐρ­γασίας του. αὐτὰ ὅλα ἐξη­γοῦν τὴν ἐ­ξαλ­­λο­σύνη τοῦ κειμένου στὴν ἔκδοσι τοῦ Νέ­στλε· ὀρθογραφικὰ λάθη, πα­ρα­να­γνώσεις λέξεων, ἐ­σφαλ­μένοι καὶ ἀνύ­παρκτοι γραμματικοὶ τύ­ποι ἔχουν συσ­σωρευτῆ καὶ ἔ­χουν δημι­ουρ­γή­σει ἕνα κείμενο πραγματικὰ ἀποκρου­στι­κό.

Λόγῳ τῶν σο­βα­ρῶν ἐλλείψεων καὶ λα­θῶν ποὺ εἶχε (καὶ ἔχει) τὸ κεί­μενο τοῦ Νέστλε, σὲ κάθε ἑπόμενη ἔκδοσι συνεχῶς διωρθώνεται, βελ­τιώνεται καὶ ἐμπλου­τίζεται. τὸ 1927 ἔγινε ἡ 13η ἔκδοσι μὲ ἐμ­πλου­τι­σμένο κριτικὸ ὑπό­μνημα βάσει νεω­τέ­ρων ἐκδόσεων καὶ κάποιων χειρο­γρά­φων. τὸ 1952 κυκλοφορεῖ ἡ 21η ἔκδοσι μὲ τὴν συν­εργασία τοῦ Κοὺρτ ῎Αλαντ. τὸ 1963 ἔ­γι­νε ἡ 25η ἔκδοσι (μὲ ἐπανει­λημ­μένες ἀ­να­τυ­πώσεις) καὶ τὸ 1979 ἡ 26η ἔκδοσι, ἡ ὁποία μέχρι τὸ 1981 εἶχε ἀνατυπωθῆ ἄλλες τρεῖς φορές. τὸ 1993 ἔγινε ἡ 27η καὶ πιὸ πρόσφατη ἔκδοσι, τῆς ὁποίας τὸ 2001 κυκλο­φό­ρη­σε ἡ 8η διωρθωμένη ἀνα­τύ­πωσι, κατὰ τὴν ὁποία ἐντάχτηκαν καὶ οἱ μαρτυρίες 21 παπύρων.

Σήμερα ἡ ἔκδοσι ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀρχικοὺς στόχους ποὺ εἶχε θέσει ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε γιὰ δύο λόγους. πρῶτον, δὲν εἶναι πλέον ἔκδοσι τσέπης. κανονικὰ μί­α ἔκδοσι γιὰ νὰ λέγεται τσέπης, πρέπει νὰ ἔχῃ διαστάσεις τὸ πολὺ 10 Χ 14 ἑκ.. ἡ 16η ἔκδοσι εἶχε λίγο μεγαλείτερες διαστάσεις 10,5 Χ 15,2 ἑκ., ἡ 26η ἔκδοσι 11,5 Χ 16,2 ἑκ., ἀλλὰ ἡ 27η ἔκδοσι ἔχει διαστάσεις κα­νο­νικοῦ βιβλίου 13,8 Χ 19,2 ἑκ.. οἱ συνή­θεις διαστάσεις ἑνὸς βιβλίου εἶναι 14 Χ 21 ἑκ.· τὸ ὅτι ἡ 27η ἔκδοσι Νέστλε εἶναι δύο χιλιοστὰ μικρότερη δὲν τὴν καθι­στᾷ βέβαια ἔκδοσι τσέπης! δεύ­τερον, δὲν εἶναι φτηνὴ ἔκδοσι. ἕνα ἀν­τίτυπό της σήμερα πωλεῖται στὰ ἑλ­λη­νικὰ βιβλιοπωλεῖα περίπου 30 εὐρώ­πια, ἐνῷ παραλλήλως ὑπάρ­χουν ἄλλες ἐκ­δόσεις, ποὺ παρέχουν εἴτε μόνον τὸ κείμενο (κατὰ τὴν ἔκδοσι τοῦ οἰκου­με­νικοῦ πατριαρχείου) εἴτε κείμενο καὶ με­τάφρασι μαζί, καὶ κοστίζουν μόνον τὸ 1/3 ἢ τὸ 1/5 τῆς ἐκδόσεως Νέστλε. ἂν σκεφτῇ κανεὶς ὅτι μέχρι σήμερα ἔχουν γίνει περισσότερες ἀπὸ 100 ἀνατυ­πώ­σεις (ἡ κάθε μιὰ δεκάδων χιλιάδων ἀν­τιτύπων), καταλαβαίνει τὴν ἐμπορικὴ ἐπιτυχία τῶν Νέστλε καὶ ῎Αλαντ.

Σὲ κάθε νέα ἔκδοσι ἢ ἀνατύπωσι τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Δια­θή­κης καὶ τὸ «κρι­τικὸ ὑπόμνημα» φρεσκαρίζονται μὲ βάσι διάφορα χει­ρό­γραφα, παπυ­ρι­κὰ σπαράγματα, ἄλλες ἐκδόσεις, πα­τε­ρικὰ παρα­θέματα, κ.λπ., τὰ ὁποῖα λαμ­βά­νονται ὑπόψιν στὸν βαθμὸ ποὺ ἐπι­θυ­μεῖ ὁ ἑκάστοτε ἀναθεωρητής. ἡ ἔκ­δο­σι πέρασε ἀπὸ τὸν πατέρα ῎Εμπερ­χαρντ Νέστλε στὸν γιό του ῎Ερβιν Νέ­στλε καὶ κατόπιν στοὺς δύο ῎Ερβιν Νέ­στλε καὶ Κοὺρτ ῎Αλαντ, γι᾿ αὐτὸ σήμερα λέγεται ἔκδοσι Νέστλε-῎Αλαντ. τελικὰ πέ­ρασε στὸν Κοὺρτ ῎Αλαντ, ὁ ὁποῖ­ος μαζὶ μὲ τὴν Μπάρμπαρα ῎Αλαντ καὶ 5 ἀκόμη συνεργάτες του ἔκαμε καὶ νέα ἔκδοσι τοῦ κειμένου χωρὶς τὸ ὄνο­μα τοῦ Νέστλε, ἐνῷ φρόντισε τὰ κείμενα τῆς 3ης δικῆς του ἐκδόσεως καὶ τῆς 26ης τοῦ Νέστλε (ἢ ἀντιστοίχως τῆς 4ης δικῆς του καὶ τῆς 27ης Νέστλε) νὰ ταυ­τίζωνται.

᾿Εννοεῖται βεβαίως ὅτι σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐκδοτικὲς φάσεις τὸ συγκε­κρι­μένο «κρι­τικὸ κείμενο» ἔχει ὑποστῆ πολυ­ά­ριθ­μες τροποποιήσεις καὶ ἀλλα­γές, ἐνί­ο­τε ἰδιαίτερα σημαντικές, συμπεριε­λήφθη­σαν σ᾿ αὐτὸ τὰ πιὸ ἑτερό­κλυτα στοιχεῖα, ἀλλὰ κατὰ βάσιν τὸ κείμενό του ἀκο­λου­θεῖ –κατὰ ὁμολογία τῶν ἴδιων τῶν ἐκδο­τῶν– αὐτὸ τῶν τεσσάρων προειρημένων «κρι­τικῶν» ἐκ­δόσεων καὶ κυρίως τῆς τοῦ Βάις. ἂν καὶ οἱ ἀνανεωτικὲς καὶ βελ­τιω­τι­κὲς ἐ­πεμβάσεις ἀφοροῦν στὸ μεγα­λεί­τερο μέρος τους τὸ κριτικὸ ὑπόμνημα, πάντως ἀναπόφευκτα ὑπάρχουν ἀρκετὲς ἀλ­λαγὲς καὶ στὸ ἴδιο τὸ κείμενο, μὲ συν­έ­πεια πολλὰ χωρία ἄλλο νόημα νὰ ἐμφα­νίζουν σὲ μία ἔκδοσι καὶ ἄλλο στὴν ἑπό­με­νη, ὥστε δικαίως θὰ μπο­ροῦσε κανεὶς νὰ μιλήσῃ ὄχι γιὰ τὸ κείμενο ἀλλὰ γιὰ τὰ κείμενα τοῦ Νέστλε ἢ γιὰ τὰ κατὰ Νέ­στλε εὐαγγέλια. πάντως παρὰ τὶς ὅ­ποιες ἀλ­λαγὲς καὶ προσθῆκες εἶναι χα­ρα­κτηριστικὸ ὅτι ἐπιμελῶς ἀπέφυγαν οἱ ἐκδότες νὰ λάβουν σοβαρὰ ὑπόψι τους τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι κειμένου· ἐπὶ παραδείγματι δὲν συμ­βου­λεύ­τηκαν καθόλου τὴν ἔκδοσι τοῦ οἰκου­με­νι­κοῦ πατριαρχείου τοῦ 1904, ἐνῷ ἔ­χουν ὑπο­λο­γίσει πολὺ μεταγενέστερες ἐκδόσεις, ὅπως τοῦ Ζόντεν (1913), τοῦ Ντόμψουτζ (1923), καὶ τῆς δικῆς τους πενταμελοῦς ὁμάδος τοῦ 1966 καὶ τοῦ 1968.

Κατὰ τ᾿ ἄλλα αὐτὴ ἡ ἔκδοσι, ποὺ θυ­μί­ζει τὴν παράστασι τοῦ Κα­ραγκιόζη «Λί­γο ἀπ᾿ ὅλα», θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς «ἐπιστη­μο­νι­κῶς» ἀνώτερη καὶ προ­τιμότερη ἀπὸ τὴν πραγ­ματικὰ κριτικὴ ἔκδοσι τῆς Και­νῆς Δια­θήκης, ποὺ ἔκαμε τὸ 1904 ὁ Β. ᾿Αν­τω­νιάδης. γιὰ τοὺς ξένους βι­βλι­κοὺς ἐπι­στήμονες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς πρέπει νὰ ἦταν ἀληθινὸς κό­λα­φος ἡ πατριαρχικὴ ἔκδοσι τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιὰ τὴν ὁ­ποία γράφει ὁ Ἀντωνιάδης· «τὸ κείμενον τῆς παρούσης ἐκδόσεως διαφέρει τοῦ κει­μένου τῆς ὑπὸ τῶν Βιβλικῶν ­ται­ρει­ῶν διαδιδομένης Κοινῆς ᾿Εκ­δόσεως (Textus Receptus) εἰς ἀνα­γνώ­σεις μὲν περὶ τὰς 2000, χω­­ρία δὲ περὶ τὰ 1400, καὶ δὴ 150 Ματθαίου, 175 Μάρκου, 260 Λουκᾶ, 100 ᾿Ιωάννου, 125 Πράξεων, 165 ᾿Επιστολῶν Παύ­λου, 65 ᾿Επιστολῶν Κα­θο­λικῶν καὶ τὰ λοιπὰ [360] τῆς Ἀπο­κα­λύ­ψε­ως» (Και­νὴ Διαθήκη, Κων­σταν­τινούπολις 1904, σ. ζ΄). γι᾿ αὐτό, ἐνῷ μέχρι τὸ 1904 ἡ Βιβλικὴ ἑ­ται­ρεία Βρετανίας καὶ ἐξωτερικοῦ διέ­δι­δε τὸ Παραδεδεγμένο κείμενο, μετὰ τὸ ἐγκατέλειψε, καθὼς μᾶς πληρο­φο­ροῦν οἱ Ἔρβιν Νέστλε καὶ Κοὺρτ Ἄ­λαντ στὰ ἀποσπάσματά τους, ποὺ πα­ρέ­θεσα προηγουμένως, καὶ στράφηκε στὴν ἔκδοσι τοῦ Νέ­στλε, ποὺ πρὶν δὲν τῆς εἶχε δώσει σημασία. κι ἔτσι ἡ ὑπόθεσι τοῦ κει­μένου τῆς Καινῆς Διαθή­κης πῆγε γιὰ τοὺς ξένους ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χει­ρότερο.

῾Ο Ἀντωνιάδης παρεσκεύασε τὸ κεί­με­νο τῆς πατριαρχικῆς ἐκδό­σεως ὄχι βά­σει προ­γε­νεστέρων ἐκδόσεων ἀλλὰ στη­ρι­ζόμενος σὲ περισ­σότερα ἀπὸ 130 χει­ρόγραφα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδό­σε­ως. μά­λιστα δὲ αὐτὴ ἡ σα­φὴς ἐπιστη­μο­νικὴ ἀνωτερότης τοῦ κειμένου τοῦ οἰ­κουμενικοῦ πατριαρ­χεί­ου φαίνεται ὅτι ἦταν ὁ ἀνομολόγητος λόγος ποὺ ὡδήγη­σε τοὺς δύο Νέστλε, πατέρα καὶ γιό, στὴν ἀπόφασι νὰ «ἐμπλουτίσουν» τὸ κρι­­τικό τους ὑπό­μνημα μὲ γραφὲς δια­φό­ρων χειρο­γράφων, διότι μέχρι τὴν ἐμ­φά­νισι τῆς πα­τριαρχικῆς ἐκδόσεως τὰ χει­­ρό­­γραφα ἀντι­προ­σωπεύονταν σὲ ἀ­με­λητέο βαθ­μό. καὶ πάλι βεβαίως τὶς γρα­φὲς τῶν χειρογράφων τὶς ἔπαιρναν ἀπὸ ἄλ­λες κριτικὲς ἐκδόσεις καὶ ὄχι ἀ­πὸ τὰ ἴδια τὰ χειρόγραφα· αὐτὸ γινόταν μέ­χρι τὴν ἐμφάνισι τοῦ Κοὺρτ ῎Αλαντ τοὐ­λάχιστον. ὁ Ἄλαντ καὶ οἱ συνεργά­τες του βάζουν στὸ ὑπόμνημα διάφορες παραλλαγὲς κειμένου, ποὺ παίρ­νουν κατευθεῖαν ἀπὸ χειρόγραφα καὶ παραθέματα διαφόρων πατερι­κῶν ἔργων. ἀλλὰ μία ξύλινη παράγκα ἀκόμη καὶ μὲ φύλλα χρυσοῦ νὰ τὴν ἐπενδύσῃ κανείς, πάλι ξύλινη παράγκα θὰ παραμείνῃ· μέγαρο χτισμένο ἀπὸ μπετὸν-ἀρμὲ δὲν γίνεται. τὸ κῦρος λοιπὸν τῆς ἐκδό­σε­ως τῶν Νέστλε-Ἄλαντ δὲν ὀφείλεται διόλου στὴν ὑποτιθέ­με­νη ἐπιστημονικὴ ἀνωτερότητά της ἀλλὰ στὴν ἐμπορι­κὴ ἐπι­τυχία της. ὅσοι γνω­ρί­ζουν τὸν κόσμο τοῦ βιβλίου καταλαβαίνουν πολὺ καλὰ τί θέλω νὰ πῶ.

῞Οποιος πάρῃ ἀνὰ χεῖρας τὴν ἔκδοσι Νέστλε καὶ παρατηρήσῃ προσε­κτικὰ τὸ πλῆθος τῶν κριτικῶν σημείων καὶ συμβόλων της, τὸ λεγόμενο κρι­τικὸ ὑπόμνημα καὶ τὸν τρόπο παρουσιάσεως τοῦ κειμένου, θὰ ἀν­τιληφθῇ ὅτι στὴν πραγματικότητα εἶναι κριτικὴ ἔκδοσι τῆς ἀγνοίας, τῆς ἀ­γωνίας, τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς συγχύσεως τῶν ἑτεροδόξων σχετικὰ μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη. τοῦτο, διότι μία ἐπιστημονικὴ κριτικὴ ἔκδοσι ὁποιουδήπο­τε κει­μένου ἔχει στόχο νὰ δώσῃ τὴν αὐθεντικὴ μορφὴ τοῦ κειμένου· αὐτὴ εἶναι ἡ θετική της προσφορά. παραλλήλως μὲ τὸ κριτικό της ὑπό­μνημα δί­νει καὶ ὅλες ἢ τὶς κυριώτερες περιπτώσεις νοθείας, παραχαράξεως ἢ φθο­ρᾶς τοῦ κειμένου, ἐνδεχομένως ἐξηγῶντας γιατί οἱ ἄλλες παραλλαγὲς εἶναι ἀπορ­ρι­πτέες· αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρνητική της προσφορά. ἡ ἔκδοσι Νέστλε στὴν πραγ­ματικότητα δὲν ἔχει θετικὴ προσφορά, ἀλλὰ μόνον ἀρνητική. ὑπάρχει σ᾿ αὐτὴν μία συνεχὴς ἀμφιβολία καὶ ἀβεβαιότης· κανεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι σίγουρος ὅτι αὐτὴ ἢ ἐκείνη ἡ παραλλαγὴ εἶναι ἡ αὐθεντική· βλέ­πει τυ­πικὰ καὶ συντακτικὰ φαινόμενα κατὰ παράβασιν κάθε κανόνος γραμματι­κῆς, διαβάζει κείμενα ἀκατανόητα, λέξεις σκόρπιες χωρὶς κά­ποιον λογικὸ εἱρ­μό.

᾿Αναμφίβολα ἡ ἔκδοσι Νέστλε ὁδηγεῖ τὸν μελετητή της στὴν ἀπιστία πρὸς τὴν Καινὴ Διαθήκη. ἀρχικῶς ἀμφιβάλλει ὁ μελετητὴς γιὰ τὴν γραμ­ματικὴ ὀρθότητα τῶν κειμένων, κατόπιν χάνει τὴν ἐμπιστοσύνη του στὴν θεοπνευστία τῶν συγγραφέων (τί θεοπνευστία εἶχαν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἤ­ξεραν οὔτε νὰ μιλήσουν οὔτε νὰ γράψουν;), ὕστερα βρίσκει ἀκατανόητα ἢ παράλογα κάποια τμήματα ἀπὸ ὅσα καλεῖται νὰ πιστέψῃ ἀπόλυτα, μετὰ χάνει κάθε συναίσθημα ἱερότητος πρὸς τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ τέλος ἀ­πορ­ρίπτει τὴν διδασκαλία της. ἢ τὸ ἴδιο πρᾶγμα νὰ τὸ πῶ διαφορετικά· ὅσες ἑλληνικὲς καὶ ξενόγλωσσες μεταφράσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης στηρί­χτηκαν σὲ κάποια παλαιότερη ἔκδοσι τοῦ κειμένου Νέστλε, πρέπει νὰ ἀ­ποσυρθοῦν ἀπὸ τὴν κυκλοφορία καὶ νὰ διορθωθοῦν σύμφωνα μὲ τὴν 8η διωρθωμένη ἀνατύπωσι τῆς 27ης ἐκδόσεως. καὶ γενικῶς κάθε φορὰ ποὺ διορθώνεται τὸ κείμενο Νέστλε θὰ πρέπει νὰ ἀλλάζουν καὶ οἱ μεταφρά­σεις. ἀλλὰ μὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ ὁδηγούμαστε ἀναποφεύκτως στὸ συμπέ­ρα­σμα ὅτι δὲν ὑπάρχει βεβαιωμένο κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία σωστὴ μετάφρασι, πολὺ περισσότερο δὲν μποροῦμε νὰ ἔ­χουμε ἑρμηνεία Καινῆς Διαθήκης οὔτε ἀσφαλῆ διδασκαλία, οὔτε μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι γιὰ τίποτε, οὔτε ἀληθινὴ ἐκκλησία ὑπάρχει οὔτε σω­τηρία τῶν ἀνθρώπων. ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ ἔκδοσι Νέστλε-῎Αλαντ.

῞Υστερα ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω καταλαβαίνει κανεὶς γιατί στὸ κείμενο Νέστλε ἀντιδροῦν καὶ πολλοὶ ἑτερόδοξοι χριστιανοί, ὄχι μόνον ῥωμαιοκα­θολικοὶ ἀλλὰ καὶ μεγάλος ἀριθμὸς προτεσταντῶν. πολλὲς φορὲς ὅμως οἱ ἀν­τιδράσεις τους γίνονται μὲ φανατισμό, χωρὶς ἐπιστημονικὰ ἢ ἄλλα οὐσι­­αστικὰ ἐπιχειρήματα, κυρίως δὲ ἀντιπαραθέτουν τὸ κείμενο Νέστλε πρὸς τὸ Παραδεδεγμένο κείμενο. κάποιοι μάλιστα ἐκτρέπονται καὶ σὲ πολιτικὰ ἐπιχειρήματα καὶ κατηγοροῦν τὸν Νέστλε ὡς φίλα προσκείμενο στὸ γερμα­νικὸ ναζιστικὸ καθεστώς. δὲν υἱοθετῶ αὐτὲς τὶς αἰτιάσεις οὔτε τὴν τακτι­κὴ τῶν ἑτεροδόξων, διότι δὲν γνωρίζω τὰ σχετικὰ στοιχεῖα οὔτε καὶ μὲ ἐν­διαφέρουν ἄλλωστε. ἐδῶ ἐξέτασα τὸ ὅλο θέμα ἀπὸ ἐπιστημονικῆς, δηλαδὴ φιλολογικῆς καὶ θεολογικῆς, πλευρᾶς καὶ ὄχι ἀπὸ πολιτικῆς. εἶμαι πάντως πεπεισμένος ὕστερα ἀπὸ ὅλη τὴν σχετικὴ ἔρευνα ποὺ ἔχω διεξαγάγει πὼς δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνεται ἀναφορὰ ἢ χρῆσι τῆς ἐκδόσεως τῶν Νέστλε-Ἄλαντ, τοὐ­λάχιστον μέσα στὸν χῶρο τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.

 

Αὔγουστος 2006

 

 

Πρώτη δημοσίευσις, «᾿Επικίνδυνες μεταφράσεις τῆς Βίβλου» (ἀπὸ ἀλλοιωμένα κεί­μενα), ἐκδόσεις «Κάλαμος», Θεσσαλονίκη 2008.

Διασκευὴ καὶ ἀναδημοσίευσις 18/2/2012.