Πῶς δημιουργήθηκε ἡ ἔκδοσι Νέστλε
καὶ γιατί προωθήθηκε
Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν
πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας
(www.symbole.gr)
Στὸν πανεπιστημιακὸ χῶρο τόσο τοῦ ἐξωτερικοῦ ὅσο καὶ στὶς δύο θεολογικὲς σχολὲς τῆς χώρας μας ἔχει ἐπικρατήσει νὰ χρησιμοποιῆται ὡς κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης αὐτὸ ποὺ δημοσιεύεται στὴν γνωστὴ ἔκδοσι τῶν Νέστλε-῎Αλαντ καὶ ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν γερμανικὴ «Βιβλικὴ ἑταιρεία». καὶ τοῦτο, διότι τὸ κείμενο τῆς συγκεκριμένης ἐκδόσεως θεωρεῖται «κριτικό», καὶ μάλιστα ἐπιστημονικώτερο ἀρτιώτερο ἀκριβέστερο καὶ σωστότερο ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Παραδεδεγμένο κείμενο (ἢ Κοινὴ ἔκδοσι, textus receptus) καὶ ἄλλες ὅμοιες ἐκδόσεις ποὺ παρασκευάστηκαν ἀπὸ ξένους καὶ ἑτεροδόξους «θεολόγους»· ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι ὅτι πολλοὶ νομίζουν πὼς ἡ ἔκδοσι τῶν Νέστλε-῎Αλαντ ὑπερτερεῖ ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὴν μοναδικὴ ὀρθόδοξη κριτικὴ ἔκδοσι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ αὐθεντικοῦ κειμένου, ποὺ ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Βασίλειο ᾿Αντωνιάδη καὶ τοὺς συνεργάτες του μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1899-1903, ἐκδόθηκε τὸ 1904 ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο, ἐπανεκδόθηκε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ 1912 καὶ ἐπανεκδίδεται μέχρι σήμερα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς ῾Ελλάδος καὶ ἄλλους ἐκδότες.
Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀντιληφθοῦμε ποιά ἀπὸ τὶς δύο ἐκδόσεις, τοῦ Νέστλε [= τοῦ προτεσταντικοῦ χώρου] ἢ τοῦ ᾿Αντωνιάδου [= τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας], εἶναι πιὸ σωστὴ ἀπὸ ἐπιστημονικῆς (φιλολογικῆς καὶ θεολογικῆς) ἀπόψεως, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ δοῦμε κάποια ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν δημιουργία, τὴν προέλευσι καὶ τὶς ἐπανεκδόσεις τοῦ κειμένου Νέστλε. τὶς ἀπαραίτητες πληροφορίες μᾶς τὶς δίνουν οἱ ἴδιοι οἱ συντελεσταὶ συνεργάται καὶ συνεχισταὶ τοῦ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε, ὁ γιός του ῎Ερβιν Νέστλε καὶ ὁ Κοὺρτ ῎Αλαντ, σὲ σχετικὲς εἰσαγωγές των. παραθέτω ἐν μεταφράσει ἀποσπάσματα τόσο ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ῎Ερβιν Νέστλε στὴν 16η ἔκδοσι τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης (Στουτγάρδη Γερμανίας 1936, καὶ φωτογραφικὴ ἀνατύπωσι ἀπὸ τὴν ἀμερικανικὴ Βιβλικὴ ἑταιρεία, Νέα ῾Υόρκη, Η.Π.Α.), ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Κοὺρτ ῎Αλαντ στὴν 26η ἔκδοσι (γερμανικὴ Βιβλικὴ ἑταιρεία, Στουτγάρδη 1979, 4η ἀνατύπωσι 1981). ὅπως θὰ δοῦμε ἐν συνεχείᾳ, οἱ δύο συνεργάται συμπίπτουν σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς δίδουν.
Γράφει ὁ ῎Ερβιν Νέστλε (εἰσαγωγὴ 16ης ἐκδόσεως, ἀνατύπωσις Νέας ῾Υόρκης 1936, σελίδες 4*-6*· ἡ ἴδια εἰσαγωγὴ διατηρεῖται μέχρι τὴν 25η ἔκδοσι τοῦ ἔτους 1967).
῾Η παροῦσα ἔκδοσι τσέπης τῆς ἑλληνικῆς Καινῆς Διαθήκης ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1898 ἐκδεδομένη ἀπὸ τὸν πατέρα μου δρα ῎Εμπερχαρντ Νέστλε (1851-1913). εἶχε κάμει σκοπό του τὸ νὰ προσφέρῃ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης τοῦ 19ου αἰῶνος, ἀντικαθιστῶντας τὶς ἀκόμη εὐρέως διαδεδομένες φτηνὲς ἐκδόσεις τοῦ λεγομένου Παραδεδεγμένου κειμένου (textus receptus), τὸ ὁποῖο φτάνει πίσω στὸν ῎Ερασμο. ὡς ἐκ τούτου [ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε] ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ δώσῃ μία παραλλαγὴ τοῦ κειμένου ἐξαρτώμενη ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὴν δική του, καὶ ἄρα ὑποκειμενική, κριτικὴ ἐξέτασι τῶν διαφόρων ἐκδοχῶν, ἀλλὰ πῆρε ὡς βάσι τὶς μεγάλες ἐπιστημονικὲς ἐκδόσεις τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπὸ τὸν Τίσενντορφ (Λειψίας) καὶ ἀπὸ τοὺς Γουέστκοτ καὶ Χόρτ. γιὰ νὰ ἔχῃ μία πλειονοψηφία σ᾿ ἐκεῖνες τὶς περιπτώσεις ὅπου οἱ δύο αὐτὲς ἐκδόσεις διέφεραν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, χρησιμοποίησε ταυτοχρόνως τὴν ἔκδοσι τοῦ Γουέιμουθ καί, παρομοίως μὲ τὸν Γουέιμουθ (ὁ ὁποῖος ἐπίσης παρασκεύασε ἕνα κείμενο ὅπως προέκυπτε μέσα ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκδόσεις ποὺ χρησιμοποίησε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ 1550 [μέχρι τὴν ἐποχή του]), τοποθέτησε ἐντὸς τοῦ κειμένου του ἀντιστοίχως ἐκείνην τὴν ἐκδοχὴ ποὺ ὑποστηριζόταν ἀπὸ τὶς δύο ἐκ τῶν τριῶν ἐκδόσεων ἤ, ὅπου καὶ οἱ τρεῖς διέφεραν ἐντελῶς, τὴν «μέση ἀνάγνωσι», παραπέμποντας τὶς ἄλλες στὶς ὑποσημειώσεις. ἀπὸ τὴν τρίτη ἔκδοσι καὶ ἑξῆς ἀντὶ τοῦ Γουέιμουθ χρησιμοποίησε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τὴν ἔκδοσι τοῦ Β. Βάις [Λειψία, 3 τόμοι, 1894-1900], ἡ ὁποία ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀποπερατωθῆ, καὶ ἔτσι ἑπομένως τὸ κείμενο ἀπαρτίστηκε προερχόμενο ἀπὸ τὰ HTW [δηλαδὴ τὶς ἐκδόσεις Γουέστκοτ-Χόρτ, Τίσενντορφ, καὶ Βάις] καὶ ἔτσι παρέμεινε.
Αὐτὴ ἡ σύγκρισι τῶν τριῶν κορυφαίων ἐκδόσεων παρήγαγε ἕνα κείμενο μὲ τὸν πιὸ ἀντικειμενικὸ –ὅσο εἶναι δυνατὸν– χαρακτῆρα, τὸ ὁποῖο ἔκτοτε γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θεμελιώνει μία συνεχῶς αὐξανόμενη κυκλοφορία, καὶ τὸ 1904 τὸ ἀνέλαβε ἡ Βιβλικὴ ἑταιρεία Βρετανίας καὶ ἐξωτερικοῦ στὸ Λονδῖνο πρὸς ἀντικατάστασι τοῦ Παραδεδεγμένου κειμένου, καὶ ἀπὸ τότε ἀποτέλεσε τὴν βάσι τῶν μεταφράσεών της γιὰ τοὺς ἱεραποστολικοὺς χώρους.
.........................................
῾Ο πατέρας μου εἶχε σχεδιάσει μία μεγάλη ἀναδιαμόρφωσι τῆς ἐκδόσεώς του, μὲ μία ἀνάμιξι τῶν δύο σειρῶν ἀναγνώσεων καὶ λοιπά, γιὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὴν ἐμφάνισι τοῦ κειμένου τοῦ Χέρμαν φὸν Ζόντεν, ἀλλὰ πέθανε (στὶς 9 μαρτίου 1913), προτοῦ ἐκδοθῇ. κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου καὶ στὴν μεταπολεμικὴ περίοδο καθὼς ἤμουν ἐντεταλμένος ἀπὸ τὴν Βιβλικὴ ἑταιρεία Στουτγάρδης μὲ τὴν συνέχισι τῆς ἐκδόσεως, ἀποφάσισα νὰ περιοριστῶ πρὸς τὸ παρὸν στὸ νὰ ἀναλάβω ἁπλὲς διορθώσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες μοῦ ἐπέστησαν τὴν προσοχὴ πολλοὶ ἐπιστήμονες καὶ κληρικοί, καὶ τὶς ὁποῖες ὣς ἕνα σημεῖο εὐγνωμόνως ἀναγνωρίζω.
῾Ο Κοὺρτ ῎Αλαντ γράφει τὰ ἀκόλουθα (εἰσαγωγὴ 26ης ἐκδόσεως, ἐπανέκδ. 1981· μεταφράζω ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ εἰσαγωγή, σελίδες 39*-40*).
῞Οταν ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε παρήγαγε τὴν πρώτη ἔκδοσι τῆς ἑλληνικῆς Καινῆς Διαθήκης τὸ 1898, δὲν μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν οὔτε αὐτὸς οὔτε ἡ χορηγὸς Βιβλικὴ ἑταιρεία Βυρτεμβέργης τὸ πλῆρες μέγεθος αὐτοῦ ποὺ εἶχε ξεκινήσει. ἂν καὶ τὸ Παραδεδεγμένο κείμενο μποροῦσε ἀκόμη νὰ διεκδικήσῃ μία πλατιὰ σειρὰ ὑπερασπιστῶν, ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα τοῦ 19ου αἰῶνος εἶχε τελειωτικῶς καταδείξει ὅτι αὐτὸ εἶναι ὁ πιὸ φτωχὸς τύπος τοῦ καινοδιαθηκικοῦ κειμένου. οἱ μεγαλείτερες ἐκδόσεις στὸν χῶρο ἦσαν ἐκεῖνες τοῦ Τίσενντορφ (ἀπὸ τὸ 1841 στὴν editio octava critica maior τοῦ 1869-1872), τοῦ Τρέγκελς (1857-1872), καὶ τῶν Γουέστκοτ-Χόρτ (1881). ἀλλὰ διεθνῶς τὸ κατὰ πολὺ πιὸ δημοφιλὲς κείμενο ποὺ χρησιμοποιόταν στὸ πανεπιστήμιο, στὴν ἐκκλησία, καὶ στὸ σχολεῖο ἦταν ἀκόμη κάποια ἔκδοσι τοῦ Παραδεδεγμένου κειμένου, καθόσον ἦταν τὸ μοναδικὸ ποὺ διενέμετο ἐπὶ παραδείγματι ἀπὸ τὴν Βιβλικὴ ἑταιρεία Βρετανίας καὶ ἐξωτερικοῦ μέχρι τὸ 1904. ἡ βασιλεία τοῦ Παραδεδεγμένου κειμένου δὲν τελείωσε ἐντελῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν περιοχὴ μέχρι τὴν ἐμφάνισι τῆς ἐκδόσεως τοῦ Νέστλε.
῾Ο ῎Εμπερχαρντ Νέστλε παρακινήθηκε ἀπὸ πρακτικοὺς παράγοντες στὴν κατασκευὴ τῆς δικῆς του ἑλληνικῆς Καινῆς Διαθήκης. ἐπιθυμοῦσε νὰ κάμῃ διαθέσιμο στὸ κοινὸ τὸ κείμενο, στὸ ὁποῖο εἶχε καταλήξει ἡ ἐπιστημονικὴ κοινότης τοῦ 19ου αἰῶνος. γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ πῆρε ὡς βάσι του τὶς ἐκδόσεις τοῦ Τίσενντορφ, τῶν Γουέστκοτ-Χόρτ, καὶ τοῦ Γουέιμουθ (1886· ἀπὸ τὸ 1901 ἡ τελευταία ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ Βερνάρδου Βάις, 1894-1900), καὶ μὲ μία σύγκρισι αὐτῶν τῶν τριῶν ἐκδόσεων κατασκεύασε ἕνα κείμενο πλειονοψηφίας· ὅπου οἱ ἐκδόσεις διέφεραν, ἡ συμφωνία τῶν δύο ὥριζε τὸ κείμενο, ἡ δὲ ἀνάγνωσι τῆς τρίτης τοποθετήθηκε στὸ ὑπόμνημα. ὅταν οἱ τρεῖς ἐκδόσεις διέφεραν τελείως, ὁ Νέστλε θὰ ἐνστερνίζετο μία συμβιβαστικὴ λύσι. αὐτὴ ἡ μέθοδος δὲν ἦταν νέα. τὸ 1873 ἐμφανίστηκε ἡ Καινὴ Διαθήκη τοῦ Κέιμπριτζ γιὰ τὰ σχολεῖα καὶ τὰ κολλέγια μὲ ἕνα κείμενο βασισμένο στὶς ἐκδόσεις τοῦ Τίσενντορφ καὶ τοῦ Τρέγκελς. ἀλλὰ σ᾿ ἐκείνην ὁ καθοριστικὸς παράγων σὲ μιὰ ἐπιλογὴ ἦταν τὸ Παραδεδεγμένο κείμενο (ἢ ἀκόμη, ἂν ἦταν ἀπαραίτητο, ὁ κῶδιξ Λάντσμαν ἢ ὁ Σιναϊτικὸς κῶδιξ). ἐπιπλέον ἡ λεπτολόγος προσοχὴ μὲ τὴν ὁποία ὁ Νέστλε ἑτοίμασε τὴν ἔκδοσί του, καταγράφοντας στὸ ὑπόμνημά της τὶς ἀναγνώσεις τῶν ἐκδόσεων ποὺ χρησιμοποίησε ἀκόμη καὶ στὶς ἐλαχιστότατες διαφορές τους, δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι σφάλμα. ἐξ ἀρχῆς ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε εἶχε ξεκινήσει νὰ δείχνῃ τὶς ἀναγνώσεις τῶν καινοδιαθηκικῶν χειρογράφων (εἰδικῶς τοῦ κώδικος Bezae Cantabrigiensis) σὲ ἕνα δεύτερο καὶ συνήθως πολὺ σύντομο ὑπόμνημα. κατόπιν ὁ γιός του ῎Ερβιν Νέστλε ἀνταποκρινόμενος στὶς προτάσεις ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὴν Deutsche Neutestamentlertagung καὶ ἀκολουθῶντας τὶς ἀρχὲς ποὺ προτάθηκαν δημιούργησε στὴν 13η ἔκδοσι τοῦ 1927 τὸ σύγχρονο «Νέστλε» μὲ τὸ κριτικό του ὑπόμνημα, τὸ ὁποῖο διατηρεῖ τὶς ἀναγνώσεις τῶν τριῶν προαναφερθεισῶν ἐκδόσεων (μαζὶ μὲ ἐκεῖνες τοῦ φὸν Ζόντεν), ἀλλὰ ἐκθέτει μὲ πιὸ ἔντονο τρόπο τὴν μαρτυρία τῶν χειρογράφων, τῶν μεταφράσεων καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πατέρων. αὐτὸ τὸ ὑπόμνημα ἔγινε πλέον τόσο περιεκτικό, ποὺ ἐπέτρεπε στὸν χρήστη νὰ σχηματίσῃ μία ἀνεξάρτητη γνώμη ἐπὶ τοῦ κειμένου, διαφέροντας ἐνίοτε ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς πλειονοψηφούσης ἀρχῆς καὶ κάποτε ἀντικαθιστῶντάς την ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ συμφωνία. οἱ πληροφορίες σ᾿ αὐτὸ διαρκῶς ἐπεκτείνονταν ἀπὸ τὸν ῎Ερβιν Νέστλε μὲ τὴν ἴδια φροντίδα ποὺ ὁ πατέρας του εἶχε δείξει στὶς προηγούμενες ἐκδόσεις, ἀλλὰ (καὶ αὐτὸ ἦταν ἡ ἀδυναμία του) εἶχε παραχθῆ ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὰ κριτικὰ ὑπομνήματα ἄλλων ἐκδόσεων. ὁ Κοὺρτ ῎Αλαντ ἔγινε γιὰ πρώτη φορὰ συνεργάτης σ᾿ αὐτὴν τὴν δουλειὰ στὴν 21η ἔκδοσί της τοῦ 1952· ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἄρχισε νὰ ἀντιπαραβάλλῃ τὶς μαρτυρίες τοῦ ὑπομνήματος ἔναντι τῶν ἀρχικῶν πηγῶν, ἰδιαιτέρως δὲ νὰ εἰσάγῃ τὶς ἀναγνώσεις τῶν νεωστὶ ἀνακαλυφθέντων παπύρων.
Αὐτὸ τὸ «Νέστλε», ὅπως νωρὶς ὠνομάστηκε ἀπὸ τὸ κοινό,... γρήγορα ἔγινε ἕνα εἶδος νέου Παραδεδεγμένου κειμένου, δίπλα στὸ ὁποῖο οἱ ἄλλες ἐκδόσεις τσέπης ἔπαιζαν ἕναν σχετικῶς ὑποδεέστερο ῥόλο...
᾿Απὸ τὶς παραπάνω πληροφορίες γίνεται φανερὸ ὅτι ἡ ἔκδοσι αὐτὴ δὲν εἶναι καθόλου κριτική, ἀλλὰ ἕνα συμπίλημα ἀπὸ ἄλλες κριτικὲς ἐκδόσεις. μία παρόμοια ἐργασία εἶχε κάνει πιὸ πρὶν ὁ ᾿Εγγλέζος Γουέιμουθ τὸ 1886, ὅταν ἐξέδωσε μιὰ Καινὴ Διαθήκη υἱοθετῶντας ἐκεῖνες τὶς γραφὲς στὶς ὁποῖες συμφωνοῦσαν οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς βιβλικὲς ἐκδόσεις ποὺ εἶχαν γίνει ἀπὸ τὸ 1550 μέχρι τὶς ἡμέρες του. τὸ 1898 ὅμως ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε «ἐνήργησε» πιὸ «ἐπιστημονικά». πῆρε τὶς κριτικὲς ἐκδόσεις τοῦ Τίσενντορφ (1841 καὶ 1869-1872) καὶ τῶν Γουέστκοτ-Χόρτ (1881), εἶχε καὶ τὴν βοήθεια ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ Γουέιμουθ καὶ παρασκεύασε τὸ δικό του «κριτικὸ» κείμενο ἀκολουθῶντας τὶς ἑξῆς «ἐπιστημονικὲς» ἀρχές·
α) παραθέτει τὸ κείμενο τῶν τριῶν προειρημένων ἐκδόσεων, ὅπου αὐτὲς συμφωνοῦν μεταξύ τους·
β) ὅπου συμφωνοῦν οἱ δύο ἀπὸ τὶς τρεῖς ἐκδόσεις, ἀκολουθεῖ τὶς δύο καὶ ἀναφέρει σὲ ὑποσημείωσι τὴν γραφὴ τῆς 3ης·
γ) ὅπου διαφέρουν καὶ οἱ τρεῖς ἐκδόσεις μεταξύ τους, ἀναλαμβάνει ῥυθμιστικὸ ῥόλο ὁ ἴδιος ὁ Νέστλε, εἴτε ἀκολουθῶντας τὴν ἔκδοσι τοῦ Γουέιμουθ (ἢ τοῦ Βάις καὶ ἀργότερα τὴν ἔκδοσι τοῦ Ζόντεν) εἴτε ἐπιλέγοντας ὁ ἴδιος μία συμβιβαστικὴ λύσι –στηριζόμενος πάντοτε καὶ ἀποκλειστικῶς στὶς προαναφερθεῖσες ἐκδόσεις ποὺ ἀντιγράφει– καὶ ξεμπερδεύει! ὄχι θὰ κάτσῃ νὰ σκάσῃ ἐλέγχοντας χειρόγραφα καὶ ἄλλες τέτοιες λεπτομέρειες!
᾿Εδῶ μπορεῖ νὰ παρατηρήσῃ κανεὶς μία παράδοξη ἀντίφασι· ἀπὸ τὴν μιὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ δώσῃ μία παραλλαγὴ τοῦ κειμένου ἐξαρτώμενη ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὴν δική του κριτικὴ ἐξέτασι τῶν διαφόρων ἐκδοχῶν, διότι κάτι τέτοιο θὰ ἦταν τάχα ὑποκειμενικὴ ἐργασία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη γράφουν ὅτι, ὅπου καὶ οἱ τρεῖς ἐκδόσεις ποὺ εἶχε σὰν βάσι του διέφεραν ἐντελῶς μεταξύ των, τότε ὁ ἴδιος ὁ Νέστλε ἐνστερνίζετο μία συμβιβαστικὴ λύσι, χωρὶς νὰ τεκμηριώνῃ τὴν λύσι του ἢ ἄποψί του στὶς πηγές, δηλαδὴ τὰ χειρόγραφα! αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἀλήθεια δὲν εἶναι ὑποκειμενικὸ καὶ ἐπιστημονικὰ αὐθαίρετο; φαίνεται λοιπὸν ὅτι γιὰ τοὺς δημιουργοὺς αὐτῆς τῆς ἐκδόσεως δὲν ἔχει καμμία σημασία ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐργασίας μπορεῖ νὰ προκύψῃ κάποιος ἀνύπαρκτος γραμματικῶς καὶ γλωσσικῶς τύπος ἢ νὰ δημιουργηθῇ κείμενο ἐντελῶς ἀμάρτυρο σὲ ὅλα τὰ βιβλικὰ χειρόγραφα τοῦ κόσμου· σημασία ἔχει ἡ γνήσια «κριτικὴ» μέθοδος τοῦ Νέστλε καὶ ὁ βέρος «ἐπιστημονικὸς» τρόπος ἐργασίας του. αὐτὰ ὅλα ἐξηγοῦν τὴν ἐξαλλοσύνη τοῦ κειμένου στὴν ἔκδοσι τοῦ Νέστλε· ὀρθογραφικὰ λάθη, παραναγνώσεις λέξεων, ἐσφαλμένοι καὶ ἀνύπαρκτοι γραμματικοὶ τύποι ἔχουν συσσωρευτῆ καὶ ἔχουν δημιουργήσει ἕνα κείμενο πραγματικὰ ἀποκρουστικό.
Λόγῳ τῶν σοβαρῶν ἐλλείψεων καὶ λαθῶν ποὺ εἶχε (καὶ ἔχει) τὸ κείμενο τοῦ Νέστλε, σὲ κάθε ἑπόμενη ἔκδοσι συνεχῶς διωρθώνεται, βελτιώνεται καὶ ἐμπλουτίζεται. τὸ 1927 ἔγινε ἡ 13η ἔκδοσι μὲ ἐμπλουτισμένο κριτικὸ ὑπόμνημα βάσει νεωτέρων ἐκδόσεων καὶ κάποιων χειρογράφων. τὸ 1952 κυκλοφορεῖ ἡ 21η ἔκδοσι μὲ τὴν συνεργασία τοῦ Κοὺρτ ῎Αλαντ. τὸ 1963 ἔγινε ἡ 25η ἔκδοσι (μὲ ἐπανειλημμένες ἀνατυπώσεις) καὶ τὸ 1979 ἡ 26η ἔκδοσι, ἡ ὁποία μέχρι τὸ 1981 εἶχε ἀνατυπωθῆ ἄλλες τρεῖς φορές. τὸ 1993 ἔγινε ἡ 27η καὶ πιὸ πρόσφατη ἔκδοσι, τῆς ὁποίας τὸ 2001 κυκλοφόρησε ἡ 8η διωρθωμένη ἀνατύπωσι, κατὰ τὴν ὁποία ἐντάχτηκαν καὶ οἱ μαρτυρίες 21 παπύρων.
Σήμερα ἡ ἔκδοσι ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀρχικοὺς στόχους ποὺ εἶχε θέσει ὁ ῎Εμπερχαρντ Νέστλε γιὰ δύο λόγους. πρῶτον, δὲν εἶναι πλέον ἔκδοσι τσέπης. κανονικὰ μία ἔκδοσι γιὰ νὰ λέγεται τσέπης, πρέπει νὰ ἔχῃ διαστάσεις τὸ πολὺ 10 Χ 14 ἑκ.. ἡ 16η ἔκδοσι εἶχε λίγο μεγαλείτερες διαστάσεις 10,5 Χ 15,2 ἑκ., ἡ 26η ἔκδοσι 11,5 Χ 16,2 ἑκ., ἀλλὰ ἡ 27η ἔκδοσι ἔχει διαστάσεις κανονικοῦ βιβλίου 13,8 Χ 19,2 ἑκ.. οἱ συνήθεις διαστάσεις ἑνὸς βιβλίου εἶναι 14 Χ 21 ἑκ.· τὸ ὅτι ἡ 27η ἔκδοσι Νέστλε εἶναι δύο χιλιοστὰ μικρότερη δὲν τὴν καθιστᾷ βέβαια ἔκδοσι τσέπης! δεύτερον, δὲν εἶναι φτηνὴ ἔκδοσι. ἕνα ἀντίτυπό της σήμερα πωλεῖται στὰ ἑλληνικὰ βιβλιοπωλεῖα περίπου 30 εὐρώπια, ἐνῷ παραλλήλως ὑπάρχουν ἄλλες ἐκδόσεις, ποὺ παρέχουν εἴτε μόνον τὸ κείμενο (κατὰ τὴν ἔκδοσι τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου) εἴτε κείμενο καὶ μετάφρασι μαζί, καὶ κοστίζουν μόνον τὸ 1/3 ἢ τὸ 1/5 τῆς ἐκδόσεως Νέστλε. ἂν σκεφτῇ κανεὶς ὅτι μέχρι σήμερα ἔχουν γίνει περισσότερες ἀπὸ 100 ἀνατυπώσεις (ἡ κάθε μιὰ δεκάδων χιλιάδων ἀντιτύπων), καταλαβαίνει τὴν ἐμπορικὴ ἐπιτυχία τῶν Νέστλε καὶ ῎Αλαντ.
Σὲ κάθε νέα ἔκδοσι ἢ ἀνατύπωσι τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τὸ «κριτικὸ ὑπόμνημα» φρεσκαρίζονται μὲ βάσι διάφορα χειρόγραφα, παπυρικὰ σπαράγματα, ἄλλες ἐκδόσεις, πατερικὰ παραθέματα, κ.λπ., τὰ ὁποῖα λαμβάνονται ὑπόψιν στὸν βαθμὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ ὁ ἑκάστοτε ἀναθεωρητής. ἡ ἔκδοσι πέρασε ἀπὸ τὸν πατέρα ῎Εμπερχαρντ Νέστλε στὸν γιό του ῎Ερβιν Νέστλε καὶ κατόπιν στοὺς δύο ῎Ερβιν Νέστλε καὶ Κοὺρτ ῎Αλαντ, γι᾿ αὐτὸ σήμερα λέγεται ἔκδοσι Νέστλε-῎Αλαντ. τελικὰ πέρασε στὸν Κοὺρτ ῎Αλαντ, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν Μπάρμπαρα ῎Αλαντ καὶ 5 ἀκόμη συνεργάτες του ἔκαμε καὶ νέα ἔκδοσι τοῦ κειμένου χωρὶς τὸ ὄνομα τοῦ Νέστλε, ἐνῷ φρόντισε τὰ κείμενα τῆς 3ης δικῆς του ἐκδόσεως καὶ τῆς 26ης τοῦ Νέστλε (ἢ ἀντιστοίχως τῆς 4ης δικῆς του καὶ τῆς 27ης Νέστλε) νὰ ταυτίζωνται.
᾿Εννοεῖται βεβαίως ὅτι σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐκδοτικὲς φάσεις τὸ συγκεκριμένο «κριτικὸ κείμενο» ἔχει ὑποστῆ πολυάριθμες τροποποιήσεις καὶ ἀλλαγές, ἐνίοτε ἰδιαίτερα σημαντικές, συμπεριελήφθησαν σ᾿ αὐτὸ τὰ πιὸ ἑτερόκλυτα στοιχεῖα, ἀλλὰ κατὰ βάσιν τὸ κείμενό του ἀκολουθεῖ –κατὰ ὁμολογία τῶν ἴδιων τῶν ἐκδοτῶν– αὐτὸ τῶν τεσσάρων προειρημένων «κριτικῶν» ἐκδόσεων καὶ κυρίως τῆς τοῦ Βάις. ἂν καὶ οἱ ἀνανεωτικὲς καὶ βελτιωτικὲς ἐπεμβάσεις ἀφοροῦν στὸ μεγαλείτερο μέρος τους τὸ κριτικὸ ὑπόμνημα, πάντως ἀναπόφευκτα ὑπάρχουν ἀρκετὲς ἀλλαγὲς καὶ στὸ ἴδιο τὸ κείμενο, μὲ συνέπεια πολλὰ χωρία ἄλλο νόημα νὰ ἐμφανίζουν σὲ μία ἔκδοσι καὶ ἄλλο στὴν ἑπόμενη, ὥστε δικαίως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ μιλήσῃ ὄχι γιὰ τὸ κείμενο ἀλλὰ γιὰ τὰ κείμενα τοῦ Νέστλε ἢ γιὰ τὰ κατὰ Νέστλε εὐαγγέλια. πάντως παρὰ τὶς ὅποιες ἀλλαγὲς καὶ προσθῆκες εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἐπιμελῶς ἀπέφυγαν οἱ ἐκδότες νὰ λάβουν σοβαρὰ ὑπόψι τους τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι κειμένου· ἐπὶ παραδείγματι δὲν συμβουλεύτηκαν καθόλου τὴν ἔκδοσι τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου τοῦ 1904, ἐνῷ ἔχουν ὑπολογίσει πολὺ μεταγενέστερες ἐκδόσεις, ὅπως τοῦ Ζόντεν (1913), τοῦ Ντόμψουτζ (1923), καὶ τῆς δικῆς τους πενταμελοῦς ὁμάδος τοῦ 1966 καὶ τοῦ 1968.
Κατὰ τ᾿ ἄλλα αὐτὴ ἡ ἔκδοσι, ποὺ θυμίζει τὴν παράστασι τοῦ Καραγκιόζη «Λίγο ἀπ᾿ ὅλα», θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς «ἐπιστημονικῶς» ἀνώτερη καὶ προτιμότερη ἀπὸ τὴν πραγματικὰ κριτικὴ ἔκδοσι τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ ἔκαμε τὸ 1904 ὁ Β. ᾿Αντωνιάδης. γιὰ τοὺς ξένους βιβλικοὺς ἐπιστήμονες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς πρέπει νὰ ἦταν ἀληθινὸς κόλαφος ἡ πατριαρχικὴ ἔκδοσι τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιὰ τὴν ὁποία γράφει ὁ Ἀντωνιάδης· «τὸ κείμενον τῆς παρούσης ἐκδόσεως διαφέρει τοῦ κειμένου τῆς ὑπὸ τῶν Βιβλικῶν Ἑταιρειῶν διαδιδομένης Κοινῆς ᾿Εκδόσεως (Textus Receptus) εἰς ἀναγνώσεις μὲν περὶ τὰς 2000, χωρία δὲ περὶ τὰ 1400, καὶ δὴ 150 Ματθαίου, 175 Μάρκου, 260 Λουκᾶ, 100 ᾿Ιωάννου, 125 Πράξεων, 165 ᾿Επιστολῶν Παύλου, 65 ᾿Επιστολῶν Καθολικῶν καὶ τὰ λοιπὰ [360] τῆς Ἀποκαλύψεως» (Καινὴ Διαθήκη, Κωνσταντινούπολις 1904, σ. ζ΄). γι᾿ αὐτό, ἐνῷ μέχρι τὸ 1904 ἡ Βιβλικὴ ἑταιρεία Βρετανίας καὶ ἐξωτερικοῦ διέδιδε τὸ Παραδεδεγμένο κείμενο, μετὰ τὸ ἐγκατέλειψε, καθὼς μᾶς πληροφοροῦν οἱ Ἔρβιν Νέστλε καὶ Κοὺρτ Ἄλαντ στὰ ἀποσπάσματά τους, ποὺ παρέθεσα προηγουμένως, καὶ στράφηκε στὴν ἔκδοσι τοῦ Νέστλε, ποὺ πρὶν δὲν τῆς εἶχε δώσει σημασία. κι ἔτσι ἡ ὑπόθεσι τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης πῆγε γιὰ τοὺς ξένους ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο.
῾Ο Ἀντωνιάδης παρεσκεύασε τὸ κείμενο τῆς πατριαρχικῆς ἐκδόσεως ὄχι βάσει προγενεστέρων ἐκδόσεων ἀλλὰ στηριζόμενος σὲ περισσότερα ἀπὸ 130 χειρόγραφα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. μάλιστα δὲ αὐτὴ ἡ σαφὴς ἐπιστημονικὴ ἀνωτερότης τοῦ κειμένου τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου φαίνεται ὅτι ἦταν ὁ ἀνομολόγητος λόγος ποὺ ὡδήγησε τοὺς δύο Νέστλε, πατέρα καὶ γιό, στὴν ἀπόφασι νὰ «ἐμπλουτίσουν» τὸ κριτικό τους ὑπόμνημα μὲ γραφὲς διαφόρων χειρογράφων, διότι μέχρι τὴν ἐμφάνισι τῆς πατριαρχικῆς ἐκδόσεως τὰ χειρόγραφα ἀντιπροσωπεύονταν σὲ ἀμελητέο βαθμό. καὶ πάλι βεβαίως τὶς γραφὲς τῶν χειρογράφων τὶς ἔπαιρναν ἀπὸ ἄλλες κριτικὲς ἐκδόσεις καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ χειρόγραφα· αὐτὸ γινόταν μέχρι τὴν ἐμφάνισι τοῦ Κοὺρτ ῎Αλαντ τοὐλάχιστον. ὁ Ἄλαντ καὶ οἱ συνεργάτες του βάζουν στὸ ὑπόμνημα διάφορες παραλλαγὲς κειμένου, ποὺ παίρνουν κατευθεῖαν ἀπὸ χειρόγραφα καὶ παραθέματα διαφόρων πατερικῶν ἔργων. ἀλλὰ μία ξύλινη παράγκα ἀκόμη καὶ μὲ φύλλα χρυσοῦ νὰ τὴν ἐπενδύσῃ κανείς, πάλι ξύλινη παράγκα θὰ παραμείνῃ· μέγαρο χτισμένο ἀπὸ μπετὸν-ἀρμὲ δὲν γίνεται. τὸ κῦρος λοιπὸν τῆς ἐκδόσεως τῶν Νέστλε-Ἄλαντ δὲν ὀφείλεται διόλου στὴν ὑποτιθέμενη ἐπιστημονικὴ ἀνωτερότητά της ἀλλὰ στὴν ἐμπορικὴ ἐπιτυχία της. ὅσοι γνωρίζουν τὸν κόσμο τοῦ βιβλίου καταλαβαίνουν πολὺ καλὰ τί θέλω νὰ πῶ.
῞Οποιος πάρῃ ἀνὰ χεῖρας τὴν ἔκδοσι Νέστλε καὶ παρατηρήσῃ προσεκτικὰ τὸ πλῆθος τῶν κριτικῶν σημείων καὶ συμβόλων της, τὸ λεγόμενο κριτικὸ ὑπόμνημα καὶ τὸν τρόπο παρουσιάσεως τοῦ κειμένου, θὰ ἀντιληφθῇ ὅτι στὴν πραγματικότητα εἶναι κριτικὴ ἔκδοσι τῆς ἀγνοίας, τῆς ἀγωνίας, τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς συγχύσεως τῶν ἑτεροδόξων σχετικὰ μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη. τοῦτο, διότι μία ἐπιστημονικὴ κριτικὴ ἔκδοσι ὁποιουδήποτε κειμένου ἔχει στόχο νὰ δώσῃ τὴν αὐθεντικὴ μορφὴ τοῦ κειμένου· αὐτὴ εἶναι ἡ θετική της προσφορά. παραλλήλως μὲ τὸ κριτικό της ὑπόμνημα δίνει καὶ ὅλες ἢ τὶς κυριώτερες περιπτώσεις νοθείας, παραχαράξεως ἢ φθορᾶς τοῦ κειμένου, ἐνδεχομένως ἐξηγῶντας γιατί οἱ ἄλλες παραλλαγὲς εἶναι ἀπορριπτέες· αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρνητική της προσφορά. ἡ ἔκδοσι Νέστλε στὴν πραγματικότητα δὲν ἔχει θετικὴ προσφορά, ἀλλὰ μόνον ἀρνητική. ὑπάρχει σ᾿ αὐτὴν μία συνεχὴς ἀμφιβολία καὶ ἀβεβαιότης· κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι αὐτὴ ἢ ἐκείνη ἡ παραλλαγὴ εἶναι ἡ αὐθεντική· βλέπει τυπικὰ καὶ συντακτικὰ φαινόμενα κατὰ παράβασιν κάθε κανόνος γραμματικῆς, διαβάζει κείμενα ἀκατανόητα, λέξεις σκόρπιες χωρὶς κάποιον λογικὸ εἱρμό.
᾿Αναμφίβολα ἡ ἔκδοσι Νέστλε ὁδηγεῖ τὸν μελετητή της στὴν ἀπιστία πρὸς τὴν Καινὴ Διαθήκη. ἀρχικῶς ἀμφιβάλλει ὁ μελετητὴς γιὰ τὴν γραμματικὴ ὀρθότητα τῶν κειμένων, κατόπιν χάνει τὴν ἐμπιστοσύνη του στὴν θεοπνευστία τῶν συγγραφέων (τί θεοπνευστία εἶχαν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἤξεραν οὔτε νὰ μιλήσουν οὔτε νὰ γράψουν;), ὕστερα βρίσκει ἀκατανόητα ἢ παράλογα κάποια τμήματα ἀπὸ ὅσα καλεῖται νὰ πιστέψῃ ἀπόλυτα, μετὰ χάνει κάθε συναίσθημα ἱερότητος πρὸς τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ τέλος ἀπορρίπτει τὴν διδασκαλία της. ἢ τὸ ἴδιο πρᾶγμα νὰ τὸ πῶ διαφορετικά· ὅσες ἑλληνικὲς καὶ ξενόγλωσσες μεταφράσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης στηρίχτηκαν σὲ κάποια παλαιότερη ἔκδοσι τοῦ κειμένου Νέστλε, πρέπει νὰ ἀποσυρθοῦν ἀπὸ τὴν κυκλοφορία καὶ νὰ διορθωθοῦν σύμφωνα μὲ τὴν 8η διωρθωμένη ἀνατύπωσι τῆς 27ης ἐκδόσεως. καὶ γενικῶς κάθε φορὰ ποὺ διορθώνεται τὸ κείμενο Νέστλε θὰ πρέπει νὰ ἀλλάζουν καὶ οἱ μεταφράσεις. ἀλλὰ μὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ ὁδηγούμαστε ἀναποφεύκτως στὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν ὑπάρχει βεβαιωμένο κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία σωστὴ μετάφρασι, πολὺ περισσότερο δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἑρμηνεία Καινῆς Διαθήκης οὔτε ἀσφαλῆ διδασκαλία, οὔτε μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι γιὰ τίποτε, οὔτε ἀληθινὴ ἐκκλησία ὑπάρχει οὔτε σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ ἔκδοσι Νέστλε-῎Αλαντ.
῞Υστερα ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω καταλαβαίνει κανεὶς γιατί στὸ κείμενο Νέστλε ἀντιδροῦν καὶ πολλοὶ ἑτερόδοξοι χριστιανοί, ὄχι μόνον ῥωμαιοκαθολικοὶ ἀλλὰ καὶ μεγάλος ἀριθμὸς προτεσταντῶν. πολλὲς φορὲς ὅμως οἱ ἀντιδράσεις τους γίνονται μὲ φανατισμό, χωρὶς ἐπιστημονικὰ ἢ ἄλλα οὐσιαστικὰ ἐπιχειρήματα, κυρίως δὲ ἀντιπαραθέτουν τὸ κείμενο Νέστλε πρὸς τὸ Παραδεδεγμένο κείμενο. κάποιοι μάλιστα ἐκτρέπονται καὶ σὲ πολιτικὰ ἐπιχειρήματα καὶ κατηγοροῦν τὸν Νέστλε ὡς φίλα προσκείμενο στὸ γερμανικὸ ναζιστικὸ καθεστώς. δὲν υἱοθετῶ αὐτὲς τὶς αἰτιάσεις οὔτε τὴν τακτικὴ τῶν ἑτεροδόξων, διότι δὲν γνωρίζω τὰ σχετικὰ στοιχεῖα οὔτε καὶ μὲ ἐνδιαφέρουν ἄλλωστε. ἐδῶ ἐξέτασα τὸ ὅλο θέμα ἀπὸ ἐπιστημονικῆς, δηλαδὴ φιλολογικῆς καὶ θεολογικῆς, πλευρᾶς καὶ ὄχι ἀπὸ πολιτικῆς. εἶμαι πάντως πεπεισμένος ὕστερα ἀπὸ ὅλη τὴν σχετικὴ ἔρευνα ποὺ ἔχω διεξαγάγει πὼς δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνεται ἀναφορὰ ἢ χρῆσι τῆς ἐκδόσεως τῶν Νέστλε-Ἄλαντ, τοὐλάχιστον μέσα στὸν χῶρο τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.
Αὔγουστος 2006
Πρώτη δημοσίευσις, «᾿Επικίνδυνες μεταφράσεις τῆς Βίβλου» (ἀπὸ ἀλλοιωμένα κείμενα), ἐκδόσεις «Κάλαμος», Θεσσαλονίκη 2008.
Διασκευὴ καὶ ἀναδημοσίευσις 18/2/2012.