1. Βίβλος Κείμενον τῆς Βίβλου Τὸ ἐκδεδομένο κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

 

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ

Διευκρινίσεις γιὰ τὴν παροῦσα

δημοσίευσι βιβλικῶν ἀποσπασμάτων

 

 

4. Τὸ ἐκδεδομένο κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

 

῾Η ἑλληνόγλωσση μετάφρασι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ ἔγινε τὸν 3ο αἰῶνα πρὸ Χριστοῦ ἀπὸ ἑλληνόγλωσσους καὶ ἑλληνομαθεῖς ῾Εβραίους εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τότε περίπου ὡς κείμενο τῶν «῾Εβδομήκοντα» (ἐφεξῆς συμβολίζεται μὲ «Ο΄»). ᾿Επειδὴ τὸ αὐθεντικὸ πρωτότυπο ἀρχαῖο ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σταδιακῶς ἐφθάρη καὶ τελικῶς χάθηκε λόγῳ τῶν ἱστορικῶν περιπετειῶν τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἐνῷ τὸ κείμενο ποὺ σώθηκε στὴν θέσι του εἶναι νεοεβραϊκὸ τόσο ὡς πρὸς τὸ λεξιλόγιο σὲ μεγάλο βαθμὸ ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴν προφορὰ τὸν τονισμὸ ἢ καὶ τὴν σημα­σία ὅλων σχεδὸν τῶν λέξεων, ἐπιπλέον δὲ εἶναι πολλαπλῶς ἐπεξεργασμένο καὶ ἀλλοιωμένο, καὶ ἐν τέλει περιέχει λείψανα μόνο τοῦ ἀρχαίου ἑβραϊκοῦ, γι᾿ αὐτοὺς τοὺς λόγους (καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους ἀκόμη) ἡ μετάφρασι τῶν Ο΄ ἀπὸ τὸν 2ο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα ἐπέχει πλέον θέσι πρωτοτύπου. ᾿Επι­πλέον ἡ μετάφρασι τῶν Ο΄ εἶναι τὸ ἐπίσημο κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιὰ τὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων μέχρι σήμερα.

Οἱ πιστοὶ ποὺ ἐνδιαφέρονται νὰ μελετοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅτι καὶ τὸ ἑλληνόγλωσσο κείμενο τῶν Ο΄ ἐπίσης ἔχει ὑποστῆ διάφορες φθορὲς στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. ᾿Επὶ παραδείγματι στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος οἱ ᾿Ισραηλῖτες σταμάτησαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν μετάφρασι τῶν Ο΄, τὴν ὁποία γιὰ 4 αἰῶνες εἶχαν οἱ ἴδιοι ὡς Βίβλο τους γιὰ τοὺς ἑλληνόγλωσσους συμπατριῶτές των ἰσόκυρη καὶ ἰσότιμη μὲ τὸ πρωτό­τυπο ἑβραϊκὸ κείμενο, ποὺ σῳζόταν ἀκόμη τὸν 3ο αἰῶνα π.Χ. πλῆρες καὶ ἀκέραιο. Πρὸς ἀντικατάστασιν τῆς μεταφράσεως τῶν Ο΄ ἔγιναν μέσα στὸν 2ο αἰῶνα μ.Χ. τρεῖς ἄλλες ἑλληνόγλωσσες μεταφράσεις ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαί­ους ᾿Ακύλα, Σύμμαχο καὶ Θεοδοτίωνα, ἡ κάθε ἑπόμενη πρὸς ἀντικατά­στασι τῆς ἀποτυχημένης προηγούμενής της, ἀλλὰ τελικὰ καμμία τους δὲν σώθηκε μέχρι σήμερα, ἐκτὸς ὀλίγων ἀποσπασμάτων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι μόνον μία μεμονωμένη λέξι καὶ ὄχι πλῆρες χωρίο. Παρὰ ταῦτα αὐτὲς οἱ τρεῖς νεώτερες ἰουδαϊκὲς ἑλληνόγλωσσες μεταφράσεις σὲ κάποιο βαθμὸ καὶ σὲ ὡρισμένα σημεῖα ἔφθειραν τὸ κείμενο τῶν Ο΄, διότι εἴτε προκλήθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων σύγχυσι στὰ διάφορα χειρόγραφα γιὰ τὸ ποιό κείμενο εἶναι τῶν Ο΄ καὶ ποιό τῶν νεωτέρων μεταφραστῶν εἴτε ἐν μέρει κάποιες λέξεις ἢ φράσεις ἐκείνων τῶν μεταγενεστέρων μεταφράσεων παρενεβλή­θησαν μέσα στὸ ἀρχικὸ κείμενο τῶν Ο΄ ἢ καὶ ἐν μέρει τὸ ἀντικατέστησαν. Καθόσον γνωρίζω, τὸ γεγονὸς αὐτὸ μέχρι σήμερα δὲν ἔχει ἐντοπιστῆ καὶ διερευνηθῆ πλήρως οὔτε ἔχει μελετηθῆ ἐπαρκῶς μέχρι ποίου σημείου ἐκτείνεται ἡ ὅποια ὑποκατάστασι τῶν Ο΄ ἀπὸ ἄλλες μεταφράσεις οὔτε βεβαίως ἔχει ἑρμηνευθῆ αὐτὸ τὸ φαινόμενο, σὲ ὅσες περιπτώσεις τυχὸν συνέβη. Θεωρῶ ὅμως ὡς πιθανὸ σὲ περιοχὲς ὅπου ὑπῆρχε ἔντονος διάλο­γος ἢ καὶ παράλληλη συνύπαρξι ἑβραϊκῶν συναγωγῶν καὶ χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν, καὶ ἐφόσον οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἶχαν ἤδη ἀποκηρύξει τὴν μετάφρασι τῶν Ο΄, οἱ χριστιανοὶ διαλεγόμενοι μὲ ἐκείνους νὰ δέχονταν νὰ διεξαχθῇ ἡ συζήτησι χρησιμοποιῶντας τὴν νεώτερη ἰουδαϊκὴ μετάφρασι. Κάτι ἀνάλο­γο συνέβαινε καὶ στὴν σύγχρονη ἐποχὴ σὲ ὅλο τὸ 2ο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος (καὶ σπανίως μέχρι σήμερα) σὲ διαλογικὲς συζητήσεις μεταξὺ ῾Ελλήνων ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων, κυρίως προτεσταντῶν ἢ χιλιαστῶν. Οἱ αἱρε­τικοὶ αὐτοὶ συνήθως ἀγνοοῦν τὰ ἀρχαῖα κείμενα τόσο τῶν ῾Εβδομήκοντα γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅσο καὶ τὰ πρωτότυπα τῶν ἀποστόλων γιὰ τὴν Καινὴ καὶ ἀντ᾿ αὐτῶν εἶχαν ὡς Βίβλο τους τὴν μετάφρασι τοῦ Βάμβα. Γι᾿ αὐτὸ συχνὰ οἱ ὀρθόδοξοι χρησιμοποιοῦσαν τὴν μετάφρασι τοῦ Βάμβα, ἂν καὶ ἔχει ἀπορριφθῆ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, προκειμένου νὰ ἔχουν ἕναν κοινὸ τόπο διαλόγου μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἔτσι ὑπάρχουν καὶ βιβλία ἀντιαιρε­τικὰ γραμμένα ἀπὸ ὀρθοδόξους, τὰ ὁποῖα ὅμως συχνὰ παραθέτουν τὰ βιβλικὰ χωρία κατὰ τὴν μετάφρασι τοῦ Βάμβα καὶ ὄχι κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἐκκλησιαστικὸ κείμενο, χωρὶς αὐτὸ σὲ καμμία περίπτωσι νὰ σημαίνῃ ὅτι θεωροῦν τὴν ἐν λόγῳ ἀδόκιμη καὶ αἱρετικὴ μετάφρασι ὡς ἔγκυρο κείμενο τῆς Βίβλου· ἦταν ἁπλῶς μία πρακτικὴ ἀνάγκη. Εἰκάζω λοιπὸν ὅτι παρό­μοιοι λόγοι μπορεῖ νὰ ὡδήγησαν κάποιους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ἀπὸ τὸν 2ο αἰῶνα καὶ μετὰ νὰ χρησιμοποιοῦν ἐν μέρει καὶ κάποια ἀπὸ τὶς τρεῖς μεταγενέστερες ἑλληνόγλωσσες ἰουδαϊκὲς μεταφράσεις.

Ἄλλος ἕνας παράγοντας ποὺ συνέτεινε στὴν ὅποια φθορὰ τοῦ κειμένου τῶν Ο΄ εἶναι ἐπίσης τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀπὸ τὸν 2ο αἰῶνα μ.Χ. μέχρι τὸν 10ο ἐπεξεργάστηκαν πολλαπλῶς καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἀλλοίωσαν φιλολογικῶς καὶ ἐννοιολογικῶς τὸ ἑβραϊκὸ κείμενο. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μεταγενέστεροι μελετητὲς νὰ συγκρίνουν τὸ κείμενο τῶν Ο΄ μὲ τὸ ἀλλοιωμένο ἑβραϊκὸ (μασοριτικό), καὶ ἐπειδὴ δὲν γνώριζαν γιὰ ποιό λόγο ὑπῆρχαν αὐτὲς οἱ διαφορές, νὰ θεωροῦν αὐθαίρετα καὶ ἀδικαιολόγη­τα ὡς αὐθεντικώτερο κείμενο τὸ ἑβραϊκὸ καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ συμμορ­φώσουν τὸ κείμενο τῶν Ο΄ πρὸς τὸ παραποιημένο μασοριτικό. Τέτοια πε­ρίπτωσι εἶναι τὰ «῾Εξαπλᾶ» τοῦ ᾿Ωριγένους περὶ τὸ 240 μ.Χ., ὁ ὁποῖος σὲ πολλὲς περιπτώσεις προσπαθεῖ νὰ «προσαρμόσῃ» τὸ κείμενο τῶν Ο΄, ὥστε νὰ συμβαδίζῃ μὲ τὸ κατεστραμμένο καὶ νοθευμένο ἑβραϊκὸ τῆς ἐποχῆς του. Τὰ «῾Εξαπλᾶ» τοῦ ᾿Ωριγένους στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔχουν δημιουργήσει μεγάλη σύγχυσι ὡς πρὸς τὴν παράδοσι τοῦ αὐθεντικοῦ κειμένου τῶν Ο΄. ῾Ενάμιση αἰῶνα περίπου μετὰ τὸν ᾿Ωριγένη ὁ Λατῖνος χριστιανὸς μοναχὸς ῾Ιερώνυμος εἰσάγει (στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνος) μία νέα λατινικὴ μετάφρασι τῆς Βίβλου, τὴν λεγομένη Βουλγάτα, ἡ ὁποία καὶ ἀντικαθιστᾷ τὴν παλαιότερη λατινικὴ μετάφρασι, τὴν καλουμένη ᾿Ιτάλα. ῞Ομως ὡς πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ᾿Ιτάλα ἦταν μετάφρασι τοῦ κειμένου τῶν Ο΄, ἐνῷ ἡ Βουλγάτα τοῦ ῾Ιερωνύμου στηρίχτηκε στὸ παραποιημένο ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς ἐποχῆς του, τὸ ὁποῖο μάλιστα μετέφρασε στὰ λατινικὰ ὁ δάσκαλος τοῦ ῾Ιερωνύμου καὶ ἐχθρὸς τῆς χριστιανικῆς πίστεως ᾿Ιουδαῖος ῥαββῖνος Βαρανίνα, ἐνῷ ὁ ῾Ιερώνυμος γλωσσικῶς μόνο ἐπεξεργάστηκε κατόπιν τὴν μετάφρασι τοῦ δασκάλου του ἀπὸ ἀδέξια σὲ κομψὰ λατινικά. ᾿Αλλὰ καὶ σήμερα ἀκόμη, δηλαδὴ κατὰ τὸν 20ὸ αἰῶνα καὶ μέχρι τὶς ἡμέρες μας, συναντοῦμε τὸ φαινόμενο ῞Ελληνες ὀρθόδοξοι, καὶ κληρικοὶ καὶ καθηγητὲς καὶ θεολόγοι, νὰ ἐκδίδουν τὸ κείμενο τῶν Ο΄ καὶ νὰ τὸ μεταφράζουν ἢ ἑρμηνεύουν λαμβάνοντας ὑπόψιν ὡς γνώμονα τὸ ἀλλοιωμένο, νοθευμένο, ἀντιχριστιανικῶς ἐπεξεργασμένο, καὶ κατὰ 13 αἰῶνες νεώτερο τῶν Ο΄ μασοριτικὸ ἑβραϊκὸ καὶ νὰ διακατέχωνται ἀπὸ μία ἀδικαιολόγητη καὶ ἀντιεπιστημονικὴ ἀγωνία νὰ «συμβιβάσουν» τὸ μασοριτικὸ μὲ τοὺς Ο΄. Καὶ εἶναι ἀδικαιολόγητη μία τέτοια ἀγωνιώδης προσπάθεια καὶ ἐπιθυμία, διότι φανερώνει καὶ ἔλλειψι ἐμπιστοσύνης («ἀπιστία») πρὸς τὴν ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων ἔχει καὶ παραδίδει ὡς ἐπίσημη Βίβλο της γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ κείμενο τῶν Ο΄. Δὲν ἀντιλαμβά­νονται προφανῶς ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν στάσι τους ἐν τῇ πράξει θέτουν τὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγὴ ὑπεράνω τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ θεωροῦν τὴν ἀντίθετη πρὸς τὸν χριστιανισμὸ ἰουδαϊκὴ πίστι καὶ ἑρμηνεία ὡς αὐθεντι­κώτερη ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ βιβλικὴ καὶ ἑρμηνευτικὴ παράδοσι.

Τὸ σημαντικώτερο ἴσως πρόβλημα σχετικὰ μὲ τὴν ὅποια φθορὰ τοῦ κειμένου τῶν Ο΄ εἶναι ὅτι σχεδὸν σὲ ὅλη τὴν ἐποχὴ τῆς τυπογραφίας (καὶ οὐσιαστικὰ μέχρι σήμερα ἀκόμη) ἡ Παλαιὰ Διαθήκη τυπώνεται κατ᾿ ἀρχὴν ἀπὸ ἑτερόδοξους ἐκδότες, ποὺ χρησιμοποίησαν ὄχι τοὺς καλλίτερους ποιο­τικῶς κώδικες οὔτε βέβαια ἔλαβαν ὑπόψι τους τὴν βιβλικὴ καὶ λειτουργικὴ παράδοσι τῆς ἐκκλησίας. Ἔτσι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἀνατυπώνει τὴν Παλαιὰ Διαθήκη της ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῶν ξένων μελετητῶν καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ἐκκλησιαστικὰ χειρόγραφα.

Τὸ 1938-1939 ὁ Παναγιώτης Μπρατσιώτης, καθηγητὴς τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, ἐπιμελήθηκε τὴν δεύτερη ἔκδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιὰ λογαριασμὸ τῆς ἀδελφότητος θεολόγων «ἡ Ζωή». Γιὰ τὴν ἔκδοσι αὐτὴ ὁ Π. Μπρατσιώτης στηρίχτηκε στὴν μόλις πρὸ ὀλίγων ἐτῶν προηγηθεῖσα ἔκδοσι τοῦ Ἄλφρεντ ῾Ράλφς (Septuaginta, Στουτγάρδη 1935), ἡ ὁποία τότε ἐθεωρεῖτο δυστυχῶς ὡς ἡ τελευταία λέξι τῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο τῶν Ο΄. ᾿Επειδὴ ὅμως ὁ Π. Μπρατσιώτης γνώριζε τὰ προβλήματα ποὺ ἔχει ἡ ἔκδοσι τοῦ ῾Ράλφς, ὅπως καὶ ὅλες οἱ ἐκδόσεις τοῦ ἐξωτερικοῦ ἄλλωστε, φρόντισε γιὰ πολλὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νὰ διορθώσῃ ὅσο μποροῦσε τὸ κείμενο τους σύμφω­να μὲ τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, χειρόγραφα καὶ παλαίτυπα, παρὰ τὸ ὅτι δὲν εἶναι βέβαια δυνατὸν ἕνας μόνον ἄνθρωπος νὰ φέρῃ σὲ πέρας ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο, καὶ μάλιστα ἐντὸς συντόμου χρονικοῦ διαστήματος. Διωρθώθηκαν ἔτσι ἐξ ὁλοκλήρου μὲν τὰ βιβλία τῶν Ψαλμῶν καὶ τοῦ ᾿Ιωνᾶ, ἀποσπασματικὰ δὲ (καὶ σὲ μικρὸ ποσοστὸ) ἡ Πεντάτευχος (Γένεσις, Ἔξοδος, Λευιτικόν, ᾿Αριθμοί, Δευτερονόμιον), τὰ ἱστορικὰ ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυή, Κριταί, καὶ τὰ 4 βιβλία τῶν Βασιλειῶν, τὰ ποιητικὰ ᾿Ιὼβ καὶ Παροιμίαι, τὰ προφητικὰ ᾿Ιωήλ, ᾿Ησαΐας, Μιχαΐας, Σοφο­νίας, ᾿Ιερεμίας, Δανιήλ, Ζαχαρίας, καὶ Μαλαχίας, καθὼς καὶ λίγα ἀποσπά­σματα ἀπὸ δύο ἀναγινωσκόμενα. Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα βιβλία καὶ γιὰ τὸ μεγαλείτερο τμῆμα τῶν μερικῶς διορθωθέντων ἀκολούθησε τὴν ἔκδοσι τοῦ ῾Ράλφς, καθὼς δυστυχῶς δὲν ὑπῆρχε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κάτι καλλίτερο.

᾿Αλλὰ καὶ πάλι ὁ Μπρατσιώτης ἀκολούθησε τὴν ἔκδοσι τοῦ ῾Ρὰλφς ὄχι κατὰ πιστὴ ἀντιγραφή, ἀλλὰ «ἐν γενικαῖς γραμμαῖς» καὶ κατὰ τὴν κρίσι του, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὴν διάταξι τῶν κεφαλαίων καὶ στὴν ἀρίθμη­σι τῶν στίχων, ἐπιπλέον δὲ καὶ στὴν στίξι· ὄχι τόσο στὸ κείμενο. Γιὰ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ὡς λέξεις) δὲν λέει μὲ σαφήνεια ποῦ βασίστηκε, ἀλλὰ ἐννοεῖ ὅτι ἀκολούθησε σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὴν ἔκ­δοσι τοῦ Τίσεντορφ, ἡ ὁποία χρησίμευσε καὶ ὡς βάσι στὴν πρώτη ἔκδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὴν «Ζωή», ποὺ εἶχε γίνει τὸ 1928· γι᾿ αὐτὸ στὴν ἔκδοσι τοῦ Μπρατσιώτη πρὶν ἀπὸ τὸν πρόλογό του ἀναδημοσιεύεται καὶ ὁ πρόλογος τῆς πρώτης ἐκδόσεως τῆς «Ζωῆς», ποὺ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἀκολούθησαν «κατὰ προτίμησιν» τὸ κείμενο τοῦ Τίσεντορφ. ῾Επομέ­νως ἡ δευτέρα ἔκδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ Π. Μπρατσιώτου παρουσιάζει τὴν ἀκόλουθη κατάστασι ἀπὸ πλευρᾶς κειμέ­νου. Κάποια βιβλία (ἀναφέρθηκαν προηγουμένως) ὡς πρὸς τὸ κείμενό τους εἶναι διωρθωμένα ἐξ ὁλοκλήρου ἢ ἀποσπασματικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Μπρα­τσιώτη βάσει τῶν λειτουργικῶν ἐκκλησιαστικῶν περικοπῶν. Τὰ ὑπόλοιπα ὡς πρὸς τὸ κείμενό τους δημοσιεύονται κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον κατὰ τὴν ἔκδοσι τοῦ Τίσεντορφ. Σὲ πολλὰ σημεῖα, ποὺ δὲν ἀναφέρονται, κατὰ τὴν κρίσι τοῦ Μπρατσιώτη ἀκολουθήθηκε τὸ κείμενο τοῦ ῾Ράλφς. Ἄρα ἀλλοῦ ὑπάρχει τὸ κείμενο τοῦ Τίσεντορφ (μᾶλλον στὸ μεγαλείτερο ποσοστὸ τῆς ἐκδόσεως), ἀλλοῦ ἐνδεχομένως τὸ κείμενο τοῦ ῾Ράλφς, καὶ ἀλλοῦ κείμενο κατὰ τὶς διορθώσεις τοῦ Μπρατσιώτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ κάποιες ἀναφορὲς ξένων κυρίως ἐπιστημόνων ἡ ἔκδοσι τοῦ Μπρατσιώτου θεωρεῖται ὅτι ἀναπαράγει κυρίως τὸ κείμενο τοῦ Τίσεντορφ καὶ ὄχι τοῦ ῾Ράλφς.

῞Οπως κι ἂν ἔχῃ τὸ πρᾶγμα, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας ἡ ἔκδοσι τοῦ Μπρατσιώτη εἶναι ὅ,τι πιὸ κοντινὸ ἔχουμε στὸ αὐθεντικὸ κείμενο τῶν Ο΄, τὸ ὁποῖο βέβαια διασῴζεται ἀκόμη στὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα σὲ πολὺ καλλίτερη κατάστασι ἀπὸ ὅ,τι στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις. Γι᾿ αὐτὸ θὰ ἦταν ἀσφαλῶς θεάρεστο ἔργο νὰ γίνῃ σύν­τομα μία πραγματικὰ κριτικὴ ἔκδοσι τοῦ κειμένου τῶν Ο΄ μὲ βάσι τὰ σῳ­ζόμενα ἐκκλησιαστικὰ χειρόγραφα καὶ ὑπὸ τὴν ἐποπτεία καὶ εὐλογία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. Οὐσιαστικὰ δηλαδὴ θὰ πρόκειται γιὰ συνέχεια καὶ ἐπέκτασι τοῦ ἔργου ποὺ ξεκίνησε ὁ καθηγητὴς Π. Μπρατσιώτης, ὁ ὁποῖος προλογίζοντας τὴν προειρημένη ἔκδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (1939) ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς· «Καὶ τὴν μὲν μορφὴν τοῦ κειμένου τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡμῶν ἀναγνωσμάτων προὐτίμησα..., διότι ἐκ μελέτης τῶν πραγμάτων ἐμόρφωσα τὴν γνώμην ὅτι ἐν τοῖς εἰρημένοις ἀνα­γνώσμασι, τοὐλάχιστον ἐν τῷ Ψαλτηρίῳ, ἔχει διασωθῆ ἡ παναρχαία ἐκκλη­σιαστικὴ παράδοσις, ὡς πιστεύουσιν ἔγκριτοι ξένοι καὶ δὴ καὶ ἑτερόδοξοι κριτικοί». Μέχρι νὰ γίνῃ ὅμως μία σωστὴ ἔκδοσι τοῦ κειμένου τῶν Ο΄, ἡ ἐργασία τοῦ Π. Μπρατσιώτη παραμένει ἡ καλλίτερη ἔκδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, παρ᾿ ὅτι ἔχουν περάσει ἀπὸ τότε 80 ὁλόκληρα χρόνια, σχεδὸν ἕνας αἰῶνας, καὶ αὐτὴ ἀνατυπώνεται, ἀναπαράγεται, μεταφράζεται καὶ ἑρμηνεύεται ὡς κείμενο τῶν Ο΄.

῾Επομένως καὶ ἐδῶ ἡ δημοσίευσι ἀποσπασμάτων ἐκ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γίνεται κατ᾿ ἀρχὰς μὲ βάσι κυρίως τὴν ἔκδοσι τοῦ Π. Μπρατσιώτη ἢ ἔκδοσι τῆς «Ζωῆς» ἔτους 1939, ἡ ὁποία ὅμως συγκρίνεται καὶ μὲ ἄλλες ὅμοιες ἐκδόσεις, ὅπως εἶναι ἡ «ἐγκρίσει τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος» ἔκδοσι τοῦ 1892 (ἐν ᾿Αθήναις), ἀλλὰ καὶ ἡ ἔκδοσι τοῦ Ἄλ­φρεντ ῾Ράλφς (Στουτγάρδη 1935), τὴν ὁποία ἐπίσης ἐπανεξέδωσε στὸ πρό­σφατο παρελθὸν ἡ ᾿Αποστολικὴ Διακονία καὶ χρησιμοποίησε κατὰ καιροὺς σὲ λειτουργικὲς καὶ βιβλικὲς ἐκδόσεις της.  ᾿Επιπλέον, ὅπου εἶναι δυνατόν, λαμβάνεται ὑπόψιν καὶ συχνὰ προτιμᾶται τὸ βιβλικὸ κείμενο ποὺ πα­ραδίδεται σὲ βιβλικὰ καὶ λειτουργικὰ χειρόγραφα καθὼς καὶ σὲ ἀρχαῖ­α ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα, ὅπως ἐκεῖνα τοῦ ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου καὶ ἄλλων ἀρχαίων ἐξηγητῶν. ᾿Εὰν δὲ σὲ κάποιες περιπτώσεις γνωρίζω ὅτι ἔχουν γίνει νεώτερες κριτικὲς παρατηρήσεις ἢ ἐργασίες σὲ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης ἢ ἀποσπάσματα αὐτῶν, τὶς λαμβάνω ἐπίσης ὑπόψιν μου καὶ τὶς ἀναφέρω στὴν εἰσαγωγὴ κάθε βιβλίου. ᾿Επὶ παραδείγματι ὁ ἴδιος ὁ Παναγιώτης Μπρατσιώτης ἀργότερα προέβη στὴν δημοσίευσι ἐπιστημονικώτερων μελε­τῶν («᾿Εκκλησιαστὴς» τὸ 1951, «Προφήτης ᾿Ησαΐας» τὸ 1956), μὲ σημαν­τικὲς ἀλλαγὲς στὸ ἀρχαῖο κείμενο, καὶ ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίνουμε ὅτι, ἂν ἀναλάμβανε τὴν ἔκδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης 20 χρόνια ἀργότερα ἀπὸ τότε ποὺ τοῦ ἀνέθεσαν αὐτὸ τὸ ἔργο, ἀσφαλῶς σὲ πολλὰ σημεῖα θὰ εἶχε ἐκδώσει ἕνα πιὸ ἀναθεωρημένο καὶ πιὸ διωρθωμένο κείμενο.  Γι᾿ αὐτοὺς τοὺς λόγους τὸ κείμενο τῆς ἐκδόσεως Μπρατσιώτη κάποιες φορὲς ἀντιπαραβάλλεται, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, καὶ μὲ ἄλλες παλαιότερες ἢ νεώτερες ἐκδόσεις (Rahlfs, Swete, Μαρτίνου), ἐνῷ ἂν ὑπάρχουν στὴν διάθεσί μου ἀποσπάσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ λειτουργικὰ χειρόγραφα ἢ παλαίτυπες λειτουργικὲς ἐκδόσεις, λαμβάνονται κι αὐτὰ ὑπόψιν καὶ προτιμῶνται ἐνίοτε.

Κάθε δημοσιευόμενο κεφάλαιο ἢ ἀπόσπασμα συνοδεύεται ἀπὸ παρα­πομπὲς παραλλήλων χωρίων τῆς Βίβλου, ἐνῷ ὅπου χρειάζεται, ὑπάρχουν πρόσθετες σημειώσεις μὲ διάφορες πληροφορίες ἐπὶ τοῦ κειμένου ἢ μὲ δήλωσι τῶν κυριωτέρων διαφορετικῶν γραφῶν, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἀντιπαραβολὴ τῶν διαφόρων ἐκδόσεων.

 

Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης

ἰούλιος σωτηρίου ἔτους 2017

ἐνημέρωσις· δεκέμβριος 2018

 

 

, ἡ ὁποία ὅμως συγκρίνεται καὶ μὲ ἄλλες ὅμοιες ἐκδόσεις, ὅπως εἶναι ἡ «ἐγκρίσει τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος» ἔκδοσι τοῦ 1892 (ἐν ᾿Αθήναις), ἀλλὰ καὶ ἡ ἔκδοσι τοῦ Ἄλ­φρεντ ῾Ράλφς (Στουτγάρδη 1935), τὴν ὁποία ἐπίσης ἐπανεξέδωσε στὸ πρό­σφατο παρελθὸν ἡ ᾿Αποστολικὴ Διακονία καὶ χρησιμοποίησε κατὰ καιροὺς σὲ λειτουργικὲς καὶ βιβλικὲς ἐκδόσεις της.  ᾿Επιπλέον, ὅπου εἶναι δυνατόν, λαμβάνεται ὑπόψιν καὶ συχνὰ προτιμᾶται τὸ βιβλικὸ κείμενο ποὺ πα­ραδίδεται σὲ βιβλικὰ καὶ λειτουργικὰ χειρόγραφα καθὼς καὶ σὲ ἀρχαῖ­α ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα, ὅπως ἐκεῖνα τοῦ ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου καὶ ἄλλων ἀρχαίων ἐξηγητῶν.