1. Βίβλος Θέματα εἰσαγωγῆς Προφητεία ᾿Αβδιού (σύντομος εἰσαγωγή)

 

Προφητεία ᾿Αβδιού

 

(σύντομος εἰσαγωγή)

 

1. Τὸ ὄνομα τοῦ προφήτου.

Τὸ συντομώτερο σύγγραμμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ 5 μικρότερα ὅλης τῆς Βίβλου εἶναι ἡ προφητεία τοῦ ᾿Αβδιού (τὰ ἄλλα 4 βρίσκονται στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ εἶναι οἱ ἐπιστολὲς Β΄ καὶ Γ΄ τοῦ ᾿Ιω­άννου, ἡ πρὸς Φιλήμονα τοῦ Παύλου καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου ᾿Ιούδα τοῦ θεαδέλφου). ῾Ο καθηγητὴς Βασίλειος ᾿Αντωνιάδης («Θεολο­γία», ἔτος 1926, τεῦχος 4, σελ. 343) σημειώνει ὅτι ἡ θέσι ποὺ ἔχει ἡ προφητείαὅρασις τοῦ ᾿Αβδιοὺ ἀνάμεσα στὰ προφητικὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι παρόμοια μὲ τὴν θέσι τῆς πρὸς Φιλήμονα ἐπι­στολῆς μεταξὺ τῶν κειμένων τοῦ Παύλου καὶ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ᾿Ιούδα μεταξὺ τῶν καθολικῶν ἐπιστολῶν. Παρὰ τὴν συντομία της ὅμως, ἂν ὄχι καὶ γι᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν συντομία της, παρουσιάζει ἱκανὲς δυσκολίες ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ προφήτου καὶ ὡς πρὸς τὴν ὑπόθεσι τῆς προ­φητείας καθ᾿ ἑαυτὴν ἀλλὰ καὶ σὲ σχέσι μὲ ἄλλες προφητεῖες παρομοίου περιεχομένου.

Τὸ ὄνομα τοῦ προφήτου εἶναι ᾿Αβδιού, συχνὸ ἰσραηλιτικὸ ὄνομα, ποὺ συναντᾶται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὡς ᾿Αβδία(ς)᾿Αβ(α)δία (βλέπε παραπομπὲς στὴν συνέχεια). Τὸ νὰ ἀναφέρωνται ὡρισμένα ὀνό­ματα μὲ διπλὴ μορφὴ δὲν εἶναι κάτι τὸ ἄγνωστο, ἀκριβῶς ὅπως συμβαί­νει καὶ μὲ τὰ ἐπίσης βιβλικὰ ὀνόματα ᾿Ηλιοὺ καὶ ᾿Ηλίας, ᾿Ελισαιὲ καὶ ᾿Ελισαῖος, Συμεὼν καὶ Σίμων, ᾿Ιακὼβ καὶ ᾿Ιάκωβος, Μαριὰμ καὶ Μαρία, Σαοὺλ καὶ Σαῦλος, καὶ ἄλλα. Τὸ ᾿Αβδιοὺ σημαίνει δοῦλος Κυρίου, δη­λαδὴ Θεόδουλος, καὶ κατὰ τὴν ὡραία παρατήρησι τοῦ Β. ᾿Αντωνιάδη εἶναι ταυτόσημο πρὸς τὰ ᾿Αβδιήλ (Abdiel) καὶ ᾿Αβδαλὰ᾿Αμπντάλα (Abdallah), προφανῶς δὲ καὶ πρὸς τὸ ᾿Αβδουλὰχ ᾿Αμπντουλάχ.

Τὸ ὄνομα ἀναφέρεται μὲ α τὸ ἀρχικὸ γράμμα (᾿Αβδιοὺ᾿Αβδίας) σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα τοῦ κειμένου τῶν Ο΄ (3Βασ 18:2-16. 1Παρ 3:21· 7:3· 8:38· 9:16,44· 12:10· 27:19. 2Παρ 17:7· 34:12. Εσρ 8:9. Νε 10:5), στὰ περισσότερα βιβλικὰ χειρόγραφα, στοὺς ἀρχαίους ὑπομνηματιστὲς καὶ ἑλληνόγλωσσους χριστιανοὺς συγγραφεῖς ᾿Ωριγένη (PG 22,405), ψευδο-Χρυσόστομο (PG 56,384), Θεόδωρο Μοψουεστίας (PG 66,304), Κύριλλο ᾿Αλεξανδρείας (PG 71,581), Θεοδώρητο Κύρρου (PG 81,1709), ῾Ησύχιο πρεσβύτερο (PG 9,1340) καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους βέβαια, σὲ ὅλα τὰ λει­τουργικὰ χειρόγραφα (τυπικά, συναξάρια, μηναῖα, ὡρολόγια), στὸ Συν­αξάριον τῆς μονῆς Μεσσήνης (ἔτους 1131), στὸ Τυπικὸν τῆς μονῆς Θεο­τόκου τοῦ Μῆλι (ἔτους 1292), στὸ Τυπικὸν τῆς μονῆς ῾Αγίου Σάββα (14ου αἰῶνος), σὲ ὅλες τὶς ἔντυπες ἐκδόσεις τοῦ Μεγάλου ῾Ωρολογίου (ἀπὸ τὸ 1509 μέχρι σήμερα), στὰ μηναῖα Νοεμβρίου (ὑμνογραφία καὶ συναξάριον 19ης τοῦ μηνὸς) καὶ Δεκεμβρίου (κανὼν στὴν κυριακὴ τῶν προπατόρων), στὸν Συναξαριστὴ τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ᾿Αθωνίτου (Βενετία 1819), στὰ νεώτερα ἀθωνικὰ τυπικὰ τῶν μονῶν ῾Αγίου Παύ­λου, ῾Αγίου Διονυσίου, καὶ Ξηροποτάμου, στὴν ἔκδοσι τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης ὑπὸ ᾿Αθανασίου Μαρτίνου (ἔτους 1892), καθὼς καὶ στὸ Τυπικὸν Γεωργίου ῾Ρήγα. Συνελόντι εἰπεῖν ὁμοφώνως σχεδὸν ἡ ἑλληνόφωνη ἐκκλησιαστικὴ βιβλικὴ καὶ λειτουργικὴ παράδοσις γνωρίζει τὸ ὄνομα τοῦ προφήτου ἀποκλειστικὰ ὡς ᾿Αβδιού, καὶ ἔτσι τὸ δέχονται καὶ ἐπι­φανεῖς νεώτεροι βιβλικοὶ ὅπως ὁ ἡμέτερος καὶ ἤδη μνημονευθεὶς Βασίλειος ᾿Αντωνιάδης ἀλλὰ καὶ ὁ ἑτερόδοξος ῎Αλφρεντ ῾Ράλφς στὴν ἔκδοσί του Septuaginta.

῞Ομως ἐδῶ κι ἕναν αἰῶνα περίπου τὸ ὄνομα τοῦ προφήτου ἐν ῾Ελλά­δι ἀναφέρεται κυρίως ὡς ᾿Οβδιοὺ τόσο στὶς διάφορες βιβλικὲς ἐκδόσεις καὶ μελέτες ὅσο καὶ σὲ πολλὰ δημοσιεύματα στὸν χριστιανικὸ τύπο, ἐσχάτως δὲ καὶ στὸ ἑλληνικὸ διαδίκτυο. ῾Η παραλλαγὴ ᾿Οβδιοὺ προέρ­χεται κατ᾿ ἀρχὴν ἐξ ἐπιδράσεως ἀπὸ τὸ μεταχριστιανικὸ ἑβραϊκὸ μασο­ριτικὸ κείμενο (ἄστικτο ὡς Οβδιε καὶ μὲ τὸν μεσαιωνικὸ μασοριτικὸ φωνηεντισμὸ ὡς Οβαδιαχ), ἀπ᾿ ὅπου πέρασε καὶ στὶς νεώτερες δυτικὲς εὐρωπαϊκὲς μεταφράσεις. Στὴν συνέχεια πολλοὶ δυτικοὶ ἐκδότες τοῦ κειμένου τῶν Ο΄ υἱοθέτησαν ἀκρίτως τὸν τύπο ᾿Οβδιού, ἐπηρεασμένοι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ μασοριτικὸ καὶ ἀλλοιώνοντας ἔτσι τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι. Τὸ παράδοξο πάντως εἶναι ὅτι ἡ ἔντυπη μετάφρασι Βάμβα (1844), ἐνῷ βασίζεται σὲ εὐρωπαϊκὲς μεταφράσεις (καὶ ἰδίως στὴν ἀγ­γλικανικὴ ἰακωβιανὴ τοῦ 1611), ἐντούτοις ἔχει τὸν σωστὸ τύπο ᾿Αβδιού· τὸ σωστὸ ἔχει καὶ ἡ προαναφερθεῖσα ἐν ᾿Αθήναις ἔκδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπὸ ᾿Αθανασίου Μαρτίνου στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος.

Κατὰ τὸν 20ὸ αἰῶνα ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἐκδίδεται σχεδὸν ἀποκλει­στικὰ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα θεολόγων «῾Η Ζωή», ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ 1928 ἀκολουθεῖ «κατὰ προτίμησιν τὸ κείμενον τῆς κριτικῆς ἐκδόσεως τοῦ Tischendorf» (πρόλογος πρώτης ἐκδόσεως μὲ ἡμερομηνία 1 ᾿Ιουνίου 1928). Στὴν δευτέρα ἔκδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὴν ἐπιστημονικὴ ἐπιμέλεια τοῦ κειμένου εἶχε ὁ καθηγητὴς Παναγιώτης Μπρατσιώτης, ὁ ὁποῖος στὸν πρόλογό του ἀναφέρει ὅτι ἀκολουθεῖ ἐν γενικαῖς γραμμαῖς καὶ κατὰ τὴν κρίσι του τὴν ἔκδοσι τοῦ Γερμανοῦ ἑβδομηκοντολόγου ῎Αλφρεντ ῾Ράλφς. Καὶ ἐνῷ θὰ περίμενε κανεὶς στὴν ἔκδοσι Μπρατσιώ­τη νὰ ὑπάρχῃ ὁ τύπος ᾿Αβδιοὺ ποὺ ἔχει καὶ ὁ ῾Ράλφς, τελικὰ υἱοθετεῖται ὁ τύπος ᾿Οβδιού! Προφανῶς στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Π. Μπρατσιώτης ἀκο­λούθησε τὸν Τίσεντορφ καὶ ὄχι τὸν ῾Ράλφς (στὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἐπανέλ­θουμε παρακάτω).

Λόγῳ τοῦ κύρους τοῦ καθηγητοῦ Π. Μπρατσιώτου καὶ τῆς ἀδελφό­τητος τῆς «Ζωῆς» ἡ ἔκδοσι αὐτὴ ἐπικρατεῖ τὸν τελευταῖο αἰῶνα στὴν ῾Ελλάδα ὡς κείμενο τῶν Ο΄, οἱ δὲ ἑπόμενοι ἐκδότες ἁπλῶς ἀναπαρά­γουν τὴν ἔκδοσι τῆς «Ζωῆς». Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, καὶ ἐπειδὴ οἱ νεώτε­ροι ἀγνοοῦμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι, ποὺ διασῴζεται στὶς προα­ναφερθεῖσες μαρτυρίες, καὶ νομίζουμε ὅτι οἱ σύγχρονες ἐκδόσεις ποὺ κρατοῦμε στὰ χέρια μας εἶναι συνέχεια τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν κειμένων (πρᾶγμα ποὺ συχνὰ δὲν ἰσχύει δυστυχῶς), τοὐλάχιστον τὰ τε­λευταῖα 90 χρόνια ἐπικρατεῖ στὴν ῾Ελλάδα ὁ τύπος ᾿Οβδιού. Σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρθηκαν καὶ παραπάνω πρέπει παντοῦ τὸ ὄνομα τοῦ προφήτου νὰ διορθωθῇ σὲ ᾿Αβδιού, τοὐλάχιστον ὅσον ἀφορᾷ στὴν βιβλικὴ παράδοσι τῶν Ο΄ καὶ στὴν ὀρθόδοξη λειτουργικὴ παράδοσι, ποὺ βασίζεται ἐπίσης στὸ κείμενο τῶν Ο΄.

 

2. ῾Ο ἀρχαῖος τίτλος τοῦ συγγράμματος.

Στὸ παραδεδομένο κείμενο τῆς προφητείας ἔχει διασωθῆ καὶ ὁ ἀρ­χαῖος τίτλος αὐτῆς· «῞Ορασις ᾿Αβδιού». ῾Η λέξι ὅρασις χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ ἄλλα προφητικὰ βιβλία εἴτε ὡς γενικὸς τίτλος ὅλου τοῦ συγ­γράμματος (Ησ 1:1. Να 1:1) εἴτε ὡς εἰδικὸς χαρακτηρισμὸς ἐπὶ μέρους προφητειῶν (Ησ 19:1· 30:6. Δν 8:1). ᾿Εδῶ ἡ «ὅρασις» ὡς γενικὸς τίτλος ταυτίζεται μὲ τὴν λέξι «προφητεία» καὶ εἶναι ἔνδειξι ἀρχαιότητος τοῦ ἔργου· διότι στὸ 1Βασ 9:9 λέγεται· «῎Εμπροσθεν ἐν ᾿Ισραὴλ τάδε ἔλε­γεν ἕκαστος ἐν τῷ πορεύεσθαι ἐπερωτᾶν τὸν Θεόν· “Δεῦρο καὶ πο­ρευθῶμεν πρὸς τὸν βλέποντα”· ὅτι τὸν προφήτην ἐκάλει ὁ λαὸς ἔμ­προσθεν “῾Ο βλέπων”». Μαρτυρεῖται δηλαδὴ ὅτι ὁ προφήτης σὲ ἀρ­χαιότερη ἐποχὴ (ἔμπροσθεν) λεγόταν στὸν ᾿Ισραὴλ γενικῶς «ὁ βλέπων»«ὁ ὁρῶν» (πρβλ. Αμ 7:12· Ησ 30:10), δηλαδὴ «ὁ προορατικός».

᾿Αργότερα ὁ ὅρος «βλέπων»«ὁρῶν» ἔλαβε εἰδικώτερο νόημα, καὶ ἔτσι χαρακτηριζόταν ὁ προφήτης ποὺ ἔβλεπε καὶ εἰδικὰ θεῖα ὁράματα. Τὸ ὅραμα εἶναι ὀπτικὴ καὶ ἀκουστικὴ ταυτοχρόνως ἀποκάλυψι τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁποία γίνεται ὄχι ἐν ὥρᾳ ὕπνου ἀλλὰ ἐν ὥρᾳ ἐγρηγόρσεως τοῦ προφήτου· ἑπομένως τὸ ὅραμα ἢ ἀποκάλυψις διαφέρει σαφῶς ἀπὸ τὰ ὄνειρα. ᾿Επίσης τὸ ὅραμα δὲν συμβαίνει μέσα στὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ προφήτου, ἀλλὰ ὁ τελευταῖος μὲ κάποιον τρόπο «ἁρπάζεται» ἔξω ἀπὸ τὴν φυσική του κατάστασι καὶ τὸ φυσικό του περιβάλλον.

῾Ο ᾿Αβδιοὺ διευκρινίζει στὴν ἀρχὴ τοῦ κειμένου του ὅτι «᾿Ακοὴν ἤκουσα παρὰ Κυρίου», ἑπομένως δὲν πρόκειται γιὰ ὅραμα, ἀλλὰ γιὰ ἀκουστικὴ μόνο ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ (χωρὶς ὅραμα). Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ προφητεία ὀνομάζεται χρησμὸςχρηματισμός (ἀπὸ τὸ ῥῆμα χρημα­τίζομαι = λαμβάνω ὑπόδειξι ἀπὸ τὸν Θεό), καὶ διενεργεῖται ἐνῷ ὁ προ­φήτης συνεχίζει νὰ βρίσκεται μέσα στὸ φυσικό του περιβάλλον καὶ στὴν φυσική του κατάστασι (εἴτε ἐν ὥρᾳ ὕπνου εἴτε ἐν ὥρᾳ ἐγρηγόρσεως). Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ πιὸ συνηθισμένος τρόπος ἐπικοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἀποστόλους του στὴν Βίβλο.

῾Επομένως στὸν ἀρχαῖο τίτλο τοῦ συγγράμματος μὲ τὸν ὅρο ὅρασις νοεῖται ἀκουστικὸς μόνον χρησμὸς ἢ ἀποκάλυψις ἀπὸ τὸν Θεό, δηλαδὴ μία συνήθης προφητικὴ διαδικασία πληροφορήσεως ἐκ μέρους τοῦ Κυ­ρίου. Τέτοιος χρησμὸς ἢ ἀποκάλυψι εἶναι τὰ ὅσα λέγονται καὶ προαν­αγγέλλονται στὸ κείμενο τοῦ ᾿Αβδιοὺ σχετικὰ μὲ τοὺς ᾿Εδωμῖτες. Ἄρα ἡ λέξι ὅρασις ἐδῶ χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἀρχαία γενικώτερη σημασία τῆς προφητείας, ὅπως μαρτυρεῖται καὶ στὸ 1Βασ 9:9 γιὰ τοὺς ἀντίστοι­χους ὅρους «ὁ βλέπων» καὶ «ὁ ὁρῶν». ῾Η διαπίστωσι αὐτὴ ὑποδει­κνύει ὅτι ἡ συγγραφὴ τοῦ ᾿Αβδιοὺ ἀνάγεται στοὺς προαιχμαλωσιακοὺς χρόνους, καὶ προφανῶς πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ 700 π.Χ..

 

3. Τὸ πρόσωπον καὶ ὁ χρόνος τοῦ συγγραφέως.

Τὸ ποιός εἶναι ὁ συγκεκριμένος ᾿Αβδιού, ποὺ συνέταξε τὸ ὁμώνυμο προφητικὸ κείμενο, πότε ἀκριβῶς ἔζησε καὶ σὲ ποιά ἐποχὴ ἀναφέρεται εἶναι ζητήματα ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχουν βρεῖ τὴν ὁριστική τους ἀπάντησι. ᾿Απὸ τὴν ἀρχαία ἐπιγραφὴ τῆς προφητείας μόλις ποὺ μαθαίνουμε τὸ ὄνομα τοῦ προφήτου χωρὶς καμμία ἄλλη πληροφορία· οὔτε ἡ καταγωγή του δηλώνεται οὔτε ἡ κοινωνική του θέσι οὔτε πῶς ἐκλήθη στὸ προφη­τικὸ ἔργο οὔτε πότε ἔδρασε οὔτε πότε ἐκοιμήθη. Καὶ γενικῶς παρό­μοιες ἀπορίες ὑπάρχουν γιὰ τοὺς περισσότερους προφῆτες τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς, ἰδίως δὲ γιὰ τοὺς ἀπαρτίζοντας τὸ Δωδεκαπρόφητο.

Ποιός ἀπὸ τοὺς 12 προφῆτες εἶναι ὁ ἀρχαιότερος; Ποιά εἶναι ἡ σει­ρὰ μὲ τὴν ὁποία προφήτευσαν; Πότε ἀκριβῶς ἔζησαν; Ποιοί ἀπὸ αὐ­τοὺς ἔδρασαν ταυτόχρονα καὶ ποιοί ὄχι; Ποιοί προφήτεψαν γιὰ τὰ ἴδια γεγονότα; Ποιοί ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν σχέσεις μαθητείας καὶ διδασκαλίας μεταξύ των; Συνέταξαν οἱ ἴδιοι τὰ βιβλία ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά τους ἢ κάποιος μαθητής των; Ποιοί ἀπὸ αὐτοὺς ἔδρασαν ταυτόχρονα μὲ κά­ποιον ἀπὸ τοὺς 4 ἄλλους προφῆτες μὲ τὰ ἐκτενῆ συγγράμματα; Ποιοί καὶ πόσοι ἀπὸ τοὺς 12 προφῆτες ἐνδεχομένως εἶναι προγενέστεροι ἀπὸ τὸν ᾿Ησαΐα ἢ τοὺς ἄλλους 3; Ἄραγε οἱ προφῆτες μὲ δικά τους συγ­γράμματα εἶχαν κάποια σχέσι ἢ μήπως ταυτίζονται μὲ ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς πολλοὺς προφῆτες ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἱστορικὰ βιβλία τῶν Γρα­φῶν; ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ προφητικά τους κείμενα μήπως συνέταξαν καὶ κά­ποια ἄλλα; (ἐπὶ παραδείγματι τὰ τῶν Βασιλειῶν, τῶν Παραλειπομένων ἢ ἀκόμη καὶ κάποια ἀπὸ τὰ ποιητικά;) Πρόκειται γιὰ τὸ λεγόμενο «αἴ­νιγμα τῶν προφητῶν».

Πολλὲς οἱ ἀπόψεις ποὺ ἔχουν διατυπωθῆ, ἀνάμεσά τους καὶ κά­ποιες ἀκραῖες. Ἄλλοι δέχονται τοὺς θεοπνεύστους προφῆτες, ἄλλοι τοὺς ἀμφισβητοῦν, ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι σὲ πολλὲς περιπτώσεις ὡς ἄνθρωποι ἦσαν ἀνύπαρκτοι καὶ τὰ βιβλία τους φτιάχτηκαν μεταγενέ­στερα μὲ συναρμολόγησι ἄσχετων καὶ ἀδέσποτων κειμένων, ποὺ ἐκ τῶν ὑστέρων παρουσιάστηκαν ὡς προφητικά! Αὐτὲς οἱ τελευταῖες θεωρίες φυσικὰ εἶναι παραληρήματα τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀπιστίας καὶ δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν ἐδῶ. ῾Απλῶς ἔγινε μία σύντομη ἀναφορά, γιὰ νὰ γίνῃ κα­τανοητὸ ὅτι ὁ Κύριος ἐπιτρέπει νὰ ἐμφανιστῇ τὸ λεγόμενο «αἴνιγμα τῶν προφητῶν» σὰν ἕνα «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λκ 2:34-35) στὸν χῶρο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ θὰ ὑπάρχῃ «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστα­σιν πολλῶν», καθὼς μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἢ μὴ τῆς πραγματικότητος καὶ τῆς θεοπνευστίας τῶν παλαιοδιαθηκικῶν προφητειῶν θὰ ἀποκαλύπτωνται «ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» καὶ διαθέσεις καὶ πίστι καὶ ἀπιστία καὶ γνῶσι καὶ ἄγνοια καὶ εἰλικρίνεια καὶ δολιότητα...

Οἱ βιβλικοὶ ἐρευνητὲς γενικῶς δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ ἀρχαιότερος ἐκ τῶν συγγραφέων προφητῶν καὶ ποιά εἶναι ἡ χρονολογική τους σειρά. Σύγχρονος διδάσκαλος τῆς θεολογίας ἔγρα­φε τὸ 1990 ὅτι ὁ ᾿Ιωὴλ εἶναι «ὁ ἀρχαιότερος προφήτης μὲ προφητικὸ βιβλίο μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη», ἐνῷ ταυτόχρονα ἔθετε τὸν ᾿Αβδιοὺ ὡς προγενέστερο τοῦ ᾿Αμώς· ἄρα ὁ ᾿Αμὼς ἦταν κατ᾿ αὐτὸν 3ος ἢ 4ος ἢ καὶ 5ος κατὰ τὴν σειρὰ τῶν προφητῶν. Λίγα χρόνια ἀργότερα ὅμως μεταβάλλει γνώμη καὶ τὸ 2004 σημειώνει ὅτι ὁ ᾿Αμὼς εἶναι ὁ πρῶτος συγγραφεὺς προφήτης, ἄρα ἀρχαιότερος καὶ τοῦ ᾿Ιωὴλ καὶ τοῦ ᾿Αβδιού· δὲν γνωρίζω ἂν σήμερα (2018) ἔχει μεταβάλει πάλι ἄποψι. Βεβαίως ὑπάρχει καὶ ἡ γνώμη ὅτι ὁ ᾿Αβδιοὺ εἶναι ὁ ἀρχαιότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς προφῆτες μὲ σύγγραμμα, τὴν ὁποία δέχονται καὶ οἱ Β. ᾿Αντωνιάδης, Π. Μπρατσιώτης, καὶ ᾿Ιωὴλ Γιαννακόπουλος.

῾Υπάρχουν προσπάθειες νὰ ταυτιστῇ ὁ συντάκτης τῆς παρούσης προφητείας μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ᾿Αβδιοὺ ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἱστορικὰ βιβλία, ἀλλὰ ὅλες οἱ ἀπόψεις εἶναι παρακινδυνευμένες εἰκασίες χωρὶς τίποτε τὸ βέβαιο. Καὶ μπορεῖ μὲν σὲ παλαιοὺς ἑρμηνευτὲς καὶ συναξα­ριστικὰ κείμενα νὰ λέγεται ὅτι ὁ προκείμενος προφήτης εἶναι ὁ οἰκονό­μος τοῦ ᾿Αχαάβ (3Βασ 18:2-16), ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὴν προστασία καὶ διατροφὴ τῶν ἀληθινῶν προφητῶν ποὺ καταδίωκε ἀπηνῶς ἡ ᾿Ιεζάβελ, οἱ νεώτεροι ἐρευνητὲς ὅμως ἐπισημαίνουν ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ κοινὸ ἀνάμεσα στὸν οἰκονόμο τοῦ ᾿Αχαὰβ καὶ στὸν παρόντα προφήτη. Κατὰ μία ἄλλη ἄποψι θὰ ἦταν ἴσως πιθανώτερο ὁ συντάκτης τῆς μικρᾶς αὐ­τῆς προφητείας νὰ ταυτίζεται μὲ κάποιον ἄλλον ᾿Αβδιού, ὁ ὁποῖος ἦταν σύγχρονος μὲν μὲ τὸν προαναφερθέντα οἰκονόμο τοῦ Ἄχαζ, πρόκειται ὅμως περὶ διαφορετικοῦ προσώπου, ποὺ ἔδρασε ὡς προφήτης στὸ 3ο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ ᾿Ιωσαφάτ (2Παρ 17:7), περὶ τὸν 9ο αἰῶνα π.Χ., καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους προφῆτες ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν βασιλέα ᾿Ιωσαφὰτ στὶς πόλεις τοῦ ᾿Ιούδα, γιὰ νὰ κατηχήσουν τὸν λαὸ διδάσκοντας τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. ῞Οτι ἡ τελευταία αὐτὴ ὑπόθεσι ἔχει περισσότερες πιθανότη­τες δέχονται καὶ οἱ Β. ᾿Αντωνιάδης, Π. Μπρατσιώτης καὶ ᾿Ι. Γιαννακό­πουλος.

 

4. ῾Η μορφὴ τοῦ προφητικοῦ κειμένου.

῞Οταν συγκρίνῃ κανεὶς τὸ κείμενον τῆς προφητείας τοῦ ᾿Αβδιοὺ ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τῆς «Ζωῆς» μὲ τὶς ἐκδόσεις τοῦ Τίσεντορφ καὶ τοῦ ῾Ράλφς καθὼς καὶ μὲ τὸ κείμενο ποὺ παρατίθεται στὰ ἀρχαῖα ἑρμηνευτικὰ ὑ­πομνήματα τῆς ῾Ελληνικῆς Πατρολογίας, διαπιστώνει –ὄχι χωρὶς κάποια ἔκπληξι– ὅτι ἡ ἔκδοσι τῆς «Ζωῆς» ἀναπαράγει τὸ κείμενο τοῦ Τίσεν­τορφ (μὲ ἐλάχιστες καὶ ἐπουσιώδεις διορθώσεις), τὸ ὁποῖο εἶναι σὲ ὡρι­σμένα σημεῖα κατώτερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ ῾Ράλφς. ᾿Ακρι­βῶς ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ τὸν Τίσεντορφ, ὁ Π. Μπρατσιώτης ἔχει τὴν γραφὴ ᾿Οβδιοὺ ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ ᾿Αβδιού (λάθος ποὺ διαιωνίζεται μέχρι σήμερα καὶ σὲ ὅλες τὶς ἑπόμενες ἐκδόσεις κειμένου, μεταφράσεως ἢ ἑρμηνείας), καὶ ἔχει καὶ καμμιὰ δεκαριὰ ἀκόμη σημεῖα, στὰ ὁποῖα ὁ ῾Ράλφς εἶναι πιὸ κοντὰ στὸ κείμενο τῶν ἀρχαίων ἑρμηνευτῶν, ἐνῷ ὁ Τίσεντορφ ἀπομακρύνεται.

Γενικῶς στὸ ἐδῶ δημοσιευόμενο κείμενο λαμβάνονται ὑπόψιν καὶ οἱ παραθέσεις τοῦ κειμένου τῶν Ο΄ στὰ ἀρχαῖα ὑπομνήματα, ὁπότε διορ­θώνεται ἢ συμπληρώνεται ἀναλόγως τὸ κείμενο, ὅπως δηλώνεται καὶ στὶς ἐν τέλει «σημειώσεις κειμένου». Στὸν στίχο 9 ἡ λέξι Θαιμὰν τῶν ἐντύπων ἐκδόσεων διορθώνεται εἰς Θεμάν (ἡ γραφὴ Θαιμὰν θεωρεῖται λάθος τῶν χειρογράφων, ὁπότε ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἁπλὴ ὀρ­θογραφικὴ διόρθωσι). Στὸν στίχο 19 ἡ λέξι ᾿Εφραῒμ παρατίθεται ἔτσι ἀκριβῶς μὲ διαλυτικά (δηλαδὴ προφέρεται τρισύλλαβη ᾿Ε-φρα-ΐμ, καὶ ὄχι δισύλλα­βη ε-φρεμ), διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθὴ προφορά της, ἔτσι ἀκριβῶς παρατί­θεται καὶ στὰ ὑπομνήματα τῶν ἀρχαίων ἐξηγητῶν ἀλλὰ καὶ στὴν ἔκδο­σι Τίσεντορφ, ἔτσι ὑπάρχει καὶ σὲ παλαίτυπες λειτουργικὲς ἐκδόσεις, καὶ ἀκριβῶς μὲ διαλυτικὰ τὴν ἔχει καὶ ὁ Μπρατσιώτης σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς ἐκδόσεώς του! (Γε 41:52· 46:20. Δευτ 33:17· 34:2. Ψ 59:9 κ.λπ.).

῞Οπως φαίνεται στὸ κείμενο τῶν Ο΄, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες ἐπέχει πλέον θέσι πρωτοτύπου, ἡ προφητεία τοῦ ᾿Αβδιοὺ εἶναι τόσο σύντομη καὶ ἔχει τέτοια ἀρραγῆ φιλολογικὴ ἑνότητα, ὥστε μόλις ποὺ νὰ διακρίνεται σὲ 2 ἢ 3 παραγράφους, ἢ καλλίτερα νὰ ποῦμε σὲ 2 ἢ 3 στροφές, οἱ ὁποῖες συνδέονται στενώτατα καὶ φυσικώ­τατα μεταξύ τους. ῾Επομένως μὲ τίποτε δὲν δικαιολογεῖται ἡ κατάτμη­σι τῆς προφητείας σὲ πολλὰ μικρὰ τεμάχια, θεωρούμενα μάλιστα καὶ ὡς δῆθεν ἀσύνδετα καὶ ξένα μεταξύ τους, ὅπως διατείνεται ἡ ἀρνητικὴ κριτική. Μία τέτοια κατάτμησι, ἀστήρικτη μὲν ἐπιστημονικῶς, διασπα­στικὴ δὲ καὶ καταστροφικὴ τῆς ἑνότητος τῆς προφητείας, ποὺ ἀμφισβη­τεῖ εὐθέως καὶ τὴν γνησιότητά της καὶ τὴν θεοπνευστία της, ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Π. Μπρατσιώτη «χαρακτηριστικὸν δεῖγμα ὑπερβολικῆς κριτι­κῆς πολυπραγμοσύνης». ῞Οπως πολὺ ὡραῖα ἀναφέρει καὶ ὁ ᾿Αθανάσιος Χαστούπης («Θεολογία», ἔτος 1988, τεῦχος 3, σελ. 487), τέτοιου εἴδους ἀντιπαραδοσιακὲς καὶ ἀντιβιβλικὲς θεωρίες κινοῦνται στὸν χῶρο τῆς «ἐπιστημονικῆς φαντασίας» (ἂν καὶ ἐκεῖνος τὸ εἶπε μὲ ἄλλη ἔννοια).

῾Η σύντομη προφητεία τοῦ ᾿Αββακοὺμ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὅλη ἕνα ποίημα! Αὐτὸ στὴν καθιερωμένη ἔκδοσι τῆς «Ζωῆς» δὲν φαί­νεται, διότι τὸ ἔργο εἶναι τυπωμένο σὰν πεζὸ κείμενο, χωρὶς καθόλου νὰ διακρίνωνται στίχοι. Αὐτὸ ἔγινε, διότι ἡ ἔκδοσι ἐκείνη ἐξ ἀρχῆς εἶχε πρακτικὸ σκοπό, δηλαδὴ νὰ προσφέρῃ στὸν εὐσεβῆ λαὸ ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη σὲ μία εὔχρηστη καὶ μονότομη ἔκδοσι. Γι᾿ αὐτὸ δὲν χωρίζουν ποιητικοὺς στίχους οὔτε στὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν, παρ᾿ ὅλο ποὺ ὅλοι ξέ­ρουμε ὅτι οἱ Ψαλμοὶ εἶναι ποιήματα· ἀλλὰ ἂν ἐξέδιδαν τὰ ποιητικὰ κεί­μενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σὲ μορφὴ ποιημάτων, θὰ ἀπαιτοῦνταν πε­ρισσότερες σελίδες καὶ θὰ ἔπρεπε ἡ ἔκδοσι νὰ γίνῃ σὲ δύο τόμους, ἀ­φοῦ ὁ ἕνας ἑνιαῖος τόμος εἶχε ἤδη ἔκτασι 864 σελίδων. Δυστυχῶς καὶ οἱ ἑπόμενοι ἐκδότες συνέχισαν τὴν ἴδια τακτικὴ δημοσιεύσεως, ἀντιγρά­φοντας δουλικὰ ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τῆς «Ζωῆς», ἀκόμη κι ὅταν δημοσίευαν ἕνα μόνο βιβλίο ἢ κάποια ἀποσπάσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁπότε δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα χώρου καὶ δὲν χρειαζόταν «νὰ συμπιεστῇ» ἡ ἔκ­δοσι σὲ λιγώτερες σελίδες. ᾿Ακόμη καὶ σήμερα ὅλες οἱ δημοσιεύσεις τοῦ κειμένου τῶν ῾Εβδομήκοντα στὸ διαδίκτυο γίνονται χωρὶς διάκρισι στίχων στὰ ποιητικὰ συγγράμματα, ἐνῷ δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως περιορισμὸς χώρου οὔτε ἐπιπλέον κόστος, ἂν λόγου χάριν δημοσιευθοῦν οἱ Ψαλμοὶ ὡς ποιήματα ποὺ εἶναι.

Αὐτὴ ἡ στρεβλὴ συνήθεια ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι μόνον οἱ ἁπλοὶ πιστοὶ ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ πτυχιοῦχοι τῆς θεολογικῆς καὶ οἱ κληρικοὶ νὰ ἀγνοοῦν πόσα κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι στὴν πραγματικότη­τα ποιήματα. Καὶ ὅταν διαβάζῃ κανεὶς ἕνα ποιητικὸ κείμενο στὴν ἀρ­χαία ἑλληνικὴ μετάφρασι τῶν Ο΄, ἂν τὸ ἔχῃ σὲ κάποια μορφὴ στίχων (ἔστω σὰν τὸ λειτουργικὸ Ψαλτήριον τῶν ναῶν μας), διευκολύνεται πο­λὺ στὴν κατανόησί του, ἐνῷ ἂν τὸ ἔχῃ σὲ συνεχόμενο κείμενο, συναντᾷ περισσότερες δυσκολίες. Βέβαια μπορεῖ στὴν μετάφρασι (ἀκόμη καὶ σ᾿ αὐτὴ τῶν Ο΄) νὰ χάνεται ὁ ῥυθμὸς τοῦ στίχου καὶ τὸ ποιητικὸ ὕφος, ὁ δὲ ἕνας στίχος τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσης νὰ φαίνεται στὴν ἑλληνικὴ σὰν 2 καὶ 3 στίχοι, ὅμως εἶναι ἐξίσου ἀληθὲς ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ἐκεῖνοι μεταφρα­σταὶ προσπάθησαν καὶ ἐν πολλοῖς πέτυχαν νὰ προσδώσουν μία ποιητι­κότητα ὅπου χρειάστηκε στὴν ἐργασία τους, ποιητικότητα ποὺ εἶναι ἐμ­φανὴς καὶ στὸν σημερινὸ προσεκτικὸ ἀναγνώστη· ἀλλὰ τὸ πιὸ σημαν­τικὸ εἶναι ὅτι αὐτὸ τὸ γνώριζαν πολὺ καλὰ οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ καὶ τὸ χρησιμοποίησαν μὲ ἀνάλογο τρόπο (δηλαδὴ ὡς ποιητικὸ λόγο) στὴν ἀρ­χαϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία τους ἀλλὰ καὶ στὴν μεταγενέστερη λα­τρευτικὴ ποίησί τους. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἕνα θέμα ποὺ ὑπερβαίνει τὰ πλαίσια τῆς παρούσης συντόμου εἰσαγωγῆς, καὶ θὰ ἐξεταστῇ διεξοδι­κώτερα, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, σὲ ἄλλη εὐκαιρία.

Πάντως στὴν ἔκδοσι τοῦ κειμένου τῶν Ο΄ ἀπὸ τὸν ῾Ρὰλφς ἐκδίδονται σὲ μορφὴ ποιητικῶν στίχων ὄχι μόνον οἱ 150 Ψαλμοὶ ἀλλὰ καὶ ἄλλα ποιητικὰ βιβλία ὅπως ὁ ᾿Ιώβ, οἱ Παροιμίαι, ὁ ᾿Εκκλησιαστὴς καὶ τὸ ᾎσμα ᾿Ασμάτων. Τοὐλάχιστον αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται καὶ στὶς δι­κές μας βιβλικὲς ἐκδόσεις. ᾿Αλλὰ τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον σημεῖο εἶναι ὅτι ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα ποιητικὰ κείμενα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ αὐτὰ βρίσκονται κυρίως στὰ προφητικὰ βιβλία. Αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανὲς στὶς ἐκδόσεις τοῦ μασοριτικοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου, ὅπου ὁλό­κληρα προφητικὰ βιβλία ἐκδίδονται σὲ μορφὴ ποιητικῶν στίχων. Ἔτσι ὅλο τὸ βιβλίο τοῦ ᾿Ησαΐα εἶναι γραμμένο σὲ ποιητικὴ μορφὴ ἐκτὸς ἀπὸ λίγα παρεμβαλλόμενα πεζὰ τμήματα, ποὺ δὲν ξεπερνοῦν τὸ 10% τοῦ συνόλου. Τὸ βιβλίον τοῦ ᾿Ιερεμίου εἶναι ποιητικὸ κατὰ τὸ 1/3 περίπου, ἐνῷ ποιήματα εἶναι καὶ οἱ Θρῆνοι τοῦ ἰδίου, πιθανὸν δὲ καὶ ὁ Βαροὺχ στὸ μεγαλείτερο τμῆμά του. Τέλος καὶ οἱ 12 ἑλάσσονες προφῆτες ἔχουν γράψει τὶς προφητεῖές τους σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου ὡς ποιήματα (ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ᾿Ιωνᾶ ποὺ χρησιμοποιεῖ ποιητικὸ λόγο μόνον στὸ 1/4 τοῦ κειμέ­νου του).

Τὸ ὅτι οἱ προφῆτες συχνὰ ἐκφράζονται σὲ ποιητικὸ λόγο, καὶ μάλι­στα αὐθορμήτως, τὸ βλέπουμε καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου ἡ ἴδια ἡ παρθένος Μαρία μετὰ τὸν εὐαγγελισμό της (Λκ 1:46-55), ὁ ἱε­ρεὺς Ζαχαρίας ὁ πατέρας τοῦ προδρόμου ᾿Ιωάννου (Λκ 1:68-79), καὶ ὁ πρεσβύτης Συμεὼν ὁ θεοδόχος (Λκ 2:29-32), ἔκπληκτοι μπροστὰ στὰ μεγάλα μυστήρια ποὺ τοὺς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος καὶ φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, δοξολογοῦν τὸν Θεὸ μὲ αὐτοσχέδια ποιήματα τῆς στιγμῆς.

Στὴν προφητεία τοῦ ᾿Αβδιοὺ ὁ ποιητικὸς λόγος διέπει ὅλο τὸ κείμε­νό της ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐπιγραφὴ «῞Ορασις ᾿Αβδιοὺ» καὶ τὴν εἰσαγωγικὴ φράσι «Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῇ ᾿Ιδουμαίᾳ», ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς ἕνα εἶδος ὑποτίτλου. Τὸ μόνο θέμα ποὺ ὑπάρχει εἶναι μία ἀσάφεια στὴν ἐναλλαγὴ τῶν ὁμιλούντων προσώπων. Αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ τὸ κείμενο τοῦ ᾿Αβδιοὺ ἀπὸ συγγραφικῆς ἀπό­ψεως εἶναι «τεχνικῶς ἄκομψο» (κατὰ τὴν ἔκφρασι νεωτέρου ἑρμηνευ­τοῦ)· πιθανὸν ὁ ᾿Αβδιοὺ δὲν ἦταν ἰδιαίτερα λόγιος οὔτε ἔμπειρος συγ­γραφεύς, καὶ μάλιστα ποιητής. Στὴν σύντομη αὐτὴ προφητεία τὰ ὁμι­λοῦντα πρόσωπα εἶναι δύο, ὁ Θεὸς καὶ ὁ προφήτης του· καὶ ἄλλοτε μὲν ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διὰ στόματος τοῦ προφήτου, ἄλλοτε δὲ ὁμιλεῖ ὁ προφήτης ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Κυρίου. Κατὰ ταῦτα, καὶ ὅπως φαίνεται καὶ στὴν δημοσίευσι τοῦ κειμένου, στὴν ἀρχὴ ὁμιλεῖ ὁ προφήτης (στίχ. 1), κατόπιν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (στίχ. 2-16) πλὴν τῆς φράσεως «λέγει Κύ­ριος» ποὺ δύο φορὲς παρεμβάλλει αὐθορμήτως ὁ ᾿Αβδιού (στίχ. 4 καὶ 8), καὶ στὸ τέλος λαμβάνει πάλι τὸν λόγο ὁ προφήτης (στίχ. 17-21). Ἤδη ὅμως μὲ αὐτὲς τὶς τελευταῖες ἐπισημάνσεις ἔχουμε εἰσέλθει σὲ θέ­ματα ἑρμηνείας τοῦ κειμένου, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν κανονικῶς σὲ ἄλλη ἑνότητα.

 

Διάγραμμα καὶ περιεχόμενο

§1 (ἢ στροφὴ 1η), στίχοι 1-10, προαναγγέλλεται ἡ καταστροφὴ τῆς ᾿Ιδουμαίας λόγῳ θείας ὀργῆς·

§2 (ἢ στροφὴ 2α), στίχοι 11-16, ἀποκαλύπτεται ἡ αἰτία τῆς δικαίας ἀποφάσεως τοῦ Κυρίου·

§3 (ἢ στροφὴ 3η), στίχοι 17-21, προφητεύεται ἡ σωτηρία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὁ θρίαμβος τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου.

 

 

Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης

Χριστούγεννα 2018