1. Βίβλος Θέματα εἰσαγωγῆς ᾿Ιούδα ἐπιστολή (σύντομος εἰσαγωγή)

 

᾿Ιούδα τοῦ ἀποστόλου ἐπιστολή

 

(σύντομος εἰσαγωγή)

 

Αὐτὴ ἡ μικρὴ σὲ ἔκτασι ἀλλὰ σπουδαία σὲ νοήματα ἐπιστολὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς 7 ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης τὶς καλούμενες «καθολι­κές», οἱ ὁποῖες δὲν γράφτηκαν ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλ­λους ἀποστόλους. ῾Η συγκεκριμένη γράφτηκε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο ᾿Ιούδα, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραφή της ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παρά­δοσι συνεχῶς μέχρι σήμερα.

Γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐν λόγῳ ἀποστόλου ἔχουν δημιουργηθῆ διάφορες παρεξηγήσεις ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Κατ᾿ ἀρχὰς οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ σήμερα (τοὐλά­χιστον στὴν ῾Ελλάδα) ἀγνοοῦν ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι τῆς ἐκκλησίας τόσο ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅσο κι ἀπ᾿ τοὺς χρόνους τῆς Και­νῆς ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα ᾿Ιούδας. Εἶναι πολὺ θλιβερὸ καὶ ὀδυνηρὸ νὰ διαπιστώνουμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε αὐτὸ τὸ φαινόμενο, τὸ ὁποῖο εἶναι πολὺ σοβαρὸ καὶ δείχνει πόσο μακριὰ ἀπὸ τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦ­μα βρίσκονται οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ καὶ πόσο οἱ διάφορες ἐξαγγελίες τῶν τελευταίων δεκαετιῶν (γιὰ πάνω ἀπὸ μισὸν αἰῶνα) περὶ ἐπανευαγ­γελισμοῦ καὶ ἐκ νέου κατηχήσεως τῶν πιστῶν ἔμειναν μεγάλα λόγια, ἄδεια ἀπὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Ἔτσι λοιπὸν στὸ ἄκουσμα τῆς λέ­ξεως ᾿Ιούδας ὅλοι σχεδὸν σκέφτονται αὐτομάτως τὸ πρόσωπον τοῦ προ­δότου μαθητοῦ, ἐνῷ αἰσθήματα φρίκης ἀποστροφῆς καὶ ἀποτροπιασμοῦ κατακλύζουν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μόνον ἡ λέξις ᾿Ιούδας γιὰ τὸ κοινὸ γλωσσικὸ αἴσθημα τῶν Νεοελλήνων εἶναι κάτι σὰν βρισιά· σημαίνει προδότης τοῦ χειρίστου εἴδους, ὕπουλος κρυψίνους καὶ ἐπικίνδυνος ἄνθρωπος, στὸν ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ κανεὶς καμμία ἀπολύτως ἐμπιστοσύνη.

Καὶ ὅμως τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐνδοξότερα τῆς Βίβλου. ᾿Ιούδας λεγόταν ἕνα ἀπὸ τὰ 12 παιδιὰ τοῦ ᾿Ιακώβ, δηλαδὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 γενάρχεςπατριάρχες τοῦ ἀρχαίου ᾿Ισραήλ. Σ᾿ αὐτὸν ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν εὐλογία ἀπὸ τὴν γενιά του νὰ γεννηθῇ ὁ μεσσίας, ὁ Χριστός. ῾Ο γενάρχης ᾿Ιούδας λοιπὸν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐλογημένους γιοὺς τοῦ ᾿Ιακώβ. ῾Η οἰκογένεια τοῦ ᾿Ιούδα ἔγινε ὁλόκληρη φυλή, ἡ πολυπλη­θέστερη καὶ ἰσχυρότερη τῶν ᾿Ισραηλιτῶν, καὶ ὑπῆρχε ὁλόκληρος νομὸς τοῦ ᾿Ισραὴλ μὲ τὸ ὄνομα αὐτό, ἡ ᾿Ιουδαία. ᾿Απὸ τὴν φυλὴ τοῦ ᾿Ιούδα προερχόταν ὁ Δαυὶδ καὶ ἡ βασιλικὴ γενιὰ τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ ὁ μεσσίας θὰ ἦταν ἐπίσης ἀπόγονος τοῦ Δαυίδ, ἄρα καὶ τοῦ πατριάρχου ᾿Ιούδα. Στὴν μετὰ Χριστὸν ἐποχὴ μάλιστα οἱ ὑπόλοιπες ἰσραηλιτικὲς φυλὲς ἀπορρο­φήθηκαν σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκή.

᾿Επειδὴ τὸ ᾿Ιούδας ἦταν ἕνα πολὺ ἔνδοξο ὄνομα, ἦταν καὶ πολὺ διαδεδομένο· τὸ ἔδιναν συχνὰ στὰ παιδιά τους καὶ δὲν ὑπῆρχε οἰκο­γένεια ἢ σόι ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ καὶ κάποιον μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα, ὅπως ἀκριβῶς σήμερα σὲ κάθε σχεδὸν ἑλληνικὸ σπίτι ὑπάρχει καὶ κάποιος Γιάννης ἢ Γιῶργος. Γι᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα ᾿Ιούδας τὸ ἔφεραν καὶ πολλοὶ ᾿Ισραηλῖτες τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὸν κύκλο τῶν 12 μαθητῶν του ὑπῆρχαν καὶ δύο μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα· ὁ ἕνας ἦταν ὁ γνωστὸς ᾿Ισκαριώτης, ποὺ ἔγινε προδότης, ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν θέσι τοῦ μαθητοῦ καὶ χάθηκε μὲ ἄθλιο τρόπο· αὐτὸς φυσικὰ ἀποκλείεται ἀπὸ συγγραφεὺς τῆς ἐπιστολῆς.

῾Ο ἄλλος συνώνυμος ἀπόστολος ἀπὸ τοὺς 12 μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ὠνομαζόταν Θαδδαῖος καὶ Λεββαῖος (Μτ 10:3, Μρ 3:18) καὶ 'Ιούδας γιὸς τοῦ 'Ιακώβου (Λκ. 6:16, Πρξ 1:13, Ιω 14:22). Τὸ εὐαγγέλιο τονίζει ἐμφατικὰ ὅτι δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὸν ᾿Ισκαριώτη τὸν προδότη. Τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τοῦ πιστοῦ μαθητοῦ καὶ ἀποστόλου φαίνεται ὅτι ἦταν τὸ Ἰούδας, ἐνῷ τὰ ἄλλα ἦσαν ἐπικλήσεις· τὸ Θαδδαῖος εἶναι μᾶλλον ἐπωνύμιο, ἐνῷ ἡ γενικὴ «Ἰακώβου» σημαίνει «γιὸς τοῦ Ἰακώβου».

῾Υπῆρχε ὅμως καὶ τρίτο πρόσωπο στὸν κύκλο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ ὄνομα ᾿Ιούδας· ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς καλούμενους «ἀδελφοὺς» τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν μικρότερος ἀδελφὸς τοῦ ᾿Ιακώβου τοῦ «ἀδελφο­θέου». Οἱ νομιζόμενοι «ἀδελφοὶ» τοῦ Κυρίου ἦσαν πιθανώτατα ἀνιψιοὶ τοῦ ᾿Ιωσὴφ καὶ ἑπομένως νομιζόμενοι ἐξάδελφοι τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ λέξι «ἐξάδελφος» στὴν ἑλληνικὴ γλῶσ­σα, ὁπότε οἱ ἐξάδελφοι τότε ἐκαλοῦντο «ἀδελφοί». ῾Η Καινὴ Διαθήκη μᾶς ἀναφέρει τὰ ὀνόματα 5 «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου, μεταξὺ τῶν ὁποί­ων ἦσαν οἱ δύο ποὺ ἀναφέρθηκαν ἐδῶ. ᾿Αρχικὰ δὲν ἀνῆκαν στοὺς μα­θητὲς τοῦ Κυρίου, διότι δὲν πίστευαν στὴν διδασκαλία του, ὅπως ἀνα­φέρει ἡ Καινὴ Διαθήκη, καὶ μάλιστα τὸν εἰρωνεύονταν καὶ τὸν περιφρο­νοῦσαν· πίστεψαν ὅμως μὲ ταπείνωσι μετὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγιναν πιστοὶ ἀπόστολοί του ('Ιω 7:2-5, 10· Πρξ 1:13-14), σὲ σημεῖο μάλιστα οἱ νομιζόμενοι «ἀδελφοὶ» τοῦ Κυρίου νὰ θεωροῦνται διακεκρι­μένοι ἀπόστολοι, σύμφωνα μὲ σαφῆ μαρτυρία τοῦ Παύλου (1Κορ 9:5-6). Οἱ δύο ἐξ αὐτῶν –ὁ ᾿Ιάκωβος καὶ ὁ ᾿Ιούδας– ἔγραψαν καὶ ἀπὸ μία θεόπνευστη ἐπιστολή.

῾Επομένως τὴν παροῦσα ἐπιστολὴ δὲν τὴν ἔγραψε ὁ ἀπόστολος ἐκ τῶν 12 ᾿Ιούδας ὁ λεγόμενος καὶ Θαδδαῖος καὶ Λεββαῖος, ἀλλὰ ὁ ἀπό­στολος ᾿Ιούδας ὁ «θεάδελφος» καὶ ἀδελφὸς τοῦ ᾿Ιακώβου. ᾿Επειδὴ ὡς «ἀδελφόθεος» ἀναφέρεται συνήθως ὁ Ιάκωβος, ἐνίοτε ὁ ᾿Ιούδας καλεῖ­ται «θεάδελφος», γιὰ νὰ ἀποφεύγεται ἡ σύγχυσι.

Σύμφωνα μὲ ἀρχαία μαρτυρία ὁ ᾿Ιούδας ἦταν ἔγγαμος, διότι δια­σῴζεται ἡ πληροφορία τοῦ ῾Ηγησίππου ὅτι γύρω στὸ 90 ἐπὶ Δομιτιανοῦ ὑπῆρχαν ἐν ζωῇ δύο ἐγγονοί του, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐπίσης προϊστάμενοι τοπικῶν ἐκκλησιῶν. ῾Ο ᾿Ιούδας σύμφωνα μὲ τὸ συναξάριό του ἀπέθανε μαρτυρικῶς, πιθανὸν στὴν 'Οστρακίνη τῆς Αἰγύπτου, καὶ τιμᾶται στὶς 19 'Ιουνίου.

῾Ο ᾿Ιούδας ὁ «θεάδελφος» ἔγραψε τὴν ἐν λόγῳ σημαντικὴ ἐπιστολή του, σὲ ὕστερους χρόνους, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 66-69, ὅταν πολλοὶ ἀπόστο­λοι εἶχαν ἤδη κοιμηθῆ καὶ ἡ 'Εκκλησία ἐδοκιμάζετο ἀπὸ αἱρέσεις· τὴν ἔγραψε πιθανώτατα ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου (ἀργότερα Μέμ­φιδα καὶ σημερινὸ Κάιρο). ᾿Απευθύνεται πρὸς τὶς ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχαν διεισδύσει ἐκεῖ οἱ ἀκόλαστοι αἱρετικοὶ νικολαΐτες. Μὲ τὴν ἐπιστολή του καταπολεμεῖ καὶ ἐλέγχει τὰ αἱρετικὰ ἤθη καὶ φρονήματα. ῾Ο ᾿Ιούδας θεωρεῖ τὴν ἐπιστο­λή του ὡς συνέχεια τῶν δύο ἐπιστολῶν τοῦ Πέτρου καὶ ὡς ὑπόμνησι τῆς διδαχῆς τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.

῾Υπομνήματα στὴν ἐπιστολὴ συνέταξαν οἱ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς, Δίδυμος, ᾿Ανδρέας πρεσβύτερος, Οἰκουμένιος καὶ Θεοφύλακτος, καὶ ἐκ τῶν νεωτέρων ὁ ᾿Αθωνίτης μοναχὸς Νικόδημος ὁ Νάξιος, καὶ οἱ Χρυσό­στομος Παπαδόπουλος (᾿Αλεξάνδρεια 1913), Παπαϊωάννου Χ. (᾿Αθῆναι 1917), καὶ Παναγιώτης Τρεμπέλας («῾Υπόμνημα εἰς τὰς ἐπιστολάς», τόμος 3ος, σ. 543-563). Σημαντικώτατο γιὰ τὸ εὖρος, τὴν πληρότητά του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀκριβέστερη ἀποκατάστασι τοῦ κειμένου εἶναι τὸ ὀγκῶδες καὶ τετραμερὲς «῾Υπόμνημα εἰς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ ᾿Ιούδα», ἐκδοθὲν ὑπὸ Στεργίου Σάκκου στὴν Θεσσαλονίκη τὸ 1970. Στὸ ἔργο αὐτὸ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἐπιβεβαιώνεται ὅτι τὸ αὐθεντικὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης (ἄρα καὶ τῆς ᾿Ιούδα ἐπιστολῆς) ἐξέδωσε ὁ καθηγητὴς Βασί­λειος ᾿Αντωνιάδης στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1904 καὶ 1912 κατόπιν ἐντολῆς καὶ ἀναθέσεως ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ βελτιώνεται τὸ κείμενο σὲ 3 σημεῖα, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα τὸ εἶχε ἤδη ἐπισημάνει κι ὁ ἴδιος ὁ Β. ᾿Αντωνιάδης. Εἶναι δὲ πολὺ φυσικὸ κάποια σημεῖα τῆς ἐκδόσεως τοῦ Β. ᾿Αντωνιάδου νὰ ἀποκαθίστανται ἐπὶ τὸ ὀρθότερον ἀπὸ νεώτερες πληρέστερες καὶ πιὸ ἐξειδικευμένες ἐπιστημονικὲς ἐργασίες.

῞Ολη ἡ ἐπιστολὴ ἐκτείνεται σὲ μόλις 2 σελίδες σημερινοῦ ἐντύπου βιβλίου καὶ ἀποτελεῖ ἕνα μόνον κεφάλαιο, τὸ ὁποῖο διακρίνεται σὲ 5 παραγράφους καὶ 25 στίχους. Διαιρέσεις τῆς ἐπιστολῆς σὲ 4 ἢ 5 κεφά­λαια κατὰ τὶς μαρτυρίες τῶν ἀρχαίων ἐξηγητῶν εἶναι ὑπερβολικὲς καὶ παραβλέπουν τὸ γεγονὸς ὅτι κεφάλαια οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν τὶς σημερινὲς παραγράφους. ᾿Επίσης ἡ ἐπιστολὴ χωριζόταν σὲ 45 στίχους περίπου, διότι οἱ στίχοι τῶν ἀρχαίων ἦσαν γενικὰ μικρότεροι ἀπὸ τοὺς σημερι­νούς. Κατὰ τὴν λειτουργικὴ χρῆσι ἡ ἐπιστολὴ ἀναγινώσκεται δύο φορὲς τὸν χρόνο· καὶ τὴν μὲν Τρίτη καὶ Πέμπτη τῆς τυρινῆς ἑβδομάδος κάθε ἔτους χωρίζεται σὲ δύο περικοπές (α΄ 1-10, β΄ 11-25), στὶς δὲ 19 ἰουνίου διαβάζεται ὁλόκληρη σὲ μία περικοπή.

 

Διάγραμμα καὶ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς

§1, στίχοι 1-2, χαιρετισμός·

§2, στίχοι 3-11, οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἡ καταδίκη τους·

§3, στίχοι 12-16, τὸ ἦθος τῶν αἱρετικῶν·

§4, στίχοι 17-23, ἡ στάσι τῶν πιστῶν·

§5, στίχοι 24-25, δοξολογικὴ κατακλείς.