ΤΙ ΦΡΟΝΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΙΑ ΤΑ
«ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ» ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
Δὲν θὰ δοθεῖ ἕνας ἀποφθεγματικὸς ὁρισμὸς γιὰ τὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης (καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὁλοκλήρου), ἀλλὰ θὰ προσδιορισθεῖ τὸ τί φρονεῖ καὶ τί πράττει γι’ αὐτὰ ἡ ἐκκλησία.
1. Τί φρονεῖ ἡ ἐκκλησία γιὰ τὰ κανονικὰ βιβλία.
α. Φρονεῖ ὅτι εἶναι ἀλάθητα. Γιὰ τὴν ἐκκλησία εἶναι βιβλία ἀλάθητα, καὶ καμμιὰ ἀνακρίβεια καὶ κανένα λάθος ἢ ψεῦδος δὲν περιέχουν γύρω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ σῴζει. Λέω γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ σῴζει, διότι γι’ αὐτὴν ἀποκλειστικῶς ἐνδιαφέρονται οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἀλάθητα τὰ κανονικὰ βιβλία, πρῶτον μὲν διότι δὲν ἀναμιγνύονται σὲ ζητήματα ἐπιστημονικά, δεύτερον δὲ διότι ποτὲ δὲν ἱστοροῦν πράγματα ἄσχετα μὲ τὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας. Τὸ λέω αὐτὸ ὄχι γιὰ νὰ δείξω ὅτι τὸ ἀλάθητο ἐξασφαλίζεται μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῶν δυσκόλων θεμάτων, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξω ὅτι, ἂν μερικὲς φορὲς ἡ Γραφὴ μιλάει κατὰ τὴν κοινὴ ἀντίληψη μιᾶς δεδομένης ἐποχῆς καὶ ὄχι κατὰ τὴν ἄκρως ἐπιστημονικὴ ἢ ἱστορικὴ ἀκρίβεια, αὐτὸ δὲν ἀκυρώνει τὸ ἀλάθητό της. Δηλαδὴ ἂν ἀποκαλεῖ τὸν Ἡρῴδη Β΄ βασιλιᾶ, ἐνῷ κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἀκρίβεια εἶναι τετράρχης καὶ ὄχι βασιλεύς, ἢ ἂν μιλάει γιὰ δύση τοῦ ἡλίου, ἐνῷ κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ ἀκρίβεια ὁ ἥλιος δὲν δύει, ἀλλὰ ἡ γῆ στρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ἢ ἂν ὁ Παῦλος συμβουλεύει τὸν Τιμόθεο ν’ ἀποφεύγει τὴν πολλὴ ὑδροποσία καὶ νὰ χρησιμοποιεῖ λίγο οἶνο γιὰ κάποιες ἀσθένειές του, ἐνῷ ἐνδεχομένως αὐτὰ δὲν τὰ συνιστᾷ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸ ἀλάθητο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλ’ ἁπλῶς ἐκφράζουν πῶς ἐκδηλώνεται τὸ πατρικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Παύλου γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ Τιμοθέου, ἢ πῶς λέει ὁ λαὸς τὴ δύση τοῦ ἡλίου, ἢ πῶς ἀποκαλοῦσε τότε ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς τὸν τετράρχη του ἔστω καὶ καταχρηστικῶς. Ἀλλὰ τὸ ἀλάθητο δὲν εἶναι ἀρκετὸ ἰδίωμα γιὰ ἕνα κανονικὸ βιβλίο, διότι ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα βιβλία ἀλάθητα, χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξισωθοῦν μὲ τὰ βιβλία τοῦ Κανόνος. Εἶναι δυνατὸν π.χ. νὰ βρεῖ κάποιος μία ἐπιστολὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἢ μία ὁμιλία τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἢ ἕνα τροπάριο ἀλάθητα. Εἶναι δυνατὸν ἐπίσης καὶ ἄσχετα μὲ τὴν πίστη ἱστορικὰ ἢ γεωργαφικὰ κείμενα, ἰδιαίτερα τὰ σύντομα, νὰ εἶναι ἀλάθητα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι εἶναι Ἅγιες Γραφές.
β. Τὰ ἀλάθητα βιβλία τοῦ Κανόνος εἶναι ἰδιαιτέρως καὶ θεόπνευστα. Αὐτὸ εἶναι ἀποκλειστικὸ προσὸν τῶν κανονικῶν βιβλίων κατὰ τὸ φρόνημα τῆς ἐκκλησίας. Τὸ γνώρισμα τοῦ ἀλαθήτου εἶναι προσὸν ἀρνητικό, ἐνῷ τὸ τῆς θεοπνευστίας θετικό. Ὁ λόγος ὁ περιεχόμενος στὴν Γραφὴ εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπαράλλακτος, ἀκριβής, ἀναλλοίωτος. Εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, ἀποκάλυψη πραγμάτων ποὺ ἦταν φύσει ἀδύνατον στοὺς ἀνθρώπους νὰ τὰ μάθουν, ὅποια κι ἂν ἦταν ἡ πρόοδός τους στὴ σοφία. Τὰ κανονικὰ βιβλία τὰ ἔγραψε κατ᾿ οὐσίαν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο χρησιμοποιώντας τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς ὡς ὄργανα. Βεβαίως τὰ λογικὰ αὐτὰ ὄργανα συμμετεῖχαν στὰ νοήματα ἄλλοτε περισσότερο καὶ ἄλλοτε λιγότερο, καὶ δὲν ἔγραφαν ὅπως τὰ μέντιουμ· ἐπίσης ἔδωσαν στὰ γραπτά τους τὸν προσωπικό τους καὶ γλωσσικὸ καὶ συγγραφικὸ χαρακτῆρα· ἀλλὰ δὲν θὰ ἦταν ἱκανὰ νὰ γράψουν ἢ ἔστω νὰ διανοηθοῦν αὐτὰ ποὺ ἔγραψαν, ἂν δὲν δέχονταν τὴν ἐπιφοίτηση καὶ ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὰ φρονεῖ ἡ ἐκκλησία γιὰ τὰ κανονικὰ βιβλία.
Κωνσταντῖνος Σιαμάκης
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο του «Μαθήματα Εἰσαγωγῆς εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην», Θεσσαλονίκη 1972, σ. 14-17)
(᾿Επιλογὴ καὶ γλωσσικὴ ἐπιμέλεια ὑπὸ Ἀθανασίου Γ. Σιαμάκη, ἀρχιμανδρίτου)
(δημοσίευσις· μάρτιος 2013)